Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μουργκάνα, του Δημήτρη Χατζή (4/4)

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Η νου­βέ­λα «Μουρ­γκά­να» του Δημή­τρη Χατζή δημο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φορά το 1948 στην εφη­με­ρί­δα «Φωνή του Μπούλ­κες», στη συνέ­χεια μετα­φρά­στη­κε στα γαλ­λι­κά από τη Μέλ­πω Αξιώ­τη και το 1979 ο συγ­γρα­φέ­ας την συμπε­ριέ­λα­βε στη «Θητεία». Συλ­λο­γή με αγω­νι­στι­κά κεί­με­να της περιό­δου 1940 – 1950. 

Η γρα­φή του Δημή­τρη Χατζή  ρεα­λι­στι­κή  τεί­νει περισ­σό­τε­ρο προς την ιστο­ρι­κή αφή­γη­ση και ανα­πα­ρά­στα­ση, κατορ­θώ­νο­ντας συγ­χρό­νως να απο­δώ­σει με  τις δυνα­τές και ζωντα­νές περι­γρα­φές τις μάχες  αλλά και το ψυχι­κό μεγα­λείο των αγω­νι­στών της Μουργκάνας.

Δημο­σιεύ­ου­με τη νου­βέ­λα σε συνέ­χειες. Σήμε­ρα το τέταρ­το (και τελευ­ταίο) μέρος.

mourgana9

Η επί­θε­ση ξαναρ­χί­ζει στις 27 του Μάρ­τη. Με τα δέκα αερο­πλά­να, με είκο­σι κανό­νια τώρα και με πεζι­κές δυνά­μεις μεγα­λύ­τε­ρες. Οι ΛΟΚ είναι τώρα εφτά. Παίρ­νει μέρος η 8η ίλη ιππι­κού κι άλλη μια ίλη θωρα­κι­σμέ­να σταθ­μεύ­ει στο Κερά­σο­βο. Οι Αμε­ρι­κά­νοι ζητούν έν’ απο­τέ­λε­σμα αυτή τη φορά. Οπωσ­δή­πο­τε. Κι όπως τούς είπαν, βια­ζό­ντα­νε κιόλας.
Ξαναρ­χί­ζου­νε πάλι στ’ αρι­στε­ρά και στα δεξιά οι ίδιες μάχες, πάνω-κάτω στα ίδια μέρη. Η αντάρ­τι­κη ταχτι­κή μπαί­νει πάλι  σ΄ενέργεια, τώρ’ ακό­μα καλύ­τε­ρα, με μεγα­λύ­τε­ρο πεί­σμα, με πεί­ρα και με γνώ­ση του τόπου. Τώρα και οι όλμοι κου­βα­λιού­νται στις πλά­τες μακριά, πίσω από τις γραμ­μές του εχθρού. Χτυ­πού­νε και βρί­σκο­νται πάλι με το χάρα­μα στις πρω­τι­νές τους θέσεις. Τα «δελ­τία πλη­ρο­φο­ριών» της Μεραρ­χί­ας μιλού­νε συνέ­χεια για υπο­νο­μεύ­σεις, ναρ­κο­πέ­δια και παγί­δες που βρί­σκουν τα τμή­μα­τά τους σε κάθε βήμα. Το μηχα­νι­κό μας έχει κεντή­σει τον τόπο, υψώ­μα­τα ολό­κλη­ρα τινά­ζο­νται στον αέρα.
Πέντε μέρες και πέντε νύχτες, από τη μία ως την άλλη άκρη στο μέτω­πο  η μάχη κρα­τά­ει αστα­μά­τη­τα. Και τους αλω­νί­ζου­νε πάλι, με τα καρ­τέ­ρια, τους αιφ­νι­δια­σμούς, τα τρα­γού­δια και τους τηλε­βό­ες, ο Τζα­βέλ­λας στη Μεγά­λη Ράχη, ο Λόχος των Νέων, οι ανταρ­το­ο­μά­δες του Λευ­τέ­ρη από πίσω τους, τα οπλο­πο­λυ­βό­λα που ξεμυ­τί­ζουν σε κάθε βήμα μπρο­στά τους, οι όλμοι που δεν ξέρουν από πού τους χτυ­πά­νε, οι αντιαρ­μα­τι­κές γρο­θιές που σκά­νε ξαφ­νι­κά μέσα στους καταυ­λι­σμούς τους. Δε θα πω πάλι γι’ αυτά.

Τη νύχτα της 2 του Απρί­λη τα τάγ­μα­τα 627 και 583 μαζί με μια διλο­χία ΛΟΚ κατα­φέρ­νου­νε τέλος να σπά­σου­νε την αντί­στα­σή  μας σε δυό μικρά υψώ­μα­τα που λέγο­νται Στά­λος και Καστρί, μπρο­στά στη Μουρ­γκά­να. Οι οβί­δες των κανο­νιών κ’ οι μπό­μπες των αερο­πλά­νων τα οργώ­σα­νε τις τρεις τελευ­ταί­ες μέρες συνέ­χεια. Η εχθρι­κή δύνα­μη γαν­τζώ­νε­ται τη νύχτα σ’ αυτά τα δυο υψώ­μα­τα, προ­χω­ρεί ως ένα σημείο που το έδα­φος της προ­σφέ­ρε­ται, στα­μα­τά­ει εκεί και οργα­νώ­νει τις θέσεις της,
Οι δικοί μας τα χαρά­μα­τα κάνουν αντε­πί­θε­ση να τούς βγά­λουν από το ύψω­μα του Στά­λου που κρα­τούν την κορ­φή του μονά­χα. Οι ομά­δες που κατε­βαί­νουν προς τις εχθρι­κές θέσεις χτυ­πιού­νται από τρεις πλευ­ρές. Το πυρο­βο­λι­κό τούς ρίχνει συνέ­χεια, βρο­χή από σφαί­ρες σφυ­ρί­ζουν ολό­γυ­ρά τους. Σε λίγο ακό­μα, σαν ξημε­ρώ­νει, τ’ αερο­πλά­να δεν ανοί­γουν τους κύκλους τους μακρύ­τε­ρα από την κορ­φή του υψώ­μα­τος. Χτυ­πού­νε με τα μυδρά­λια, ρίχνουν ρου­κέ­τες. Οι σκο­πευ­τές κου­ρά­ζο­νται κρα­τώ­ντας όρθιοι τα οπλο­πο­λυ­βό­λα τους, τα χέρια τους βαραί­νουν. Ανα­γκά­ζο­νται και τα παίρ­νουν οι διμοι­ρί­τες. Ο τόπος είναι μέσα σε κουρ­νια­χτό από τις οβί­δες που σκά­ζουν και από τα καπνο­γό­να βλή­μα­τα που αρχί­ζουν να ρίχνου­νε για να δεί­χνου­νε στ’ αερο­πλά­να τις θέσεις των δικών μας.
Από το χάρα­μα ως το μεση­μέ­ρι οι μικρές μας ομά­δες ρίχνο­νται πάνω στις εχθρι­κές θέσεις, στα­μα­τούν τον εχθρό, μα δεν μπο­ρούν να τον βγά­λουν, να τον διώ­ξου­νε παρα­κά­τω. Και πάλι ξανα­δο­κι­μά­ζουν και ξανα­πη­δούν απρο­φύ­λα­χτοι, χωρίς απο­τέ­λε­σμα, ως την ώρα που δόθη­κε η δια­τα­γή να τρα­βή­ξου­νε πίσω.
Να τρα­βή­ξου­νε πίσω θα πει ν’ ανε­βού­νε τώρα τ’ ολό­γυ­μνο ύψω­μα ίσα­με την κορυ­φή του, απρο­φύ­λα­χτοι απ’ ολού­θες, από μπρος, απ’ τα πλά­για, από τα κανό­νια που τους χτυ­πούν, από τα μυδρά­λια των αερο­πλά­νων που τους ακο­λου­θού­νε βήμα με βήμα. Η αντε­πί­θε­σή τους τσακίστηκε.
Τσα­κι­στή­κα­νε τα κορ­μιά. Η ψυχή τους δε λύγι­σε. Δε βρί­σκε­ται σ’ αυτή την άνι­ση και χαμέ­νη αντε­πί­θε­ση του Στά­λου μήτε κ’ ένας που να ‘κανε πίσω πριν πάρου­νε τη διαταγή.
Είναι μάχες στον πόλε­μο που δεν έχουν άλλη δόξα έξω από τη δόξα της κερ­δι­σμέ­νης νίκης. Και είναι και μάχες χαμέ­νες που μ’ αυτές κερ­δί­ζε­ται στο τέλος ο πόλε­μος: οι νικη­μέ­νοι του Στά­λου στα­θή­κα­νε το παρά­δειγ­μα για όλους τους μαχη­τές μας και δώσα­νε το πνεύ­μα της θυσί­ας στους μαχη­τές και νικη­τές του Τσε­ρο­βέ­τσι στις κατο­πι­νές μέρες.
Χάσα­με καμπό­σους εκεί. Δυο-τρεις λαβω­μέ­νοι μας απο­μεί­να­νε στα χέρια του εχθρού κ’ οι προ­στά­τες του πολι­τι­σμού τούς κατά­σφα­ξαν. Μερι­κοί μαχη­τές μας, τρεις ή τέσ­σε­ρις, πιά­στη­καν στα χέρια. Μαζί τους και δυο κορί­τσια. Αυτούς είχαν δια­τα­γή να μην τους σκο­τώ­σουν και να τους στεί­λου­νε ζωντα­νούς στη Μεραρ­χία στα Γιάν­νι­να, για μια επί­δει­ξη που χρεια­ζό­τα­νε κει, ύστε­ρα από τόσες μέρες άγο­νης επίθεσης.
Ήταν Κυρια­κή το βρά­δι όταν πήγα­νε τα δυο κορί­τσια στα Γιάν­νι­να. Ο σκο­πός τους ήταν να τα πομπέ­ψουν στους δρό­μους. Στην πλα­τεία της πόλης, καθώς τα περ­νού­σαν για τους στρα­τώ­νες, μαζευ­τή­κα­νε κόσμος και κόσμος, κάπου δέκα χιλιά­δες. Τα ‘χαν αφή­σει και φορού­σαν ακό­μα τα δίκο­χα τους και τα φυσε­κλί­κια τους με τις σφαί­ρες σταυ­ρω­τά πάνω στο στή­θος τους, όπως χρεια­ζό­ταν για την επί­δει­ξη. Και κεί­να περ­πα­τού­σα­νε και τα δυο με το κεφά­λι ψηλά. Οι χαζοί κοι­τά­ζα­νε κι ανοί­γαν το στό­μα. Καμπό­σοι, βαλ­τοί, θέλα­νε να τα γιου­χα­ΐ­σουν. Ο κόσμος σώπαι­νε κ’ έσφιγ­γε τα δόντια του βου­βός και λυπη­μέ­νος. Για μια στιγ­μή, καθώς φτά­να­νε πια μπρο­στά στο χτί­ριο της Μεραρ­χί­ας, γίνη­κε πέρα για πέρα ησυ­χία κι ακου­γό­ντα­νε μονά­χα τα βήμα­τα τους καθώς χτυ­πού­σαν οι αρβύ­λες τους απά­νω στις πλά­κες, στο πεζοδρόμιο.

Το βρά­δυ σε μια στρα­τώ­να, στο «Στρα­τό­πε­δον Βελισ­σα­ρί­ου», μπή­κε κάποιος και μολο­γού­σε πώς γίναν τα πρά­μα­τα στην πλα­τεία της πόλης και χαχά­νι­ζε κ’ αισχρο­λο­γού­σε για τα κορί­τσια. Είτα­νε ένας από την «’Ομά­δα Τάγ­μα­τος», απ’ αυτούς που έχουν τα πιστό­λια στη μέση τους – ένας από την «Αστυ­νο­μία Μονά­δας». Αυτός ο παλι­κα­ράς έπια­νε καμιά φορά μέσα στο θάλα­μο ένα στρα­τιώ­τη, έτσι για γού­στο, τον άρπα­ζε από το ‘να πόδι κ’ έδει­χνε στους άλλους πώς βιά­ζου­νε μια γυναί­κα. Και το ‘δει­χνε με τέτοια γρη­γο­ρά­δα και μαστο­ριά που δεν μπο­ρεί παρά να το ‘χε δοκι­μά­σει και στ’ αλή­θεια, όταν ήτα­νε πριν με τους μάυ­δες και πιο πριν με το Ζέρβα…
Ένας είπε μέσα στο θάλα­μο. Δυνατά:
– Είναι ντρο­πή μας για στρα­τιώ­τες να γελού­με με αυτές τις κοπέ­λες που στέλ­νου­με μεραρ­χί­ες ολά­κε­ρες να τις πολεμήσουν.
Κάποιος πήγε σε λίγο κοντά του.
– Και συ  ρε φίλε δεν τις πολε­μάς; Πέντε μήνες;
– Έμε­να θα με στεί­λου­νε στη Μακρό­νη­σο άμα θα ‘ρθου­νε τα χαρ­τιά μου. , .
– Και για­τί δεν πας μαζί τους καλύτερα;

Έσκυ­ψε το κεφά­λι και σώπα­σε. Κοί­τα­ζε την αρβύ­λα του και ντρεπότανε.

Απ’ αυτό το «Στρα­τό­πε­δον Βελισ­σα­ρί­ου» φορ­τώ­θη­καν εκεί­νες τις μέρες από τις απο­θή­κες του πυρο­βο­λι­κού δυό­μι­ση χιλιά­δες εγγλέ­ζι­κα βλή­μα­τα για κανό­νια. Κι όλα πέσα­νε πάνω στο Τσε­ρο­βέ­τσι στις τέσ­σε­ρις και τις πέντε του μήνα.
Καθώς είχα­νε πάρει το ύψω­μα του Στά­λου και το άλλο το δίδυ­μο που στέ­κε­ται δίπλα του, ίδια γυμνό, το Καστρί, πιά­σα­νε θέσεις πάνω σ’ αυτά, στή­σα­νε πολυ­βό­λα κι όλα τα γύρι­σαν, κανό­νια κι αερο­πλά­να τους, στο Τσεροβέτσι.
Είναι το Τσε­ρο­βέ­τσι ένα τρί­το ύψω­μα, στη σει­ρά μ’ αυτά τα δύο, στη μέση της Μουρ­γκά­νας, κι ακου­μπά­ει πάνω στον κύριο όγκο της. Σα δε μπό­ρε­σαν να κάνου­νε τίπο­τα κι από τις δυο μεριές του μετώ­που βάλ­θη­καν να ρίξουν όλη τη δύνα­μη τους σ’ αυτό το σημείο, να το κάψου­νε, να το αλέ­σουν με τα κανό­νια και τ’ αερο­πλά­να κ’ έτσι να μπο­ρέ­σου­νε να το πιά­σουν κι από κει ν’ ανε­βούν στη Μουργκάνα.
Οι δικοί μας έχου­νε δυο ομά­δες μπρο­στά-μπρο­στά στο πρώ­το υψω­μα­τά­κι, δυο παρα­πί­σω σ’ ένα δεύ­τε­ρο ύψω­μα κι άλλες δυό δεξιά και αρι­στε­ρά. Αυτή είναι όλη η δύνα­μη που θα δεχτεί και θα κρα­τή­σει την επί­θε­ση από τρία τάγ­μα­τα. Μπρο­στά-μπρο­στά είναι ένα μόνι­μο πολυ­βο­λείο. Λίγο παρα­πί­σω ένα δεύ­τε­ρο. Σ’ αυτά τα πολυ­βο­λεία δόθη­κε η μάχη και μπρο­στά τους συντρί­φτη­καν δυό μέρες οι επι­θέ­σεις του εχθρού.

mourgana8

Η μέρα – τέσ­σε­ρις του Απρί­λη – ξημέ­ρω­σε κάπως αντα­ρια­σμέ­νη. Μέσα στο πρώ­το, το χαμη­λό­τε­ρο πολυ­βο­λείο, είναι ο Ηλί­ας Μιχα­λό­που­λος από το Κυπα­ρίσ­σι Γρε­βε­νών, ομα­δάρ­χης της μικρής δύνα­μης που θα δεχτεί την πρώ­τη επί­θε­ση. Μέσα στο πολυ­βο­λείο είναι και άλλοι τρεις μαζί του. Δύο ακρο­βο­λι­στές έχουν πιά­σει με τα ντου­φέ­κια τους τις ατο­μι­κές τους θέσεις λίγο μακρύ­τε­ρα, πίσω από μικρά πέτρι­να προ­χώ­μα­τα. Σαν άρχι­σε, κατά τις οχτώ, η αντά­ρα και σκόρ­πι­ζε, είδαν από τα αρι­στε­ρά τους τη δύνα­μη πού ‘χε κινή­σει κι ανέ­βαι­νε. Ετοί­μα­σαν τα’ οπλο­πο­λυ­βό­λο τους και περί­με­ναν. Οι δικοί μας  απ’ αρι­στε­ρό­τε­ρα  ρίχνα­νε. Αρχί­σα­νε κι αυτοί με τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο και τα ντου­φέ­κια τους και χτυ­πού­σαν την πρώ­τη διμοι­ρία που όλο κι ανέ­βαι­νε στο ύψωμα.
Η ομί­χλη έχει σκορ­πί­σει, η μέρα είναι ολό­λα­μπρη. T’ αερο­πλά­να γυρ­νού­νε συνέ­χεια πάνω από το κεφά­λι τους, οι οβί­δες του πυρο­βο­λι­κού πέφτουν ολό­γυ­ρα, χιλιά­δες σφαί­ρες βουί­ζουν σε κάθε στιγ­μή‘ η μάχη για το Τσε­ρο­βέ­τσι έχει αρχίσει.
Στα δια­κό­σια φυσίγ­για τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο τους στα­μα­τά­ει. Εμπλο­κή. Αρχί­ζου­νε τότες και οι έξη και χτυ­πού­νε με τα ντου­φέ­κια τους. Όλοι μαζί με το πρό­σταγ­μα που δίνει ο Ηλί­ας να φαί­νε­ται πως είναι ριπή με τα’ αυτό­μα­το όσο να κατα­φέ­ρουν να το ξαναφκιάξουν.
Μια οβί­δα του πυρο­βο­λι­κού πέφτει μπρο­στά στο πολυ­βο­λείο και το μισο­γκρε­μί­ζει. Δεν προ­φταί­νουν να συνε­φέ­ρουν και πέφτει κι άλλη από πάνω. Το σκέ­πα­στρο βάστα­ξε μα το πολυ­βο­λείο δεν είναι πια για προ­κο­πή. Πρέ­πει να πάνε πίσω στο δεύ­τε­ρο. Περι­μέ­νου­νε μια στιγ­μή που τα πυρά κάπως αραί­ω­σαν και μ’ ένα σάλ­το, με δεύ­τε­ρο, βρε­θή­κα­νε πίσω. Ένας μονά­χα από τους ακρο­βο­λι­στές, Σπύ­ρος Ποθη­τός, στρα­τιώ­της του 611 στην πρώ­τη επι­χεί­ρη­ση, έμει­νε πίσω στην ατο­μι­κή θέση του και μονα­χός του δε στα­μά­τη­σε να ρίχνει. Λες κ’ ήθε­λε τώρα να ξανα­γυ­ρί­σει στους φασί­στες όλες τις σφαί­ρες που του ‘χανε δώσει για να σκο­τώ­νει τ΄ αδέρ­φια του.
Μπή­κα­νε στο πολυ­βο­λείο, οι ακρο­βο­λι­στές πιά­σα­νε τις και­νούρ­γιες θέσεις τους. Από κάτω τους θαρ­ρού­νε σκο­τω­μέ­νους όλους ή φευ­γά­τους κι αρχί­ζουν ξανά κι ανε­βαί­νου­νε, σίγου­ροι πως δεν είναι κανέ­νας απά­νω, με τα όπλα στην πλά­τη. Τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο διορ­θώ­θη­κε, είναι έτοι­μο. Μα δε ρίχνουν ακό­μα. Τους περι­μέ­νου­νε ν’ ανε­βού­νε ψηλό­τε­ρα, να ‘ρθου­νε κοντά.
– Πυρ!
Με την πρώ­τη ριπή τρο­μά­ζουν κι ανα­στα­τώ­νο­νται. Μονά­χα αυτό δεν περί­με­ναν. Η διμοι­ρία π ‘ανέ­βαι­νε γυρ­νά­ει κατά πίσω, σκορ­πί­ζει. Πέφτου­νε κάμπο­σοι, οι άλλοι ρίχνο­νται κάτω, πιά­νουν τις πέτρες. Η αντί­στα­ση δεν έσπα­σε ακό­μα, πρέ­πει ν’ ανε­βού­νε βήμα με βήμα, πέτρα με πέτρα. Τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο ρίχνει συνέ­χεια. Όλα τα πολυ­βο­λεία, τα δικά μας απ’ αρι­στε­ρά, τα δικά τους από το Στά­λο και το Καστρί, παίρ­νουν φωτιά. Είναι μια κόλα­ση από κρό­τους του θανάτου.
Λίγο παρα­πί­σω, ο Επί­τρο­πος Σιδη­ρό­που­λος σφίγ­γει τα δόντια του, στυ­λώ­νει τ΄ αυτιά του ν’ ακού­σει, να ξεχω­ρί­σει αν είναι ακό­μα το πολυ­βο­λείο του που χτυ­πά­ει. Δεν είναι πολ­λές μέρες που ανά­λα­βε τη διοί­κη­ση του 11ου λόχου πάνω στο πεδίο της μάχης, μόλις σκο­τώ­θη­κε από οβί­δα ο λοχα­γός του Καβαλ­λά­ρης. Εκεί­νος είχε οργα­νώ­σει την αντί­στα­ση. Τώρα μόνος του ο Σιδη­ρό­που­λος πρέ­πει να τη βγά­λει πέρα.
Ο Ηλί­ας – δεν τον χωρά­ει το πολυ­βο­λείο με το σκέ­πα­στρο ‑βγαί­νει απ’ έξω και μ’ ένα τόμ­σον στα χέρια στέ­κε­ται ορθός δίπλα στους ακρο­βο­λι­στές. Από κάτω, μέσα από τη χαρά­δρα, ακού­γο­νται οι φωνές που βρί­ζου­νε τους στρα­τιώ­τες να ξεκι­νή­σουν για πάνω. Άλλη μια διμοι­ρία φαί­νε­ται ν’ ανε­βαί­νει από δεξιά. Είναι δώδε­κα, μεσημέρι.
Από το πρωί ως εκεί­νη την ώρα κι ως αργά το βρά­δυ τίπο­τε σπου­δαίο δε φαί­νε­ται να γίνη­κε στο Τσε­ρο­βέ­τσι που να μπο­ρεί κανέ­νας να το παρα­στή­σει με λόγια. Η ομά­δα του πολυ­βο­λεί­ου στην αρχή, το πρωί, μπο­ρού­σε ακό­μα να΄ρχεται κάπως σ’ επα­φή με τους παρα­πί­σω. Φωνά­ζα­νε κάθε φορά που αραιώ­να­νε τα πυρά και οι άλλοι περί­με­ναν ν’ αραιώ­σου­νε πάλι και τότε τους απο­κρί­νο­νταν. Ύστε­ρα, σα δυνά­μω­σε η μάχη, τα έξη παι­διά του πολυ­βο­λεί­ου βρέ­θη­καν ολο­μό­να­χα μέσα σε μια θάλασ­σα από κρό­τους κι από φωτιά κι από θάνατο.
Γύρω στο πολυ­βο­λείο πέσα­νε χίλια βλή­μα­τα πυρο­βο­λι­κού. Όχι στρογ­γυ­λός αριθ­μός χίλια βλή­μα­τα. Δέκα αερο­πλά­να δε στα­μα­τή­σα­νε να ρίχνουν με τα μυδρά­λιά τους – τα πέντε να ‘ναι τα απά­νω, να ‘ρχο­νται πέντε και­νούρ­για και τότες να φεύ­γουν τα πρώ­τα, και πάλι και πάλι. Τέσ­σε­ρις φορές οι εχθρι­κές διμοι­ρί­ες ξεκί­νη­σαν από κάτω πάντα πιστεύ­ο­ντας πως είχε πια τελειώ­σει και πως κανέ­νας δεν ήταν πια πάνω στο Τσε­ρο­βέ­τσι. Και πάντα το πολυ­βο­λείο με τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο, οι δυό θέσεις των ακρο­βο­λι­στών κι ο Ηλί­ας ορθός με το τόμ­σον  τους περί­με­ναν και τους γυρί­ζα­νε κάτου. Κι άκου­γε από παρα­πί­σω ο Σιδη­ρό­που­λος κάθε φορά και ξεχώ­ρι­ζε μέσα στους κρό­τους του θανά­του το δικό του το πολυ­βο­λείο. Σε μια στιγ­μή ακού­στη­καν και σκά­ζαν χει­ρο­βομ­βί­δες. Καμπό­σοι πιο ψυχω­μέ­νοι είχαν προ­χω­ρέ­σει ψηλό­τε­ρα και φτά­σα­νε κοντά-κοντά στο πολυ­βο­λείο. Οι δικοί μας βγή­καν έξω, σηκώ­θη­καν κ΄ οι ακρο­βο­λι­στές απ’ τις θέσεις τους, και με τις χει­ρο­βομ­βί­δες τους στα­μά­τη­σαν για μιαν ακό­μα φορά.

Είταν η τέταρ­τη επί­θε­ση της ημέ­ρας. Το πολυ­βο­λείο με τους έξη μαχη­τές του στέ­κε­ται στη θέση του φραγ­μός ανε­πά­ντε­χος κι ακα­τά­λυ­τος στα δυό τάγ­μα­τα που αγω­νί­ζο­νται από το πρωί να το ξεπε­ρά­σουν. Μπρο­στά του σε κάθε πέτρα είναι κ’ ένα κου­φά­ρι. Κι όμως πρέ­πει ακό­μα να προ­σπα­θή­σουν, πρέ­πει να το σπά­σου­νε, να το περά­σουν το πολυ­βο­λείο που στέ­κε­ται μπρο­στά σ’ ολό­κλη­ρη τη στρα­τιά τους, με τους έξη μαχη­τές του…
Καθώς αρχί­ζει πια να βρα­διά­ζει και τ’ αερο­πλά­να σε λίγο θα φύγουν,  τα δυό τάγ­μα­τα κάνουν μια τελευ­ταία συν­δυα­σμέ­νη εξόρ­μη­ση. Οι Αμε­ρι­κά­νοι δε νοιά­ζο­νται φυσι­κά για τις θυσί­ες. Έχου­νε λυσσάξει.
Τσα­κί­ζε­ται κι αυτή. Τα πυρά αραιώ­νου­νε λίγο. Ο Σιδη­ρό­που­λος βρί­σκει κατάλ­λη­λη τη στιγ­μή να στεί­λει ενί­σχυ­ση στο πολυ­βο­λείο και να κάνει αντε­πί­θε­ση. Οι και­νούρ­γιες ομά­δες φτά­νουν, ο Ηλί­ας στή­νει δεξιά του το και­νούρ­γιο οπλο­πο­λυ­βό­λο κ’ ένα δεύ­τε­ρο που του ήρθε σε λίγο δεν το δίνει σε κανέ­να. Το πήρε μονα­χός του κι άρχι­σε να χτυ­πά­ει. Οι εχθρι­κές επι­θέ­σεις ξόφλη­σαν για σήμε­ρα. Η ώρα της αντε­πί­θε­σης έφτασε.
Δεν έχει ολό­τε­λα βρα­διά­σει όταν ξεκι­νούν οι ομά­δες που θα κάνουν την αντε­πί­θε­ση. Οι οβί­δες πέφτουν ολό­γυ­ρά τους κι απά­νω στο δρό­μο πόχου­νε να περά­σουν όσο να φτά­σου­νε μπρος. Λίγο παρα­πέ­ρα καθώς προ­χω­ρέ­σα­νε, μια οβί­δα τινά­ζει τη Μαρία Μπί­λη  της ομά­δας Χρή­στου Καρ­ρά, δεκα­εν­νιά χρο­νών από την Καστά­νια­νη του Πωγω­νιού. Τέσ­σε­ρις μήνες έχει στο Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό η Μαρία Μπί­λη. Τη μάθα­με γράμ­μα­τα. Μέσα στο νου της μπο­ρεί να μη ξεκα­θά­ρι­σε τα μεγά­λα προ­βλή­μα­τα του κόσμου. Στην καρ­διά της ωστό­σο έχει θερ­μή την αγά­πη για την ομά­δα και τους συντρό­φους της. Ο νοσο­κό­μος έτρε­ξε ανά­με­σα από τα βλή­μα­τα και την άρπα­ξε. Την πήγα­νε πίσω. Είναι βαριά λαβω­μέ­νη και στα δυό της τα πόδια, μα μπο­ρεί ακό­μα με τη δύνα­μη που της απο­μέ­νει να σκέ­φτε­ται και να ρωτά­ει για την ομά­δα της – που πήγα­νε; Της λένε πώς πήγαν για την αντε­πί­θε­ση κ’ έφτα­σαν όλοι τους γεροί και καλά.

Η Μαρία κλαίει.
– Θα πεθά­νω και θα πεθά­νω. Βγάλ­τε με λίγο στο υψω­μα­τά­κι να τους ιδώ… Ν’ ακού­σω μονά­χα το πολυ­βό­λο μας, συνα­γω­νι­στή λοχαγέ.
Ούτε το χατή­ρι της έκα­ναν ούτε πέθα­νε η Μαρία Μπίλη.
Τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο ακού­στη­κε σε λίγο μαζί με τ’ άλλα και χτυ­πού­σα­νε στα γερά. Η αντε­πί­θε­ση γίνη­κε με ορμή. Προ­χώ­ρη­σαν όρθιοι, κατε­βή­κα­νε ως τις θέσεις που σκά­λω­σε ο εχθρός, ρίξα­νε αντιαρ­μα­τι­κές γρο­θιές και χει­ρο­βομ­βί­δες, δυό ώρες, κατέ­βη­καν ως κάτω κι ασφα­λί­σα­νε το Τσε­ρο­βέ­τσι για τη νύχτα.
Η ώρα είναι εννιά. Τα πυρά αραιώ­νουν κι ‘πό δω κι από κει. Μόνο τα κανό­νια χτυ­πούν κάπου-κάπου. Η ομά­δα του πολυ­βο­λεί­ου μπο­ρεί πια ν’ αντι­κα­τα­στα­θεί. Πήγε μονα­χός του κι ο Σιδη­ρό­που­λος. Ήθε­λε να τους ιδεί. Μαύ­ροι από την καπνιά του μπα­ρου­τιού, με τα μάτια τους κόκ­κι­να και τ’ αυτιά τους βου­λω­μέ­να από τούς κρό­τους των οβί­δων, οι τέσ­σε­ρις του πολυ­βο­λεί­ου κ’ οι δυό ακρο­βο­λι­στές, μήτε ακού­γα­νε μήτε καλά-καλά μπο­ρού­σαν να νιώ­σου­νε τι γινό­τα­νε. Η γλώσ­σα τους είχε κολ­λή­σει από τη δίψα. Τα χεί­λια τους μελα­νιά­σαν και σκά­σαν. Θέλα­νε νερό που δεν ήπιαν όλη τη μέρα και δεν μπο­ρού­σα­νε να το πού­νε. Θαρ­ρού­σαν θα μεί­νουν ακό­μα και θέλα­νε σφαί­ρες και δεί­χναν τα κιβω­τί­δια που άδεια­σαν και τις γυμνές ται­νί­ες από τ’ αυτόματα.
Πίσω, στο Σταθ­μό Διοί­κη­σης, ένας σύν­δε­σμος από το τάγ­μα δίνει στο Σιδη­ρό­που­λο το σημεί­ω­μα του ταγ­μα­τάρ­χη Αχιλ­λέα. Ένα σημεί­ω­μα όλο κι όλο δυό λόγια – πρέ­πει να κρα­τή­σουν το Τσε­ρο­βέ­τσι. Έτσι του λένε κι από «πέρα». Πέρα είναι ο Καλια­νέ­σης κι ο Παύ­λος κ’ έχουν τα μάτια τους στυ­λω­μέ­να σ’ αυτόν. Γύρω είναι οι μαχη­τές της Μουρ­γκά­νας κ’ έχουν κι αυτοί τα μάτια τους στυ­λω­μέ­να α αυτόν. Οι Αμε­ρι­κά­νοι δεν κάνου­νε πόλε­μο πια. Βαλ­θή­κα­νε να γκρε­μί­σουν όλο το Τσε­ρο­βέ­τσι με καμέ­νο σίδε­ρο. Κι απά­νω είναι αυτός, ο Σιδη­ρό­που­λος, με τις ομά­δες του, με το πολυ­βο­λείο, με τα μπρεν που παθαί­νουν εμπλο­κή, με τα ντου­φέ­κια μονά­χα και τις χει­ρο­βομ­βί­δες. Γυρί­ζει στο σύνδεσμο.
– Τί κάθε­σαι εδώ;
– Χαρ­τί, συνα­γω­νι­στή λοχα­γέ, να μου δώσεις.
Έχει δίκιο το παι­δί. Χρειά­ζε­ται να του δώσει χαρ­τί για τον Ταγ­μα­τάρ­χη, σε τέτοιες ώρες δε γίνε­ται με τα λόγια. Και τι να πει στο χαρ­τί; Τα μακριά του σαν ξύλι­να δάχτυ­λα ανα­τα­ρά­ζο­νται σαν ακρί­δες. Ολό­γυ­ρά του είναι οι μαχη­τές του, ο 11ος λόχος – επί­λε­χτος τώρα. Στην άκρη κάθο­νται με τα μάτια τους κόκ­κι­να, με τ’ αφα­νι­σμέ­να τους πρό­σω­πα οι μαχη­τές της ομά­δας του πολυ­βο­λεί­ου. Όλοι τον κοι­τού­νε στα μάτια. Απ’ ολού­θε έχουν τα μάτια τους στυ­λω­μέ­να σ’ αυτόν. Πήρε το χαρ­τί κ’ έγρα­ψε μόνο:

– Θα κρα­τή­σου­με – Σιδηρόπουλος.

Ομα­δάρ­χης Γιάν­νης Κότας, σκο­πευ­τής Δημ. Τσα­ντί­δης, γεμι­στής Σταύ­ρος Μπό­λης, οι τρεις αυτοί στο πολυ­βο­λείο. Γιάν­νης Οικο­νό­μου, Χρή­στος Ράφτης, Λευ­τέ­ρης Παληο­χω­ρί­της και Πέτρος Μ. ακρο­βο­λι­στές. Αυτή είναι η ομά­δα που πήγε στο πολυ­βο­λείο το βρά­δι ν’ αντι­κα­τα­στή­σει τον Ηλία και να κρα­τή­σει την επί­θε­ση την άλλη μέρα. Ξέρουν όλοι τους πως ο εχθρός είναι λίγο παρα­κά­τω, γαν­τζω­μέ­νος στις πέτρες, πως θ’ αρχί­σουν το πρωί να τους χτυ­πού­νε τα δυό τάγ­μα­τα, τα είκο­σι κανό­νια και τα δέκα αεροπλάνα.
Για καλό και για κακό ο Κότας πήρε τα’ οπλο­πο­λυ­βό­λο, το κατέ­βα­σε λίγο παρα­κά­τω να ‘ναι πιο κοντά στον εχθρό κι όλη νύχτα ξαγρυ­πνή­σα­νε κει. Τα κανό­νια κάπου-κάπου τους χτύ­πα­γαν. Τα χαρά­μα­τα ξανα­πή­ραν τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο, το ‘βαλαν μέσα στο πολυ­βο­λείο, πιά­σαν και οι άλλοι τις θέσεις τους και στά­θη­καν και περιμένανε.
Ξαναρ­χί­σα­νε τα κανό­νια να χτυ­πούν δυνα­τά, πρωί-πρωί φάνη­καν και τ αερο­πλά­να και σε λίγο ξεκί­νη­σαν από κάτω. Δεν πιστεύ­α­νε να ‘χε μεί­νει κανέ­νας στο Τσε­ρο­βέ­τσι. Οι εφη­με­ρί­δες τους στην Αθή­να και τα Γιάν­νι­να το γρά­φα­νε κιό­λας εκεί­νη τη μέρα με μεγά­λα ψηφία πως το Σκη­τα­ριό και το Τσε­ρο­βέ­τσι είχα­νε πέσει. Ανε­βαί­νουν ορθοί. Τους αφή­νου­νε πάλι και φτά­νου­νε στα πενή­ντα μέτρα.
Με τις πρώ­τες ριπές του πολυ­βο­λεί­ου πέφτου­νε μερι­κοί κι όλοι κάνου­νε πίσω. Ένας μόνο απο­μέ­νει. Φοβά­ται να φύγει. Φοβά­ται να προ­χω­ρέ­σει. Χώνε­ται ανά­με­σα στις πέτρες. Μια ώρα έμει­νε κει. Έκα­με να σηκω­θεί, μια σφαί­ρα δική μας τον χτύ­πη­σε, μια άλλη που ερχό­τα­νε απ’ τούς δικούς του τον έρι­ξε κάτω για πάντα.
Πέντε αυτό­μα­τα, δυό βαριά πολυ­βό­λα και οι δυό όλμοι μας από τη Μουρ­γκά­να στη­ρί­ζου­νε το πολυ­βο­λείο στο Τσε­ρο­βέ­τσι. Οι άλλοι από κάτω, γαν­τζω­μέ­νοι στο βρά­χο, βάζουν συνέ­χεια. Κάποιος απ’ αυτούς θα είναι – θα ‘τανε δηλα­δή – σπου­δαί­ος σκο­πευ­τής. Κατα­φέρ­νει κι όλο περ­νά­ει τις σφαί­ρες του μέσα στη θυρί­δα του πολυ­βο­λεί­ου. Μία απ’ αυτές βρί­σκει και λαβώ­νει το γεμι­στή του οπλο­πο­λυ­βό­λου Σταύ­ρο Μπό­λη στο χέρι. Τον τρα­βού­νε στην άκρη, τον δένου­νε πρό­χει­ρα και τον αφή­νουν εκεί. Η λαβω­μα­τιά του δεν είναι βαριά. Σε μισή ώρα κι άλλη σφαί­ρα χτυ­πά­ει το σκο­πευ­τή Δημ. Τσα­ντί­δη. Αυτός είναι βαριά λαβω­μέ­νος στο κεφά­λι. Ο Κότας τον δένει κι αυτόν και τον βάζει στην άκρη μαζί με τον άλλον. Αυτή την ώρα είναι αδύ­να­το να τους στεί­λει πίσω στο σταθ­μό επίδεσης.
Μόνος αυτός έχει μεί­νει γερός μέσα στο πολυ­βο­λείο. Οι τέσ­σε­ρις ακρο­βο­λι­στές είναι απ’ έξω. Κανέ­νας τους ως την ώρα μέσα στη βρο­χή τις οβί­δες δεν έχει σαλέ­ψει από τη θέση του. Ο Κότας φωνά­ζει μέσα τον Οικο­νό­μου και τον βάζει σκο­πευ­τή. Ξαναρ­χί­ζουν οι δυό τους με το οπλο­πο­λυ­βό­λο. Μα δεν αργεί να πάθει εμπλο­κή. Στα­μα­τούν και κατα­πιά­νο­νται να το φκιά­ξου­νε μονα­χοί τους. Έξω μεί­να­νε μόνο οι τρεις ακρο­βο­λι­στές με τα ντου­φέ­κια. Με το οπλο­πο­λυ­βό­λο δε γίνε­ται τίπο­τα. Είναι άχρηστο.
– Τί θα γίνει, Οικονόμου;
– Θα πάω πίσω να φέρω άλλο.
– Θα μπορέσεις;
– Θα πάω.
Και πήγε. Πήγε μέσα στη βρο­χή τις σφαί­ρες, μέσα στην κόλα­ση από τις οβί­δες. Μόλις έφυ­γε αυτός ένα βλή­μα πέφτει πάνω στο σκέ­πα­στρο του πολυ­βο­λεί­ου. Σεί­στη­κε ολό­κλη­ρο, μέσα γιό­μι­σε αντά­ρα και χώμα­τα. Για λίγην ώρα ο Κότας κι ο λαβω­μέ­νος Μπό­λης στέ­κο­νται και κοι­τά­ζο­νται σα χαμένοι.
– Ζού­με ρε Μπόλη;
– Θαρ­ρώ πως δεν πέθανα.
Ζού­νε και οι δυό τους. Ο άλλος ο λαβω­μέ­νος, ο Τσα­ντί­δης, δεν κατα­λα­βαί­νει και πολ­λά πράματα.
Από κάτω όλο ανε­βαί­νου­νε. Αυτή τη φορά μπο­ρούν στ’ αλή­θεια να ‘ναι σίγου­ροι πως κανέ­νας δεν έμει­νε πια. Άκρα ησυ­χία απλώ­νε­ται για μια στιγ­μή. Τίπο­τα απά­νω δε φαί­νε­ται να υπάρ­χει. Πίσω, ο Σιδη­ρό­που­λος στυ­λώ­νει τ’ αυτιά του, την ψυχή του, ν’ ακού­σει το οπλο­πο­λυ­βό­λο, τα ντου­φέ­κια τους. Δεν ακού­γε­ται τίπο­τα – πέθα­ναν όλοι τους; Από κάτω όλο ανε­βαί­νου­νε δίχως να ρίχνουν.
Κι άξαφ­να νάτοι. Αυτοί είναι που χτυ­πούν. Ο Κότας έδω­σε το σύν­θη­μα. Τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο είναι χαλα­σμέ­νο, οι δυό είναι λαβω­μέ­νοι, ένας πήγε πίσω – τώρα οι τέσ­σε­ρις που απο­μέ­νου­νε πρέ­πει να κρα­τή­σουν με τα ντου­φέ­κια τους. Δίπλα στο πολυ­βο­λείο είναι ο Χρή­στος Ράφτης. Παρα­πέ­ρα ο Λευ­τέ­ρης Παληο­χω­ρί­της, λίγο πιο πέρα ο Πέτρος Μ. Τέσ­σε­ρα αερο­πλά­να είναι πάνω τους και τους χτυ­πού­νε συνέ­χεια. Το Χρή­στο Ράφτη δεν τον βοη­θού­νε τα μάτια του να βλέ­πει μπρο­στά. Ο Λευ­τέ­ρης δίπλα του ρίχνει αστα­μά­τη­τα με το ντου­φέ­κι του.
– Χρή­στο, πέτα μου εμέ­να τις σφαίρες.
Από τη θέση του μία-μία ρίχνει τις σφαί­ρες ο Χρή­στος Ράφτης να τις παίρ­νει ο Λευ­τέ­ρης. Ύστε­ρα, σαν να ‘ξερε πως δε θα του χρειά­ζο­νταν πια, ξέσχι­σε το που­κά­μι­σό του,το ‘καμε σακού­λα, έβα­λε κάμπο­σες μέσα και του τις πέτα­ξε. Μια ριπή αερο­πλά­νου τον κατά­κο­ψε στη θέση που δεν είχε κου­νή­σει καθό­λου. Εκεί τον έχου­με θάψει και την Πρω­το­μα­γιά του βάλα­με ένα στε­φά­νι λουλούδια.
Μεί­να­νε τρεις όλοι κι όλοι. Ο Κότας ο ομα­δάρ­χης, ο Λευ­τέ­ρης ο Παληο­χω­ρί­της με τις σφαί­ρες του Χρή­στου και στην άκρη-άκρη δεξιά ο Πέτρος Μ. από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, 34 χρο­νών. Από το πρωί δεν έχει σαλέ­ψει κι αυτός απ’ τη θέση του. Τώρα σέρ­νε­ται σιγά-σιγά και μπαί­νει στο πολυ­βο­λείο. Έχει το όπλο στα χέρια του, στην πλά­τη του το γυλιό. Ο Κότας τον κοι­τά­ει παραξενεμένος.
– Για­τί ήρθες ρε Πέτρο;
– Ο  Γιάν­νης ο Οικο­νό­μου ξαναγύρισε.
Στ’ αλή­θεια ο Γιάν­νης είχε ξανα­γυ­ρί­σει. Πήγε πίσω, πήρε ένα οπλο­πο­λυ­βό­λο και μαζί του το Γιώρ­γο Σαβ­βί­δη για σκο­πευ­τή και την Ελέ­νη Τρέ­λη για γεμι­στή και τρά­βη­ξε αμέ­σως για κάτω. Οι οβί­δες πάντα τον κυνη­γού­σα­νε. Μόλις ξεκί­νη­σε και προ­χώ­ρη­σε λίγο, αρχί­σα­νε πάλι και πέφτα­νε πάνω του βρο­χή. Μαζεύ­τη­κε μέσα στις πέτρες. Πίσω που τον βλέ­παν οι δικοί μας τον είχαν όλοι για σκο­τω­μέ­νο. Ύστε­ρα τον είδαν που ξανα­σά­λε­ψε και ξανάπεσε.
– Πέθα­νε, ζει, θα μεί­νει εκεί πέρα, θα πάει, θα γυρί­σει πίσω;
Ο Οικο­νό­μου θα πάει. Ένα σάλ­το και βρέ­θη­κε παρα­πέ­ρα. Κι άλλο. Κι άλλο ένα, πέρα­σε τις πέτρες, κατη­φο­ρί­ζει, είναι κιό­λας κοντά στο πολυ­βο­λείο. Ξαπλώ­νε­ται κάτω και μπο­ρεί πια να ρίχνει κι αυτός με το ντου­φέ­κι του, ώσπου να φτά­σουν οι δυό και­νούρ­γιοι με τ’ οπλοπολυβόλο.
– Ναι, ο Γιάν­νης ο Οικο­νό­μου ξανα­γύ­ρι­σε, λέει ο Πέτρος Μ.
– Και συ για­τί άφη­σες τη θέση σου κ’ ήρθες εδώ;
– Είπε πως ο νοσο­κό­μος δε μπο­ρεί να ‘ρθει.

Ο Κότας κατάλαβε.
– Συνα­γω­νι­στή Πέτρο, γύρ­να στη θέση σου.
Είταν ολο­φά­νε­ρο, πως ο Πέτρος έλε­γε ψέμα­τα. O Οικο­νό­μου δεν είχε καμιά δου­λειά με το νοσο­κό­μο. Είχε πάει μονά­χα για να φέρει τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο. Ο Πέτρος ζαλί­στη­κε, φοβή­θη­κε. Και καθό­τα­νε τώρα μπρο­στά στον ομα­δάρ­χη του με σκυ­φτό το κεφά­λι. Έξω μόνο τα ντου­φέ­κια του Λευ­τέ­ρη και του Οικο­νό­μου χτυ­πού­σαν τις διμοι­ρί­ες που ανέβαιναν.
– Σύντρο­φε Πέτρο, ξανα­γύρ­να  στη θέση σου.

Στά­θη­κε μια στιγ­μή. Έκα­νε να φύγει. Ξανα­γύ­ρι­σε μέσα. Ξέσπασε.
– Δε μπο­ρώ πια…
Έλε­γε την αλή­θεια. Δε μπο­ρού­σε πια. Χτες το βρά­δυ που κατε­βή­καν μπο­ρού­σε. Όλο το πρωί που καθό­ταν στη θέση του μπο­ρού­σε. Τώρα είχε χάσει το θάρ­ρος του που τον κρα­τού­σε στη θέση του από το πρωί, που τον κρα­τού­σε στη ζωή. Ο φόβος τον είχε νική­σει, τον έσερ­νε στο θάνα­το. Ξανα­βγή­κε από το πολυ­βο­λείο και τρά­βη­ξε ορθός κι απρο­φύ­λα­χτος, με το ντου­φέ­κι στα χέρια, με το γυλιό του στην πλάτη.
– Σκύ­ψε, Πέτρο, θα σε σκοτώσουν.
Οι σφαί­ρες γυρ­νού­σαν πάνω από το κεφά­λι του, τα βλή­μα­τα σκά­ζαν ολό­γυ­ρά του. Τρα­βού­σε για πίσω; Γυρ­νού­σε στη θέση του πάλι; Πήγαι­νε στο θάνα­το; Από το δεξιό ύψω­μα που κατεί­χα­νε οι φασί­στες τον είδα­νε και του ρίχνα­νε συνέ­χεια με τα βίκερς. Ανέ­βαι­νε ακό­μα, πριν φτά­σει στη θέση του, έπε­σε. Αν είχε φτά­σει ως εκεί μπο­ρεί να ξανά­βρι­σκε τον εαυ­τό του, να΄ σκύ­βε μέσα, να΄πιανε πάλι το ντου­φέ­κι του. Και να ζού­σε. Αν είχε φτά­σει πίσω στο Σταθ­μό Διοί­κη­σης θα ατι­μά­ζο­νταν, θα περ­νού­σε στρα­το­δι­κείο, θα τον ντου­φε­κί­ζα­με εμείς οι σύντρο­φοι του. Μα έτσι όπως έπε­σε στο πεδίο της μάχης, λίγο πριν φτά­σει στη θέση του, μένει δικός μας. Κ’ είναι θαμ­μέ­νος εκεί δίπλα-δίπλα με το Χρή­στο Ράφτη. Την Πρω­το­μα­γιά βάλα­με στε­φά­νι με λου­λού­δια και στο δικό του τον τάφο.

Το πρωτοσέλιδο από την εφημερίδα του Αρχηγείου Ηπείρου του ΔΣΕ "Ελεύθερη Ήπειρος" για τη μάχη στο Τσεροβέτσι (από τα ΑΣΚΙ)

Το πρω­το­σέ­λι­δο από την εφη­με­ρί­δα του Αρχη­γεί­ου Ηπεί­ρου του ΔΣΕ “Ελεύ­θε­ρη Ήπει­ρος” για τη μάχη στο Τσε­ρο­βέ­τσι
(από τα ΑΣΚΙ)

Η ώρα είναι δυό. Με τα τρία όπλα είχε τσα­κι­στεί για μιαν ακό­μα φορά η επί­θε­ση. Από κάτω στα­μα­τούν ν’ ανε­βαί­νουν, τα πυρά αραιώ­νου­νε πάλι για λίγο, ο Κότας διώ­χνει τώρα γλή­γο­ρα-γλή­γο­ρα τον έναν λαβω­μέ­νο, το Μπό­λη. Ο Οικο­νό­μου παίρ­νει τ’οπλοπολυβόλο, κατε­βαί­νει παρα­κά­τω με τον και­νούρ­γιο σκο­πευ­τή, το Σαβ­βί­δη, και μπαί­νου­νε τέλος στο πολυ­βο­λείο. Το κορί­τσι το διώ­ξα­νε πίσω. Θα κρα­τή­σου­νε μονα­χοί τους. Μέσα στο πολυ­βο­λείο είναι τώρα τρεις, ο Κότας, ο Οικο­νό­μου που γύρι­σε κι ο και­νούρ­γιος ο σκο­πευ­τής, ο Σαβ­βί­δης. Ο άλλος λαβω­μέ­νος, ο Τσα­ντί­δης, είναι πάντα στην άκρη αναίσθητος.
Έξω στις θέσεις των ακρο­βο­λι­στών έχει απο­μεί­νει μονα­χός του ο Λευ­τέ­ρης ο Παληο­χω­ρί­της. Αυτός τι είναι; Δεξιά του κι αρι­στε­ρά του είναι δυό νεκροί, ο Χρή­στος κι ο Πέτρος. Γύρω του πέφτου­νε κανό­νια, βουί­ζου­νε πάνω του τ’ αερο­πλά­να, οι σύντρο­φοι του σκο­τώ­νο­νται, λαβώ­νο­νται, πήγε ο Οικο­νό­μου, γύρι­σε ο Οικο­νό­μου με τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο, από κάτω ξεκι­νούν, χτυ­πούν, ξανα­στα­μα­τούν, ξαναρ­χί­ζουν, αυτός είναι εκεί. Με το ντου­φε­κά­κι του ο Λευ­τέ­ρης Παληο­χω­ρί­της από τις έξη το πρωί ως αυτή την ώρα στις δυό το μεση­μέ­ρι, δε σάλε­ψε, δε μίλη­σε, δεν ακού­στη­κε παρά μια φορά μόνο πού ζητού­σε τις σφαί­ρες από το Χρήστο.
Γεια σου Λευ­τέ­ρη Παληο­χω­ρί­τη ! Στο πρό­σω­πό σου χαι­ρε­τί­ζω όλους τους αφα­νείς και τους ανώ­νυ­μους που μένου­νε στη θέση που τάχτη­καν και «φυλά­γουν τις Θερ­μο­πύ­λες». Αν ο Οικο­νό­μου είναι μια φλο­γι­σμέ­νη παλι­κα­ριά, εσύ είσαι ένας βρά­χος από τα βου­νά της Πατρί­δας μας. Κ’ η Πατρί­δα σάς χρειά­ζε­ται και τους δυό: Και τον Κότα. Λαβώ­νο­νται δίπλα του, τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο στα­μα­τά­ει. Πέφτουν γύρω του, ο Πέτρος ζαλί­ζε­ται, οι εφτά μαχη­τές του κατα­ντού­νε δυό – κι αυτός διευ­θύ­νει τη μάχη του. Δεν είναι μια στιγ­μή μέσα σ’ αυτές τις οχτώ ώρες που δεν κρα­τά­ει τα σκοι­νιά της, ο Γιάν­νης Κότας, χωρια­τό­παι­δο από την Τρι­κου­κιά των Γρε­βε­νών. Μπαί­νει, βγαί­νει στο πολυ­βο­λείο, ρίχνει, στα­μα­τά­ει, στέλ­νει πίσω, περι­μέ­νει – τίπο­τα δεν είναι στα κου­του­ρού, τίπο­τα δεν είναι λιγό­τε­ρο, τίπο­τα δεν είναι περισ­σό­τε­ρο από ότι χρειά­ζε­ται για τη μάχη του. Δε νιώ­θει την ανά­γκη μήτε να δεί­ξει την παλ­λη­κα­ριά του, μήτε να θυσια­στεί ‚μήτε να συμπο­νέ­σει μήτε ν’ αγριέ­ψει. Νιώ­θει μονά­χα την ευθύ­νη της εντο­λής που του δώσα­νε. Και τη βγά­ζει πέρα κι ορί­ζει το πεδίο της μάχης σαν ένας αλη­θι­νός στρατηγός.
Σε λίγο ξαναρ­χί­ζου­νε τα αερο­πλά­να να γυρί­ζουν απά­νω τους. Είναι ακό­μα μια επί­θε­ση. Ζουν ακό­μα εκεί πάνω; – θα ρωτούν οι Αμε­ρι­κά­νοι. Κι ακό­μα μια φορά παίρ­νουν την ίδια από­κρι­ση. O Κότας, ο Οικο­νό­μου και ο Σαβ­βί­δης με τα’ οπλο­πο­λυ­βό­λο βγαί­νουν έξω απ’ τ’ οπλο­πο­λυ­βο­λείο και αρχί­ζουν να ρίχνουν. Μια οβί­δα πέφτει μπρο­στά τους. Ο Σαβ­βί­δης κάθε­ται κάτω.
– Ωχ, τραυ­μα­τί­στη­κα και γω.
Και γελά­ει ο Σαβ­βί­δης. Του φαί­νε­ται αστείο πώς τραυ­μα­τί­στη­κε έτσι στα γρή­γο­ρα. Ο Κότας αρπά­ζει ένα στεν και χτυ­πά­ει. Ρίχνει και τ’ οπλο­πο­λυ­βό­λο, ρίχνει κι ο Παληο­χω­ρί­της από τη θέση του. Και στα­μα­τού­νε κι αυτή την επίθεση.
Είναι η τελευ­ταία τους. Σε λίγο στα­μα­τού­νε τα πάντα σαν να κόπη­καν με το μαχαί­ρι. Στα­μα­τούν τα κανό­νια, χάνο­νται τ’ αερο­πλά­να. Ο Σαβ­βί­δης χώνει το χέρι του μέσα στο παντε­λό­νι του, το ξανα­βγά­ζει ματω­μέ­νο, τους το δεί­χνει και γελάει.
– Αχού, τώρα τραυ­μα­τί­στη­κα και γω.
Κανό­νια, αερο­πλά­να, ντου­φέ­κια, πολυ­βό­λα όλα στα­μα­τή­σα­νε πια στο Τσε­ρο­βέ­τσι. Σηκώ­νε­ται τέλος κι ο Παληο­χω­ρί­της από τη θέση του και στέ­κουν κ’ οι τέσ­σε­ρις και γρι­κού­νε για μια στιγ­μή τη βαθιά σιω­πή π’ απλώ­νε­ται γύρω τους. Κοι­τά­ζο­νται στα μάτια.
– Τέλειωσε;
Τέλειω­σε στ’ αλή­θεια. Το 581 και το 582 τσα­κι­στή­κα­νε δυό μέρες μπρο­στά στο πολυ­βο­λείο. Το 583 ανα­πο­δο­γυ­ρί­στη­κε μ’ αντε­πί­θε­ση. Τα τηλέ­φω­να κου­δου­νί­ζουν, τμή­μα­τα ξεκι­νούν για τη γενι­κή αντε­πί­θε­ση, γρο­θιές σηκώ­νο­νται και δίκο­χα πετά­γο­νται στον αέρα. Και πέρα για πέρα σ’ όλο το μέτω­πο της Μουρ­γκά­νας, μαζί με το Σαβ­βί­δη, γελούνε.
Τέρ­μα. Το Τσε­ρο­βέ­τσι δεν έπε­σε. Η Μουρ­γκά­να δεν παίρ­νε­ται από τα χέρια του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού. Δεν είναι απόρ­θη­το το βου­νό. Ανί­κη­τος είναι ο Λαός που το ζώνει και τα παι­διά του που το φυλά­νε: Τα πολυ­βο­λεία που κρα­τού­νε το Τσε­ρο­βέ­τσι χτυ­πού­νε με τον παλ­μό της καρ­δί­ας τρια­κό­σιων χιλιά­δων Ηπει­ρω­τών, εφτά εκα­τομ­μυ­ρί­ων Ελλήνων.
Για να το κατα­λά­βουν αυτό οι στρα­τη­γοί σαν τον κύριο Αντω­νό­που­λο χρειά­στη­κε να χάσουν άλλους εφτα­κό­σιους στρα­τιώ­τες – δηλα­δή ένα σύνο­λο από χίλιους τετρα­κό­σιους ογδό­ντα τέσ­σε­ρις στις δύο επι­χει­ρή­σεις. Και ν’ αφή­σουν στα χέρια μας δεκα­τέσ­σε­ρις όλμους με εννια­κό­σια βλή­μα­τα, καμιά πενη­ντα­ριά μικρά και μεγά­λα αυτό­μα­τα, εκα­τόν ογδό­ντα πέντε χιλιά­δες σφαί­ρες, χίλιες χει­ρο­βομ­βί­δες, δέκα ασυρ­μά­τους, απο­θή­κες ολό­κλη­ρες από ρού­χα και παπού­τσια για να ντυ­θούν οι μαχη­τές μας και να τους κυνη­γού­νε καλύτερα.
Ένα σύντο­μο ανα­κοι­νω­θέν του Γενι­κού Επι­τε­λεί­ου του φασι­στι­κού στρα­τού βγή­κε την άλλη μέρα για ν’ αναγ­γεί­λει πως «οι επι­χει­ρή­σεις εις Μουρ­γκά­ναν δια­κό­πτο­νται διά να επα­να­λη­φθούν όταν ο εθνι­κός στρα­τός κρί­νει εΰθε­τον την στιγ­μήν». Δε μας απα­ρα­τά­τε, μουρ­μού­ρι­σαν οι φου­κα­ρά­δες οι εθνι­κό­φρο­νες. Οι εφη­με­ρί­δες γρά­φα­νε με μεγά­λα ψηφία πως θα «χρεια­σθούν και άλλοι σκλη­ροί αγώ­νες και άλλαι θυσί­αι, αλλά η Μουρ­γκά­να τελι­κώς θα κατα­λη­φθή». Χάσα­νε τις ειδή­σεις που βάλα­νε δυό μέρες γλη­γο­ρό­τε­ρα! Μια μεγά­λη συζή­τη­ση άνοι­γε ανά­με­σα στο διωγ­μέ­νο Βεντή­ρη και την και­νούρ­για αγω­νία του στρα­τού τους, αν ήταν το πεδι­νό ή το ορει­βα­τι­κό πυρο­βο­λι­κό που θα τους έδι­νε τη νίκη στη Μουρ­γκά­να. Μα ο Γενι­κός Διοι­κη­τής Ηπεί­ρου κύριος Ρέπας έλε­γε κεί­νες τις μέρες στο στε­νό περι­βάλ­λον του:
– Δε θα μπο­ρέ­σου­με να κρα­τή­σου­με την Ήπει­ρο περισ­σό­τε­ρο από δυό-τρείς μήνες ακόμα.

Τέλειω­σα τη διή­γη­ση μου. Δεν ξέρω πώς τα κατά­φε­ρα – σαν γραμ­μα­τι­κός – με τα περι­στα­τι­κά της μάχης. Πρέ­πει μονά­χα να πω πως όλα βαλ­θή­κα­νε με τη σει­ρά την κανο­νι­κή τους. Δεν υπάρ­χου­νε σ’ αυτή τη διή­γη­ση ανα­κρί­βειες ούτε υπερ­βο­λές. Οι διά­λο­γοι είναι όλοι αυθε­ντι­κοί. Ξεχω­ρι­στά οι πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με τις κινή­σεις, τις ενέρ­γειες και τις προ­θέ­σεις ακό­μα του εχθρού είναι από­λυ­τα βεβαιω­μέ­νες. Κι όλα μέσα στη διή­γη­ση είναι υπο­ταγ­μέ­να, όχι μόνο γενι­κά στον αλή­θεια, μα στην πιο αυστη­ρή απαί­τη­ση της ακρί­βειας και για το πιο μικρό περιστατικό.

Μα τα πρό­σω­πα, το βλέ­πω τώρα ολο­κά­θα­ρα, δεν τα χρω­μά­τι­σα όπως ήθε­λα κι όσο θα ‘πρε­πε. Μου ξέφευ­γαν κάθε στιγ­μή. Μέσα στο νου μου το ΄να συνταυ­τί­ζε­ται με τ’ άλλο, μπλέ­κουν όλα μαζί. Κ’ έρχο­νται μαζί και μορ­φές από τα περα­σμέ­να – φυλα­κές και στρα­τό­πε­δα κ’ εξο­ρί­ες – αγα­πη­μέ­νες νεα­νι­κές μορ­φές στην Αθή­να το Δεκέμ­βρη, ελα­σί­τες που κλαί­γα­νε μέσα στα γένια τους, δίνο­ντας τα όπλα τους μετά τη Βάρ­κι­ζα, σύντρο­φοι μας που χαθή­κα­νε – κι όλα μαζί γίνο­νται ένα. Κι όλα συν­θέ­τουν και στή­νου­νε μπρος μου τη μία μορ­φή του Έλλη­να μαχη­τή. Μερι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της θα μπο­ρού­σε κανέ­νας να τα ξεχω­ρί­σει και στα πρό­σω­πα που ανα­φέ­ρο­νται σ’ αυτή τη διή­γη­ση: Γλη­γο­ρά­δα μαζί με την παλ­λη­κα­ριά. Φιλο­τι­μία. Κι ατομικότητα.

Τώρα είναι ησυ­χία στη Μουρ­γκά­να. Το μέτω­πό μας είναι μακριά και μπρο­στά – πού είναι το μέτω­πο; Στον Καλα­μά, στο Πωγώ­νι, στην Παρα­μυ­θιά, στα Γιάν­νι­να απ’ έξω; Εδώ κάπου-κάπου χτυ­πά­ει το κανό­νι και οι δικοί μας οι όλμοι που του απο­κρί­νο­νται. Οι άλλοι κλει­στή­κα­νε με συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα σε κάτι υψώ­μα­τα που κρά­τη­σαν ολό­γυ­ρα στη Μουρ­γκά­να κ’ οι δικοί μας πηγαί­νουν τη νύχτα και τους χτυ­πούν. Δρά­σις περι­πο­λιών λέγε­ται αυτό στη στρα­τιω­τι­κή γλώσ­σα. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα  είναι να μην κοι­μού­νται τη νύχτα ποτές μέσα στα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα τους και κάπου-κάπου να λεί­πει κανέ­νας από τις ομά­δες μας που τους χτυ­πούν – και γυρί­ζου­νε το πρωί. Τα κανό­νια ξανα­χτυ­πούν, οι όλμοι δεν αργούν ν’ απο­κρι­θούν και ξανα­γί­νε­ται ησυχία.

Βρέ­χει. Ο ημιο­νη­γός σιγο­τρα­γου­δά­ει. Τα πέτα­λα των μου­λα­ριών τρο­χα­λί­ζουν απά­νω στο χαλι­κό­δρο­μο. Στο φυλά­κιο που στα­μα­τού­με, μια διμοι­ρία κατε­βαί­νει για νυχτε­ρι­νή κρού­ση. Ο δρό­μος δεν μας χωρά­ει κι ανα­με­ρί­ζου­με να περά­σουν. Κάποιος φωνά­ζει μέσα στη φασα­ρία και το σκοτάδι.
– Λάκη, ε, ωρέ Λάκη. Μ’ ακούς; Η Ρίγκω, ρε Λάκη. :
– Ε;
– Σκο­τώ­θη­κε χτες.
Τα πέτα­λα ξανα­τρο­χα­λί­ζουν στο χαλι­κό­δρο­μο που κρέ­με­ται πάνω από τη ρεμα­τιά. Ο ημιο­νη­γός τραγουδάει:

Βρέ­χει ο ουρα­νός και βρέχεσαι,
χιο­νί­ζει θα κρυώσεις,
θα σου βρα­χού­νε τ’ άρματα…

Είναι μια λεβε­ντιά και μια τρυ­φε­ρό­τη­τα σ’ αυτό το τρα­γού­δι. Η Ρίγκω σκο­τώ­θη­κε χτες. Δε θα ξανα­νε­βεί στα βου­νί­σια μονο­πά­τια, δε θα ξανα­περ­πα­τή­σει στα ντερ­βέ­νια του κάμπου. Δε θα ιδεί τη λευ­τε­ριά και την ειρή­νη. Για μια στιγ­μή ο τόπος γιο­μί­ζει πίκρα.
Μα οι σύντρο­φοι της Ρίγκως ξανα­πη­γαί­νου­νε τώρα για τη νυχτε­ρι­νή τους επί­θε­ση στα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα. Και τρα­γου­δούν. Πάνω­θέ μας, ψηλά στις κορ­φές και τ’ από­το­μα πλά­για της, η Μουρ­γκά­να στυ­λώ­νει την άγρια της αυστη­ρό­τη­τα. Είναι η εγγύ­η­ση της νίκης. Απ’ εκεί κατε­βαί­νουν τα τμή­μα­τά μας. Κάτω, χαμη­λά στο ποτά­μι π’ ανα­δι­πλώ­νο­νται τα ήμε­ρα χωμα­το­βού­νια, η ανοι­ξιά­τι­κη φύση μοσκο­βο­λά­ει. Είναι η υπό­σχε­ση της ειρή­νης, εκεί τρα­βού­νε τα τμή­μα­τα μας κι όλο μπαί­νουν βαθύ­τε­ρα στον ήμε­ρο τόπο, στις κοι­λά­δες του Καλα­μά, στην πεδιά­δα του Αχέ­ρο­να. Το τρα­γού­δι της διμοι­ρί­ας που κατε­βαί­νει γιο­μί­ζει τη ρεμα­τιά, ο αντί­λα­λος του σκε­πά­ζει τα πάντα, κυριαρ­χεί και μας κατα­κλύ­ζει. Δίχως να το μιλή­σου­με, σαν από σύν­θη­μα, αρχί­ζου­με και μεις στη δική μας συνο­δεία και τρα­γου­δά­με μαζί τους, μαζί με όλο το στρα­τό μας που μάχε­ται, μαζί με όλο το λαό μας που πολεμάει

Στ’ άρμα­τα, στ’ άρματα

εμπρός στον αγώνα,

για τη χιλιά­κρι­βη τη λευ­τε­ριά.

 

Δημή­τρη Χατζή Θητεία (αγω­νι­στι­κά κεί­με­να 1940 ‑1950), Κεί­με­να, Αθή­να 1979

Την Κυρια­κή 26 Ιου­νί­ου ανη­φο­ρί­ζου­με στα δύσβα­τα μονο­πά­τια της Μουρ­γκά­νας στη Θεσπρω­τία ακο­λου­θώ­ντας  τα βήμα­τα των μαχη­τών και μαχη­τριών του ΔΣΕ. Εκδή­λω­ση μνή­μης και τιμής για τα 70 χρό­νια από την ίδρυ­ση του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας που διορ­γα­νώ­νει το ΚΚΕ.

 Το πρώ­το μέρος εδώ.
Το δεύ­τε­ρο μέρος εδώ.

Το τρί­το μέρος εδώ.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο