Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

11 Απριλίου 1961: Η δίκη του ναζί εγκληματία Άιχμαν — Ο εισαγγελέας της δίκης θυμάται

 

Ακό­μα και 60 χρό­νια μετά τη θρυ­λι­κή δίκη ενα­ντί­ον του ναζι­στή εγκλη­μα­τία Άντολφ Άιχ­μαν, ένας από τους κατη­γό­ρους δεν μπο­ρεί να ξεχά­σει μια συγκε­κρι­μέ­νη μαρ­τυ­ρία. Πρό­κει­ται για όσα είχε κατα­θέ­σει ο επι­ζή­σα­ντας του Άου­σβιτς Μάρ­τιν Φέλ­ντι και θυμά­ται ακό­μα ο 94χρονος Γκά­μπριελ Μπαχ στην κου­ζί­να του σπι­τιού του στην Ιερου­σα­λήμ. Η γυναί­κα, ο γιος και η κόρη του Φέλ­ντι μετά την άφι­ξή τους στο στρα­τό­πε­δο εξό­ντω­σης οδη­γή­θη­καν κατευ­θεί­αν στο θάνατο.

Ο Φέλ­ντι τους έχα­σε γρή­γο­ρα. Μόνο τη μικρή του κόρη μπό­ρε­σε να δει, μια κόρη δυό­μι­σι ετών για­τί φορού­σε ένα κόκ­κι­νο παλ­τό. «Αυτό το κόκ­κι­νο σημά­δι που γινό­ταν όλο και μικρό­τε­ρο. Έτσι η οικο­γέ­νειά μου εξα­φα­νί­στη­κε από τη ζωή μου», είχε κατα­θέ­σει ο Φέλ­ντι διη­γού­με­νος τις τρο­με­ρές στιγ­μές του αποχωρισμού.

Η κόρη του ανα­πλη­ρω­τή Γενι­κού Εισαγ­γε­λέα Μπαχ ήταν τότε, στη δίκη το 1961, επί­σης δυό­μι­σι ετών. Και της είχε αγο­ρά­σει λίγο πριν, επί­σης ένα κόκ­κι­νο παλτό.

Η μαρ­τυ­ρία τον έκα­νε να χάσει τη φωνή του τότε, λέει ο γεν­νη­μέ­νος το 1927 στο Χάλ­μπερ­σταντ της Γερ­μα­νί­ας πρώ­ην εισαγ­γε­λέ­ας. «Ξαφ­νι­κά δεν μπο­ρού­σα να μιλή­σω. Χρειά­στη­καν λίγα λεπτά για να συνέλθω».

Η συγκλο­νι­στι­κή δίκη του Άιχ­μαν, του «δια­νο­μέα του θανά­του» στην υπη­ρε­σία του Χίτλερ, εκεί­νου που συστη­μα­τι­κά εξό­ντω­νε τους Εβραί­ους, διήρ­κε­σε οκτώ μήνες μετά την έναρ­ξή της στις 11 Απρι­λί­ου 1961. Τελεί­ω­σε με την επι­βο­λή της θανα­τι­κής ποινής.

Η συνάντηση με τον Άιχμαν

Περισ­σό­τε­ροι από εκα­τό μάρ­τυ­ρες κατέ­θε­σαν στη δίκη, σε μια ειδι­κά δια­μορ­φω­μέ­νη αίθου­σα θεά­τρου. Κατά τη διάρ­κεια της δίκης ο κατη­γο­ρού­με­νος καθό­ταν σε ένα γυά­λι­νο κου­βού­κλιο. Ο εισαγ­γε­λέ­ας πολ­λές φορές ένιω­σε την καρ­διά του να χτυ­πά­ει δυνα­τά αλλά καμία μαρ­τυ­ρία δεν τον συγκλό­νι­σε τόσο όσο εκεί­νη του Φέλντι.

Ο Άιχ­μαν είχε εκτο­πί­σει εκα­τομ­μύ­ρια Εβραί­ους σε γερ­μα­νι­κά στρα­τό­πε­δα εξό­ντω­σης. Μετά τον πόλε­μο κατά­φε­ρε να δια­φύ­γει στην Αργε­ντι­νή. Στις 11 Μαϊ­ου του 1960 Ισραη­λι­νοί πρά­κτο­ρες τον συνέ­λα­βαν και τον απή­γα­γαν για να δικα­στεί στο Ισραήλ.

Ο Μπαχ θυμά­ται έντο­να την πρώ­τη του συνά­ντη­ση με τον Άιχ­μαν σε μια φυλα­κή στη Χάι­φα. Διά­βα­σε στην αυτο­βιο­γρα­φία του διοι­κη­τή του Άου­σβιτς Ρού­ντολφ Χες, ο οποί­ος απαγ­χο­νί­στη­κε το 1947, πώς κατά τη δολο­φο­νία περί­που 1.000 παι­διών την ημέ­ρα μερι­κές φορές έτρε­μαν τα γόνα­τά του.

Ο Άιχ­μαν είχε πει ωστό­σο στον Χες ότι ήταν σημα­ντι­κό να σκο­τώ­νο­νται ειδι­κά αυτά τα παι­διά για ‘να απο­φύ­γου­με μια μελ­λο­ντι­κή γενιά εκδικητών’.

«Δέκα λεπτά αργό­τε­ρα μου είπαν πως ο Άντολφ Άιχ­μαν ήθε­λε να μου μιλή­σει. Δεν του έδει­ξα πόσο σοκα­ρί­στη­κα από όσα είχα δια­βά­σει», θυμά­ται σήμε­ρα από εκεί­νη τη συνά­ντη­ση ο Μπαχ.

Πεισματική άρνηση της ενοχής του

Ο Άιχ­μαν δεν παρα­δέ­χθη­κε ότι ήταν ένο­χος και υπο­στή­ρι­ξε σε όλη τη διάρ­κεια της δίκης ότι ενερ­γού­σε κατ’ εντο­λή άλλων.

Ωστό­σο ο πρώ­ην εισαγ­γε­λέ­ας ισχυ­ρί­ζε­ται ότι υπήρ­χαν πολ­λά στοι­χεία για το ότι ο Άιχ­μαν ήταν πεπει­σμέ­νος για τις πρά­ξεις του και μάλι­στα επέ­δει­ξε υπερ­βάλ­λο­ντα ζήλο.

Ο ίδιος ο Μπαχ ήταν έντε­κα ετών όταν η οικο­γέ­νειά του διέ­φυ­γε από τη Γερ­μα­νία. Λίγο πριν από το πογκρόμ τον Νοέμ­βριο του 1938, η οικο­γέ­νεια του είχε αντι­με­τω­πί­σει μεγά­λη εχθρό­τη­τα στο Βερο­λί­νο με απο­τέ­λε­σμα να κατα­φύ­γει πρώ­τα στην Ολλανδία.

Ο 94χρονος θυμά­ται ότι ένας Γερ­μα­νός αξιω­μα­τι­κός των SS τον κλώ­τση­σε σε μια στά­ση στα σύνο­ρα για να ξανα­μπεί στο τρέ­νο. Λίγο πριν από τη γερ­μα­νι­κή εισβο­λή στις Κάτω Χώρες το 1940, η οικο­γέ­νεια μπό­ρε­σε να απο­δρά­σει με ένα πλοίο και να πάει στην Παλαι­στί­νη. Ο Μπαχ σπού­δα­σε νομι­κά στο Λον­δί­νο και ξεκί­νη­σε έτσι την καριέ­ρα του ως εισαγ­γε­λέ­ας το 1953.

Πηγή: Deutsche Welle

Φώτης Αγγου­λές, ο προ­λε­τά­ριος ποιητής

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο