Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Ρώμη

Μιλή­σα­με ήδη για την “Εγνα­τία” που χρυ­σο­πλή­ρω­σε ο ελλη­νι­κός λαός και ξεπου­λή­θη­κε στο μεγά­λο κεφά­λαιο πάνω από μια φορά, με στοι­χεία τόσο οικο­νο­μι­κά όσο και τεχνικά.

Φάκε­λος Εγνατία–Αττική Οδός + ΒΟΑΚ: 3 σε 1 mega συμ­βά­σεις 7+ δισ€

Εγνατία 406 _1973

Με αφορ­μή το ομώ­νυ­μο άσμα του Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση (στί­χοι Κώστα Βίρ­βου _σε επό­με­νη εκτέ­λε­ση και από τον Πασχά­λη Τερ­ζή και άλλους στη συνέ­χεια) έχουν ανα­φερ­θεί διά­φο­ρα “ράδιο αρβύ­λα” για το συγκε­κρι­μέ­νο (φαντα­στι­κό) σημείο, μέσα στον ιστό της Σαλο­νί­κης, ακό­μη και για δήθεν “ιστο­ρι­κά” εκεί πατσα­τζί­δι­κα. Η διεύ­θυν­ση είναι φαντα­στι­κή _ δεν ισχύ­ει για την Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου δεν υπάρ­χει “Εγνα­τί­ας 406”. Αυτό ανα­φέ­ρε­ται και στο βιβλίο-βιο­γρα­φία (1985) Κώστας Βίρ­βος, μια ζωή τρα­γού­δια.

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Το τερά­στιο σύμπλεγ­μα δρό­μων που κατα­σκεύ­α­σαν οι Ρωμαί­οι αντι­προ­σω­πεύ­ει ένα έργο εξαι­ρε­τι­κής μηχα­νι­κής που, με συνο­λι­κά 100.000 χλμ. πλα­κό­στρω­του, που συνέ­βα­λε στην ανά­πτυ­ξη και “εξα­γω­γή” του ρωμαϊ­κού πολι­τι­σμού σε ολό­κλη­ρο τον τότε γνω­στό κόσμο. Οι ρωμαϊ­κοί δρό­μοι είναι ένας παρά­γο­ντας ανυ­πο­λό­γι­στης σημα­σί­ας στην ιστο­ρία της ίδιας της ανθρω­πό­τη­τας. Η Ρώμη έγι­νε κινη­τή πηγή πολι­τι­σμού και κυρί­αρ­χος του κόσμου ακρι­βώς επει­δή μέσω των δρό­μων της είχε κατα­φέ­ρει να ελέγ­χει συστη­μα­τι­κά ένα μεγά­λο μέρος της τότε γνω­στής (στην Ευρώ­πη, Βόρεια Αφρι­κή και Μέση Ανα­το­λή) γης. Από ” Χρυ­σό Μίλι» (Miliarium Aureum) του Φόρουμ, στο οποίο σημειώ­θη­καν οι απο­στά­σεις, δεκα­εν­νέα πλα­κό­στρω­τοι δρό­μοι οδη­γού­σαν σε καθε­μία από τις επαρ­χί­ες της Αυτο­κρα­το­ρί­ας. Τρέ­χο­ντας εν συνε­χεία προς τον Ρήνο και τον Δού­να­βη έφτα­σαν στα Σκυ­θι­κά εδά­φη στις ακτές της Μαύ­ρης Θάλασ­σας, στον Ευφρά­τη, στην Αφρι­κή, στην Αρα­βία ακό­μα και στην Ινδία.

Οι δεκα­εν­νέα αρχι­κοί δρό­μοι ανα­πτύ­χθη­καν, δια­κλα­δί­στη­καν, αυξά­νο­νταν και πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νταν στο χώρο και στο χρό­νο έως ότου υπό τη βασι­λεία του Δομι­τια­νού βρέ­θη­καν να δια­χει­ρί­ζο­νται 372!!. Οι Ρωμαί­οι μηχα­νι­κοί δεν προ­σπά­θη­σαν να παρα­κάμ­ψουν τα φυσι­κά εμπό­δια του εδά­φους _μερικές φορές τα αντι­με­τώ­πι­ζαν κιό­λας βιά­ζο­ντάς τα. Αν συνα­ντού­σαν ποτά­μι το διέ­σχι­ζαν με γέφυ­ρα. αν έβρι­σκαν βάλ­το στο μονο­πά­τι τους μετα­μόρ­φω­σαν τον δρό­μο σε ανάχωμα.

Οι δρό­μοι τους έκα­ναν ζιγκ-ζαγκ στις Άλπεις, τρυ­πώ­ντας τες με σήραγ­γες όπου δεν υπήρ­χε άλλη λύση. Ο κίν­δυ­νος του νερού εξα­λεί­φθη­κε προ­σπα­θώ­ντας, όπου ήταν δυνα­τόν, να το παρα­κάμ­ψουν. Πριν ξεκι­νή­σουν τις εργα­σί­ες, οι οικο­δό­μοι φρό­ντιζ με σύνε­ση το έδα­φος να είναι στε­γνό. Η Ρώμη συνέ­χι­σε να χτί­ζει δρό­μους για οκτώ αιώ­νες. Τότε, όπως _μοίρα όλων των αυτο­κρα­το­ριών, ήρθε το τέλος και για αυτήν. Αλλά πλέ­ον οι μηχα­νι­κοί της είχαν κεντή­σει με δρό­μους όλο τον κόσμο.

Οι δρό­μοι των Ρωμαί­ων, “consolari” (προ­ξε­νι­κοί), θεω­ρού­νται από τα πιο ένδο­ξα και δια­χρο­νι­κά δημιουρ­γή­μα­τα της Αρχαί­ας Ρώμης. Υπήρ­χαν περί­που 100.000km πλα­κο­στρω­μέ­νοι και ασφα­λείς δρό­μοι και άλλα 150.000 χωμα­τό­δρο­μοι, αλλά αρκε­τά φαρ­διοί, στα­θε­ροί, με ενι­σχυ­μέ­νο κατά­στρω­μα και κατάλ­λη­λοι για κάρα. Πλά­τος ~5 μ, ώστε δύο κάρα από αντί­θε­τη κατεύ­θυν­ση να περ­νά­νε δίπλα-δίπλα χωρίς ζημιές (φυσι­κά υπήρ­χαν και ατζα­μή­δες οδηγοί…)
Ωστό­σο, οι πρώ­τοι οδο­ποιοί σε ιτα­λι­κό έδα­φος ήταν οι Ετρού­σκοι. Η Via Clodia ακο­λού­θη­σε του­λά­χι­στον εν μέρει μια σημα­ντι­κή ετρου­σκι­κή δια­δρο­μή που συνέ­δεε το Caere (Cerveteri) με το Volsini novii (Bolsena), και η Via Cassia, από τη Ρώμη στην Cortona, ήταν πρώ­τα ετρου­σκι­κή, όπως και η Via Aurelia που διέ­τρε­χε κατά μήκος την Τυρ­ρη­νι­κή Θάλασ­σα . Ωστό­σο, οι Ετρού­σκοι περιο­ρί­στη­καν στη χρή­ση συμπα­γούς τάφρου, ενώ οι Ρωμαί­οι χρη­σι­μο­ποιού­σαν πυρι­τό­λι­θο, που ήταν πολύ πιο σκλη­ρός και πιο ανθε­κτι­κός, τον λεγό­με­νο basolato romano (ρωμαϊ­κό βασάλτη).

Διά­φο­ροι τύποι δρό­μων υπήρ­χαν αρχι­κά … με κορ­μούς, σκαμ­μέ­νοι σε τάφρο όπως έκα­ναν οι Ετρού­σκοι (αλλά τους οποί­ους οι Ρωμαί­οι στη συνέ­χεια έστρω­σαν), μέχρι λιθό­στρω­τοι (galeratum), και πλα­κό­στρω­τοι (basolato romano) οι πιο απο­λύ­τως ανθε­κτι­κό­τε­ροι. Το όνο­μα των δρό­μων, Viae, υπο­δή­λω­νε τους εξω­α­στι­κούς δρό­μους που ξεκι­νού­σαν από τη Ρώμη, ενώ οι δρό­μοι, Strata, (δηλα­δή φτιαγ­μέ­νοι σε στρώ­σεις) ήταν αυτοί μέσα σε μια κατοι­κη­μέ­νη περιο­χή. Επει­δή έπρε­πε να διαρ­κέ­σουν «εις το διη­νε­κές» πολύ ήταν η κατα­σκευή τους, που έγι­νε από στρα­τιώ­τες _ακόμη κι αν βρί­σκο­νταν σε ξένο έδαφος.

Πολ­λοί ακό­μη σήμε­ρα στην Ιτα­λία, την Ευρώ­πη, την Αφρι­κή και την Ανα­το­λή εξα­κο­λου­θούν να χρη­σι­μο­ποιού­νται ακο­λου­θώ­ντας την αρχι­κή δια­δρο­μή: μόνο οι μεγά­λοι αυτο­κι­νη­τό­δρο­μοι, που κατα­σκευά­στη­καν τον 20ό και 21ο αιώ­να, μια υπο­χρε­ω­τι­κή επι­λο­γή λόγω της εκθε­τι­κής αύξη­σης της κυκλο­φο­ρί­ας, επέ­τρε­ψαν μεγα­λύ­τε­ρη κινη­τι­κό­τη­τα, με εκκα­θά­ρι­ση της τοπι­κής κυκλοφορίας.

Κατα­σκευα­σμέ­νοι κυρί­ως για στρα­τιω­τι­κούς σκο­πούς, επι­τρέ­πο­ντας την ταχεία μετα­κί­νη­ση στρα­τευ­μά­των και αγα­θών μετα­ξύ τόπων πολύ απο­μα­κρυ­σμέ­νων ο ένας από το άλλο (όπως λέει το ΚΚΕ, νέες επεν­δύ­σεις των ομί­λων για διαύ­λους  προ­ϊ­ό­ντων και _σήμερα ενέρ­γειας) συνέ­βα­λαν στην _τόσο σημα­ντι­κή για την οικο­νο­μία της Ρώμης ανά­πτυ­ξη του εμπο­ρί­ου. Η κινη­τι­κό­τη­τα των στρα­τευ­μά­των ήταν ένα από τα δυνα­τά σημεία του ρωμαϊ­κού στρα­τού. καθώς προ­χω­ρού­σαν, κατα­κτώ­ντας νέα εδά­φη, έχτι­ζαν δρό­μους (με το αίμα των λαών): ο Ρωμαί­ος λεγε­ω­νά­ριος δεν ήταν απλώς στρα­τιώ­της, αλλά κατα­σκευα­στής δρό­μων, γεφυ­ρών και σηράγ­γων, με βάση τις συγκε­κρι­μέ­νες γνώ­σεις που είχε.

Στα 100.000 km “ταχεί­ας κυκλο­φο­ρί­ας” δρό­μων την επο­χή της μέγι­στης επέ­κτα­σης της Αυτο­κρα­το­ρί­ας, πρέ­πει να προ­στε­θούν μυριά­δες δευ­τε­ρεύ­ο­ντες δρό­μοι και μη πλα­κο­στρω­μέ­νες εκτρο­πές: υπο­λο­γί­ζε­ται ότι το συνο­λι­κό οδι­κό δίκτυο πρέ­πει να έχει φτά­σει σε πάνω από 200.000km (!!).

Οι Ρωμαί­οι διέκριναν:

  • Δρό­μους, όπου μπο­ρού­σαν να περά­σουν κάρα, επι­τρέ­πο­ντας τη διέ­λευ­ση δύο ταυ­τό­χρο­να προς την αντί­θε­τη κατεύ­θυν­ση (εξ ου και ο όρος carreggiata=οδόστρωμα).
  • Τις actus, όπου μπο­ρού­σε κανείς να περά­σει μόνο με τα πόδια ή με άλο­γο, περί­που στο μισό πλά­τος του δρό­μου, από το iter, όπου μπο­ρού­σε να πάει με τα πόδια _χωρίς να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ζώα.
  • Τον semita (σημι­τι­κός) που ήταν τότε ο μικρότερος.
  • Τους callis στε­νούς δρό­μους ανά­με­σα στα βουνά.
  • Τους trames (που δεν αφο­ρά τραμ της επο­χής αλλά παρακαμπτήριες)
  • Τους diverticulum (εκτρο­πή που δια­κλα­δι­ζό­ταν από τον προ­ξε­νι­κό δρό­μο για να φτά­σει σε μια τοπο­θε­σία), τέλος
  • Κόμ­βους _σταυροδρόμια, ασή­μα­ντα και σημα­ντι­κά, _ Ναι!! αλλά κόμ­βος, όπως έλε­γε ο αξέ­χα­στος Βασ. Λογο­θε­τί­δης στο “ούτε γάτα ούτε ζημιά”).

Στη συνέ­χεια χωρί­στη­καν σε:

  • Δημό­σιους, που ονο­μά­ζο­νται πραι­το­ρια­νοί και προ­ξε­νι­κοί, ανά­λο­γα με το ποιος τον κατα­σκεύ­α­σε και
  • Ιδιω­τι­κούς (που ονο­μά­ζο­νται strade agrarie _ αγροτικοί)

Πιστεύ­ε­ται ότι οι Ρωμαί­οι κλη­ρο­νό­μη­σαν την τέχνη της οδο­ποι­ί­ας από τους Ετρού­σκους, βελ­τιώ­νο­ντας τη μέθο­δο και τα υλι­κά. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αρκε­τοί ρωμαϊ­κοί δρό­μοι ακο­λού­θη­σαν τους ετρου­σκι­κούς δρό­μους, για παρά­δειγ­μα η Via Flaminia μέσω του ager veientanus και του faliscus, ή τα τμή­μα­τα της Claudia σκαμ­μέ­να στον tufo και στη συνέ­χεια στρώ­θη­καν από τους Ρωμαί­ους (σσ. tuff _στα λατι­νι­κά: tofus ή tophus: πέτρω­μα από τα πιο δια­δε­δο­μέ­νο πυρο­κλα­στι­κά ηφαι­στεια­κής και όχι μόνο προ­έ­λευ­σης, ελα­φρό ή ελά­χι­στα σκλη­ρό _έτσι δου­λεύ­ε­ται  εύκο­λα, ακό­μη χωρίς ηφαι­στεια­κές απο­θέ­σεις, όπως ο πορώ­δης ασβε­στό­λι­θος). Επί­σης ο δρό­μος της Pietra Pertusa που ένω­νε το Veio με τον Τίβε­ρη, ή τμή­μα­τα της Αυρη­λί­ας που ακο­λου­θούν την Τυρ­ρη­νι­κή ακτή μέχρι την Πίζα, ή της Cassia Armerina και Flaminia.

Οι δρό­μοι χτί­στη­καν σύμ­φω­να με ένα ακρι­βές κρι­τή­ριο: ένα βαθύ­τε­ρο στρώ­μα το statumen, από πέτρες και πηλό. Ένα δεύ­τε­ρο στρώ­μα, το rudus, από πέτρες, σπα­σμέ­να κερα­μί­δια, άμμο, όλα ανα­κα­τε­μέ­να με ασβέ­στη κι ένα τρί­το στρώ­μα, πυρή­νας, από θρυμ­μα­τι­σμέ­νη πέτρα και χαλί­κι με κάλυμ­μα, από λεί­ες πέτρι­νες πλά­κες που ται­ριά­ζουν (θηλυ­κώ­νουν) μετα­ξύ τους και στη­ρί­ζο­νταν στον πυρή­να. Δεδο­μέ­νου ότι κατα­σκευά­στη­καν σε στρώ­μα­τα, πήραν το όνο­μα viae stratae, εξ ου και ο ιτα­λι­κός όρος strada, ο αγγλι­κός street και ο γερ­μα­νι­κός strasse.

Η κατα­σκευή ξεκί­να­γε με μια επι­θε­ώ­ρη­ση από τον αρχι­τέ­κτο­να, ο οποί­ος καθό­ρι­ζε πού έπρε­πε να περά­σει ο δρό­μος και στη συνέ­χεια ενα­πό­κει­το στους επι­θε­ω­ρη­τές γης, οι οποί­οι εντό­πι­ζαν τα ακρι­βή σημεία, με  κοντά­ρια και groma, για να σχε­διά­σουν ορθές γωνίες.

σσ. Το Groma (όπως τυπο­ποι­ή­θη­κε στα λατι­νι­κά και Croma, ή Gruma) ήταν εργα­λείο που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στη Ρωμαϊ­κή Αυτο­κρα­το­ρία και επέ­τρε­ψε την προ­βο­λή ορθών γωνιών και ευθεί­ων γραμ­μών δημιουρ­γώ­ντας την centurosa (ορθο­γώ­νιο πλέγ­μα _κάνναβο). Είναι το μόνο εργα­λείο τοπο­γρα­φί­ας που υπάρ­χει μέχρι σήμε­ρα. Το όνο­μα “Groma” ήρθε στα Λατι­νι­κά από την ελλη­νι­κή γνώ­μων, μάλι­στα σε πολ­λα­πλές πηγές χρη­σι­μο­ποιεί­ται ο ελλη­νι­κός όρος για τον προσ­διο­ρι­σμό του κεντρι­κού σημεί­ου ή μιας πόλης.

Η γραμ­μή των στύ­λων (κοντα­ριών) χάρα­ξης στο έδα­φος ονο­μα­ζό­ταν rigor (=αυστη­ρό­τη­τα, επει­δή έπρε­πε να ακο­λου­θη­θεί αυστη­ρά). Στη συνέ­χεια, ο αρχι­τέ­κτο­νας χάρα­ζε  τη δια­δρο­μή μετα­κι­νώ­ντας τους στύ­λους και με τη groma το οδόστρωμα.
Σε αυτό το σημείο έφτα­σαν οι λεγό­με­νοι libratores, με άρο­τρα και με τη βοή­θεια των σπα­θιών των λεγε­ω­νά­ριων, έσκα­βα το έδα­φος μέχρι το βρά­χο ή ως ένα συμπα­γές στρώ­μα. Το βάθος διέ­φε­ρε από έδα­φος σε έδα­φος και μπο­ρού­σε να φτά­σει το μέγι­στο των 2m, αλλά γενι­κά κυμαι­νό­ταν από 60cm έως 1,00m.

Για να κατα­σκευα­στεί ο δρό­μος, η εκσκα­φή γέμι­ζε με στρώ­μα­τα από δια­φο­ρε­τι­κά υλι­κά, ανά­λο­γα με την τοπο­θε­σία, το έδα­φος και τα δια­θέ­σι­μα, γενι­κά με  χώμα, πέτρες, χαλί­κι, πέτρα και άμμο μέχρι να φτά­σει στο επί­πε­δο του εδά­φους. Περί­που 60 cm — 1m από την επι­φά­νεια, καλυ­πτό­ταν με χαλί­κι και στη συνέ­χεια συμπιε­ζό­ταν με κοπά­νια, στα λατι­νι­κά pavire ή (σήμε­ρα στα ιτα­λι­κά pavimento είναι το δάπε­δο γενι­κά). Η επί­πε­δη επι­φά­νεια ή το πεζο­δρό­μιο θα μπο­ρού­σε ήδη να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ως δρό­μος ή να καλυ­φθεί με άλλα στρώ­μα­τα. Μερι­κές φορές τοπο­θε­τού­νταν ένα «θεμέ­λιο» από επί­πε­δες πέτρες για την καλύ­τε­ρη στή­ρι­ξη των ανώ­τε­ρων στρωμάτων.

Όλα ήταν τσι­με­ντα­ρι­σμέ­να με κονί­α­μα, πρώ­τα μια στρώ­ση ακα­τέρ­γα­στου σκυ­ρο­δέ­μα­τος της επο­χής πάχους πολ­λών εκα­το­στών, το rudus, μετά ένα ισο­δύ­να­μο λεπτό­κοκ­κο _πυρήνας, που απλώ­νο­νταν στο pavimentum (statumen). Τέλος, η επέν­δυ­ση μεε μεγά­λες πολυ­γω­νι­κές πλά­κες από βασάλ­τη ή ασβε­στό­λι­θο, ται­ρια­σμέ­νες τέλεια μετα­ξύ τους και τα διά­κε­να γέμι­ζαν με χαλίκι.

Οι πέτρες δεν ήταν τετρα­γω­νι­σμέ­νες, ούτε εγκάρ­σια τοπο­θε­τη­μέ­νες για να μην δίνουν γραμ­μή θραύ­σης στα κάρα. Τα θρυμ­μα­τι­σμέ­να ενδιά­με­σα κομ­μά­τια βοη­θού­σαν να κρα­τη­θούν οι δρό­μοι στε­γνοί, καθώς το νερό διέρ­ρεε μέσα από τις πέτρες, αντί να σχη­μα­τί­σει λάσπη (ακρι­βώς όπως τα σημε­ρι­νά απο­στραγ­γι­στι­κά συστή­μα­τα). Από πάνω οι επί­πε­δες πέτρες φαί­νο­νται ακό­μα σήμε­ρα (ονο­μά­ζο­νται summa crusta), μάλι­στα σε τόξο με το κέντρο του δρό­μου ψηλό­τε­ρα από τις άκρες, για να διευ­κο­λυν­θεί η απο­στράγ­γι­ση του νερού.

Μετά από δύο χιλιά­δες χρό­νια το “σκυ­ρό­δε­μα” έχει φθα­ρεί (όπου δεν συντη­ρεί­ται), δίνο­ντας την ιδέα μιας επι­φά­νειας στην οποία ήταν πολύ δύσκο­λο να ταξι­δέ­ψεις με κάρο  , αλλά ο αρχι­κός δρό­μος ήταν αντί­θε­τα σχε­δόν ομα­λός. Αυτοί οι αξιό­λο­γοι δρό­μοι ήταν ανθε­κτι­κοί στη βρο­χή, τον παγε­τό και τις πλημ­μύ­ρες και δεν χρειά­ζο­νταν σχε­δόν καμία επι­σκευή, όπως φαί­νε­ται ακό­μα σήμε­ρα, μετά από δύο χιλιετίες.

Φυσι­κά το έδα­φος από το οποίο έπρε­πε να περά­σει ένας δρό­μος δεν ήταν πάντα χωρίς εμπό­δια, τα ρέμα­τα μπο­ρού­σαν να δια­σχι­στούν με μια απλή σανί­δα, μια μικρή γέφυ­ρα από ξύλι­νες σανί­δες σε δύο σανί­δες, επί­πε­δες ή καμπού­ρες, για κάθε ποτά­μι μια ή περισ­σό­τε­ρες γέφυ­ρε. Οι Ρωμαί­οι αρχι­τέ­κτο­νες ήταν δεξιο­τέ­χνες αυτής της τέχνης, ιδιαί­τε­ρα οι στρα­τιω­τι­κοί μηχανικοί.

Οι ξύλι­νες γέφυ­ρες στη­ρί­ζο­νταν σε στύ­λους που οδη­γού­νταν στην κοί­τη του ποτα­μού ή σε πέτρι­νες βάσεις. Το εξ ολο­κλή­ρου πέτρι­νο γεφύ­ρι όμως απαι­τού­σε τοξω­τή κατα­σκευή, μια τεχνι­κή που οι Ρωμαί­οι είχαν κλη­ρο­νο­μή­σει από τους Ετρού­σκους. Οι ρωμαϊ­κές γέφυ­ρες ήταν τόσο καλά κατα­σκευα­σμέ­νες που πολ­λές από αυτές χρη­σι­μο­ποιού­νται ακό­μα και σήμερα.

Επί­σης, χτί­στη­καν μονο­πά­τια σε ελώ­δεις εκτά­σεις. Η δια­δρο­μή σημα­το­δο­τή­θη­κε με πυλώ­νες, στη συνέ­χεια ο χώρος μετα­ξύ τους γέμι­σε με μεγά­λες ποσό­τη­τες πέτρες, ανε­βά­ζο­ντας το επί­πε­δο του δρό­μου έως και 2 μέτρα πάνω από το έλος. Αυτό συνέ­βη κυρί­ως στην Ιτα­λία ενώ στις επαρ­χί­ες κατα­σκευά­ζο­νταν τα pontes longi, δηλα­δή μακριές γέφυ­ρες από κορ­μούς δέντρων.

Στην περί­πτω­ση μεγά­λων ογκό­λι­θων που παρε­μπό­δι­ζαν το μονο­πά­τι, γκρε­μών, ορει­νών ή λοφω­δών εδσφών, χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν συχνά ισχυ­ρές ανα­σκα­φές ή σήραγ­γες, εξ ολο­κλή­ρου σκαμ­μέ­νες με το χέρι. Η σήραγ­γα του φαραγ­γιού Furlo, κοντά στο Fano, είναι ρωμαϊ­κή και μέσα από αυτήν περ­νά σήμε­ρα ένας δημό­σιος δρό­μος.  Η οδο­γέ­φυ­ρα Ariccia, που χρη­σι­μο­ποιεί­ται ακό­μα και σήμε­ρα, είναι ρωμαϊ­κή του 2ου αιώ­να. π.Χ., μήκους 231μ. και ύψους έως 13μ. Οι ρωμαϊ­κοί δρό­μοι προ­χω­ρού­σαν πάντα ευθεία, ακό­μη και σε έδα­φος με από­το­μες κλί­σεις. Δεν είναι ασυ­νή­θι­στο να συνα­ντά­με κλί­σεις 10%-12% στους λόφους και έως 15%-20% στα ορεινά.

Le pietre miliari _ορόσημα

Οι δρό­μοι είχαν πλά­τος 4–6 μ., για να περ­νούν δύο κάρα, ενώ μερι­κές φορές υπήρ­χαν πλα­κό­στρω­τα πεζο­δρό­μια στα πλά­για. Οι δρό­μοι ήταν εξο­πλι­σμέ­νοι με ορό­ση­μα, που έδει­χναν την από­στα­ση σε μίλια από το “χρυ­σό ορό­ση­μο” που τοπο­θε­τή­θη­κε στη Ρωμαϊ­κή Αγο­ρά. Οι λεγε­ώ­νες έκα­ναν καλή χρή­ση αυτών των δρό­μων, και μερι­κοί χρη­σι­μο­ποιού­νται ακό­μα και σήμε­ρα, μετά από δύο χιλιετίες.
Ήδη πριν από το 250 π.Χ. στην Αππία Οδό και μετά το 124 π.Χ. για τις περισ­σό­τε­ρες από τις άλλες, οι απο­στά­σεις μετα­ξύ των πόλε­ων μετρή­θη­καν σε μίλια και αριθ­μή­θη­καν με ορό­ση­μα. Η σύγ­χρο­νη λέξη “miglio” στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα προ­έρ­χε­ται από το λατι­νι­κό milia passuum, δηλα­δή “χίλια βήμα­τα”, που αντι­στοι­χεί σε ~1480 μέτρα. Το ορό­ση­μο, ή miliarum, ήταν μια κυκλι­κή στή­λη σε μια ορθο­γώ­νια βάση, που ονο­μα­ζό­ταν cippus, χωμέ­νη στο έδα­φος για πάνω από 60 cm, (1,50m ύψος_50 cm σε διά­με­τρο και βάρος πάνω από 2 τόνους).

Στη βάση ανα­γρα­φό­ταν ο αριθ­μός μιλί­ων του δρό­μου και ψηλό­τε­ρα έδει­χνε την από­στα­ση από το Φόρουμ της Ρώμης και πλη­ρο­φο­ρί­ες για τους αξιω­μα­τού­χους που είχαν κατα­σκευά­σει ή επι­σκευά­σει τον δρό­μο και πότε, καθώς και τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του δρό­μου (αν ήταν πλα­κό­στρω­το ή μόνο χαλί­κι ή χώμα).

Ήταν ο Αύγου­στος, που έγι­νε μόνι­μος επί­τρο­πος οδών το 20 π.Χ., που τοπο­θέ­τη­σε το Miliarum Aureum (το χρυ­σό ορό­ση­μο) στο φόρουμ της Ρώμης, μια στή­λη από επι­χρυ­σω­μέ­νο μπρού­τζο, δίπλα στο ναό του Κρό­νου. Όλοι οι δρό­μοι ξεκί­νη­σαν ιδα­νι­κά από αυτό το μπρού­τζι­νο μνη­μείο. Σε αυτό ανα­φέ­ρο­νταν ο κατά­λο­γος των μεγά­λων πόλε­ων της Αυτο­κρα­το­ρί­ας και οι απο­στά­σεις τους από τη Ρώμη. Ο Κων­στα­ντί­νος το ονό­μα­σε Umbilicus Romae (ομφα­λός της Ρώμης). Στη συνέ­χεια, όλα υπο­δει­κνύ­ο­νταν με μίλια, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των μαχών, προσ­διο­ρί­ζο­ντας το μίλι στο οποίο συνέ­βη­σαν. Όλες οι απο­στά­σεις λοι­πόν υπο­λο­γί­στη­καν από τη χρυ­σή κολό­να μέχρι το ακραίο όριο κάθε δρό­μου. Εξ ου και η αρχαία ρήση ότι «Όλοι οι δρό­μοι οδη­γούν στη Ρώμη», για­τί στη ρωμαϊ­κή επο­χή ήταν έτσι.

Κοντά στην πόλη οι δρό­μοι έγι­ναν δεντρό­φυ­τες λεω­φό­ροι, τάφοι, αγάλ­μα­τα, βίλες και ναοί. Κατά μήκος όλων των δρό­μων υπήρ­χαν «ταχυ­δρο­μι­κοί σταθ­μοί», στά­σεις, σε από­στα­ση περί­που είκο­σι χιλιο­μέ­τρων η μία από την άλλη, όπου μπο­ρού­σαν να αλλά­ξουν ή να ανα­νε­ω­θούν άλο­γα, μου­λά­ρια, βόδια και όπου ήταν δυνα­τή η επι­σκευή κάρων. Υπήρ­χαν επί­σης πολ­λές ταβέρ­νες και παν­δο­χεία κατά μήκος των δρό­μων, αλλά σχε­δόν όλα ήταν επι­κίν­δυ­να, κακό­φη­μα και στα οποία σύχνα­ζαν οι κλέφτες.

Υπήρ­χαν και είδη «ξενα­γών», τα Itineraria, στα οποία σημειώ­νο­νταν τα σημα­ντι­κό­τε­ρα στοι­χεία σε κάθε δρό­μου, όπως ποτά­μια, δάση, βου­νά, απο­στά­σεις, ανα­ψυ­κτή­ρια. Υπήρ­χαν και Δρο­μο­λό­για για τις πόλεις. Τους δρό­μους ταξί­δευαν άνθρω­ποι με τα πόδια, με άλο­γα, με κάρα κάθε είδους και ένα απο­τε­λε­σμα­τι­κό ταχυ­δρο­μι­κό σύστη­μα που λει­τουρ­γού­σε με άλο­γα επί­σης μια “ταχεία” για τα πιο επεί­γο­ντα μηνύματα.

Όλοι οι δρό­μοι οδη­γούν στην Ρώμη:
Η λαϊ­κή αυτή παροι­μία προ­έρ­χε­ται από το γεγο­νός ότι οι πρώ­τοι (και σημα­ντι­κό­τε­ροι) “προ­ξε­νι­κοί” δρό­μοι είχαν το σημείο προ­έ­λευ­σής τους από τη Ρώμη και επο­μέ­νως αντί­στρο­φα “οδη­γού­σαν στη Ρώμη”.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο