Σήμερα την παρουσίαση δεν την κάνει ο υπογράφων τη στήλη Λουκάς Σπήλιος. Ο Ειρηναίος Μαράκης αυτοσυστήνεται. Χαιρόμαστε που φιλοξενούμε την ποίηση του, την οποία και εκτιμούμε.
Γεννήθηκα στα Χανιά το 1986 και είμαι απόφοιτος λυκείου. Δραστηριοποιούμαι στα κοινά μέσα από τον χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Γράφω από τα εφηβικά μου χρόνια. Έχω ασχοληθεί και με το σκίτσο αλλά με κέρδισε η Ποίηση. Ξεκίνησα εξαιτίας μιας ερωτικής απογοήτευσης και συνέχισα για να εκφράσω τις κοινωνικές ανησυχίες και τον θυμό μου για την στοχευμένη αδικία που υπάρχει γύρω μας. Ήθελα να γίνω ναυτικός αλλά κατέληξα ένας στεριανός που κινδυνεύω να σκοτωθώ από ένα απλό τροχαίο, ευτυχώς που δεν καπνίζω.
Πρώτη μου αγάπη και παντοτινή όπως είναι φυσικό, ο ποιητής Νίκος Καββαδίας — αργότερα ανακάλυψα και τις μελοποιήσεις των ποιημάτων του. Όσο περνούσαν τα χρόνια γνώρισα και αγάπησα μέχρι σημείου εξάρτησης τον Κώστα Βάρναλη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Κωνσταντίνο Καρυωτάκη, την Κατερίνα Γώγου, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Τάσο Λειβαδίτη αλλά και τους Ουίλλιαμ Μπάροουζ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Τζακ Κέρουακ, Ντύλαν Τόμας, Ρέιμοντ Τσάντλερ, τη νουάρ λογοτεχνία, τον Θανάση Βέγγο και τον Σέρτζιο Λεόνε, τα ρεμπέτικα και τα μπλουζ. Από τα αφελή, εφηβικά στιχάκια και μέσα από μια βίαιη ταξική συνειδητοποίηση πέρασα σε πιο ουσιαστικά θέματα κι έκανα στροφή σε κοινωνικά ζητήματα, στην υπηρεσία της εργατικής τάξης που παλεύει για την απελευθέρωση της από τα καπιταλιστικά δεσμά. Χωρίς όμως να ξεχνώ και την μεγάλη υπόθεση του Έρωτα.
Μικρά πεζά, διηγήματα και ποιήματα μου έχουν δημοσιευθεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες (Bibliotheque, Το Κόσκινο, Πόρτες Κλειστές, Microstory.gr) ενώ έχω συμμετάσχει και σε διάφορα λογοτεχνικά project στο διαδίκτυο (ΟΝΕ:STORY, 25th Hour, 120 λέξεις). Το ποίημα μου “Ο άνθρωπος μας στο Παρίσι“ δημοσιεύθηκε στο συλλογικό έργο “Μια εικόνα… χίλιες λέξεις (e‑book)“ των εκδόσεων “το βιβλίο.net“. Διατηρώ τα ιστολόγια Λογοτεχνία και Σκέψη και Κίβδηλη Αντιόχεια – μια διαδικτυακή ποιητική συλλογή που ενημερώνεται διαρκώς. Άρθρα μου για πολιτικά και πολιτιστικά ζητήματα δημοσιεύονται στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης και στο εβδομαδιαίο διαδικτυακό περιοδικό Babushka.
Λίγα λόγια…
Βρισκόμαστε στην εποχή ενός σκληρού και αδυσώπητου ταξικού πολέμου. Η αστική τάξη στο όνομα του πρωτογενούς πλεονάσματος και της ανάκαμψης προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να εφαρμόσει τα νέα αντεργατικά μέτρα που αν περάσουν θα ισοπεδώσουν την παραγωγική δύναμη της χώρας αλλά και τις κοινωνικές δομές σε υγεία, παιδεία και πολιτισμό. Όμως η εργατική τάξη δηλώνει παρών και απαντά στις αντεργατικές προκλήσεις και αυτής της κυβέρνησης με συντονισμό των αντιστάσεων σε σχολεία, σχολές, νοσοκομεία, δημόσιες υπηρεσίες και στον ιδιωτικό τομέα. Οι εργάτες δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από μια ταχτική που προσφέρει εξυπηρετήσεις για την ΕΕ του πολέμου και του ρατσισμού με αντάλλαγμα κάποιες οικονομικές διευκολύνσεις.Απέναντι σε όλα αυτά χρειάζεται να διεκδικήσουμε μια συνολική πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική αλλαγή, αντικαπιταλιστική και όχι απλά αντινεοφιλελεύθερη, τη δημιουργία ενός διαφορετικού μέλλοντος για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και τη νεολαία.
Ο πολιτισμός, η τέχνη και ο αθλητισμός που αποτελούν βασικά στοιχεία της ανθρώπινης έκφρασης και συστατικά στοιχεία των ανθρώπινων κοινωνιών δεν μπορούν να μείνουν εκτός αυτών των αλλαγών. Η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει από τώρα και να διεκδικήσουμε άμεσες αλλαγές μέσα από τη στήριξη κινηματικών και καλλιτεχνικών προσπαθειών από εργαζόμενους που δεν έχουν την υποστήριξη κάποιου χορηγού ή που δεν επιθυμούν ο πολιτισμός να γίνει εργαλείο στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Το μεγάλο δίλημμα είναι εάν θα αρκεστούμε στο να αποδεχτούμε τον ρόλο των απλών ανθρώπων ως καταναλωτών των διάφορων πολιτιστικών δρώμενων ή αν θα επιδιώξουμε να προσελκύσουμε τους εργαζόμενους (κυρίως νεολαία και παιδιά) σε μια δημιουργική ενασχόληση με τον πολιτισμό και τις τέχνες
Όσοι λογαριάζουμε τον εαυτό μας ή τις ομάδες μας σαν καλλιτέχνες κι όσοι θέλουμε την συνολική απελευθέρωση, πρέπει να στρατευτούμε σε αυτή την προσπάθεια. Καμία αναμονή, καμία προσαρμογή, καμία υποταγή. Όλοι στους δρόμους, στις σχολές, στις γειτονιές, στα εργοστάσια να ενισχύσουμε το δυνατό εργατικό κίνημα του τόπου μας που δεν σκύβει το κεφάλι και να χτίσουμε ένα δυνατό καλλιτεχνικό και βαθειά πολιτικό ρεύμα. Σε αυτή τη μάχη η Ποίηση, σαν άλλοτε, έχει να προσφέρει τα μέγιστα.
Τα ποιήματα που δημοσιεύονται σήμερα στις φιλόξενες σελίδες του Ατέχνως είναι στρατευμένα σε αυτή την προσπάθεια. Αν έχουν να πουν κάτι — γιατί εγώ δεν πρόκειται να πω ούτε λέξη γι’ αυτά, το αφήνω στην κρίση σας.
Ειρηναίος Μαράκης
Έρωτας – γυναίκα – επανάσταση
Άνοιξη
στην Νεφέλη Ανδριανού
ο χειμώνας φεύγει
φεύγει κι η ελπίδα
ήρθε αλλά δεν την είδε
κανείς, που να τη βρουν
κρύφτηκε από ανθρώπους
μοχθηρούς, χυδαίους
με βλέμμα σκοτεινό
φεύγει ο χειμώνας
η ελπίδα φεύγει
τέλειωσαν κι οι εκπτώσεις
ανέβηκαν πάλι οι τιμές
στα συναισθήματα, στην αγάπη
βαριά φορολογία
τόκοι, δάνεια, υποχρεώσεις
χρόνων, η εξόφληση αργεί
θέλουνε και παραπάνω
περίοδος χάριτος δεν υπάρχει
ο χειμώνας φεύγει
φεύγει κι η ελπίδα
με αντιφάσεις προχωράει
η ζωή, βάλε μουσική
στον δρόμο βγες
οπλίσου με χαμόγελο
γράψε συνθήματα χαράς
στα πεζοδρόμια, στους τοίχους
διαδηλώσεις οργάνωσε
συναισθημάτων κι έρωτα
μην υποχωρήσεις ούτε στιγμή
η ελπίδα φεύγει
κι έρχεται η άνοιξη
μια άνοιξη διαφορετική
ούτε τουριστική, ούτε φολκλόρ
χωρίς παιγνίδια με την ασάφεια
ξεκίνα, εμπρός, ένα, δύο, τρία
οι φίλοι σε περιμένουν
με τραγούδια και χαμόγελο
με κιθάρες, με καλή παρέα
χορό στήνουν συρτό
στης παραλίας την άκρη
φωτιές ανάβουν, γελούν
έρχεται η άνοιξη
η επανάσταση έρχεται
με σημαίες κόκκινες
σαν το αίμα των απροσκύνητων
Παρασκευή
με τσιγάρο στα χείλη
χορεύει ζεϊμπέκικο
αιωρούμενος, εξόριστος
υγρής κι αμαρτωλής πόλης
της νύχτας φυγάς
φωνάζει, ελευθερία, ζωή
σαρώνοντας οδοφράγματα
τείχη της απανθρωπιάς
ψέματα αιώνων γκρεμίζοντας
και μοιάζει το πρόσωπο του
με αγγέλου και διαβόλου
χορεύει, χορεύει, χορεύει
ψάχνοντας παρηγοριά
σε αλυσίδες βαριές
σε κελιά φυλακής
σε στρατόπεδα
χορεύει, είναι Παρασκευή
η Ανάσταση αργεί
ματώνουν οι πληγές του
τρέχει το αίμα σαν κρασί
ο κόσμος μαζεύεται στην πλατεία
νοικοκυρές, φαντάροι, μαθητές
γδύνονται στο φως της σελήνης
ιδρώνουν, τα χέρια τους τρέμουν
με γαρύφαλλο στο αυτί
τσιγάρο στα χείλη
ζεϊμπέκικο χορεύουν
λάμπουν τα μάτια τους
εξόριστοι μιας άθλιας πόλης
φωνάζουν, ελευθερία, ζωή
χορεύουν, χορεύουν, χορεύουν
αλλάζοντας την Ιστορία
μαζί τους χορεύω κι εγώ
αυτό το ποίημα χορεύει
στροβιλιζόμαστε
τέλος δεν έχει αυτή η τελετουργία
Ημέρες αφθονίας
μέρες και χρόνια αφθονίας
πέρασαν και έφυγαν
έμειναν μόνο οι διαφημίσεις
για να υπενθυμίζουν
ότι κάποτε μας σκότωναν
με χαμόγελο και με το γάντι
μέρες και χρόνια αφθονίας
πέρασαν και έφυγαν
έμειναν μόνο οι νεκροί μας
για να υπενθυμίζουν
ότι σ’ ένα πόλεμο βίαιο
με βία πρέπει να απαντάμε
Λάμπα πετρελαίου
πλανόδιο τσίρκο η ζωή
γυρίζει σε πόλεις σκοτεινές
σε δρόμους λασπωμένους περπατάει
ανάμεσα σε μαστροπούς ποιητές
εμπόρους ηθικής και οικονομολόγους
με μια λάμπα πετρελαίου στο χέρι
ανθρώπους ψάχνοντας να βρει
και βρίσκοντας σκουπίδια
πλανόδιο τσίρκο η ζωή
χωρίς να ξέρει ότι η μόνη αλήθεια
οι άνθρωποι που γελάνε και πονούν
βρίσκονται σε τόπους μυστικούς
εκεί που δεν φτάνει το χέρι της παρακμής
που το σκοτάδι δεν έχει εξουσία
στα εργοστάσια, στις γειτονιές, στα σχολεία
στις σελίδες του Βάρναλη
Υποταγή
στον Βασίλη Νικολαΐδη
στο λίκνισμα σου δηλώνω υποταγή
χρόνια και χρόνια σε θυμάμαι
στη μικρή γειτονιά, στο σχολείο
με αγαπούσες κι εγώ σε φοβόμουνα
τα μάτια σου, γαλάζια της θάλασσας
μακριά, πολύ μακριά με ταξίδεψαν
έλα, πλησίασε, έλεγες κι έτρεχα να κρυφτώ
γελούσες, αθώα και τόσο ερωτικά
με αγαπούσες κι εγώ σε φοβόμουνα
τα χρόνια περνάνε, μεγαλώσαμε
χρόνια κεράκια σβήνουν στο λίκνισμα σου
τις νύχτες πια περνώ, με παλιά μουσική
σε ύποπτες γυρνώντας ατασθαλίες
μόνος, πιο μόνος από ποτέ, καπνίζω
ξημερώνει, στους δρόμους και πάλι
οικοδόμοι, φοιτητές κι εργάτες
φεύγουν για τη δουλειά
ακριβά να πουλήσουν την υπεραξία τους
κάνει κρύο, χειμώνας στις καρδιές
από κάπου ακούγονται σειρήνες
πλανόδιοι κουλουρτζήδες και μουσικοί
τρέχουν να κρυφτούν, που πάνε
κι εσύ εκεί, στο μυαλό μου πληγή
μου λείπεις κι η απώλεια σου
γίνεται στίχος πικρός
και φεύγει η μέρα, η νύχτα έρχεται
φτηνό ποτό στο μπαρ, εφημερίδα
σε ύποπτες θα πάω ατασθαλίες
μόνος, πιο μόνος από ποτέ, καπνίζω
απεργία αύριο, στους δρόμους θα βγω
μήπως κάπου, κάποτε σε βρω
μικροαστός στον έρωτα
ξεπεσμένος ρομαντικός
μέσα στο πλήθος προσμένω σωτηρία
οπλίζομαι με θάρρος, διαδηλώνω
ώσπου καταλήγουμε να κάνουμε αλυσίδα
τι ειρωνεία, στο μπαρ σε έψαχνα
στην ταξική πάλη σε βρήκα
σ’ αγαπώ
Το ψέμα
σβήνει ο ήλιος, απόγευμα
στο μικρό ταβερνείο
κρασί, παρέα, μεζέδες
απέναντι, νάτη, χορεύει
τη σκέφτομαι με πιάνουν ρίγη
ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά
θα γιάνει τάχα ο καημός
που έχω μεσ’ στα στήθια
ή βάσανο θα μείνει μόνιμο
ακούω, σηκώνομαι, χορεύω
τέλος να δώσω στο ψέμα
μ’ ένα αργό ζεϊμπέκικο