Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας (10o): «Και παπάς Γιώργη μου; Έτσι τόφερε η κατάρα, λεβέντη μου.»

 

 

Για τη θητεία του στη Χωρο­φυ­λα­κή, πολύ δύσκο­λα, όπως θα το ιδού­με και παρα­κά­τω, εγι­νό­τα­νε λόγος από μας τους άλλους. Εξόν από το Λεω­νί­δα το Δημη­τρό­που­λο, αυτός που, αργό­τε­ρα, εχρη­μά­τι­σε στο Κορω­πί, συμ­βο­λαιο­γρά­φος και … σώγαμπρος.

Απ’ αυτό­νε, λοι­πόν, είχα­με ακού­σει κι ένα περι­στα­τι­κό που μεσο­λά­βη­σε ανά­με­σα στο Σωτή­ρη κι έναν Καρ­τε­ρο­λιώ­τη, από τα δυό αδέρ­φια που είχα­νε κατα­τα­γεί στη χωρο­φυ­λα­κή, λίγο πιο πριν από το Σωτή­ρη. Νομί­ζω με το Σταύ­ρο, το δευ­τε­ρό­το­κο, που οι συμ­μα­θη­τές του τονε φωνά­ζα­νε «γριά» στο Γυμνά­σιο. Κάτι που το πήρε στον τάφο του.

Ως «δαι­μό­νιος» αστυ­νο­μι­κός, πλέ­ον, ο Σταύ­ρος, ταξι­δεύ­ο­ντας Αθή­να – Θεσ­σα­λο­νί­κη ή Λάρισ­σα, άργη­σε μεν πολύ, αλλά στο τέλος ανα­γνώ­ρι­σε, μέσα στον ίδιο συρ­μό, ένστο­λο το Σωτή­ρη. Αυτός πηγαί­νο­ντας στη Δωρί­δα που ήτα­νε ο προ­ο­ρι­σμός του. «Ετοι­μο­πα­ρά­δο­τος» υπε­νω­μα­τάρ­χης, πλέ­ο­ντας μέσα στην και­νούρ­για στο­λή του και τα γαλό­νια του!

Ξαφ­νιά­στη­κε μεν ο Καρ­τε­ρο­λιώ­της, αλλά εκρα­τή­θη­κε ψύχραι­μος εις τις χαι­ρε­τού­ρες τους, καλο­προ­αί­ρε­τος στην έκπλη­ξη και το θαυ­μα­σμό του!

- Ρε συ Σωτή­ρη, τι βλέ­πω, του φώνα­ξε … και με σαρδέλλες …

Έτσι του φώνα­ξε αλλά όχι όπως εταί­ρια­ζε στο βαθ­μό και τη θέση τους παρά σα να ήτα­νε, ο κερα­τάς, κρά­χτης στο ψαρά­δι­κο του πατέ­ρα του.

Ο άλλος, πάλι, δεν πτο­ή­θη­κε και ετοι­μό­λο­γος, όπως ήτα­νε, του απά­ντη­σε και ανά­λο­γα. Με την υπο­ψία πως ίσως ο Σταύ­ρος να τον ειρω­νευό­τα­νε, ξέρο­ντας από τα μαθη­τι­κά τους πως … αριστέριζε.

- Έτσι τόφε­ρε η κατά­ρα, λεβέ­ντη μου, του απά­ντη­σε. Όπως το ίδιο είχε κάμει κι ένας παπα-Γιώρ­γης από τα μέρη μας, που τον ερω­τή­σα­νε για το πώς «εκα­τά­ντη­σε» να γίνει παπάς, που τον ξέρα­νε μεγά­λο γλεν­τζέ, βλά­στη­μο κι αθυ­ρό­στο­μο. «Έτσι τόφε­ρε η κατά­ρα, λεβέ­ντες μου» είχε απα­ντή­σει κι ο παπα­Γιώρ­γης που, δελε­α­σμέ­νος από τα «συχώ­ρια» κι από τα «πρό­σφο­ρα», είχε απο­φα­σί­σει να χει­ρο­το­νη­θεί παπάς στα σαρά­ντα του. Επει­δή θα θεω­ρού­σε και ως κατά­ρα τα τέσ­σε­ρα παι­διά που του είχε σκα­ρώ­σει στο μετα­ξύ, η συμ­βία του.

Μια οφει­λό­με­νη επα­νόρ­θω­ση σχε­τι­κά με τη δια­γω­γή του Πανα­γιώ­τη του Ζέπου.

Αλλά το νομί­ζω προ­πά­ντων ως χρέ­ος μου, να γυρί­σου­με και πάλι εις τα Νησιώ­τι­κα για κάποιες επα­νορ­θώ­σεις που σας οφεί­λω. Επει­δή, όλ’ αυτά που λεγό­ντα­νε για το Ζέπο τον Πανα­γιώ­τη ή για την φαμε­λιά του Σωτή­ρη και τις σχέ­σεις της με τα συμπε­θέ­ρια της, τους Ζεπέ­ους, δεν ήσα­ντε όπως τα πιστεύ­α­με ή τα θέλα­με εμείς οι Νησιώ­τες. Σύμ­φω­να με τα χού­για μας ή τη ζήλεια και την κακία μας. Και με το άτι­μο το πιο­τό που παρου­σί­α­ζε την πολι­τεία μας μεθυ­σμέ­νη. Αλλά που όλ’ αυτά όμως δε νομί­ζω ότι παραλ­λά­ζου­νε και πολύ από τόπο σε τόπο.

Επει­δή ο Πανα­γιώ­της δεν εκα­τά­πε­φτε, βέβαια, κάπου, κάπου, στο ούζο και στη μελαγ­χο­λία ή έσερ­νε λιγά­κι εις την περ­πα­τη­σιά τα βήμα­τά του, από κανέ­να πάθος απ’ αυτά που ορί­ζου­νε τον αδύ­να­μο άνθρω­πο και τον κυβερ­νά­νε. Αλλά για­τί λίγο πριν τα τρια­ντα­πέ­ντε του, ερω­τευ­μέ­νος με την Καλ­λιό­πη, πανέ­τοι­μος για τον Ησα­ΐα, εβρέ­θη­κε ναυα­γός μεσο­πέ­λα­γα. Άρρω­στος από κάτι ως βαρειά δισκο­πά­θεια, όπως ακού­στη­κε, λίγο αργό­τε­ρα, που δεν εσή­μαι­νε μονά­χα την από­λυ­σή του απ’ τη δου­λειά του με μια ψωρο­σύ­ντα­ξη, αλλά και αντίο εις τη δικη­γο­ρι­κή και όλα τα όνει­ρά του. Ακό­μα και εις τον αρρα­βώ­να του που ίσως και να δια­λυό­τα­νε, όπως ενόμιζε.

Και όχι ότι δικαιού­τα­νε ή θα μπο­ρού­σε ν’ αμφι­βάλ­λει για την Καλ­λιό­πη. Αλλ’ ακρι­βώς για το αντί­θε­το. Εβα­σα­νι­ζό­τα­νε εις το πώς θα έβρι­σκε το κου­ρά­γιο να παρα­στή­σει σε κάτι το φταί­χτη απέ­να­ντί της, για να χωρί­ζα­νε. Θυσιά­ζο­ντας για το καλό της το αίσθη­μά του, ακό­μα και αν θα παρου­σια­ζό­τα­νε αυτός ως επί­ορ­κος. Όπως το είχε αυτό διδα­χθεί από τα γαλ­λι­κά ρομάν­τζα που είχε διαβάσει.

Δίχως οι απ’ έξω, ακό­μα και οι φίλοι του και οι κοντι­νοί συγ­γε­νείς του, να έχου­νε υπο­ψια­στεί το σαρά­κι που τον βασά­νι­ζε. Όμως έτοι­μοι και πρό­θυ­μοι όλοι τους για την λάσπη που επε­ρίσ­σευε εις το βάλ­το μας.

Οι δικοί του, πάλι, προ­πά­ντων η μάνα του κι ο πατέ­ρας του που αγα­πού­σα­νε και από πριν την Καλ­λιό­πη, την εβά­λα­νε πια κορώ­να εις το κεφά­λι τους. Όπως την είδα­νε αφο­σιω­μέ­νη, «ψυχή τε και σώμα­τι», εις το γιό τους. Ανέν­δο­τη να ακού­σει και το παρα­μι­κρό, έστω, για ν’ αφή­να­νε για πιο πίσω το γάμο τους. Και, μάλι­στα, σ’ αυτό με τη σύμ­φω­νη γνώ­μη της μάνας της που ήταν από τη φαμε­λιά τους η πρώ­τη που τόμαθε.

Ενώ μετά τον γάμο, η θεία Όλγα, δύσκο­λα επερ­νού­σε από το Ζεπέι­κο για να μην την φορ­τώ­νου­νε λαχα­νι­κά ή φρού­τα από τους κήπους τους. Το ίδιο που εβλέ­πα­με να γίνε­ται και με τα δυό αγό­ρια στις σχέ­σεις τους με τον Πανα­γιώ­τη. Κι όχι, βέβαια για το λόγο που σκε­φτό­μα­σταν εμείς οι άλλοι, ακό­μα και ο ξάδερ­φός μου ο Μακ. Αλλά από περη­φά­νεια. Επει­δή ο γαμπρός τους σα μεγα­λύ­τε­ρος αλλά και πιο βαστα­ζού­με­νος, αισθα­νό­τα­νε ως χρέ­ος του να τα εφί­λευε τα παι­διά το κατι­τίς. Έστω και για τα τσι­γά­ρα τους που τα ήξε­ρε και τα δυό κου­νια­δά­κια του πολύ θερια­κλί­δι­κα. Αλλά για το πώς συμπα­ρα­στά­θη­κε ο Πανα­γιώ­της στη φαμε­λιά τους και προ­πα­ντός στο Σωτή­ρη και το Δημή­τρη τον αδερ­φό του, θα σας το κατα­γρά­ψω πιο κάτω για να μην αλλά­ζου­με το ένα θέμα με άλλο και σας μπερδεύω.

Η ουσία είναι ότι πέφτο­ντας ο Πανα­γιώ­της στις αναρ­ρω­τι­κές άδειες, ακό­μα και πριν την ορι­στι­κή του από­λυ­ση, μερι­κοί πονη­ροί Νησιώ­τες όπως ο Τσι­λι­βί­θρας που ο Σωτή­ρης τον είχε από τότε στα­μπά­ρει, τα απο­δί­δα­νε όλ’ αυτά, όπως και τα μετέ­πει­τα στον κομ­μου­νι­σμό, επει­δή ο καη­μέ­νος δεν ελο­ξο­δρο­μού­σε στο χαι­ρε­τι­σμό του με τον Αντώ­νη το Δημό­που­λο ή το Σπη­λιό­που­λο τον Κώστα. Ενώ στις «δημο­σκο­πή­σεις» που εγι­νό­ντα­νε από πριν το ’36 στην Όαση για το αν εσυ­μπα­θού­σε ή όχι ο καθέ­νας το μαρ­ξι­σμό, ο Πανα­γιώ­της επα­ρα­δέ­χτη­κε ότι τον εδε­χό­τα­νε, αλλά εις το όσο εταί­ρια­ζε με το κήρυγ­μα και τη σταύ­ρω­ση του Χρι­στού μας.

Μια απά­ντη­ση που πολ­λοί την εθε­ω­ρή­σα­νε ύπο­πτη είτε και διφο­ρού­με­νη, για να έκρυ­βε την συμπά­θειά του. Δικαιω­μέ­νοι και με το δέκα το άρι­στα από την στά­ση του εις την κατο­χή που αργό­τε­ρα τον οδή­γη­σε θανα­το­ποι­νί­τη, κρα­τού­με­νο στο Καλά­μι. Το χει­ρό­τε­ρο αγκά­θι που αγκύ­λω­νε το Σωτή­ρη όσο εσκ­φτό­τα­νε τον παρα­δαρ­μό των παι­διών του και της Καλ­λιό­πης που ήτα­νε αμά­θη­τη στις δου­λειές που απαι­τού­σα­νε οι Ζεπέι­κοι κήποι και τα μπο­στά­νια τους.

Ο Δημή­τρης, όπως μου έλε­γε, δεν είχε κατα­λά­βει το δρά­μα που επαι­ζό­τα­νε με τους συμπε­θέ­ρους του και την Καλ­λιό­πη την αδερ­φή του. Παρ’ ότι έβλε­πε την ανη­συ­χία που εκρυ­βό­τα­νε στις ματιές που αντα­λάσ­σα­νε ανα­με­τα­ξύ τους, όσο αργού­σε να γυρί­σει ο μέλ­λο­ντας γαμπρός τους. Από τις βόλ­τες του στη σιδη­ρο­δρο­μι­κή γραμ­μή και στο πρό­χω­μα του Άγιου Νικό­λα. Ανα­κου­φι­σμέ­νοι όλοι τους όπως τον εβλέ­πα­νε να παρου­σιά­ζε­ται εις το τρί­στρα­το. Αμί­λη­τη η Καλ­λιό­πη εις το γυρι­σμό για το σπί­τι τους με τη συνο­δεία του.

Φοβι­σμέ­νοι όλοι τους, οι μεγά­λοι κι από τις δυό φαμε­λιές για τα χει­ρό­τε­ρα με τον Πανα­γιώ­τη και τις βόλ­τες του δίπλα εις το ποτά­μι. Επει­δή δεν ξέρα­νε βέβαια, ότι το χασο­μέ­ρι του οφει­λό­τα­νε κατα­πρώ­το λόγο στη φιλία του με τον Μελέ­τη που λέγα­με. Που έδρευε ως νυχτο­φύ­λα­κας εις την γέφυ­ρα του Παμί­σου κάνο­ντας όπως ξέρου­με και τον καφε­τζή εις τους φίλους του. Και στην παρέα του Σωτή­ρη και του Τσερ­πέ, χάρη στον Απόλ­λω­να το συμ­μα­θη­τή τους που ήτα­νε και του λόγου του καλή λέρα, πρω­τό­το­κος του σταθμάρχη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο