Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στα χνάρια του Γλέζου και του Σάντα: Το γκρέμισμα της σβάστικας

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Τη νύχτα της 30 προς 31 Μάη του 1941 δυο νεα­ρά παλι­κά­ρια απο­φα­σί­ζουν να χαλά­σουν το πανη­γύ­ρι των Γερ­μα­νών κατα­χτη­τών, που λίγες ώρες νωρί­τε­ρα είχαν κατα­λά­βει την Κρή­τη. Αψη­φώ­ντας κάθε κίν­δυ­νο για τη ζωή τους, σκαρ­φα­λώ­νουν στο βρά­χο της Ακρό­πο­λης και κατε­βά­ζουν από τον ιστό που άλλο­τε κυμά­τι­ζε η γαλα­νό­λευ­κη, τη μιση­τή χιτλε­ρι­κή σημαία με τη σβάστικα.

glezos_santas20Με την πρά­ξη τους αυτή ο Μανώ­λης Γλέ­ζος και ο Από­στο­λος (Λάκης) Σάντας ενσάρ­κω­ναν τις αγω­νι­στι­κές παρα­δό­σεις του λαού μας και την από­φα­σή του να μη σκύ­ψει το κεφά­λι και να μην υπο­τα­χτεί, όπως τον καλού­σαν οι ντό­πιοι πολι­τι­κοί ηγέ­τες, που λίγο πριν είχαν παρα­δώ­σει τα κλει­διά της χώρας στους ναζί κατα­χτη­τές, αλλά ν’ αγω­νι­στεί για τη λευ­τε­ριά και το μέλ­λον του.

Η είδη­ση για το γκρέ­μι­σμα της μιση­τής σβά­στι­κας από τον ιερό βρά­χο της Ακρό­πο­λης φτά­νει γρή­γο­ρα απ’ άκρη σ’ άκρη στη μου­δια­σμέ­νη Ελλά­δα·  κάνει ν’ ανθί­σει η ελπί­δα, γεμί­ζει κου­ρά­γιο και δύνα­μη το λαό μας που με μπρο­στά­ρη­δες  τους κομ­μου­νι­στές και το Κόμ­μα τους προ­σπα­θεί να οργα­νώ­σει την αντί­στα­σή του και, σε λίγο, μέσα από το ΕΑΜ θα δημιουρ­γή­σει το αθά­να­το έπος της Εθνι­κής μας Αντίστασης.

Είκο­σι χρό­νια αργό­τε­ρα το περιο­δι­κό της ΕΕΔΥΕ Δρό­μοι της Ειρή­νης, έχει την ιδέα μιας φωτο­γρα­φι­κής ανα­πα­ρά­στα­σης της πρώ­της αντι­στα­σια­κής πρά­ξης στην Ευρώ­πη, όπως χαρα­κτη­ρί­στη­κε η ενέρ­γεια των Γλέ­ζου – Σάντα. Θέλο­ντας να τιμή­σει τους δυο ήρω­ες, το περιο­δι­κό ανα­συν­θέ­τει και απο­δί­δει φωτο­γρα­φι­κά βήμα βήμα, όλη την πορεία του Μανώ­λη Γλέ­ζου και του Λάκη Σάντα προς την Ακρόπολη.

«Εγγύ­η­ση για την από­λυ­τη ακρί­βεια του συντα­ρα­κτι­κού αυτού φωτο­γρα­φι­κού ρεπορ­τάζ είναι το όνο­μα και η ιδιό­τη­τα ενός από τους δυο νέους που φαί­νο­νται στις φωτο­γρα­φί­ες (ο πιο κοντός με το σακά­κι): Λέγε­ται Δημή­τρης Γλέ­ζος, είναι πρώ­το εξά­δελ­φος του Μανώ­λη και ξέρει με όλες τις λεπτο­μέ­ρειες από «πρώ­το χέρι» πώς κατέ­βη­κε η σβά­στι­κα από την Ακρό­πο­λη. Ένας φίλος του (με το που­κά­μι­σο), έπαι­ξε το ρόλο του Λάκη Σάντα» μας ενη­με­ρώ­νει ο συντά­κτης του περιο­δι­κού και συνεχίζει:

Μανώλης Γλέζος - Λάκης Σάντας

Μανώ­λης Γλέ­ζος — Λάκης Σάντας

«Η απλή αυτή ανα­πα­ρά­στα­ση παρου­σί­α­σε πολύ περισ­σό­τε­ρες δυσκο­λί­ες απ’ όσες ίσως φαντά­ζο­νται οι ανα­γνώ­στες των “Δρό­μων”. Τα δυο παι­διά και ο φωτο­γρά­φος μας κιν­δύ­νε­ψαν πολ­λές φορές να γκρε­μο­τσα­κι­στούν στο βάρα­θρο. Ο καθέ­νας μπο­ρεί να φαντα­στεί τι σήμαι­νε, τότε, αυτή η προ­σπά­θεια και τι μεγά­λοι κίν­δυ­νοι παρα­μό­νευαν το Μανώ­λη και το Λάκη σε κάθε φάση»

Πριν παρα­θέ­σου­με το φωτο­ρε­πορ­τάζ του περιο­δι­κού, που ανα­κα­λύ­ψα­με στο πλού­σιο και φιλό­ξε­νο ψηφια­κό αρχείο των ΑΣΚΙ, θα πρέ­πει να σημειώ­σου­με ότι την περί­ο­δο εκεί­νη (1961) ο Μανώ­λης Γλέ­ζος βρι­σκό­ταν ―για μια ακό­μη  φορά― στη φυλα­κή, κατα­δι­κα­σμέ­νος για «κατα­σκο­πεία», και είχαν ξεση­κω­θεί κύμα­τα αντι­δρά­σε­ων στην Ελλά­δα και στην διε­θνή κοι­νή γνώ­μη για την απο­φυ­λά­κι­σή του.

glezos_santas1

Ένα δει­λι­νό, οι δυο φίλοι, καθι­σμέ­νοι στις σκά­λες του Ζαπ­πεί­ου έβλε­παν τους υπερ­φί­α­λους Γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές που περ­νού­σαν πάνω κάτω και έκα­ναν χίλιες σκέ­ψεις: Να ’χανε, λέει, πιστό­λια! Ξαφ­νι­κά ο Μανώ­λης δεί­χνει με το δάχτυ­λό του την Ακρό­πο­λη. Η σβά­στι­κα κυμα­τί­ζει ξετσί­πω­τα πάνω στον ιερό βράχο.

- Λάκη, το βλέ­πεις κεί­νο κει; Είπε στο φίλο του Σάντα. Πρέ­πει να κατεβεί.

Ο Λάκης κατά­λα­βε αμέ­σως. Σφί­ξα­νε τα χέρια και όρι­σαν για την επο­μέ­νη ραντε­βού στη Βιβλιο­θή­κη όπου πήγαι­ναν και μελετούσαν.

glezos_santas2

Στη Βιβλιο­θή­κη, το άλλο πρωί, ο Μανώ­λης δεν έβρι­σκε ησυ­χία. Κατέ­βα­σε τον τόμο «Ελλάς» από την Μεγά­λη Εγκυ­κλο­παί­δεια. Στα­μά­τη­σε στην περι­γρα­φή της Ακρόπολης.

- Λάκη! φώνα­ξε ξαφ­νι­κά! Έλα διά­βα­σε εδώ!

Για κάποιο μυστι­κό πέρα­σμα έγρα­φε η Εγκυ­κλο­παί­δεια, απ’ όπου μπαι­νό­βγαι­νε στην αρχαιό­τη­τα το Ιερό Φίδι, σύμ­βο­λο του Ερε­χθέα. «Αν είμα­στε τυχε­ροί, το πέρα­σμα θα υπάρ­χει ακόμα».

glezos_santas3

Η επο­μέ­νη ήταν Πέμ­πτη: Ελεύ­θε­ρη η Ακρό­πο­λη για τους επι­σκέ­πτες. Οι δυο φίλοι ανέ­βη­καν, μελέ­τη­σαν καλά τα κατα­τό­πια και συμ­φώ­νη­σαν για την ημε­ρο­μη­νία. Η «δου­λειά» ορί­στη­κε για τη νύχτα της 30ης προς την 31η Μαΐ­ου. Στις 8 το βρά­δυ της ιστο­ρι­κής εκεί­νης μέρας ο Μανώ­λης και ο Λάκης συνα­ντή­θη­καν στην πλα­τεία Κου­μουν­δού­ρου. Έσφι­ξαν τα χέρια με συγκί­νη­ση. «Εμπρός, πάμε»!

glezos_santas4

Σιω­πη­λοί ο Λάκης και ο Μανώ­λης αρχί­ζουν ν’ ανε­βαί­νουν τα ανη­φο­ρι­κά δρο­μά­κια της Πλά­κας. Έχει πέσει το σού­ρου­πο. Το αργό τους βάδι­σμα κρύ­βει την ταρα­χή τους. Φτά­νουν στα Προ­πύ­λαια. Εκεί περ­πα­τούν αρκε­τή ώρα πάνω-κάτω ώσπου να ’ρθει η κατάλ­λη­λη στιγμή.

glezos_santas5

Η νύχτα έχει πέσει πια για τα καλά. Τα ζευ­γα­ρά­κια και οι μονα­χι­κοί δια­βά­τες αρχί­ζουν να εγκα­τα­λεί­πουν τον ιερό βρά­χο και κατε­βαί­νουν στην Αθή­να που νυθί­ζε­ται στη συσκό­τι­ση. Οι δυο φίλοι γλι­στρά­νε μέχρι το συρ­μα­τό­πλεγ­μα που έφρα­ζε γύρω γύρω τη βάση του βρά­χου. Το πηδά­νε ο ένας ύστε­ρα από τον άλλον κι ανη­φο­ρί­ζουν προς την πλαγιά.

glezos_santas6

Ο Μανώ­λης και ο Λάκης τρέ­χουν προς την είσο­δο της σπη­λιάς. Από μακριά, μέσα στη σιω­πή της νύχτας, ακού­γο­νται χάχα­να, πρό­στυ­χα πει­ράγ­μα­τα. Οι Γερ­μα­νοί φρου­ροί δια­σκε­δά­ζουν με μια κοι­νή γυναί­κα. Η στιγ­μή είναι κατάλληλη.

glezos_santas7

Με μερι­κά άλμα­τα οι δυο φίλοι βρέ­θη­καν φάτσα στο άνοιγ­μα του μικρού περά­σμα­τος. Έφτα­σαν έτσι σε μια πορ­τί­τσα ξύλι­νη που έφρα­ζε το άνοιγ­μα. Υπήρ­χε ένα λου­κέ­το. Ευτυ­χώς δεν ήταν κλει­στό. Έσπρω­ξαν την πόρ­τα και μπήκαν.

glezos_santas8

Κρα­τιού­νται λίγο στο πεζού­λι ώσπου να συνη­θί­σουν τα μάτια τους στο σκο­τά­δι. Μπρο­στά τους ανοί­γε­ται μια σχι­σμά­δα βαθιά, πλα­τιά δυο μέτρα. Είναι τόσο από­το­μη η κατη­φο­ριά της, ώστε φαί­νε­ται σαν πηγά­δι. Σε λίγο ξεχώ­ρι­σε στο βάθος ένα κομ­μα­τά­κι ουρα­νού. Ήταν το άλλο άνοιγ­μα της μυστι­κής τρύ­πας. Υπο­λό­γι­σαν ότι απεί­χε απ’ αυτούς περί­που στα 30 μέτρα.

glezos_santas9

Οι δυο φίλοι προ­χω­ρά­νε με πολ­λή δυσκο­λία. Στα παλιά χρό­νια το πέρα­σμα ήταν εύκο­λο για­τί υπήρ­χαν πελε­κη­τά σκα­λο­πά­τια στην πέτρα. Σιγά σιγά όμως τα σκα­λο­πά­τια εξα­φα­νί­στη­καν έτσι ώστε σήμε­ρα κάθε στρα­βο­πά­τη­μα μπο­ρεί να σημαί­νει βαρύ τραυ­μα­τι­σμό ή και θάνατο.

glezos_santas10

Μέσα στο σκο­τά­δι διέ­κρι­ναν κάτι μαδέ­ρια, βαλ­μέ­να λοξά ανά­με­σα στους δυο τοί­χους του βρά­χου, πάνω από την άβυσ­σο. Αυτά τα μαδέ­ρια τους βοή­θη­σαν να προ­χω­ρή­σουν συγά σιγά με κινή­σεις σίγου­ρες και αυστη­ρά υπολογισμένες.

glezos_santas11

Κολ­λη­μέ­νοι στο βρά­χο που είχε ένα λεπτό γυρά­κι στο μέρος όπου πατούν τα σανί­δια κι όπου μπο­ρού­σε εύκο­λα το πόδι να στα­θεί, προ­χώ­ρη­σαν ο ένας ύστε­ρα από τον άλλον. Προ­πο­ρεύ­ο­νταν ο Μανώ­λης και ο Λάκης ακο­λου­θού­σε. Οι κινή­σεις τους ήταν σίγου­ρες και ακρι­βείς. Είχαν πια απο­κτή­σει την πεί­ρα της σπηλιάς.

glezos_santas12

Φτά­νο­ντας στην έξο­δο δια­πί­στω­σαν ότι ενά­μι­σι μέτρο ύψος τους χώρι­ζε από το άνοιγ­μα. Σάμπως κάποιος να είχε βγά­λει επί­τη­δες το τελευ­ταίο δοκά­ρι για να τους δυσκο­λέ­ψει. Όμως αυτό δεν τους στα­μά­τη­σε. Γαν­τζώ­θη­καν γερά από το βρά­χο και…

glezos_santas13

…στη­ρί­ζο­ντας τα χέρια τους πάνω στο χώμα της εισό­δου, μ’ ένα πήδο σκαρ­φά­λω­σαν και βγή­καν από το μυστι­κό πέρασμα.

glezos_santas14

Οι δυο φίλοι κοι­τά­χτη­καν, χαμο­γέ­λα­σαν, ξάπλω­σαν με προ­φύ­λα­ξη στις πέτρες και τα αγκά­θια και περί­με­ναν λίγο. Το φως αρκε­τά δυνα­τό από το μισο­φέγ­γα­ρο, δίνει στα μάρ­μα­ρα μιαν έντο­νη ανταύ­γεια. Πρέ­πει να βια­στούν. Από τα Προ­πύ­λαια ακού­γο­νται τα γέλια των φυλά­κων και οι γνω­στές στρίγ­γλι­κες γυναι­κεί­ες φωνές. Η σβά­στι­κα κυμα­τί­ζει στο βάθος. Τι θα συμ­βεί αν υπάρ­χει σκο­πός; Σιγά σιγά προ­χω­ρούν προς τα τεί­χη του Ερεχθείου.

glezos_santas15

Ο Λάκης έχει μια φαει­νή ιδέα: Μαζεύ­ουν χαλί­κια και τα πετά­νε όσο μπο­ρούν πιο μακριά προς την αντί­θε­τη κατεύ­θυν­ση, ώστε αν υπάρ­χει σκο­πός να τρέ­ξει προς τα εκεί. Όμως σκο­πός, ευτυ­χώς, δεν υπάρ­χει. Έχει πάει κι αυτός στο γλέ­ντι, στα Προ­πύ­λαια. Προ­χω­ρούν τώρα κι οι δυο τους κου­λου­ρια­σμέ­νοι, προς τον κοντό. Φτά­νουν στο φυλά­κιο: Αδεια­νό. Δρα­σκε­λούν μ’ ένα πήδη­μα τα λιγο­στά σκα­λιά και φτά­νουν στην κορ­φή του ανα­το­λι­κού πυργίσκου.

glezos_santas16

Πάνω από τα κεφά­λια τους κυμα­τί­ζει τώρα πελώ­ριο το φασι­στι­κό σύμ­βο­λο. Λύνουν το συρ­μα­τό­σχοι­νο κι αρχί­ζουν να το τρα­βούν. Άδι­κος κόπος. Τα σύρ­μα­τα είχαν μπλε­χτεί κι η σημαία δεν κατέ­βαι­νε. Ο Μανώ­λης αγκα­λιά­ζει τον σιδε­ρέ­νιο κοντό…

glezos_santas17

…και αρχί­ζει να σκαρ­φα­λώ­νει με μανία. Προ­σπα­θεί να κατε­βά­σει τη σημαία. Απο­τυ­χαί­νει. Δοκι­μά­ζει κι ο Λάκης. Τίπο­τα. Για Τρί­τη φορά σκαρ­φα­λώ­νει ο Μανώ­λης. Κρε­μιέ­ται με δόντια, με χέρια από το μιση­τό πανί. Χαμέ­νος Κόπος.

Οι δυο φίλοι εφαρ­μό­ζουν τότε τα μεγά­λα μέσα. Λύνουν τα συρ­μα­τό­σχοι­να που υπο­βά­στα­ζαν το κοντά­ρι και δίνο­ντας παλ­μι­κές κινή­σεις στο ίδιο το κοντά­ρι πετυ­χαί­νουν το σκο­πό τους: Η σβά­στι­κα πέφτει και τους κου­κου­λώ­νει. Αγκα­λιά­ζο­νται τότε και χορεύ­ουν επά­νω της σαν παλαβοί.

glezos_santas18

Ο Μανώ­λης και ο Λάκης κομ­μά­τια­σαν τη σημαία, πήραν μαζί τους από ένα κομ­μά­τι και έρι­ξαν την υπό­λοι­πη στο ξερο­πή­γα­δο, που βρί­σκε­ται ανά­με­σα στα Τεί­χη και το Βράχο.

Γύρι­σαν σπί­τια τους από το ίδιο μυστι­κό πέρα­σμα ξανα­κά­νο­ντας ανά­στρο­φα την ακρο­βα­τι­κή τους δια­δρο­μή πάνω από την άβυσ­σο. Πριν φύγουβ ακού­μπη­σαν καλά καλά τις παλά­μες τους στον κοντό για ν’ αφή­σουν δαχτυ­λι­κά απο­τυ­πώ­μα­τα, μην τύχει και συλ­λει­φτεί κανέ­νας αθώ­ος Πλα­κιώ­της από την αστυνομία.

Στις 12.10΄ έξω από το Κρα­τι­κό Ταμείο (Ερμού) τους έπια­σε ο σκο­πός για­τί απα­γο­ρευό­ταν η κυκλο­φο­ρία εκεί­νη την ώρα. Και τότε οι δυο φίλοι σκέ­φτη­καν ότι το καλύ­τε­ρο απ’ όλα ήταν να του πουν την… αλήθεια:

-Ήμα­σταν σε γλέ­ντι, δικαιο­λο­γή­θη­καν, γι’ αυτό αργή­σα­με! Ο σκο­πός τους άφη­σε και πέρασαν.

***

Εικόνα από κάρτα εκστρατείας για την απελευθέρωση του Μανώλη Γλέζου, στη Γαλλία (1958). Πηγή: ΑΣΚΙ (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας)

Εικό­να από κάρ­τα εκστρα­τεί­ας για την απε­λευ­θέ­ρω­ση του Μανώ­λη Γλέ­ζου, στη Γαλ­λία (1958).
Πηγή: ΑΣΚΙ (Αρχεία Σύγ­χρο­νης Κοι­νω­νι­κής Ιστορίας)

Η λεβέ­ντι­κη πρά­ξη των δυο φλο­γι­σμέ­νων από τα ιδα­νι­κά της λευ­τε­ριάς και της ανε­ξαρ­τη­σί­ας παλι­κα­ριών Μανώ­λη Γλέ­ζου και Λάκη Σάντα χαρα­κτη­ρί­στη­κε «απο­κο­τιά», από τους τότε εκφρα­στές της «κανο­νι­κό­τη­τας» και του «ρεα­λι­σμού», και πρά­ξη «μη ρεα­λι­στι­κή» που θα έφερ­νε μεγα­λύ­τε­ρα δει­νά. Όπως άλλω­στε και η επι­κή Αντί­στα­ση του λαούς μας που, από το ξεκί­νη­μά της και σ’ όλη την πορεία της σαμπο­τα­ρί­στη­κε, απα­ξιώ­θη­κε, υπο­βαθ­μί­στη­κε και συκο­φα­ντεί­ται μέχρι τις μέρες μας.

Το παρά­δειγ­μα των δυο νεα­ρών ηρώ­ων της Αθή­νας, ήταν ένα ακό­μα βήμα στη  μακρι­νή δια­δρο­μή των αγω­νι­στι­κών παρα­δό­σε­ων του λαού μας, που ακο­λού­θη­σαν στη συνέ­χεια χιλιά­δες λαϊ­κοί αγω­νι­στές στις ανυ­πό­τα­χτες βου­νο­κορ­φές και  στις πόλεις, στις φυλα­κές, τις εξο­ρί­ες, μπρο­στά στα εκτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα και που ακο­λου­θούν στις μέρες μας όσοι αντι­στέ­κο­νται στη σκλα­βιά των μνη­μο­νί­ων και της εξα­θλί­ω­σης και στο σύστη­μα της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο που τα γεννά.

Η Ιστο­ρία παρα­χώ­ρη­σε μια από τις πιο δοξα­σμέ­νες σελί­δες της στα ονό­μα­τα των Μανώ­λη Γλέ­ζου και του Λάκη Σάντα. Η πρά­ξη τους στις 30 Μάη του 1941 είναι ένα θαυ­μά­σιο παρά­δειγ­μα ότι η Ιστο­ρία γρά­φε­ται με ανυπακοή.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο