Επιμέλεια: Νίκος Μόττας //
Η γυναίκα του ιστορικού ηγέτη του ΚΚΕ, επί πολλά χρόνια μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του Κόμματος, Ρούλα Κουκούλου (1916–1997), μιλά για το Νίκο – τον κομμουνιστή, τον σύντροφο, τον σύζυγο, τον άνθρωπο Ζαχαριάδη.
Εισαγωγική σημείωση:
Την περίοδο αυτή διάφοροι συνειδητοί παραχαράχτες της Ιστορίας έχουν βγει “παγανιά” στο διαδίκτυο επιδιδόμενοι σε ένα μπαράζ συκοφαντιών ενάντια στο ΚΚΕ με πάσης φύσης λασπολογίες και ιστορικές ανακρίβειες. Αφορμή στάθηκε η έκδοση ενός εξαιρετικού πονήματος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο «Το ΚΚΕ στον ελληνοιταλικό πόλεμο 1940–41» (Σύγχρονη Εποχή) στο οποίο εξετάζονται διεξοδικά πλευρές της στρατηγικής του Κόμματος την εποχή εκείνη. Απ’ τη μελέτη αυτή βγαίνουν πολύτιμα συμπεράσματα για την πορεία τόσο του ΚΚΕ όσο και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη ιστορική περίοδο του 20ου αιώνα.
Στο βιβλίο του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ εξετάζονται, μεταξύ άλλων και τα τρία γράμματα του Νίκου Ζαχαριάδη. Με αφορμή αυτό, οι γνωστοί παραχαράχτες, μάστορες οι ίδιοι στην διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων και τη δημιουργία εντυπώσεων, ξαναθυμήθηκαν τον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ. Όπως έκαναν παλιότερα με το Βελουχιώτη, το Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη και άλλους, επιχειρούν να «υιοθετήσουν» πολιτικά το Ζαχαριάδη και τις επιλογές του, ερμηνεύοντας τα ιστορικά γεγονότα κατά πως τους βολεύει, για να χτυπήσουν το ΚΚΕ και την σημερινή τακτική του, να διασπείρουν αμφιβολίες για την ορθότητα της πολιτικής του Κόμματος, να συκοφαντήσουν την σημερινή του ηγεσία. Το παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθεί με τους κυρίους αυτούς – τις πρέπουσες, ιστορικά τεκμηριωμένες, απαντήσεις τις έχουν λάβει μέσα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» (Διαβάστε: Κ.Σκολαρίκου, Για την έκδοση «Το ΚΚΕ στον ελληνοιταλικό πόλεμο 1940–41», 11–12/4/2015 και Μ.Μαϊλη, Η οπορτουνιστική επίθεση στο ΚΚΕ με τη μέθοδο της εξαπάτησης, 17/5/2015).
Στην παρούσα δημοσίευση θα σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο του Ζαχαριάδη αποκλειστικά μέσα από την οπτική της συντρόφου της ζωής του, της Ρούλας Κουκούλου. Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού «Το Αντικείμενο» (Καστανιώτης, 2000) – πρόκειται για το μοναδικό άξιο λόγου κεφάλαιο (σελ.179–208) ενός κατά τα λοιπά αντικομμουνιστικού μυθιστορήματος γεμάτο προκαταλήψεις και αστικούς μύθους.
«Μη βάλεις τις φωνές. Ήρθε ο Ζαχαριάδης!».
Στην Κατοχή, στην Καλαμάτα, μοίραζα κουπόνια του Κόμματος με το Ζαχαριάδη και το Στάλιν επάνω. Το 1945 μου είπε ένας σύντροφος στην Καλαμάτα: «Θα σου πω κάτι, αλλά μη βάλεις τις φωνές. Ήρθε ο Ζαχαριάδης απ’ το Νταχάου!». Εγώ άρχισα να χορεύω. Σ’ όλη την Αντίσταση τον είχαμε στο νου μας. Ο Νίκος ήταν φλογερός πατριώτης. Και διεθνιστής. Και το’ λεγε: «Άμα αγαπάς την πατρίδα σου και το λαό σου, δε μπορείς παρά τα εχτιμάς και να σέβεσαι τους άλλους λαούς και τις πατρίδες τους». Αφότου έγινε γραμματέας του Κόμματος, βοήθηκσε την ιδεολογία μας να σταθεί σωστά και μέσα στη δική μας, την ελληνική πραγματικότητα. Κι’ ακόμα, το χτύπημα της θεωρίας της «Ψωροκώσταινας», της «Μεγάλης Ιδέας» που αφιόνιζε το λαό μας. Ο Νίκος στ’ αλήθεια πρωτάνοιξε μέτωπα. Πρόβαλε την εξάρτηση, τη μεγάλη πληγή της Ελλάδας. Στην Έκτη Ολομέλεια για πρώτη φορά έκανε ανατομία της Ελλάδας και της εξάρτησής της. Το ’34-’35 ξεκίνησε το αντιπολεμικό-αντιφασιστικό μέτωπο. Βγαίνει το Κόμμα στο λαό. Βγαίνει απ’ την κρίση του. Αντιπάλεψε τη δικτατορία του Μεταξά. Τόσα και τόσα. Τον περιμέναμε λοιπόν από το Νταχάου σαν να ήταν θρύλος. […]
Πάντως εγώ τον γνώρισα πρώτη φορά στην Πελοπόννησο, όταν είχε έρθει για το Έβδομο Συνέδριο. Πήγαμε στην Πάτρα για την προσυνεδριακή συνδιάσκεψη. Ήμουν αντιπρόσωπος των λιμενεργατών της Μεσσηνίας. Ο Μπελογιάννης μου είπε: «Θα τα καταφέρεις».
Πήγα στην Πάτρα από την Καλαμάτα μ’ ένα φορτηγό.… Δεν είχαμε και ρούχα. Είχα παπούτσια ανδρικά από την ΟΥΝΡΑ κι ένα χροντρό σακάκι για να με δουν καλά οι λιμενεργάτες. Εκατόν πενήντα εφτά ήταν όλοι τους. Πήγα σαν γραμματέας της αχτίδας να τους γνωρίσω. Γέμισε όλο το χωριό κόσμο. Με την καμπάνα- ήρθε ο κόσμος να δει την πρώτη γυναίκα… Μετά πήγαμε στην Πάτρα. Πήγαμε σ’ ένα αρχοντικό σπίτι και κοιμόμασταν στο πάτωμα οι αντιπροσωπείες. Περιμέναμε ποιός θα έρθει από την Αθήνα. Δεν ξέραμε ποιός θα ‘ρθει. Ο Μπελογιάννης ήταν πολύ ανήσυχος. Και ξαφνικά: «Έρχεται ο Ζαχαριάδης!»…
Όταν τον πρωτοείδα, έλαμψε ο τόπος… Ήταν όμορφος, με φωτεινό πρόσωπο… δεν ήταν πολύ ψηλός. Ήταν μαζί κι ο Καραγιώργης. Μ’ έβαλαν κι’ έκατσα πλάι του- ήταν η μόνη άδεια καρέκλα.
«Απο που είσαι, συντρόφισσα;»
«Απ’ τη Νάουσα».
Κατάλαβε την ταραχή μου.
«Ήμουν εκεί την περασμένη βδομάδα. Έχετε καλό κίνημα εκεί», μου λέει.
Όταν μπήκαν οι δυό τους με τον Καραγιώργη, ο Καραγιώργης του είχε πει: «Κοίταξε εκεί μια όμορφη». Την πρώτη φορά ο Καραγιώργης με πρόσεξε – πάντα πρόσεχε τις γυναίκες. Ο Νίκος τότε ούτε σήκωσε το κεφάλι του. Κρατούσε σημειώσεις για το λόγο του.… Ο Καραγιώργης πάντα με έλεγε «η ωραία του Κόμματος»… Η Μεσσηνία ήταν να μιλήσει τελευταία. Έτρεμαν τα πόδια μου. Κόντευα να πεθάνω απ’ την αγωνία. Ο Μπελογιάννης μου έλεγε πάλι συνέχεια: «Θα τα καταφέρεις».
Ύστερα τον είδα ξανά στο Έβδομο Συνέδριο, στην Αθήνα… Σ’ ένα διάλειμμα μου μίλησε: «Πότε μπήκες στο Κόμμα;» Φορούσα μια γαλάζια μπλούζα από την ΟΥΝΡΑ – τη θυμόταν χρόνια ο Νίκος. Οι λιμενεργάτες της Καλαμάτας τον ήθελαν «αρχηγό». Το είχα προτείνει στην συνδιάσκεψη, αλλά ο Ζαχαριάδης είπε: «Αρχηγό έχουν οι φασίστες».
Μίλησαν πολλοί άντρες. «Θα βάλετε κι άλλες γυναίκες», τους είπε ο Νίκος. Μου λένε λοιπόν: «Θα μιλήσεις και αύριο». Ήμασταν διακόσιες πενήντα χιλιάδες οργανωμένες γυναίκες μετά τα Δεκεμβριανά… Τόσες! Μετά την ομιλία μου στο Συνέδριο ο Ζαχαριάδης είπε: «Δεν είναι μόνο όμορφη- είναι κι έξυπνη». Μετά το Έβδομο Συνέδριο έφευγε η Χρύσα απ’ το πόστο της για τη δουλειά στις γυναίκες και τότε ο Μπλανάς και ο Τσιτήλος του είπαν για μένα: «Έχει πείρα, αλλά είναι παντρεμένη». Ο Τσιτήλος του λέει: «Αυτός ο γάμος είναι πέτρα στο λαιμό της». Ακόμα δεν υπήρχε βέβαια τίποτε. Εγώ δεν ήθελα να πάω στη Γραμματεία.
«Θα αποτύχω. Είμαι από την επαρχία».
«Αυτή είναι η απόφαση του Πολιτικού Γραφείου. Πήγαινε να δεις το Ζαχαριάδη».
Τελικά έγινε γυναικεία Γραμματεία και μέλη ήμασταν εγώ μαζί με την Αύρα Παρτσαλίδου και τη Ρόζα Ιμβριώτη… Μετά, το ’46 καλοκαίρ ως και το καλοκαίρι του ’49, συνεχίσαμε να συνεργαζόμαστε με το Ζαχαριάδη. Κάθε φορά που ήταν να συνεργαστούμε, το προηγούμενο βράδυ δεν κοιμόμουνα.…
Το πρώτο μου άρθρο στην ΚΟΜΕΠ για τις γυναίκες μπήκε ατόφιο στις 8 Μάρτη του ’46. Μου λέει ο Ζαχαριάδης:
«Ποιός σε βοήθησε;»
«Κανείς».
«Δεν φταις εσύ. Αυτό δεν ήταν άρθρο. Εσύ έγραψες πανηγυρική ομιλία».
Πειράχτηκα πολύ.
Από το Βελιγράδι το 1947 στο Βίτσι.
Μετά την Αθήνα ξαναβρεθήκαμε πρώτη φορά στο Βελιγράδι, το 1947, στο σπίτι του Γιάννη Ιωαννίδη. Με πήρε μαζί του μαζί με τον Πετρή (σ.τ.επ: Πέτρος Ρούσσος). Στις λίγες μέρες στη Γιουγκοσλαβία κάτι άρχισε να φαίνεται. Μου έμαθε τάβλι, μ’ έπαιρνε να πηγαίνουμε βόλτα στο λόφο, μου έδειχνε το Βελιγράδι. Εγώ δεν ήξερα ότι είχε χωρίσει – ήμουν κρατημένη. Έμεινα δέκα δεκαπέντε μέρες στο Βελιγράδι. Πήγαμε στην εκδήλωση για την επέτειο της Οχτωβριανής Επανάστασης.… Η πρώτη ένδειξη ερωτική έγινε στο Βελιγράδι. Μου είπε η γυναίκα του Ιωαννίδη: «Είναι σε διάσταση με τη γυναίκα του». Μου έδειχνα μια τρυφερότητα.… Στο Βελιγράδι- ήταν βέβαια στο ίδιο σπίτι κι ο Ιωαννίδης με τη γυναίκα του- κατάλαβα πως τον τραβούσα σαν γυναίκα. Κι άρχισα και γω να τον βλέπω σαν άντρα.
Μια μέρα που περπατούσαμε στα χιόνια, μου ‘δωσε το χέρι του να κατέβω. Το άγγιγμα του ήταν ζεστό- αντρίκειο. Το έχω ακόμα στο δέρμα μου. Μια άλλη φορά παίζαμε σκάκι κι άρχισε να τραγουδά ένα ελληνικό τραγούδι. Το «Περνούν οι ομορφιές μια μέρα». Το συνέχισα μαζί του. Σκάκι και τραγούδι- ένα σμίξιμο ανάμεσα στα πιόνια.
Στο βουνό μετά απο ένα ή ενάμιση μήνα άναψε η σπίθα… […] Στο Βίτσι όταν έφτασε τον είδα από την πρώτη μέρα. Την πρώτη μέρα και το πρώτο βράδυ. Το Βίτσι είναι μέσα στ’ όνειρο μου. Τα λουλούδια, το γρασίδι…
Ο Νίκος και η Ρούλα παντρεύτηκαν στις 17 Φλεβάρη 1948 στην κοινότητα Αγίου Αχιλλείου Φλωρίνης. Ο εμφύλιος πόλεμος μαίνονταν και οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού έδιναν τη δύσκολη μάχη απέναντι στον αστικό στρατό και τους αμερικανούς συμμάχους του.
Διηγείται η Ρούλα Κούκουλου:
Από τα πρώτα που μου είπε ο Νίκος. Μου λέει: «Ρούλα, κοίταξε, καταλαβαίνω πως μπορεί να επιδράσει πάνω σου το ότι είσαι γυναίκα μου. Πρόσεξε μην συρρικνωθείς πολιτικά. Μη σου γίνει βάρος αυτός ο γάμος. Να κρατήσεις την οντότητα σου. Ό,τι είσαι έγινες με τον αγώνα σου» — ήμουν τότε γραμματέας Γυναικείας Δουλειάς, στο Γενικό Στρατηγείο ήμουν υπεύθυνη για τις μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού- «μη χάσεις την πρωτοβουλία σου, εγώ θα σε βοηθώ, δε θα σε κηδεμονεύω Αυτή πιστεύω πως είναι η θέση της γυναίκας».
[…]Ήταν πολύ τρυφερός. Του έλεγα: «Στο σπίτι είσαι άλλος άνθρωπος». Μετά το Νταχάου είχε μια σχέση. Ίσως και σχέσεις… Αλλά στο βουνό δεν είχε άλλη γυναίκα. Μου τα είπε όλα το πρώτο βράδυ – όλες τις γυναίκες που πέρασαν απ΄τη ζωή του. Εγώ είχα μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα. Τον έβλεπα σαν θεό κι έβλεπα πως ήταν ένας άντρας γεμάτος έρωτα. […] Ο Νίκος ποτέ δεν είχε ταυτόχρονα γυναίκες… Ήταν αθλητικός- ήταν και οπαδός της ΑΕΚ… γεμάτος ζωντάνια.
«Όταν αγαπούσε, αγαπούσε».
Με φώναζε «Ρούνι», Ρούλα-Νίκος, οι δύο αρχικές συλλαβές. Στην αρχή όμως, όταν ανέβηκα στο βουνό, το κομματικό μου ψευδώνυμο ήταν «Όλγα». Έτσι έλεγαν και την ανηψιά του, που την αγαπούσε πολύ… Ήταν άνθρωπος φυσιολογικός. Όταν αγαπούσε, αγαπούσε. Είχε ρομαντισμό, τρυφερότητα, στοργή και έρωτα. Σύντροφος, φίλος κι εραστής. Δεν έδειχνε όμως τον ερωτισμό του. Του έλεγα πάντα: «Όταν κλείσει η πόρτα του σπιτιού, τότε σε βλέπω…».
Ξέρεις τι είναι να σμίγεις μετά από μια μάχη στο βουνό; Ήταν μια έκσταση. Μας συγκλόνιζε. Μας βομβάρδιζαν και κλέβαμε κάθε φορά μια ώρ δική μας… Εγώ δεν πίστευα ότι υπάρχει τέτοια ευτυχία – αυτά τα εφτά χρόνια…
Μου έκανε κάθε 8 του Μάρτη που είχα τη γιορτή μου κάτι θαλασσί. Ήταν το χρώμα μου. Μια φορά μου έφερε απ’ το Βελιγράδι ένα θαλασσί φόρεμα… […] Περιμέναμε να ‘ρθει η ώρα εφτα΄το βράδυ, να χουμε τη νύχτα δικιά μας… Το λατρεύω το Βίτσι. Το Βίτσι την άνοιξη ήταν σαν να βγήκε από παραμύθι. Τα λιβάδια του ήταν γεμάτα μενεξέδες. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη μας άνοιξη μετά το γάμο μας. Με είχε κοιτάξει ο Νίκος και μου είπε κάποια στιγμή: «Δε μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα…».
«Δε φοβάμαι τα φίδια πιά»
Το σπίτι στο χωριουδάκι μετά το γάμο το θυμάμαι λίγο. Δύο δωμάτια και μια κουζίνα απ’ τις χωριάτικες, μ΄ένα καζάνι, λίγο ψηλό, με κάτι σκαλιά. Μετά που δυνάμωσαν οι βομβαρδισμοί πήγαμε στ’ αμπρί, στο Γράμμο… Τα πράγματα δυσκόλευαν, αλλάζαμε μέρη συνεχώς. Το αμπρί το θυμάμαι πιό πολύ. Δεν είχε θέρμανση, ήταν χωρίς σόμπα, χαμηλό. Μερικά είχαν τζάκι, το δικό μας όχι. Πάνω είχε χώμα και κλαριά. Ήταν ένα ξύλινο κρεβάτι, φτιαγμένο με σανιδόπλακες. Ένα τραπεζάκι είχα ακόμα, με σανίδια κι αυτό, για να γράφει ο Νίκος. Μας χωρούσε τ’ αμπρί- δεν ήμασταν και χοντροί…
Μου λέει ένα βράδυ ο Νίκος: «Γύρισε προς τα κει και μην κουνηθείς». Τι να δω; Ένα φίδι! Τα έτρεμα από μικρή… Εγώ μ’έναν πήδο πετάγομαι απ’ το κρεβάτι στην πόρτα, παίρνω δρόμο και φεύγω. Τον άφησα με το φίδι. Λέω στο σκοπό: «Τρέχα μέσα, ο Νίκος είναι μόνος μ’ ένα φίδι». Ώσπου να πάει ο σκοπός, ο Νίκος το ‘χε σκοτώσει το φίδι. Μετά απο κάποιες μέρες είχα βγει πάνω στ’ αμπρί κι έγραφα ένα κύριο άρθρο. Να σου πάλι ένα τεράστιο φίδι. Δεν κουνήθηκα αυτή τη φορά. Είπα θα το ξεπεράσω. Το ξεπέρασα. Το ανακοίνωσα και στο Νίκο: «Δε φοβάμαι τα φίδια πια. Απόχτησα θάρρος».