Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ – Η ΒΙΑΙΑ ΑΝΟΔΟΣ ΜΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Κάθε χρό­νο στις 14 Ιου­λί­ου στη Γαλ­λία γιορ­τά­ζε­ται η Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση του 1789, έναρ­ξη μιας επα­νά­στα­σης που θα σάρω­νε τα φεου­δαρ­χι­κά κατά­λοι­πα. Οι αντι­θέ­σεις ανά­με­σα στο παλαιό (μεσαιω­νι­κές δομές) και το και­νούρ­γιο (άνο­δος αστι­κής τάξης) είχαν φτά­σει στο έπα­κρο ώστε να σκά­σει πια το περί­βλη­μα των παλαιών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής με την ανά­πτυ­ξη των και­νούρ­γιων παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων. Στη Γαλ­λία δεν υπήρ­χε πια περι­θώ­ριο ιστο­ρι­κό για συμ­βι­βα­σμούς με τμή­μα­τα της φεου­δαρ­χι­κής κοι­νω­νί­ας, όπως στην Ολλαν­δία και στην Αγγλία όπου οι αστι­κές επα­να­στά­σεις είχαν γίνει σχε­δόν δύο αιώ­νες νωρί­τε­ρα. Αφού η αστι­κή επα­νά­στα­ση στη Γαλ­λία καθυ­στέ­ρη­σε, επό­με­νο ήταν να ήταν πιο βίαιη εξαι­τί­ας των ακραί­ων πια αντι­θέ­σε­ων. Βέβαια, υπήρ­ξε ένα πισω­γύ­ρι­σμα σχε­τι­κά σύντο­μο μέχρι η γαλ­λι­κή αστι­κή τάξη να εμπε­δώ­σει την εξου­σία της στη διάρ­κεια του 19ου αιώ­να και να δεί­ξει στην κυριο­λε­ξία τα δόντια της απέ­να­ντι σε κάθε προ­σπά­θεια ανα­τρο­πής της, όπως το 1871 ενά­ντια στην Παρι­σι­νή Κομ­μού­να. Σημα­σία έχει να κοι­τά­ξου­με την ιστο­ρία για να απο­νευ­ρώ­σου­με το «η βία απ’ όπου κι αν προ­έρ­χε­ται, είναι κατα­δι­κα­στέα» από το στό­μα εκπρο­σώ­πων μιας τάξης που με τη βία ανέ­βη­κε και με διά­φο­ρες μορ­φές βίας κρα­τιέ­ται στην εξου­σία, ιδιαί­τε­ρα αυτής της «Ευρώ­πης», με διά­φο­ρα απο­μι­μη­τι­κά κακέ­κτυ­πα αλλού. Στη Γαλ­λία πάντως εξα­κο­λου­θεί να γιορ­τά­ζε­ται με παρε­λά­σεις των ενό­πλων δυνά­με­ών της μαζί με τους σχε­τι­κούς εξοπλισμούς…

Τελι­κά η βία είναι μαία;

Τα παρα­πά­νω δεν σημαί­νουν ότι κατα­δι­κά­ζου­με αυτά τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα. Το αντί­θε­το. Πρό­κει­ται για νομο­τέ­λειες που σπρώ­χνουν την ιστο­ρία μπρο­στά ακό­μα και με τρό­πο αιμα­τη­ρό απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας τερά­στιες κοι­νω­νι­κές δυνά­μεις από και­ρό εγκλω­βι­σμέ­νες. Οι λαϊ­κές μάζες ξεσπά­νε «μυρί­ζο­ντας» την ευκαι­ρία μιας καλύ­τε­ρης γι αυτές κοι­νω­νί­ας και γίνο­νται οι (προ­σω­ρι­νοί) σύμ­μα­χοι της τάξης που είναι η ιστο­ρι­κή σει­ρά της να ανέ­βει στην εξου­σία. Ξεπη­δά­νε από την κοι­νω­νι­κή θύελ­λα φιγού­ρες όπως ο Ροβε­σπιέ­ρος και γίνο­νται σύμ­βο­λα αγω­νι­στι­κά και αδιά­φθο­ρα για την ιστο­ρία. Οι κατα­πιε­σμέ­νες μάζες παλεύ­ουν να αρθρώ­σουν τον ιστο­ρι­κό τους λόγο, αλλά είναι νωρίς ακό­μα. Μόλις εμπε­δω­θεί η αστι­κή τάξη στην εξου­σία, εγκα­τα­λεί­πει τον πρώ­ην σύμ­μα­χο δεί­χνο­ντάς του ποια είναι η θέση του στην ανα­δυό­με­νη καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία. Πιο καθα­ρή εκδή­λω­ση αυτής της τάσης από την Παρι­σι­νή Κομ­μού­να δεν θα μπο­ρού­σε να γίνει. Είναι πολ­λά τα βιβλία που έχουν γρα­φτεί για τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, λογο­τε­χνι­κά, ιστο­ρι­κά, πολι­τι­κά, κοι­νω­νιο­λο­γι­κά. Πχ το «93» (δηλα­δή το 1793) του Βίκτω­ρα Ουγκό (εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή») αξί­ζει τον κόπο να (ξανα)διαβάσουμε. Υπάρ­χουν από τις ίδιες εκδό­σεις και κοι­νω­νι­κές ανα­λύ­σεις, κεί­με­να των πρω­το­πό­ρων στο­χα­στών της επο­χής, πρό­δρο­μων μιας πιο πεφω­τι­σμέ­νης σκέ­ψης, αλλά και το «Ο εμφύ­λιος πόλε­μος στη Γαλ­λία» του Καρλ Μαρξ εκδη­λώ­νο­ντας με τον τίτλο και μόνο ότι ο ταξι­κός αγώ­νας σε κάθε χώρα είναι εμφύ­λιος ανά­με­σα σε εθνι­κές δυνά­μεις με δια­με­τρι­κά συγκρουό­με­να συμφέροντα.

Η δίψα για αλλαγή

«Οι θεοί διψούν» είναι ο τίτλος ενός μυθι­στο­ρή­μα­τος του Γάλ­λου συγ­γρα­φέα Ανα­τόλ Φρανς (1841–1921) που μας φέρ­νει πολύ κοντά στα γεγο­νό­τα που δια­δρα­μα­τί­στη­καν στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν την έφο­δο στη Βαστί­λη του 1789. Συγκε­κρι­μέ­να το βιβλίο ξεκι­νά­ει το 1793, δηλα­δή στη λεγό­με­νη περί­ο­δο του Τρό­μου. Από τις σελί­δες του βιβλίο ζού­με την έξαρ­ση με τα μεγα­λεία, αλλά και τα λάθη, τις φρί­κες και τις ανθρώ­πι­νες μικρό­τη­τες. Κυρί­ως, όμως, ζού­με την ιστο­ρι­κή ανα­γκαιό­τη­τα. Παρα­κο­λου­θού­με πώς εκθειά­ζο­νται οι Μαρά και Ροβε­σπιέ­ρος και πώς έπει­τα η ίδια λαϊ­κή μάζα τους κατα­κε­ραυ­νώ­νει. Για άλλη μια φορά στην ιστο­ρία το «στρώ­νω βάγια» και το «σταύ­ρω­σον» είναι κοντά, συν­δε­δε­μέ­να σε μια μοι­ραία δια­λε­κτι­κή ενό­τη­τα. Από τις πρώ­τες σελί­δες του βιβλί­ου γνω­ρί­ζου­με τον Εβα­ρίστ Γκα­με­λέν, ζωγρά­φο, που αργό­τε­ρα θα γινό­ταν ένορ­κος στο Επα­να­στα­τι­κό Δικα­στή­ριο το οποίο κατα­δί­κα­σε πολ­λούς, παρά πολ­λούς, στη γκι­λο­τί­να με αιτιο­λο­γία την προ­δο­σία της και­νούρ­γιας Δημο­κρα­τί­ας (République) ή/και «απλώς» λόγω φιλο­βα­σι­λι­κών φρο­νη­μά­των. Δεν είχε δια­φο­ρά αν επρό­κει­το για αρι­στο­κρά­τες ή για απλό λαό που φώνα­ζε «ζήτω ο βασι­λιάς». Χωρίς ταξι­κή διά­κρι­ση κατέ­λη­γαν στο ικρί­ω­μα. Αυτό προ­κα­λού­σε δισταγ­μούς και αμφι­βο­λί­ες σε πολ­λούς ανθρώ­πους, όπως σε κάποιους από τους πρω­τα­γω­νι­στές του βιβλί­ου, αλλά και στη μητέ­ρα του ζωγρά­φου μας, θερ­μού υπο­στη­ρι­κτή της Επα­νά­στα­σης και των νέων ιδε­ών, η οποία δεν ήταν και τόσο ενθου­σια­σμέ­νη με τα επα­να­στα­τι­κά τεκται­νό­με­να: «-Θεέ και Κύριε! ανα­στέ­να­ξε η πολί­τις δεί­χνο­ντας στο γιό της ένα μαύ­ρο κακο­ψη­μέ­νο ψωμά­κι. Είναι πανά­κρι­βο! και νάτα­νε του­λά­χι­στο σιταρένιο!…Απ’ την αγο­ρά χάθη­καν όλα. Δεν υπάρ­χουν πια ούτε αυγά, ούτε χορ­τα­ρι­κά ούτε τυρί. Κάστα­να και πάλι κάστα­να. Όλο κάστα­να κοπα­νά­με, στο τέλος θα φυτρώ­σουν μέσα μας.

Σώπα­σε για λίγο και συνέ­χι­σε: ‑Είδα τις γυναί­κες να δέρ­νο­νται μέσα στους δρό­μους και να μη βρί­σκουν έλε­ος να δώσουν στα παι­διά τους. Αλλιώ­τι­κη τού­τη η μιζέ­ρια που δέρ­νει τη φτω­χο­λο­γιά. Κι όπως πάμε δεν πρό­κει­ται να στα­μα­τή­σει το κακό αν δε φτιά­σουν τα πράματα.

-Μητέ­ρα μου, είπε ο Γκα­με­λέν, ενο­χλη­μέ­νος, οι μαυ­ρα­γο­ρί­τες και οι κερ­δο­σκό­ποι είναι υπεύ­θυ­νοι για την πεί­να που μας θερί­ζει. Αυτοί εξα­θλιώ­νουν το λαό. Συνεν­νοη­μέ­νοι με τους εξω­τε­ρι­κούς μας εχθρούς προ­σπα­θούν να κάμουν τους πολί­τες να μισή­σουν τη Δημο­κρα­τία και να χαντα­κώ­σουν την Ελευ­θε­ρία. […]*» εκφρά­ζο­ντας έπει­τα τις ελπί­δες του στο Ροβε­σπιέ­ρο και τον Μαρά που θα σώσουν τη Δημο­κρα­τία σε κίν­δυ­νο. Όμως, η μητέ­ρα του δεν πιστεύ­ει πια σε τίποτα.

Επα­νά­στα­ση ή εξέλιξη;

Οι ιδε­ο­λο­γι­κές θέσεις του συγ­γρα­φέα φαί­νο­νται σε διά­φο­ρα σημεία του βιβλί­ου. Ο ίδιος απε­χθά­νε­ται τη βία. Έζη­σε από το 1841 μέχρι το 1921. Επο­μέ­νως έζη­σε πολ­λά αιμα­τη­ρά γεγο­νό­τα στην πατρί­δα του στη διάρ­κεια του 19ου αιώ­να, αλλά πρό­λα­βε και τον Α’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο και δεί­χνει τάσεις πασι­φι­σμού. Κρί­νο­ντας από τις σελί­δες του βιβλί­ου είναι σαν να μπο­ρού­με να δια­λέ­ξου­με ανά­με­σα στην επα­νά­στα­ση και την εξέ­λι­ξη. Σαν να μας λέει ο συγ­γρα­φέ­ας, ότι προ­τι­μό­τε­ρη είναι η εξέ­λι­ξη παρά να δια­κο­πεί αυτή με βίαιες επα­να­στά­σεις, μια άπο­ψη που βρί­σκου­με και στο Γερ­μα­νό ποι­η­τή, πολι­τι­κό και στο­χα­στή Βόλφ­γκανγκ Γκαί­τε (1749–1832). Και σε ποιο λαό αρέ­σουν οι αιμα­το­χυ­σί­ες; Οι συν­θή­κες επι­βάλ­λουν τις τακτι­κές επα­να­στα­τι­κών κινη­μά­των και το να πιά­σεις όπλα σαν μονα­δι­κό μέσο ενά­ντια στον κατα­πιε­στή είναι μια δημο­κρα­τι­κή αντι-βία που σε κάποιες συν­θή­κες δεν απο­φεύ­γε­ται πια. Δεν υπάρ­χει θέμα επι­λο­γής τότε. Βέβαια, σε συν­θή­κες οξυ­μέ­νων παθών ενδέ­χε­ται να παρε­κτρα­πούν οι κατα­στά­σεις και να γίνο­νται κατα­χρή­σεις για προ­σω­πι­κούς λόγους και όχι μόνο. Τέτοιες κατα­στά­σεις ανα­φέ­ρει ο συγ­γρα­φέ­ας περι­γρά­φο­ντας γλα­φυ­ρά την πυρε­τώ­δη ατμό­σφαι­ρα στα επα­να­στα­τι­κά δικα­στή­ρια που δεν προ­λάμ­βα­ναν πια να δικά­σουν: «Έπρε­πε οι φυλα­κές ν’ αδειά­σουν. Είχαν πλημ­μυ­ρί­σει. Έπρε­πε να δικά­ζουν, να δικά­ζουν χωρίς στα­μα­τη­μό, χωρίς ανά­παυ­λα, χωρίς ανά­σα. Καθι­σμέ­νοι κοντά σε τοί­χους δια­κο­σμη­μέ­νους με ρωμαϊ­κές δέσμες και κόκ­κι­νους σκού­φους, ακρι­βώς όπως άλλο­τε οι συνά­δελ­φοί τους κάθο­νταν κάτω από τα γαλα­τι­κά κρί­να, τα εμβλή­μα­τα της μοναρ­χί­ας, οι επα­να­στα­τι­κοί δικα­στές κρα­τού­σαν την ίδια σοβα­ρό­τη­τα και φλο­γε­ρή ατα­ρα­ξία με τους προ­κα­τό­χους τους. […] Δίκα­ζαν μέσα στον πυρε­τό και την υπνη­λία της εξα­ντλη­τι­κής δου­λειάς, κάτω από την παρόρ­μη­ση και τις προ­στα­γές του καθε­στώ­τος, απει­λού­με­νοι από τους αβρά­κω­τους και τις τρι­κο­ζέ­τες που κρέ­μο­νταν πήχτρα στα λαϊ­κά θεω­ρεία» (σελ. 155/156).

Ήρθε και η βασί­λισ­σα Μαρία Αντουα­νέτ­τα και κάθη­σε στο εδώ­λιο του κατη­γο­ρού­με­νου: «Στους μάρ­τυ­ρες μόνο επι­τρε­πό­ταν η βρι­σιά και η συκο­φα­ντία. Η υπε­ρά­σπι­ση πάγω­σε απ’ τον τρό­μο της. Το δικα­στή­ριο, ανα­γκα­σμέ­νο να κρί­νει σύμ­φω­να με τους τύπους, περί­με­νε να τελειώ­σει η δια­δι­κα­σία για να πετά­ξει το κεφά­λι της Αυστρια­κής στα μού­τρα της Ευρώ­πης» (σελ. 156).

*Οι παρα­θέ­σεις έχουν παρ­θεί από την παλαιά έκδο­ση του 1955 από τις εκδό­σεις «Πυξί­δα» με πρό­λο­γο του Τάσου Βουρ­νά και μετά­φρα­ση της Μαντώς Αναστασιάδη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο