Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οικοδόμος στη ζώνη του λυκόφωτος

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Το επάγ­γελ­μα του οικο­δό­μου δίνει απε­γνω­σμέ­να μάχη για να κρα­τη­θεί στη ζωή. Η ανερ­γία τσα­κί­ζει παρα­πά­νω από το 90% των εργα­ζό­με­νων του κατα­σκευα­στι­κού κλά­δου. Όσων, δηλα­δή, δεν εγκα­τέ­λει­ψαν απελ­πι­σμέ­νοι τα αστι­κά κέντρα για να βρουν κατα­φύ­γιο στα χωριά τους ή για να επι­στρέ­ψουν στην πατρί­δα τους. Τα λίγα μερο­κά­μα­τα κάθε χρό­νο κι αυτά συνή­θως «μαύ­ρα» και χωρίς ασφά­λι­ση, γίνο­νται δυσεύ­ρε­τα. Η από­γνω­ση έχει χτυ­πή­σει από και­ρό την πόρ­τα του οικο­δό­μου. Ειδι­κά ο άνερ­γος οικο­δό­μος μιας «κάποιας» ηλι­κί­ας, που δεν θεω­ρεί­ται (και δεν είναι) νέος, αλλά και που απέ­χει χρό­νια από τη σύντα­ξη, δέχε­ται ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρη πίε­ση. Έχει να αντι­με­τω­πί­σει εκτός του βιο­πο­ρι­σμού του ίδιου και της οικο­γέ­νειάς του, εκτός της καθη­με­ρι­νής ανα­σφά­λειας και του σαρα­κιού της αβε­βαιό­τη­τας και τη βου­βή «κρι­τι­κή» του κοι­νω­νι­κού περί­γυ­ρου ότι «δεν τα κατά­φε­ρε στη ζωή του».

Οι κατα­σκευ­ές έφτα­σαν στο από­γειο της «δόξας» τους (στα νεώ­τε­ρα χρό­νια) την προη­γού­με­νη δεκα­ε­τία. Οι λόγοι είναι λίγο-πολύ γνω­στοί και δεν είναι σκο­πός του παρό­ντος άρθρου να τους ανα­λύ­σου­με. Μέσα σ’ όλον αυτόν τον οργα­σμό της ανοι­κο­δό­μη­σης οι οικο­δό­μοι ‑και ας μην αρέ­σει αυτό σε όσους αρνού­νται να ανα­γνω­ρί­σουν τα κακώς κεί­με­να του κλά­δου- πέρ­να­γαν «καβά­λα στ’ άλο­γο». Αυτό είχε σαν απο­τέ­λε­σμα ένα μέρος του πλη­θυ­σμού να τρο­φο­δο­τεί και να τρο­φο­δο­τεί­ται με στε­ρε­ό­τυ­πα όπως «άμα δεν παντρέ­ψεις κι άμα δεν χτί­σεις σπί­τι δεν ξέρεις τι θα πει ζωή», ή «έμπλε­ξες με οικο­δό­μους, ας πρόσεχες».

Ο οικο­δό­μος ήταν από παλιά ένα ανοι­χτό επάγ­γελ­μα (ας μην συσχε­τί­ζε­ται με το νόη­μα που κάποιοι δίνουν σήμε­ρα στα «ανοι­χτά επαγ­γέλ­μα­τα», τους σκο­πούς και τις επι­διώ­ξεις τους) που λει­τουρ­γού­σε ως απο­κού­μπι στους κατα­τρεγ­μέ­νους από το μετεμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κό κρά­τος, αυτούς δηλα­δή που δεν μπο­ρού­σαν ν’ απο­χτή­σουν το ανα­γκαίο «πιστο­ποι­η­τι­κό κοι­νω­νι­κών φρο­νη­μά­των» για να μπο­ρέ­σουν να δου­λέ­ψουν στη φάμπρι­κα, σε κάποιο μαγα­ζί ή σε μια υπη­ρε­σία. Με τα χρό­νια λει­τούρ­γη­σε και ως τρο­φο­δό­της στους άνερ­γους άλλων κλά­δων. Έκλει­νε ένα εργο­στά­σιο, τι κάνου­με τώρα; πάμε στο για­πί που έχω έναν ξάδελ­φο και θα βοηθήσει.

Με τον ερχο­μό στη χώρα μας των εκα­το­ντά­δων χιλιά­δων οικο­νο­μι­κών μετα­να­στών από τα τέλη κιό­λας της δεκα­ε­τί­ας του ’80, τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά και οι άγρα­φοι νόμοι του επαγ­γέλ­μα­τος άρχι­σαν να αλλοιώ­νο­νται, να παρα­μορ­φώ­νο­νται. Ο σεβα­σμός προς τους παλιό­τε­ρους ξεθω­ριά­ζει. Η τέχνη αρχί­ζει να γνω­ρί­ζει διά­φο­ρες «ερμη­νεί­ες» και «παραλ­λα­γές» στις οποί­ες κυριαρ­χεί η «ευκο­λία» σε βάρος της ποιό­τη­τας και, πολύ συχνά, η «ξεπέ­τα». Ο καθέ­νας σε λίγο και­ρό θα «είναι» ό,τι δηλώ­σει. Όλοι θα «μπο­ρούν» να κάνουν τα «πάντα». Ο ανει­δί­κευ­τος εργά­της που κου­βα­λού­σε δυο μήνες λάσπη στο για­πί θα «μπο­ρεί» να «γίνε­ται» μάστο­ρας και ας μη γνω­ρί­ζει ακό­μα τις ονο­μα­σί­ες όλων των χρεια­ζού­με­νων εργα­λεί­ων. Ο κάθε πρώ­ι­μος μαστο­ρά­κος θα «μπο­ρεί» να «παίρ­νει δου­λειές», εννο­εί­ται στη ζού­λα, «μαύ­ρα», χωρίς τιμο­λό­για και τα τοιαύ­τα. Ο κάθε μηχα­νι­κός, κατα­σκευα­στής ή ιδιο­κτή­της έργου θα προ­σλαμ­βά­νει αυτόν που του έκα­νε την «καλύ­τε­ρη προ­σφο­ρά», δηλα­δή τον φτη­νό­τε­ρο, αγνο­ώ­ντας ή χωρίς να πολυ­νοιά­ζε­ται για την ποιό­τη­τα της εργα­σί­ας και για τους σχε­δόν βέβαιους κιν­δύ­νους (φτη­νο­δου­λειά, κακή συνερ­γα­σία) που θα επι­φέ­ρει η επι­λο­γή του. Η «αρπα­χτή» στην κατα­σκευή κατοι­κί­ας (κατά κανό­να) και επαγ­γελ­μα­τι­κών χώρων θα θριαμ­βεύ­σει και θα γίνει συνώ­νυ­μη της «κονό­μας». Και η υπο­κρι­σία θα απο­χτή­σει «καθε­στω­τι­κά» χαρακτηριστικά…

Θα ρωτή­σει κάποιος, αυτά δεν γίνο­νταν πριν έρθουν οι «ξένοι»; Ναι, σε κάποιο βαθ­μό. Η έλευ­ση των οικο­νο­μι­κών μετα­να­στών διό­γκω­σε προ­βλή­μα­τα που ήδη υπήρ­χαν και λύνο­ντας κάποια άλλα… δημιούρ­γη­σε νέα. Για παρά­δειγ­μα η ραγδαία αύξη­ση στην προ­σφο­ρά εργα­σί­ας. Οι πιά­τσες πλημ­μύ­ρι­σαν από εργα­τι­κά χέρια. Οι επι­λο­γές, για όσους πρό­σφε­ραν δου­λειά, πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν. Τα μερο­κά­μα­τα αρχι­κά συγκρα­τή­θη­καν και στη συνέ­χεια μειώ­θη­καν. Υπήρ­χε όμως μπό­λι­κη δου­λειά για όλους και… το ελλη­νι­κό κλί­μα ευνο­ού­σε την υπε­ρω­ρια­κή εργα­σία… Το εφτά­ω­ρο και οι πέντε μέρες δου­λειά τη βδο­μά­δα, που κερ­δή­θη­καν με αγώ­νες και αίμα, μπή­καν στην πάντα. Δημιουρ­γή­θη­κε μια κατά­στα­ση όπου όλοι (και οι εργά­τες) θεω­ρού­σαν τους εαυ­τούς τους κερ­δι­σμέ­νους. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως δεν δια­τα­ρά­χτη­κε ποτέ το ισο­ζύ­γιο, που έγερ­νε πάντα, πει­σμα­τι­κά και μονό­το­να, προς τη μεριά των αφεντικών.

Αυτά και άλλα ακό­μα φαι­νό­με­να θα έχουν ως απο­τέ­λε­σμα να γιγα­ντώ­νο­νται χρό­νο με το χρό­νο οι ανι­σό­τη­τες και οι αδι­κί­ες εντός και εκτός του κλά­δου και παράλ­λη­λα να προ­βάλ­λε­ται με όχι φωτει­νά χρώ­μα­τα η εικό­να του στην κοι­νω­νία. Και ενώ στο συν­δι­κα­λι­στι­κό τομέα η οργά­νω­ση και η πάλη των εργα­ζο­μέ­νων μέσα από τα ταξι­κά συν­δι­κά­τα μπό­ρε­σε σε μεγά­λο βαθ­μό να δια­σφα­λί­σει τυπι­κά ίδια δικαιώ­μα­τα για έλλη­νες και μετα­νά­στες, στην καθη­με­ρι­νή βιο­πά­λη οι ανι­σό­τη­τες (και όχι μόνο οι οικο­νο­μι­κές) μεγά­λω­ναν, μεγά­λω­νε και η «ανθρω­πο­φα­γία». Τα θύμα­τα έλλη­νες και «ξένοι», με τους δεύ­τε­ρους «δεδο­μέ­νους» και πιο «εύκο­λους» στην εκμετάλλευση.

Όσοι στε­ρού­νταν ανα­στο­λών, μπο­ρού­σαν εύκο­λα (ποιος τους έλεγ­χε;) να «κονο­μή­σουν» «μιζά­ρο­ντας», εξα­πα­τώ­ντας, κλέ­βο­ντας στα μέτρα, κλέ­βο­ντας ή νοθεύ­ο­ντας υλι­κά, παρα­δί­δο­ντας έργα με κακο­τε­χνί­ες, άρα και με μικρό­τε­ρο ‑από το προσ­δό­κι­μο- χρό­νο ζωής, είτε συμ­με­τέ­χο­ντας σε «κυκλώ­μα­τα» με μηχα­νι­κούς και εμπό­ρους, είτε –οι πιο «μάγκες»- από μόνοι τους. Η εκμε­τάλ­λευ­ση ελλή­νων και –κυρί­ως- «ξένων» εργα­τών χτύ­πη­σε κόκ­κι­νο. Απλή­ρω­τα μερο­κά­μα­τα, αδή­λω­τα ή «απαλ­λο­τριω­μέ­να» ένση­μα, τρα­μπου­κι­σμοί, κατα­δό­σεις στην αστυ­νο­μία (για έλλει­ψη «χαρ­τιών») οικο­νο­μι­κών μετα­να­στών που ζητού­σαν το δίκιο τους.

Όσοι πήγαι­ναν κόντρα στον συρ­μό, αυτό που λένε «με το σταυ­ρό στο χέρι» και, χωρίς βέβαια να μπο­ρούν να δια­νοη­θούν τότε τη σημε­ρι­νή τρα­γι­κή κατά­στα­ση, μίλα­γαν για «κανό­νες», δεν εισα­κού­γο­νταν ή αντι­με­τω­πί­ζο­νταν συνή­θως με ειρω­νι­κά μειδιάματα.

Τι είναι οι κανό­νες; Επι­γραμ­μα­τι­κά: πιστο­ποί­η­ση της παρο­χής υπη­ρε­σιών και αυστη­ρός έλεγ­χος του παρα­γό­με­νου έργου. Τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών κάτι ανά­λο­γο με αυτό που συνέ­βη με τα οικο­δο­μι­κά και συνα­φή υλι­κά: καθο­ρι­σμός και τήρη­ση συγκε­κρι­μέ­νων προ­δια­γρα­φών. Ο κάθε εργα­ζό­με­νος στην οικο­δο­μή (βοη­θός, τεχνί­της, επι­τη­δευ­μα­τί­ας υπερ­γο­λά­βος) απο­χτά πιστο­ποί­η­ση για ό,τι προ­σφέ­ρει. Μια κάρ­τα, ας πού­με, άσκη­σης επαγ­γέλ­μα­τος, που θα του προ­σθέ­τει και θα του προ­στα­τεύ­ει τα δικαιώ­μα­τα αλλά θα του δημιουρ­γεί και υπο­χρε­ώ­σεις. Με βάση τη συγκε­κρι­μέ­νη κάρ­τα ο εργα­ζό­με­νος θα μπο­ρεί να ασκεί την –συγκε­κρι­μέ­νη- ειδι­κό­τη­τά του (που κάτω από προ­ϋ­πο­θέ­σεις μπο­ρεί να είναι και περισ­σό­τε­ρες από μια) και να ελέγ­χε­ται αν το κάνει σωστά. Πώς θα προ­μη­θεύ­ε­ται ο κάθε εργα­ζό­με­νος την κάρ­τα πιστο­ποί­η­σης; Με εξε­τά­σεις (αφού λάβει επι­μόρ­φω­ση με τη μορ­φή σεμι­να­ρί­ων) που θα δίνει στον υπεύ­θυ­νο κρα­τι­κό φορέα. Αν πρό­κει­ται για υπερ­γο­λά­βο, επι­πλέ­ον με συνε­χείς ελέγ­χους πάνω στη δου­λειά του, στον τομέα του. Και με τους εμπει­ρο­τέ­χνες; Με όλους εμάς που απο­χτή­σα­με τις όποιες γνώ­σεις μας «κλέ­βο­ντας» από τους παλιούς μαστό­ρους και με την εμπει­ρία μας μάθα­με (ή –πολ­λοί- νομί­ζουν ότι έμα­θαν) το επάγ­γελ­μα που ασκού­με εδώ και χρό­νια; Με εξε­τά­σεις και εμείς, να περά­σου­με όλοι από τα θρα­νία. Τα δια­δι­κα­στι­κά δεν είναι το πρό­βλη­μα, βρί­σκο­νται. Και αν θέλουν οι κύριοι που κόπτο­νται για την πάτα­ξη της φορο­δια­φυ­γής να προ­χω­ρή­σου­με περισ­σό­τε­ρο, η θέσπι­ση κανό­νων στην οικο­δο­μή θα περιό­ρι­ζε κατά πολύ και το φαι­νό­με­νο της «μαύ­ρης» εργα­σί­ας, άρα της φορο­δια­φυ­γής και της εισφο­ρο­δια­φυ­γής. Η βού­λη­ση έλει­πε όλα αυτά τα χρό­νια που το επάγ­γελ­μα ανθού­σε. Σήμε­ρα που η οικο­δο­μεί ψυχορ­ρα­γεί ποιος στ’ αλή­θεια νοιάζεται;

Θα πει κάποιος, τα πράγ­μα­τα είναι τόσο απλά; Όχι, δεν είναι. Θα μπο­ρού­σαν όμως να γίνουν πιο απλά αν κάπο­τε κάποιος ξεκι­νού­σε να ξεπλέ­κει το που­λό­βερ. Αν υπήρ­χε θέλη­ση από το κρά­τος και αν δεν στρου­θο­κα­μή­λι­ζαν αυτοί που απο­τε­λούν τα μέρη του προ­βλή­μα­τος. Αν κάποιος απο­φά­σι­ζε να κατα­γρά­ψει τα «πώς» και τα «για­τί» της οικο­δο­μής, ρωτώ­ντας τους πιο αρμό­διους, αυτούς που γέμι­ζαν από τα χαρά­μα­τα το για­πί και του έδι­ναν ζωή και υπό­στα­ση. Οι πιά­τσες, στο μετα­ξύ, μπο­ρεί να πέθα­ναν, η πεί­ρα όμως παρα­μέ­νει βαρύ ενθύμιο…

Το πρό­βλη­μα «οικο­δο­μή» ήταν πάντα πολύ­πλο­κο, με πολ­λές παρα­μέ­τρους και κάποιες που έμε­ναν πάντα άθι­κτες. Η φύση των κατα­σκευών στη χώρα μας (πολ­λά μικρά έργα, ιδιω­τι­κή κατοι­κία) ευνό­η­σε την άνθη­ση του «υπερ­γο­λά­βου», του εργα­ζό­με­νου δηλα­δή που ανα­γκα­ζό­ταν (ή «ανα­γκα­ζό­ταν») να εκμε­ταλ­λευ­τεί άλλους εργα­ζό­με­νους για να βγά­λει κέρ­δος. Και εδώ οι όποιες ανα­στο­λές κατά κανό­να πήγαι­ναν περί­πα­το, άσχε­τα αν στην επο­χή των παχιών αγε­λά­δων η πίτα ήταν πολύ μεγά­λη και τα κομ­μά­τια της έφτα­ναν για όλους. Δεν ήταν όμως μόνο η πίτα μεγά­λη. Ήταν και η «σύν­θε­ση» αυτών που καλού­νταν να τη φάνε ευνοϊ­κή για κάποιους. Τα λίγα ευρου­λά­κια που έπαιρ­νε για μερο­κά­μα­το (ή αντί για κολ­λη­μέ­νο ένση­μο) ο «ξένος» εργά­της βόλευαν και τον ίδιο (στην πατρί­δα του, αν έβρι­σκε δου­λειά, έπρε­πε να εργα­στεί πολ­λές μέρες για να πάρει ένα «ελλη­νι­κό» μερο­κά­μα­το) και περισ­σό­τε­ρο βολευό­ταν αυτός που τον πλή­ρω­νε (υπερ­γο­λά­βος, εργο­λά­βος-κατα­σκευα­στής-εται­ρεία, ιδιο­κτή­της έργου).

Σήμε­ρα, που όλοι οι εργα­ζό­με­νοι δοκι­μά­ζο­νται από τη βαρ­βα­ρό­τη­τα της καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης (αυτή είναι η σωστή ονο­μα­σία, ας δυσα­να­σχε­τούν κάποιοι) η συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των εργα­ζό­με­νων του κατα­σκευα­στι­κού κλά­δου φυτο­ζω­εί, μένο­ντας ξεκρέ­μα­στη μπρο­στά στις «νέες συν­θή­κες». Όπως και το κάνου­με δεν έχουν όλοι τη δυνα­τό­τη­τα να γίνουν επι­χει­ρη­μα­τί­ες, δεν έχουν όλοι τις δυνά­μεις να ξενι­τευ­τούν, δεν έχουν όλοι την «τύχη» να βρουν στα­θε­ρό μερο­κά­μα­το σε μια άλλη δου­λειά. Πολ­λές χιλιά­δες τίμιοι δου­λευ­τά­ρη­δες που κόβει το μυα­λό τους και πιά­νουν τα χέρια τους, βρί­σκο­νται εγκλω­βι­σμέ­νοι και φθεί­ρο­νται στα γρα­νά­ζια της καθη­με­ρι­νής ανά­γκης για επι­βί­ω­ση, με απο­τέ­λε­σμα ένα τόσο καλά εξει­δι­κευ­μέ­νο προ­σω­πι­κό να παρα­μέ­νει ανα­ξιο­ποί­η­το, ενώ στο μετα­ξύ παρα­μέ­νουν ακά­λυ­πτες οι λαϊ­κές ανά­γκες για στέ­γη και έργα υπο­δο­μής. Παράλ­λη­λα σκου­ριά­ζει ή σαπί­ζει παρα­πε­τα­μέ­νος σε υπό­γεια και απο­θή­κες σύγ­χρο­νος τεχνο­λο­γι­κός εξο­πλι­σμός και εργα­λεία που απο­χτή­θη­καν με κόπο και, όχι λίγες φορές, με στερήσεις.

Σήμε­ρα, όταν ένας άνερ­γος οικο­δό­μος συμπλη­ρώ­νει μια αίτη­ση για κλη­τή­ρας ή μια θέση «γενι­κών καθη­κό­ντων» στα «πεντά­μη­να» του ΟΑΕΔ ανα­κα­λύ­πτει ότι πέρα από ένα απο­λυ­τή­ριο λυκεί­ου (αν το έχει και αυτό) δεν έχει τίποτ’ άλλο στα χέρια του που να πιστο­ποιεί τις όποιες δυνα­τό­τη­τές του. Ότι, δηλα­δή, τα χρό­νια που πέρα­σαν, με αυτά τα χέρια και τη χρή­ση της κοφτε­ρής αντί­λη­ψής του «σήκω­σε» ολό­κλη­ρες πολι­τεί­ες και μέγα­ρα. Ακό­μα και για μια ξένη γλώσ­σα που ίσως να γνω­ρί­ζει, ή για τη χρή­ση του υπο­λο­γι­στή που πιθα­νώς να εξέ­λι­ξε με τον χρό­νο, ‑κατά κανό­να- δεν έχει κάποιο «χαρ­τί» που να τα πιστο­ποιεί. Αυτο­μά­τως λοι­πόν εντάσ­σε­ται στην ίδια κατη­γο­ρία με κάποιον που δεν έκα­νε τίπο­τα στη ζωή του, με αυτόν που δεν έχει κολ­λή­σει ούτε εκα­τό ένση­μα, με αυτόν που δεν ξέρει πώς τοπο­θε­τούν ένα κάδρο στον τοί­χο, με αυτόν που δεν άνοι­ξε ποτέ στη ζωή του ένα βιβλίο. Για­τί έτσι ήθε­λε πάντα τον εργά­τη το σύστη­μα, άξε­στο και χαμη­λού επι­πέ­δου και εκεί θέλει να τον κρα­τή­σει και «με τη βούλα».

Σήμε­ρα, τους οικο­δό­μους που διά­νυ­σαν ήδη μερι­κές δεκα­ε­τί­ες στη ζωή τους δεν τους παίρ­νει κανείς για δου­λειά, σε οποια­δή­πο­τε δου­λειά. Παρα­μέ­νουν στα αζή­τη­τα, πρό­ω­ρα παρο­πλι­σμέ­νοι, σαν τα λαβω­μέ­να σκα­ριά που ξέμει­ναν στα εγκα­τα­λειμ­μέ­να καρ­νά­για, έχο­ντας όμως ακό­μα πολ­λά να δώσουν· γεμά­τοι ζωή, γνώ­σεις, δύνα­μη και πάθος για δημιουρ­γία. Προ­σπα­θούν να στα­θούν όρθιοι και μαζί να κρα­τή­σουν όρθιες τις οικο­γέ­νειές τους, να στη­ρί­ξουν και να στη­ρι­χτούν από τους συνα­δέλ­φους τους, να δώσουν και να πάρουν δύνα­μη από όσους επί­σης δοκι­μά­ζο­νται και αντι­στέ­κο­νται, έχο­ντας να παλέ­ψουν με δυνά­μεις που τις περισ­σό­τε­ρες φορές τους ξεπερ­νούν. Έμα­θαν όμως τη ζωή να την παλεύ­ουν και γι’ αυτό δεν το βάζουν κάτω. Όσοι αντρώ­θη­καν στο για­πί και στη σκα­λω­σιά, όσοι τους «έψη­σε» η παγω­νιά και το λιο­πύ­ρι, όσοι έμα­θαν τι θα πει πεζο­δρό­μιο και σφιγ­μέ­νες γρο­θιές, «δέθη­καν» σαν το ατσά­λι στο καμί­νι της τάξης τους, είναι από γερό μέταλ­λο για να λυγί­σουν. Και γνω­ρί­ζουν καλά πια ότι κανέ­νας από μόνος του δεν είναι τόσο δυνα­τός για ν’ αντέξει.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο