Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

7/11/1985: Όταν αποφυλακίστηκε ο Ρούμπιν «Χάρικεϊν» Κάρτερ

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

 7/11/1985: Απο­φυ­λα­κί­ζε­ται, έπει­τα από 19 χρό­νια, ο Ρού­μπιν «Χάρι­κεϊν» Κάρ­τερ. Ο 48χρονος πυγ­μά­χος είχε κατα­δι­κα­στεί για τρι­πλό φόνο το 1966. Να σημειώ­σου­με ότι η σύλ­λη­ψή του, η φυλά­κι­σή του και ο νικη­φό­ρος μακρό­χρο­νος αγώ­νας για την απε­λευ­θέ­ρω­σή του είναι το θέμα του τρα­γου­διού “Hurricane” του Μπομπ Ντί­λαν (1975) και της ται­νί­ας “Hurricane Carter” (1999), στην οποία ο διά­ση­μος ηθο­ποιός Ντέν­ζελ Ουά­σινγ­κτον υπο­δύ­ε­ται τον φυλα­κι­σμέ­νο πυγ­μά­χο. Η ται­νία κέρ­δι­σε μια Χρυ­σή Σφαί­ρα Α ανδρι­κού ρόλου και ήταν υπο­ψή­φια για Όσκαρ. Το είδω­λο της ροκ Μπόμπ Ντί­λαν και ο σκη­νο­θέ­της Νόρ­μαν Τζού­ι­σον εμπνέ­ο­νται από την ιστο­ρία του Κάρ­τερ. Ο πρώ­τος μάλι­στα τον επι­σκέ­φθη­κε στη φυλα­κή, έχο­ντας ήδη δια­βά­σει το βιβλίο του Κάρ­τερ με τίτλο «Ο 16ος γύρος», το οποίο εκδό­θη­κε το 1975 και ευαι­σθη­το­ποί­η­σε την κοι­νή γνώ­μη. Την ίδια χρο­νιά, ο Ντί­λαν έγρα­ψε το τρα­γού­δι «Χάρι­κεϊν», το οποίο με αφορ­μή την περι­πέ­τεια του Αμε­ρι­κα­νού μπο­ξέρ, ανα­φε­ρό­ταν στον ρατσι­σμό και τις δρα­μα­τι­κές συνέ­πειες που είχε για τον Κάρ­τερ. Το τρα­γού­δι γίνε­ται τερά­στια επι­τυ­χία και ο αγώ­νες του Κάρ­τερ απο­κτά νέες δια­στά­σεις. Τέσ­σε­ρα χρό­νια αργό­τε­ρα, ο Τζού­ι­σον μετα­φέ­ρει στη μεγά­λη οθό­νη τη ζωή του Κάρ­τερ, με πρω­τα­γω­νι­στή τον Ντέ­ζελ Ουά­σινγ­κτον. Μια ται­νία η οποία φτά­νει να ξεπε­ρά­σει σε εισπρά­ξεις τα 74 εκα­τομ­μύ­ρια δολάρια.

Η ζωή του

Ο Ρού­μπιν «Χάρι­κεϊν» Κάρ­τερ, γεν­νή­θη­κε στο Κλί­φτον του Νιου Τζέρ­σεϊ το 1937. Ήταν το τέταρ­το από επτά συνο­λι­κά παι­διά της οικο­γέ­νειας. Σε ηλι­κία 11 ετών μπή­κε στο ανα­μορ­φω­τή­ριο, όταν επι­τέ­θη­κε και μαχαί­ρω­σε έναν άνδρα. Διέ­φυ­γε από το ανα­μορ­φω­τή­ριο και το 1954 εντά­χθη­κε στο στρα­τό. Λίγους μήνες μετά την ολο­κλή­ρω­ση της βασι­κής εκπαί­δευ­σης πεζι­κού στη Νότια Καρο­λί­να, στάλ­θη­κε στη Δυτι­κή Γερ­μα­νία. Εκεί ξεκί­νη­σε την πυγ­μα­χία, αγω­νι­ζό­με­νος αρχι­κά για την ομά­δα του στρα­τού. Το 1956 απο­λύ­θη­κε από τον στρα­τό ως ακα­τάλ­λη­λος, μετά από τέσ­σε­ρα δικα­στή­ρια. Κατα­δι­κά­στη­κε και φυλακίστηκε.

Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­σή του από τη φυλα­κή τον Σεπτέμ­βριο του 1961, ο Κάρ­τερ έγι­νε επαγ­γελ­μα­τί­ας πυγ­μά­χος. Παρά τη μικρή του σωμα­τι­κή διά­πλα­ση (από τον μέσο όρο της κατη­γο­ρί­ας των μεσαί­ων βαρών), κατά­φε­ρε να δια­πρέ­ψει λόγω του επι­θε­τι­κού του ύφους και της τρο­με­ρής δύνα­μης που είχε στα χέρια. Μια δύνα­μη που του επέ­τρε­ψε να κερ­δί­σει αρκε­τούς αγώ­νες με νοκ-άουτ. Το παρα­τσού­κλι «Χάρι­κεϊν» (Τυφώ­νας) δεν άργη­σε να έρθει. Το 1963 βρέ­θη­κε στο Τοπ-10 της λίστας των διεκ­δι­κη­τών του τίτλου στα μεσαία βάρη, ενώ προς το τέλος του 1965 βρέ­θη­κε στην πρώ­τη πεντάδα.

Το ρεκόρ καριέ­ρας του Κάρ­τερ ήταν 27 νίκες, 12 ήττες και μία ισο­πα­λία σε 40 αγώ­νες, με συνο­λι­κά 19 νοκ άουτ (8 νοκ άουτ, 11 τεχνι­κά νοκ άουτ). Έλα­βε τιμη­τι­κά τον τίτλο του παγκό­σμιου πρω­τα­θλη­τή και αργό­τε­ρα μπή­κε στο Hall of Fame του New Jersey Boxing.

Η δίκη και καταδίκη

Στις 17 Ιου­νί­ου 1966, δύο άνδρες εισήλ­θαν στο Lafayette Bar and Grill, στην Πάτερ­σον του Νιου Τζέρ­σεϊ και άρχι­σαν να πυρο­βο­λούν. Ο μπάρ­μαν Τζέιμς Όλι­βερ και ένας πελά­της, ο Φρεντ Νάου­γιοκς σκο­τώ­θη­καν αμέ­σως. Ο Χέι­ζελ Τάνις, ο οποί­ος τραυ­μα­τί­στη­κε σοβα­ρά εκεί­νη τη βρα­διά, απε­βί­ω­σε σχε­δόν ένα μήνα αργό­τε­ρα έχο­ντας πυρο­βο­λη­θεί στο λαι­μό, το στο­μά­χι, το έντε­ρο, την σπλή­να και τον αρι­στε­ρό πνεύ­μο­να. Ένας τρί­τος πελά­της, ο Ουί­λι Μάρινς, επέ­ζη­σε της επί­θε­σης, παρά το γεγο­νός ότι έχα­σε την όρα­σή του από το ένα μάτι. Τόσο ο Μάρινς όσο και ο Τάνις στις κατα­θέ­σεις τους, υπέ­δει­ξαν ότι οι σκο­πευ­τές ήταν μαύ­ροι άνδρες, χωρίς να ανα­γνω­ρί­σουν τον Κάρ­τερ ή τον Τζον Άρτις που επί­σης κατη­γο­ρή­θη­κε.  Και οι τρεις νεκροί ήταν λευ­κοί! Σύμ­φω­να με αυτό­πτες μάρ­τυ­ρες, οι δρά­στες ήταν δύο έγχρω­μοι άνδρες που διέ­φυ­γαν από το σημείο με ένα αυτο­κί­νη­το, με λευ­κό χρώμα…

Ο Κάρ­τερ οδη­γού­σε κι αυτός ένα ίδιου χρώ­μα­τος αυτο­κί­νη­το και η αστυ­νο­μία τον στα­μά­τη­σε και τον μετέ­φε­ρε στον τόπο του εγκλή­μα­τος μισή ώρα αργό­τε­ρα, μαζί με τον Τζον Αρτις, τον οποίο είχε πάρει νωρί­τε­ρα με ότοστοπ.

Τελι­κά η κατα­δί­κη του για την τρι­πλή δολο­φο­νία, βασί­στη­κε σε μία μαρ­τυ­ρία ενός ανθρώ­που με βεβα­ρη­μέ­νο ποι­νι­κό μητρώο που είδε τους δύο δρά­στες να τρέ­χουν έξω από το μπαρ και βάσει των όπλων που βρή­κε η αστυ­νο­μία στο αυτο­κί­νη­το του «Τυφώ­να», μίας καρα­μπί­νας και ενός πιστο­λιού. Ωστό­σο η υπε­ρά­σπι­ση του αμφι­σβή­τη­σε το εύρη­μα της βαλ­λι­στι­κής έκθε­σης και είπε στο δικα­στή­ριο ότι πρώ­τα βρέ­θη­καν τα όπλα και μετά οι αστυ­νο­μι­κοί είπαν ότι από αυτά προ­έρ­χο­νταν οι φονι­κές σφαί­ρες. Επί­σης ο δικη­γό­ρος του Κάρ­τερ βασί­στη­κε στο γεγο­νός ότι ένας θαμώ­νας του μπαρ που τραυ­μα­τί­στη­κε κιό­λας, είπε ότι ο δολο­φό­νος δεν ήταν ο πυγ­μά­χος, ενώ χρη­σι­μο­ποί­η­σε το επι­χεί­ρη­μα ότι δεν λήφθη­καν απο­τυ­πώ­μα­τα στο μπαρ, ούτε έψα­ξαν τους δύο κατη­γο­ρού­με­νους για ίχνη πυρί­τι­δας από τα όπλα.

Τελι­κά ο εισαγ­γε­λέ­ας πρό­τει­νε θανα­τι­κή ποι­νή αλλά το δικα­στή­ριο απο­φά­σι­σε κατα­δί­κη σε ισόβια.

Ο δικα­στι­κός μαραθώνιος 

Η υπό­θε­ση του Κάρ­τερ ήλθε ξανά στην επι­φά­νεια το 1974, όταν δύο μάρ­τυ­ρες-κλει­διά ανα­κά­λε­σαν τις κατα­θέ­σεις τους, με απο­τέ­λε­σμα η εφη­με­ρί­δα New York Times να δημο­σιεύ­σει μια σει­ρά απο­κα­λύ­ψε­ων, ενώ είχαν ήδη εμφα­νι­στεί «εξα­φα­νι­σμέ­να» στοι­χεία που έδει­χναν ρατσι­στι­κό υπό­βα­θρο ενα­ντί­ον του αφού οι λευ­κοί κατή­γο­ροι ήταν προ­κα­τει­λημ­μέ­νοι λόγω χρώ­μα­τος ενα­ντί­ον του Κάρ­τερ, με απο­τέ­λε­σμα ο πρώ­ην πυγ­μά­χος να μετα­τρα­πεί σε σύμ­βο­λο για το κίνη­μα πολι­τι­κών δικαιωμάτων.

Το 1974 ξεκί­νη­σε λοι­πόν νέα δίκη και ο Κάρ­τερ αφέ­θη­κε ελεύ­θε­ρος με εγγύ­η­ση, καθώς οι βασι­κοί μάρ­τυ­ρες κατη­γο­ρί­ας άλλα­ξαν την αρχι­κή τους κατά­θε­ση. Βγή­κε το 1976, ωστό­σο επέ­στρε­ψε στις φυλα­κές την ίδια χρο­νιά, όταν ένας από τους μάρ­τυ­ρας αναί­ρε­σε τις αλλα­γές που έκα­νε στην αρχι­κή του κατά­θε­σή του. Η ποι­νή παρέ­μει­νε η ίδια, ισό­βια και για τους δύο.

Οι συνή­γο­ροι του συνέ­χι­σαν να υπο­βάλ­λουν εφέ­σεις και τελι­κά απε­λευ­θε­ρώ­θη­κε τελι­κά ο 1985, χάρη στην υπο­στή­ρι­ξη μιας ομά­δας Κανα­δών ακτι­βι­στών, καθώς ένας ομο­σπον­δια­κός δικα­στής απο­φάν­θη­κε ότι οι κατα­δί­κες του «βασί­ζο­νταν μάλ­λον στον ρατσι­σμό παρά στη λογι­κή, μάλ­λον σε συγκα­λύ­ψεις παρά σε αποκαλύψεις».

Οι εισαγ­γε­λείς απο­φά­σι­σαν να μην ζητή­σουν να δικα­στεί για τρί­τη φορά. Παρά την απε­λευ­θέ­ρω­σή του, ορι­σμέ­νοι ως ακό­μη και σήμε­ρα αμφι­βάλ­λουν για την αθω­ό­τη­τά του, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι υπήρ­χαν στοι­χεία για την ενο­χή του…
Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­σή του ο Κάρ­τερ διε­τέ­λε­σε επί 12 χρό­νια εκτε­λε­στι­κός διευ­θυ­ντής της Ένω­σης για την Υπε­ρά­σπι­ση των Άδι­κα Κατα­δι­κα­σμέ­νων, μιας οργά­νω­σης που εδρεύ­ει στο Τορό­ντο. Απο­χώ­ρη­σε από την οργά­νω­ση αυτή το 2004 μετά από μια πικρή δια­μά­χη. «Απε­λευ­θε­ρώ­σα­με πάνω από 20 ανθρώ­πους τα τελευ­ταία 15 ως 20 χρό­νια και ο Ρού­μπιν δια­δρα­μά­τι­σε τερά­στιο ρόλο σε αυτό», δήλω­σε ο Τζέιμς Λόκιερ, ένας από τους συνι­δρυ­τές της οργάνωσης.

Μετά την απο­χώ­ρη­σή του από την Ένω­ση ο Κάρ­τερ συνέ­χι­σε τη δρά­ση του υπέρ των κατα­δι­κα­σμέ­νων άδι­κα, δίνο­ντας συχνά ομι­λί­ες. Παρέ­μει­νε στε­νός φίλος με τον Άρτις, τον άνθρω­πο μαζί με τον οποίο είχαν καταδικαστεί.

Από πολ­λούς Αμε­ρι­κα­νούς, ιδιαί­τε­ρα από την αφρο­α­με­ρι­κα­νι­κή κοι­νό­τη­τα, υπήρ­ξε λαϊ­κός ήρω­ας. Όχι μόνο επει­δή έγι­νε τρα­γού­δι από τον Μπομπ Ντί­λαν και ται­νία από τον Νόρ­μαν Τζού­ι­σον, αλλά κυρί­ως για­τί προ­σπα­θού­σε να απο­δεί­ξει την αθω­ό­τη­τά του, έχο­ντας απέ­να­ντί του το… λευ­κό κατε­στη­μέ­νο. Στις 20 Απρι­λί­ου του 2014, ο Κάρ­τερ, νικη­μέ­νος από την επά­ρα­τη νόσο, φεύ­γει από τη ζωή σε ηλι­κία 76 ετών στο Τορό­ντο του Κανα­δά όπου και διέ­με­νε από την ημέ­ρα της απο­φυ­λά­κι­σής του.

«Ο πικρός βίος του Μαξ Χάβελ­λαρ, Μια ιστο­ρία εκμε­τάλ­λευ­σης στις αποι­κί­ες καφέ»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο