Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

11 Απριλίου 1961 αρχίζει η δίκη του Άντολφ Άιχμαν

Πριν από 60 χρό­νια, μπρο­στά στις κάμε­ρες ολό­κλη­ρου του κόσμου, άρχι­ζε στην Ιερου­σα­λήμ η δίκη του ναζί εγκλη­μα­τία Άντολφ Άιχ­μαν, που έδω­σε την ευκαι­ρία σε επι­ζή­σα­ντες του Ολο­καυ­τώ­μα­τος να μιλή­σουν σε όλο τον κόσμο για την εβραϊ­κή γενοκτονία.

Ακο­λου­θεί η αφή­γη­ση, μέσα από τα τότε τηλε­γρα­φή­μα­τα του Γαλ­λι­κού Πρα­κτο­ρεί­ου, της «εβραϊ­κής Νυρεμ­βέρ­γης», από την πρώ­τη ακρο­α­μα­τι­κή συνε­δρί­α­ση της δίκης αυτού του πρώ­ην αντι­συ­νταγ­μα­τάρ­χη των Ες Ες, μέχρι την εκτέ­λε­σή του τη νύκτα της 31ης Μαΐ­ου 1961 στην Ιερου­σα­λήμ, μια δίκη που απο­τε­λεί σημείο ανα­φο­ράς του Ολο­καυ­τώ­μα­τος στη συλ­λο­γι­κή μνή­μη του Ισραήλ.

Η δίκη του 55χρονου Άιχ­μαν άρχι­σε στις 11 Απρι­λί­ου 1961 κάτω από αυστη­ρά μέτρα ασφα­λεί­ας σε δικα­στή­ριο της Ιερου­σα­λήμ. Δικα­ζό­ταν για τη συμ­με­το­χή του στην Τελι­κή Λυση, που έστει­λε στο θάνα­το έξι εκα­τομ­μύ­ρια εβραί­ους στη διάρ­κεια του Δεύ­τε­ρου Παγκό­σμιου Πολέμου.

Ο Άιχ­μαν είχε απα­χθεί στις 13 Μαΐ­ου 1960 στην Αργε­ντι­νή από πρά­κτο­ρες της Μοσάντ, της ισραη­λι­νής υπη­ρε­σί­ας πλη­ρο­φο­ριών, έπει­τα από μακρό­χρο­νη ανα­ζή­τη­ση. Κρα­τή­θη­κε μυστι­κά επί 316 ημέ­ρες σε μια ειδι­κά δια­μορ­φω­μέ­νη φυλα­κή στο βόρειο Ισραήλ.

Δεκαπέντε κατηγορίες

Το Γαλ­λι­κό Πρα­κτο­ρείο περι­γρά­φει τον κατη­γο­ρού­με­νο «ντυ­μέ­νο μ’ ένα μαύ­ρο κοστού­μι, με σκού­ρα γρα­βά­τα και λευ­κό που­κά­μι­σο, τα μάτια του να κοι­τά­ζουν το κενό πίσω από χοντρά γυα­λιά από ταρ­τα­ρού­γα». Με γκρί­ζο πρό­σω­πο και σφιγ­με­να χεί­λη, ο «καλύ­τε­ρα φυλασ­σό­με­νος κρα­τού­με­νος στον κόσμο» μπή­κε στις 9 το πρωί μέσα στο γυά­λι­νο αλε­ξί­σφαι­ρο κλου­βί που προ­ο­ρι­ζό­ταν γι’ αυτόν.

Με ακου­στι­κά στ’ αυτιά, ακού­ει απα­θής τη γερ­μα­νι­κή μετά­φρα­ση του κατη­γο­ρη­τη­ρί­ου στα εβραϊ­κά με τις 15 κατη­γο­ρί­ες σε βάρος του.

Εγκλή­μα­τα ενα­ντί­ον του εβραϊ­κού λαού, εγκλή­μα­τα ενα­ντί­ον της ανθρω­πό­τη­τας, εγκλή­μα­τα πολέ­μου, λεη­λα­σί­ες, εκτο­πι­σμοί, υπο­χρε­ω­τι­κές εκτρώ­σεις, στει­ρώ­σεις, εξό­ντω­ση… Στο πλαί­σιο της ισραη­λι­νής νομο­θε­σί­ας του 1950, ο Άιχ­μαν μπο­ρεί να τιμω­ρη­θεί με απαγχονισμό.

Ένας «μπανάλ υπαλληλάκος»

Οι λέξεις του προ­έ­δρου του δικα­στη­ρί­ου Μοσέ Λαντά­ου γεμί­ζουν τη μεγά­λη αίθου­σα του «Οίκου του λαού», τα 700 καθί­σμα­τα της οποί­ας είναι όλα γεμάτα.

Παρα­τη­ρη­τές, διπλω­μά­τες και όχι λιγό­τε­ροι από 450 δημο­σιο­γρά­φοι συνω­στί­ζο­νται για να δουν τον «οργα­νω­τή της επι­με­λη­τεί­ας του θανά­του», τον υψη­λό­βαθ­μο αξιω­μα­τού­χο του Ράιχ που είχε ανα­λά­βει να οργα­νώ­νει τις ροές των οχη­μα­το­πο­μπών με τους εκτο­πι­σμέ­νους στην Ευρώ­πη και την κατα­νο­μή τους στα στρατόπεδα.

«Περι­μέ­να­με ένα είδος τέρα­τος, δεδο­μέ­νης της έκτα­σης των εγκλη­μά­των του, όμως ο Άιχ­μαν έμοια­ζε μ’ έναν μπα­νάλ, άσχη­μο υπαλ­λη­λά­κο», θα αφη­γη­θεί το 2011 στο Γαλ­λι­κό Πρα­κτο­ρείο η Μαρ­σέλ Ζοζέφ, η οποία είχε κατα­γρά­ψει ολό­κλη­ρη τη δίκη και είχε στη συνέ­χεια δακτυ­λο­γρα­φή­σει τη μετάφραση.

Όμως, γι’ αυτήν, «η φρί­κη δεν προ­ερ­χό­ταν τόσο από τον άνδρα, που ήταν ασή­μα­ντος, όσο απ’ αυτά που λέγο­νταν στο εδώ­λιο των μαρτύρων».

Στη διάρ­κεια των τεσ­σά­ρων μηνών και τριών ημε­ρών που διήρ­κε­σε η δίκη, κατέ­θε­σαν ο ένας μετά τον άλλον 111 μάρ­τυ­ρες, αφη­γού­με­νοι ανεί­πω­τα μαρ­τύ­ρια μπρο­στά στις τηλε­ο­ρά­σεις ολό­κλη­ρου του κόσμου και σε συγ­γρα­φείς, μετα­ξύ των οποί­ων οι Χαΐμ Γκού­ρι, Ελί Βιζέλ, Γιό­ζεφ Κέσελ ή Ροζέ Βαγιάν.

Η αγωνία μέσα στους θαλάμους αερίων

Ένας επι­ζή­σας αφη­γεί­ται πώς, στην Πολω­νία, οδη­γή­θη­κε μαζί με περισ­σό­τε­ρους από χίλιους άλλους εβραί­ους κοντά σε μια τάφρο. Τα Ες Ες έβα­λαν τους δυστυ­χείς να γονα­τί­σουν, πυρο­βο­λώ­ντας στο κεφά­λι όσους προ­σπα­θού­σαν να σηκω­θούν. Μετά τους κάλε­σαν να γδυ­θούν και τους σκό­τω­σαν όλους στο χεί­λος του ίδιου τους του τάφου.

Ένας άλλος μάρ­τυ­ρας, που επέ­ζη­σε από την Τρε­μπλίν­κα, μιλά­ει για την αγω­νία μέσα στους θαλά­μους αερί­ου. Οι άνθρω­ποι στέ­κο­νταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο ώστε, ακό­μη και νεκροί, παρέ­με­ναν όρθιοι, ακό­μη και νεκροί, έβλε­πες οικο­γέ­νειες να εξα­κο­λου­θούν να κρα­τιού­νται σφι­χτά από το χέρι.

Αν και παρα­δέ­χθη­κε πως είχε «ανα­κα­τευ­τεί σε φρι­κτά πράγ­μα­τα», ο Άιχ­μαν προ­σπά­θη­σε να κρυ­φτεί πίσω από τις εντο­λές που είχε πάρει. «Οι μονα­δι­κοί υπεύ­θυ­νοι είναι οι αρχη­γοί μου, το μονα­δι­κό λάθος μου ήταν η υπα­κοή μου», υπο­γραμ­μί­ζει υπο­στη­ρί­ζο­ντας πως δεν είναι «το τέρας που λένε».

Η φιλό­σο­φος Χάνα Άρεντ θα δει σ’ αυτόν την ενσάρ­κω­ση της «κοι­νο­το­πί­ας του κακού».

Στις 15 Δεκεμ­βρί­ου 1961, ανα­κοι­νώ­νε­ται η ποι­νή: απαγχονισμός.

Σε μια αίθου­σα υπερ­πλή­ρη, ο πρό­ε­δρος Μοσέ Λαντά­ου υπο­γραμ­μί­ζει πως «ο Άιχ­μαν κατέ­στη ένο­χος τρο­μα­κτι­κών εγκλη­μά­των, δια­φο­ρε­τι­κών από όλα τα εγκλη­μα­τα ενα­ντί­ον προ­σώ­πων, επρό­κει­το στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για την εξό­ντω­ση ενός ολό­κλη­ρου λαού». «Για πολ­λά χρό­νια εφάρ­μο­ζε αυτές τις δια­τα­γές με ενθου­σια­σμό», διευ­κρί­νι­σε επί­σης το δικαστήριο.

«Δεν αισθάνομαι ένοχος»

Ο συνή­γο­ρος του κατα­δι­κα­σμέ­νου, ο Ρόμπερτ Σερ­βά­τιους, ασκεί έφε­ση, όμως αυτή απορ­ρί­πτε­ται στις 29 Μαΐ­ου 1962 από το Ανώ­τα­το Δικα­στή­ριο. Θα απορ­ρι­φθεί επί­σης η χάρη που ζήτη­σε ο Άιχ­μαν από τον ισραη­λι­νό πρό­ε­δρο Γιτζάκ Μπεν-Ζβι.

«Δεν ήμουν ένας υπεύ­θυ­νος αρχη­γός και έτσι δεν αισθά­νο­μαι ένο­χος», έγρα­φε στην αίτη­ση χάριτος.

Ο Άιχ­μαν απαγ­χο­νί­σθη­κε τη νύκτα της 31ης Μαΐ­ου 1962 και στη συνέ­χεια απο­τε­φρώ­θη­κε. Η τέφρα του σκορ­πί­σθη­κε στη θάλασ­σα έξω από τα χωρι­κά ύδα­τα του Ισραήλ.

Ν. Μπε­λο­γιάν­νης Ν. Πλου­μπί­δης – Στο σπί­τι των ηρώων

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο