Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

22 βαθμούς υπό το μηδέν

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Πολι­κές θερ­μο­κρα­σί­ες θανά­του, πρω­το­φα­νέ­ρω­τες για τη χώρα.

Φλώ­ρι­να: Στη γη που θάφτη­καν 800 ανταρ­τό­που­λα είχε αρχί­σει να φυτρώ­νει βασι­λι­κός κι άγρια μέντα, τώρα ένα κατά­λευ­κο πέπλο σκε­πά­ζει την ευλο­γία της θυσίας.

Πτο­λε­μα­ΐ­δα: Εργα­τού­πο­λη με τερά­στιες ανά­γκες και την έντα­ση της αντι­λαϊ­κής «μετα­μνη­μο­νια­κής επίθεσης».

Νευ­ρο­κό­πι: Αγρο­τού­πο­λη κι άλλες μικρές και μεγά­λες πόλεις θαμ­μέ­νες κάτω από το πέπλο του ανε­λέ­η­του χιο­νιά αδυ­να­τούν να ξεπλη­ρώ­σουν την τερά­στια φορο­λη­στεία που τους επι­φυ­λάσ­σει το αστι­κό κράτος.

***

Πόσο σημα­ντι­κό και υπέ­ρο­χο είναι για τους λαούς, για τους εργα­ζό­με­νους, για τους απλούς λαϊ­κούς ανθρώ­πους να έχουν το απο­κού­μπι τους. Να έχουν τη στέ­γη που θα κουρ­νιά­σουν… ζεστό νερό, φυσι­κό αέριο και ρεύ­μα, να έχουν τη σιγου­ριά και τη βεβαιό­τη­τα της δου­λειάς τους, τη δωρε­άν ιατρι­κή τους περί­θαλ­ψη, τη δωρε­άν τους Παι­δεία, με μια λίστα στο χέρι από επι­χει­ρή­σεις, πριν ακό­μη απο­φοι­τή­σουν, με την επι­λο­γή τους που θα ήθε­λαν να δουλέψουν.

Πόσο σημα­ντι­κό είναι για τους λαούς, να συμ­με­τέ­χουν σε έναν υψη­λής ποιό­τη­τας πολι­τι­σμό. Τη μαγεία του ελεύ­θε­ρου χρό­νου, να αθλεί­ται, να δια­βά­ζει, να ψυχα­γω­γεί­ται, να συμ­με­τέ­χει στα κοι­νά. Να μπο­ρεί να παρα­κο­λου­θεί με την άνε­σή του, συναυ­λί­ες κλα­σι­κής και λαϊ­κής μου­σι­κής, θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις επι­πέ­δου, μπα­λέ­το, κινη­μα­το­γρά­φο, τσίρ­κο υψη­λών προ­δια­γρα­φών, να χαί­ρε­ται χωρίς άγχος τη ζωή του, να κάνει όνει­ρα και να προ­γραμ­μα­τί­ζει το μέλ­λον του.

***

Πόσο σημα­ντι­κό, να μην τους αγγί­ζουν οι συνω­μο­σί­ες, οι ίντρι­γκες, οι πλε­κτά­νες, η δια­φθο­ρά, τα κυκλώματα.

Να προ­σφέ­ρει αυτό πυο μπο­ρεί και να δεχτεί αυτό που έχει ανά­γκη. Να μην έχει τον αφέ­ντη εκμε­ταλ­λευ­τή πάνω από το κεφά­λι του. Πόσο σημα­ντι­κό να μην έχει τον τρό­μο και την αγω­νία της από­λυ­σης, αυτό που καθυ­πο­τά­ζει κάθε δημιουρ­γι­κή δραστηριότητα.

Ο φόβος της ακρί­βειας, της ανερ­γί­ας, της ανασφάλειας.

Να μπο­ρεί βα σεβα­στεί και να εκτι­μή­σει όλους αυτούς τους θησαυ­ρούς. Να είναι διαρ­κώς στις επάλ­ξεις, να τους συντη­ρεί και να τους διευ­ρύ­νει — έστω και μία μία.

Όλα αυτά μ΄‘ονο ένα σοσια­λι­στι­κό καθε­στώς μπο­ρεί να προ­σφέ­ρε και το ‘κανε, κάτι πυο για τον εργα­ζό­με­νο των καπι­τα­λι­στι­κών χωρών, είναι όνει­ρο θερι­νής νυκτός.

Σήμε­ρα, ελλεί­ψει αντί­πα­λου δέους ζητά να υπο­τά­ξει τους λαούς.

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο