Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Μιγάδης «Αυτός είμαι — Η ζωγραφική είναι για μένα το ίδιο όπως τρώω, αναπνέω, αγαπώ»

Γρά­φει η Ελέ­νη Μαρ­κά­κη //

”Γνω­ρί­ζω την κατα­γω­γή μου και ζω το χώρο μου. Δεν δια­θέ­τω καμιά ευκο­λία να περ­νώ σε ξένα οικό­πε­δα. Η ανά­γκη της προ­σω­πι­κής μου έκφρα­σης ήταν πολύ πιο σοβα­ρή από κάθε είδους επιρ­ρο­ές. Αυτές έρχο­νταν δευ­τε­ρό­τε­ρες σε προτεραιότητα”.

Έτσι εκφρά­ζε­ται ο Μιγά­δης για το έργο του και την εν γένει στά­ση του. Παρου­σιά­ζει τον εαυ­τό του με τον πιο αφο­πλι­στι­κό τρό­πο και απλώ­νει μπρο­στά μας τον προ­σω­πι­κό του κόσμο, το έργο του, λέγο­ντας απλά: ”αυτός είμαι”.

Ανή­κει στην κατη­γο­ρία των ζωγρά­φων που δηλώ­νουν ότι ζωγρα­φί­ζουν όπως ζωγρα­φί­ζουν επει­δή δεν μπο­ρούν να κάνουν αλλιώς. Ζει στο χώρο του ”σαν μια ξεχω­ρι­στή περί­πτω­ση μέσα στο σύνο­λο”, μια ξεχω­ρι­στή περί­πτω­ση πάντως…

migadis2

Με την πρώ­τη ματιά το έργο του απη­χεί τις αξί­ες της νεο­ελ­λη­νι­κής ζωγρα­φι­κής όπως δια­μορ­φώ­θη­καν μετά τη γενιά του Μεσο­πό­λε­μου. Προ­έ­χει η ανά­γκη για προ­σω­πι­κή έκφρα­ση και η προ­σή­λω­ση στις ειδι­κές ποιό­τη­τες της ζωγραφικής.

migadis3Η ζωγρα­φι­κή του δεν λει­τουρ­γεί εγκε­φα­λι­κά, απο­θαρ­ρύ­νει τις επι­τι­δευ­μέ­νες θεω­ρη­τι­κές ανα­λύ­σεις, αντι­στέ­κε­ται σε εξει­δι­κευ­μέ­νες τεχνο­τρο­πι­κές κατα­τά­ξεις και μερι­κές φορές ξεφεύ­γει από τις τρέ­χου­σες τέχνο-ιστο­ρι­κές τοπο­θε­τή­σεις. Ο ίδιος ο καλ­λι­τέ­χνης δεν θα εμπι­στευό­ταν τέτοιες προ­σεγ­γί­σεις που απο­μα­κρύ­νουν από την ουσια­στι­κή λει­τουρ­γία της ζωγρα­φι­κής. Έχει μάλι­στα δηλώ­σει επα­νει­λη­μέ­να την αρνη­τι­κή του γνώ­μη για τη ”φιλο­λο­γία που θολώ­νει τα νερά”. Δεν του αρέ­σουν οι ερμη­νεί­ες και αμφι­σβη­τεί τις εκτι­μή­σεις των ειδι­κών: ”Ας τα βρούν αυτά οι ”σοφοί”, πράγ­μα πολύ επι­κίν­δυ­νο γι αυτούς και για μας χει­ρό­τε­ρο, αν τους παίρ­νου­με στα σοβα­ρά και δεν έχου­με το κου­ρά­γιο να αδιαφορούμε”..

Γεν­νή­θη­κε το 1926 στο Ηρά­κλειο και άφη­σε την τελευ­ταία του πνοή πριν από πέντε ημέ­ρες, πλή­ρης ημε­ρών, στα 91 του χρό­νια, στο σπί­τι του, στην Αθήνα.

Ένας σεμνός και αθό­ρυ­βος εικα­στι­κός δημιουρ­γός, που με ”τα σύνερ­γα του μυα­λού και της καρ­διάς” χάρα­ξε την πολύ­χρο­νη εικα­στι­κή του πορεία.

Το 1945 εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αθή­να για σπου­δές στη Σχο­λή Καλών Τεχνών. Ο νεα­ρος Κρη­τι­κός πρό­λα­βε να γευ­τεί τον πρώ­το και­ρό των σπου­δών του κάτι από τη διδα­σκα­λία του Παρ­θέ­νη που απο­χώ­ρη­σε από τη σχο­λή το 1947.

Στο μετα­ξύ είχε γνω­ρι­στεί με τον Τσα­ρού­χη, o oποί­ος ήταν παλιό­τε­ρος μαθη­τής του Παρ­θέ­νη. Η τσα­ρου­χι­κή αισθη­τι­κή ερχό­ταν σε αντί­θε­ση με τα καθιε­ρω­μέ­να ακα­δη­μαι­κά πρό­τυ­πα. Συν­δύ­α­ζε με προ­σω­πι­κό τρό­πο εικα­στι­κές και­νο­το­μί­ες της μοντέρ­νας ζωγρα­φι­κής με την εύστο­χη χρή­ση στοι­χεί­ων απο τη βυζα­ντι­νή και λαι­κή τέχνη. ”Για μας ήταν απο­κά­λυ­ψη, ήταν πρω­το­πο­ρία” έλε­γε ο Μιγά­δης για τον Τσαρούχη.

migadis4

ΤΟ 1953 κάνει την πρώ­τη του ατο­μι­κή έκθε­ση στην Αθή­να στο ξενο­δο­χεί­ον ”Κεντρι­κόν”, όπου στε­γα­ζό­ταν η γκα­λε­ρί Σρα­τη­γο­πού­λου. ”Η ώχρα, το χοντρο­κόκ­κι­νο, το λου­λα­κί και το πρά­σι­νο σπά­νια έχουν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί με τόσην επι­τυ­χί­αν” δια­βά­ζου­με στις κρι­τι­κές της εποχής.

Ένα χρό­νο αργό­τε­ρα το 1955 ήρθε η σκη­νο­γρα­φία του ”Βυσ­σι­νό­κη­που” στο θέα­τρο Τέχνης του Κάρο­λου Κουν.

Η συνερ­γα­σία με τον Κουν συνε­χί­στη­κε μέχρι το 1959 σε πέντε παρα­στά­σεις. ΤΟ 1958 σκη­νο­γρά­φη­σε τέσ­σε­ρα έργα διε­θνούς ρεπερ­το­ρί­ου και το ”φυντα­νά­κι” του Χορν για το ”Ελεύ­θε­ρο Θέα­τρο ” του Τριβιζά.

migadis5

Ο Μιγά­δης δημιούρ­γη­σε σκη­νι­κά και κοστού­μια για μια σει­ρά αξιό­λο­γων θεα­τρι­κών παρα­στά­σε­ων τις επό­με­νες δεκα­ε­τί­ες. Οι σκη­νο­γρα­φί­ες του ξεπερ­νούν τις ενε­νή­ντα. Συνερ­γά­στη­κε δια­δο­χι­κά και επα­νει­λημ­μέ­να με όλα σχε­δόν τα ”ιερά τέρα­τα” του ελλη­νι­κού θεά­τρου, με τον Αλέ­ξη Δαμια­νό, τη Μαριέτ­τα Ριάλ­δη, τον Αλε­ξαν­δρά­κη, την Έλλη Λαμπέ­τη, το Μάνο Κατρά­κη, τους Γιάν­νη Φέρ­τη- Ξένια Καλο­γε­ρο­πού­λου, το Θανά­ση Μυλώ­να κ.α Τα χρό­νια της μετα­πο­λί­τευ­σης είχε τακτι­κή συνερ­γα­σία με με κρα­τι­κούς θιά­σους, το Εθνι­κό Θέα­τρο και το ΚΘΒΕ. Αγά­πη­σε αυτή την τέχνη και την υπη­ρέ­τη­σε με αφο­σί­ω­ση είτε σε μεγά­λες παρα­στά­σεις είτε σε μικρό­τε­ρες, συχνά πρω­το­πο­ρια­κές, με έργα κλασ­σι­κά ή σύγ­χρο­να ελλη­νι­κά ή ξένα.

migadis6

Αλλά δεν ασχο­λή­θη­κε μόνο με το θέα­τρο αλλά και με τον κινη­μα­το­γά­φο. Έξι ται­νί­ες από το 1956 έως το 1967. Ξεκι­νώ­ντας με το ”o Χρι­στός ξανα­σταυ­ρώ­νε­ται” του Ντασ­σέν, στο πλευ­ρό του Τσα­ρού­χη, ακο­λού­θη­σαν συνερ­γα­σί­ες με τον Ροβή­ρο Μαν­θού­λη, τον Ζώη και τον Σαβίλ.

Στο Παρί­σι βρέ­θη­κε αρχές 1960 για σπου­δές σκη­νο­γρα­φί­ας και ενδυ­μα­το­λο­γί­ας στην περί­φη­μη Arts Deco.

Δίχως αμφι­βο­λία η σκη­νο­γρα­φι­κή δου­λειά γονι­μο­ποιεί τη φαντα­σία του ζωγράφου,του επι­τρέ­πει να απλώ­σει το έργο του στον τρισ­διά­στα­το χώρο, να δει με άλλο μάτι το φως τα χρώ­μα­τα, τη σχέ­ση του με τους θεατές.

migadis7

Όλα αυτά είναι ενδια­φέ­ρο­ντα , ευχά­ρι­στα και χρή­σι­μα, δεν συγκρί­νο­νται όμως με το αυτό­νο­μο ζωγρα­φι­κό έργο. Στην πορεία ο Μιγά­δης αραί­ω­σε σιγά-σιγά τις θεα­τρι­κές συνερ­γα­σί­ες για να αφιε­ρω­θεί πιο ολο­κλη­ρω­τι­κά στη ζωγρα­φι­κη. Ίσως να ένιω­σε ότι η σκη­νο­γρα­φι­κή δου­λειά ”έκλε­βε” χρό­νο απο τη ζωγρα­φι­κή του.

”Η ζωγρα­φι­κή παι­δί μου είναι φαγά­να, σου τρώ­ει ολο το χρό­νο, δεν σε αφή­νει να κάνεις τίπο­τε άλλο, κι εγώ οταν έκα­να σκη­νι­κά για και­ρό δεν μπο­ρού­σα να ζωγρα­φί­σω” έλεγε…

Οι εκθέ­σεις ζωγρα­φι­κής που ακο­λού­θη­σαν το 1970 και το 1974 είχαν θεμα­τι­κή προ­ερ­χό­με­νη από παλιές φωτο­γρα­φί­ες αστι­κών οικο­γε­νειών, σαν αυτές που βρί­σκει κανείς στα παλαιοπωλεία.

”Χρό­νια μαζεύω ξεθω­ρια­σμέ­νες φωτο­γρα­φί­ες, ενθύ­μια, κόκ­κι­να βελού­δι­να άλμπουμ, αρώ­μα­τα, νεκρούς… Καρ­φι­τσώ­νω το χρό­νο με μετα­ξω­τές κλω­στές και σύνερ­γα του μυα­λού και της καρ­διάς… Έχω πλή­θος από δαύ­τα που μοιά­ζουν με τη μνή­μη του Θεό­φι­λου Χατζη­μι­χα­ήλ. Έχω τις φωτο­γρα­φί­ες, συντρό­φους που με γεμί­ζουν αγα­λί­α­ση, μα και με καταδυναστεύουν”…

Μη φαντα­στεί­τε όμως στα έργα αυτά τίπο­τα ρομα­ντι­κές ανα­πο­λή­σεις περα­σμέ­νων επο­χών, ή ακό­μα και ανα­φο­ρές στις ”ρίζες”. Στα έργα του Μιγά­δη η εικό­να εχει μετα­μορ­φω­θεί σε σχό­λιο της αστι­κής αυτα­ρέ­σκειας, αν και χωρίς τη σκλη­ρή επι­θε­τι­κό­τη­τα που χαρα­κτή­ρι­ζε τα συνή­θη κρι­τι­κα σχό­λια της επο­χής. Έβλε­πες τους προ πολ­λού μετα­στά­ντες προ­γό­νους , άνδρες, γυναί­κες παι­διά, ολό­σω­μους και καμα­ρω­τούς με τα ευπρε­πή ενδύ­μα­τα των αρχών του αιώ­να, οχι ακρι­βώς όπως τους είδε τότε ο φακός του φωτο­γρά­φου, αλλά με το ανή­συ­χο μάτι του ανθρώ­που που κλη­ρο­νό­μη­σε τις αμαρ­τί­ες και τη μιζέ­ρια τους.

migadis8

”Υπάρ­χει φυσι­κά στό­χος σε μιά καλ­λι­τε­χνι­κή πρά­ξη. Αλλά μόνο ο σκο­πός δεν δικαιώ­νει τα μέσα. Μονος ο στό­χος δίχως κάλυ­ψη, δίχως δικαί­ω­ση, γίνε­ται μια κου­ρα­στι­κή θεω­ρία και μένει μονο το μανι­φέ­στο. Είναι δύσκο­λο να τολ­μάς τα αθό­ρυ­βα και να κωφεύ­εις στις κραυ­γα­λές σει­ρή­νες, τα ομα­δι­κά και ”εγγυ­η­μέ­να” ρεύ­μα­τα. Έτσι βέβαια εξα­σφα­λί­ζεις την αδια­φο­ρία των ”προ­ο­δευ­τι­κών” και των φοβι­σμέ­νων, μη δε φανούν προ­ο­δευ­τι­κό­τε­ροι των προ­τύ­πων”, έγρα­φε ο Μιγά­δης το 1980…

Ο Μιγά­δης ανή­κει σε μια κατη­γο­ρία καλ­λι­τε­χνών που δεν εντάσ­σο­νται τυπι­κά σε κάποιο ρεύ­μα, αλλά δια­τη­ρούν ουσια­στι­κή επα­φη με το σφυγ­μό της επο­χής τους. Ανή­κει σε αυτούς που δεν απο­στρέ­φουν το πρό­σω­πο τους, ούτε περι­ρί­ζο­νται στην εξω­τε­ρι­κή παρα­τή­ρη­ση. Βιώ­νουν τα πράγ­μα­τα με τον δικό τους τρό­πο, τά νιω­θουν σαν μέρος του εαυ­τού τους. Εξάλ­λου οι φορ­τι­σμέ­νες εικό­νες του απέ­χουν έτη φωτός από τα απρό­σω­πα μαζι­κά ντο­κου­μέ­ντα της νεο­ρε­α­λι­στι­κής ζωγρα­φι­κής. Το κοι­νω­νι­κό σχό­λιο του που ναι, υπάρ­χει, δεν αφο­ρά καταρ­χήν την τρέ­χου­σα επι­και­ρό­τη­τα. Μοιά­ζει μεν να σχο­λιά­ζει τις κατα­βο­λές της άρχου­σας τάξης, τους καθώ­σπρέ­πει προ­γό­νους των σημε­ρί­νων εξου­σια­στών, αλλά στη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μιλά­ει για τις δικές του (και τις δικές μας) κατα­βο­λές, για τους κορ­σέ­δες και τα σφι­κτά κολά­ρα, που νιώ­θου­με ακό­μα να μας πιέ­ζουν, κι ας έχουν λειώ­σει προ πολ­λού μέσα σε ξεχα­σμέ­νους τάφους. Η κρι­τι­κή του λοι­πόν είναι έμμεση.

Τα πρό­σω­πά του και τα σώμα­τα , ούτε ωραία, ούτε αθώα, ούτε καθό­λου ρομα­ντι­κά, έχουν υπο­στεί παρα­μορ­φώ­σεις όσο χρειά­ζε­ται για να σχη­μα­το­ποι­η­θεί η ταλαι­πω­ρη­μέ­νη φυσιο­γνω­μία τους. Πολύ σωστά και μετρη­μέ­να, ο ζωγρά­φος αφή­νε­ται σε ένα ειδος ”λαι­κό­τη­τας” για να απει­κο­νί­σει τους αστούς νοι­κο­κυ­ραί­ους. Το κάνει αυθόρ­μη­τα όχι για να τους ντρο­πιά­σει, μόνο για να μοι­ρα­στεί τη θλί­ψη τους. Έτσι οι φωτο­γρα­φι­σμέ­νοι του παλιού και­ρού γίνο­νται ”φίλοι άσπον­δοι και ποζά­ρουν μαζί του, σαν σε ”έναν καθρέ­φτη σαλο­νιού που ξεχά­στη­κε ζαλι­σμέ­νος απο μου­σι­κή tango”.

Ενα πολύ σημα­ντι­κό θεμα­τι­κό κομ­μά­τι στη δου­λειά του Μιγά­δη κατέ­χουν και τα αντι­κεί­με­να, τα ”άψυ­χα”, όπως τα απο­κα­λεί ο ίδιος. Οπως έγρα­φε ο καλ­λι­τέ­χνης το 1992, ”η άφω­νη συμπα­ρά­στα­σή τους έγι­νε η γέφυ­ρα του χρό­νου, τα τηλέ­φω­να ανε­ξι­χνί­α­στων ήχων”. Μέσα σε ένα κλί­μα που κάπο­τε θυμί­ζει μαγι­κό ρεα­λι­σμό, ο καλ­λι­τέ­χνης παί­ζει συχνά με παρά­ται­ρες συνευ­ρέ­σεις αντι­κει­μέ­νων που ξαφ­νιά­ζουν. Οι θαμπές ματιέ­ρες που φέρ­νουν, θαρ­ρείς, πάνω τους την πατί­να του χρό­νου, η συνή­θως ήπια, δια­κρι­τι­κή τονι­κό­τη­τα και το μαλα­κό φως που αγκα­λιά­ζει το χώρο και τα πράγ­μα­τα, δημιουρ­γούν την αίσθη­ση της οικειό­τη­τας και ταυ­τό­χρο­να υπο­δη­λώ­νουν την ψυχο­λο­γι­κή εγγύ­τη­τα του ζωγρά­φου με το θέμα.

‘Τα θέμα­τά μου καμιά φορά είναι ασή­μα­ντα, γίνο­νται όμως σημα­ντι­κά από τον τρό­πο που επι­κοι­νω­νώ εγώ μαζί τους. Τα συν­θέ­τω. Εχω αμέ­τρη­τα πράγ­μα­τα στο ατε­λιέ, τα οποία ζουν μαζί μου, είναι σύντρο­φοί μου. Η ζωγρα­φι­κή είναι για μένα το ίδιο όπως τρώω, ανα­πνέω, αγα­πώ. Είμαι ρεα­λι­στής, αλλά με ένα φίλ­τρο δικό μου. Δε φωτο­γρα­φί­ζω, κάνω απει­κο­νί­σεις μέσα από τη δική μου όρα­ση, τις δικές μου αισθήσεις”.

Σ’ αυτό το πνεύ­μα κινού­νται και τα τοπία του, έργα που ανα­φέ­ρο­νται στον αστι­κό, κατοι­κη­μέ­νο χώρο, καθώς και στο φυσι­κό τοπίο, κυρί­ως το θαλασ­σι­νό. Εξαι­ρε­τι­κός σχε­δια­στής με μεγά­λη χρω­μα­τι­κή ευαι­σθη­σία, ο Γ. Μιγά­δης δημιουρ­γεί μεγά­λες ενό­τη­τες με ”Εσω­τε­ρι­κά” και ”Ακά­λυ­πτους”, ενώ τα ”τοπία” του απο­τε­λούν ”κατα­φύ­για — λίκνα, συμπυ­κνω­μέ­να από σιω­πή ή μου­σι­κή πέτρι­νη, από νερό, φως ή τη φωνή των Σειρήνων”.

”Αγα­πώ πολύ τη φύση, τη θάλασ­σα, τα τοπία που έχουν και μια μετα­φυ­σι­κή οπτι­κή αίσθη­ση. Δεν τα κάνω εκ του φυσι­κού. Τα βλέ­πω πάρα πολύ καλά, τα γνω­ρί­ζω σε βάθος και μετά γίνο­νται από μνή­μης. Διό­τι η ζωγρα­φι­κή είναι μια ποί­η­ση, μια απο­γεί­ω­ση, και το θέμα δεν είναι αυτό που είναι, αλλά αυτό που βλέ­που­με κάθε φορά. Γι αυτό και κάθε καλ­λι­τέ­χνης μπο­ρεί να βλέ­πει άλλα πράγ­μα­τα. Η ειλι­κρί­νεια μετρά­ει. Αν δεν είσαι ειλι­κρι­νής δεν πεί­θεις ούτε τον εαυ­τό σου ούτε τους άλλους”…

ο Νίκος Καρού­ζος έλε­γε: ”Ο Γιάν­νης Μιγά­δης ανή­κει σε μια συστοι­χία ζωγρά­φων ενός ”ελλη­νό­πρε­που” λυρι­κού ρεα­λι­σμού, με κανο­νι­κό­τη­τες που προ­σφέ­ρο­νται, θα έλε­γα, ωσάν ”ηρε­μι­στι­κά” της δρά­σης. Αυτός ο τρό­πος εικα­στι­κής συμπε­ρι­φο­ράς, χωρίς να μετα­βάλ­λει σε περι­πέ­τεια το χρω­στή­ρα, κομί­ζει ενδια­φέ­ρου­σες οπτι­κές απο­λαύ­σεις. Άλλω­στε γνω­ρί­ζου­με πόσο περί­πλο­κο είναι το φαι­νό­με­νο της καλ­λι­τε­χνι­κής συνεί­δη­σης, πόσα αίτια συμπλέ­κο­νται στην κάθε συγκε­κρι­μέ­νη δημιουρ­γι­κή ”δια­μόρ­φω­ση”, και τι λαβύ­ριν­θος καθο­ρί­ζει τη δια­λε­κτι­κή σχέ­ση του ”έσω” με του ”έξω”…

”Η ζωγρα­φι­κή του Μιγά­δη δεν επι­δέ­χε­ται κατα­τά­ξεις σε σχο­λές και κινή­μα­τα. Καλ­λι­τέ­χνης της επο­χής του αλλά όχι εγκλω­βι­σμέ­νος σ’ αυτήν, σε εγρή­γορ­ση μπρο­στά στα “σημεία των και­ρών” αλλά κρα­τώ­ντας πάντα μια από­στα­ση ‑όπως έχει τεκ­μη­ριω­μέ­να κατα­δεί­ξει η Μάρ­θα Χρι­στο­φό­γλου στη μονο­γρα­φία της για το ζωγρά­φο- με στε­ρεή εικα­στι­κή παι­δεία από τον Παρ­θέ­νη, με κάποιες κατα­βο­λές στον Τσα­ρού­χη, με φόντο τη ζωγρα­φι­κή της “ελλη­νι­κό­τη­τας” και με γόνι­μη θητεία στο θέα­τρο, ο Γιάν­νης Μιγά­δης χάρα­ξε με συνέ­πεια έναν πολύ προ­σω­πι­κό, ανα­γνω­ρί­σι­μο δρό­μο, που έχει ενσω­μα­τώ­σει δημιουρ­γι­κά τους προ­σω­πι­κούς του και τους ιστο­ρι­κούς χρό­νους. Οι οξύ­τα­τες κεραί­ες μιας δεκτι­κής όσο και καλ­λιερ­γη­μέ­νης ευαι­σθη­σί­ας, ένα γερό ένστι­κτο, ένα διεισ­δυ­τι­κό και συχνά κρι­τι­κό βλέμ­μα σε κατα­στά­σεις και πράγ­μα­τα, ένα πλού­σιο ιδιο­συ­γκρα­σια­κό υπό­στρω­μα αλλά και φίλ­τρα που ελέγ­χουν και επε­ξερ­γά­ζο­νται την πρω­το­γε­νή συγκί­νη­ση, όλα αυτά είναι ευα­νά­γνω­στα μέσα στο έργο του Μιγά­δη. Ένα έργο που στοι­χειο­θε­τεί μια σύν­θε­τη, πολυ­διά­στα­τη σχέ­ση με τον άνθρω­πο και με τον κόσμο. Ένα έργο που οξύ­νει τη νεο­ελ­λη­νι­κή ευαι­σθη­σία μας, που ενερ­γο­ποιεί τη βιω­μα­τι­κή αλλά και την πολι­τι­σμι­κή μας μνή­μη.” λέει η ιστο­ρι­κός Τέχνης Αφρο­δί­τη Κού­ρια στο βιβλίο της ”Γιάν­νης Μιγά­δης: Το χρώ­μα της μνήμης”.

 

Πηγές:

– ”Γιάν­νης Μιγά­δης”. Μάρ­θα-Ελέ­νη Χρι­στο­φό­γλου, Κ. ΑΔΑΜ Εκδοτική

–Αφρο­δί­τη Κού­ρια, ”Γιάν­νης Μιγά­δης: Το χρώ­μα της μνή­μης”, εκδό­σεις Μου­σεί­ου Μπε­νά­κη, 2008

–Το από­σπα­σμα του Ν. Καρού­ζου είναι από το βιβλίο ”Γιάν­νης Μιγά­δης” των εκδό­σε­ων Βικελ­λαία Βιβλιο­θή­κη του Δήμου Ηρακλείου

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο