Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Βάρναλης: «’’θυμοειδής’’, αμπερδούκλωτος, ανημέρευτος»

Η ομι­λία του Ηρα­κλή Κακα­βά­νη, εκ μέρους του περιο­δι­κού «Ατέ­χνως» στην εκδή­λω­ση που συν­διορ­γα­νώ­σα­με με την Επι­θε­ώ­ρη­ση Ποι­η­τι­κής Τέχνης «Ποιείν» στις 14 Φλε­βά­ρη 2016 στο Polis Art Café. Θέμα της ομι­λί­ας «Ο άνθρω­πος Βάρναλης».

* * *

Σήμε­ρα 14 Φλε­βά­ρη, ημέ­ρα του ξενό­φερ­του (και ολί­γον εμπο­ρά­κου) αγί­ου Βαλε­ντί­νου, εμείς απο­φα­σί­σα­με να την αφιε­ρώ­σου­με στον Κώστα Βάρ­να­λη μιας και η 14η Φλε­βά­ρη είναι και η ημε­ρο­μη­νία γέν­νη­σης  του ποιητή.

Βέβαια, το πότε γεν­νή­θη­κε ο ποι­η­τής είναι ένα ζήτη­μα που απα­σχο­λεί τους ερευ­νη­τές και μελε­τη­τές του έργου του. Φρό­ντι­σε και ο ίδιος να μας μπερ­δέ­ψει μιας και σε αυτο­βιο­γρα­φι­κά του σημειώ­μα­τα και συνε­ντεύ­ξεις ανα­φέ­ρει ως έτος γέν­νη­σης το 1883. Έτσι από τη μετα­πο­λί­τευ­ση και μετά φαί­νε­ται να ξεκι­νά μια σύγ­χυ­ση για τον ακρι­βή χρό­νο γέν­νη­σης του Κώστα Βάρ­να­λη, 1883/1884; Αυτό απο­τυ­πώ­θη­κε και στα βιβλία που κυκλο­φό­ρη­σαν με τη μετα­πο­λί­τευ­ση. Σήμε­ρα, έχο­ντας και τα σχε­τι­κά τεκ­μή­ρια, κατα­λή­ξα­με πως έτος γέν­νη­σης είναι το 1884, στις 14 Φλεβάρη.

Πέθα­νε τη Δευ­τέ­ρα 16 Δεκέμ­βρη, γεμά­τος χρό­νια και έργο. Δυο μέρες μετά τον ξεπρο­βό­δι­σε στο τελευ­ταίο του ταξί­δι μια θάλασ­σα λαού. Όλοι οι συνο­μή­λι­κοι και φίλοι του (Γλη­νός, Σικε­λια­νός, Καζαν­τζά­κης κ.ά.) έφυ­γαν δεκα­ε­τί­ες νωρί­τε­ρα. Ο μόνος που τον ακο­λού­θη­σε ήταν ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης (έφυ­γε ένα χρό­νο νωρί­τε­ρα). Όταν τον ρώτη­σαν κάπο­τε πού οφεί­λε­ται η μακρο­ζω­ία του, απάντησε:
«Στη φυσι­κή ζωή και τη δρά­ση. Αγω­νί­ζο­μαι διαρ­κώς για να επι­βά­λω το δίκαιο. Κι έχω δίκαιο για­τί  λέω πάντα  την αλή­θεια. Τον άνθρω­πο δεν τον γερ­νούν τα χρό­νια, αλλά οι περι­στά­σεις. Γι’ αυτό πρέ­πει να δρα, να αγω­νί­ζε­ται εποικοδομητικά». 

Σε άλλη περί­στα­ση ήταν πιο συγκεκριμένος:
«Ο αγώ­νας, η θάλασ­σα και ο έρω­τας, αυτά τα τρία, μ’ έκα­ναν μακρό­χρο­νο και με κρά­τη­σαν νέο. Γερα­τειά χωρίς νιά­τα, χωρίς δυνά­μεις είναι μεγά­λο κακό. Καλύ­τε­ρα να λείπουν».

Ένα χρό­νο πριν πεθά­νει και ενώ μπαι­νο­βγαί­νει στο νοσο­κο­μείο, γράφει:
Με πάει γελώ­ντας ο Χάρος στα εκα­τό μου,
σιχά­θη­κα τον άχα­ρο εμαυ­τό μου.
Σπλα­χνί­σου με, κατα­ρα­μέ­νε Χάρε,
κι αν όχι εμέ, τη θύμη­σή μου πάρε.
Όσο τα περα­σμέ­να ανακαλώ,

τόσο δε βρί­σκω τίπο­τα καλό.
Πόνοι, αρρώ­στιες, με κάναν μοιρασιά,
μα θα πάω μονα­χά από σιχασιά.
(«Οργή λαού» — «Τρεις θάνατοι»)

Αγα­πού­σε τη ζωή σε όλες της τις εκφρά­σεις. Απο­λάμ­βα­νε το καλό φαγη­τό και το πιο­τό. Την ευω­χία την ήθε­λε μαζί με την ευχά­ρι­στη συζή­τη­ση, τα ευτρά­πε­λα και τα χορατά.

Χει­μώ­να καλο­καί­ρι κάνει μπά­νιο στα φαλη­ρι­κά νερά, μέχρι το τέλος της ζωής του. Πολ­λές φορές τσί­τσι­δος. Όσο για τον έρω­τα. Ε, δεν ήταν και ο λιγό­τε­ρο αμαρ­τω­λός, από την παι­δι­κή ηλι­κία κιό­λας.  Πολ­λά τα σχε­τι­κά ανεκ­δο­το­λο­γι­κά περι­στα­τι­κά που κυκλοφορούν.

Ο Βάρ­να­λης ήταν άνθρω­πος του λαού. Τα περισ­σό­τε­ρα χρό­νια έκα­νε παρέα με τους απλούς ανθρώ­πους. Δεν κλεί­στη­κε πότε σε γυά­λι­νους πύρ­γους. Ποιον άλλο ποι­η­τή ή λογο­τέ­χνη απο­κά­λε­σε ο λαός «δάσκα­λο» ή «μπάρ­μπα». Τον Ελύ­τη, τον Σικε­λια­νό, τον Καζαν­τζά­κη, τον Σεφέ­ρη; Ακό­μη και τον Ρίτσο. Δεν απο­κά­λε­σε ποτέ τον Ελύ­τη μπαρ­μπα-Οδυσ­σέα. Ενώ το «Δάσκα­λος» και το «μπάρ­μπα — Κώστα» έδι­νε κι έπαιρ­νε στα χεί­λη του Λαού όταν ήταν να μιλή­σει για τον Βάρναλη.

Όπως έγρα­ψε ο Γ. Σαβ­βί­δης: «Το ουσια­στι­κό ‘’δάσκα­λος’’ ήταν σύμ­φυ­το με την προ­σω­πι­κό­τη­τά του. Δε χρειά­στη­κε ποτέ να παρα­στή­σει το δάσκα­λο, για­τί ήταν δάσκα­λος με τα όλα του: στην έδρα και στο δρό­μο, στην πένα και στο ποτή­ρι, στα λόγια και στην πρά­ξη, αξε­χώ­ρι­στα. Δεν εδί­στα­ζες να τον προ­σφω­νή­σεις δάσκα­λε, ΄΄όχι για­τί είχε άσπρα μαλ­λιά ή για­τί έλα­βε το βρα­βείο Λένιν μα για­τί στο πρό­σω­πό του δεν υπήρ­χε περί­πτω­ση η λέξη να πάρει την έννοια του ΄΄σοφο­λο­γιό­τα­του’’».

Λαϊ­κό εύση­μο το μπάρ­μπα – Κώστας. Αγα­πού­σε πολύ τις παρέ­ες σε λαϊ­κά ταβερ­νεία με ποτό και μεζέ.  Ανα­ζη­τού­σε τους απλούς ανθρώ­πους στο καφε­νείο. Έπι­νε μαζί τους το ίδιο κρα­σί στην ταβέρ­να. Εκεί λένε μεγα­λουρ­γού­σε. Μαζί τους έπαι­ζε τάβλι.  Γι’ αυτό ο λαός τον αισθα­νό­ταν δικό του άνθρω­πο. Είναι πολ­λές οι σχε­τι­κές ιστο­ρί­ες που διη­γού­νται οι σύγ­χρο­νοί του για τις σχέ­σεις του με τους απλούς ανθρώ­πους που τον χαίρονταν.

Αφη­γεί­ται ο Β. Ρώτας:
«Ο Βάρ­να­λης στις παρέ­ες ήταν πάντα πρό­σχα­ρος, ζωη­ρός, εύθυ­μος και χωρίς να παίρ­νει πρω­το­βου­λί­ες, ακο­λου­θού­σε την κοι­νή γνώ­μη της παρέ­ας, επλή­ρω­νε πάντα με προ­θυ­μία το μερί­διό του, κι η μόνη του προ­σπά­θεια ήταν να φάει περισ­σό­τε­ρο από τους άλλους, όχι για να μην τον πιά­σουν κορόι­δο παρά από φιλο­δο­ξία, για­τί συχνά υπο­στή­ρι­ζε πως όποιος δεν τρώ­ει δεν είναι καλός άνθρωπος».

Κου­βα­λη­τής και νοι­κο­κύ­ρης, καθη­με­ρι­νά με το που παρέ­δι­δε το χρο­νο­γρά­φη­μα κατευ­θεί­αν στην αγο­ρά για τα ψώνια της ημέ­ρας. Γλυ­κός, τρυ­φε­ρός, συμπο­νε­τι­κός με τους ανθρώπους.

Στις επι­στο­λές που στέλ­νει από την εξο­ρία (τέλη 1935) στη γυναί­κα του Δώρα Μοά­τσου γεμά­τα αγά­πη και τρυ­φε­ρό­τη­τα για τη σύζυ­γό του. Της στέλ­νει δυο γράμ­μα­τα τη βδο­μά­δα. Οι  προ­σφω­νή­σεις και όσα γρά­φει είναι ενδει­κτι­κά: «Γι’ αυτό κανά­ρι μου να μη με πολυ­συ­λο­γί­ζε­σαι. Καθώς βλέ­πεις περ­νώ περί­φη­μα […] Εσέ­να συλ­λο­γί­ζο­μαι και στε­να­χω­ριέ­μαι». Σε άλλο, «Φιλιά πολ­λά Δωρά­κι μου, και να με συγ­χω­ρείς που σε συγ­χύ­ζω καμιά φορά». Αντί­στοι­χη έγνοια και για την ψυχο­κό­ρη. «Αγα­πη­μέ­νο μου Δωρά­κι. Σου γρά­φω αυτό το δεύ­τε­ρο γράμ­μα μόνο και μόνο για να προ­στέ­σω χαι­ρε­τί­σμα­τα της Ελευ­θε­ρί­ας, που τα ξέχα­σα στο άλλο γράμ­μα και υπάρ­χει φόβος να την πιά­σει το παρά­πο­νο».

Έζη­σε πέρα από κάθε σεμνο­πρέ­πεια και σοβα­ρο­φά­νεια. Ανα­τρε­πτι­κός και σαρ­κα­στι­κός σε όλα. Όταν τη δεκα­ε­τία του ’50 νεα­ρός δημο­σιο­γρά­φος τον ρώτη­σε ποια είναι τα σημα­ντι­κό­τε­ρα ιδα­νι­κά της ζωής, ο Βάρ­να­λης του απαντά:
«Οι γυναί­κες, η θάλασ­σα, η φασου­λά­δα και να βλέ­πεις να παί­ζουν τάβλι στο “Βυζά­ντιο”…». Στα απλά πράγ­μα­τα ανα­ζη­τού­σε την ομορ­φιά της ζωής.

Ο Λου­ντέ­μης βιο­γρα­φώ­ντας τον Βάρ­να­λη δίνει την πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κή εικό­να του ποι­η­τή: «Δεν γνώ­ρι­σα άνθρω­πο που να χαρά­μι­σε λιγό­τε­ρο τη ζωή. Και πώς; Ψιλο­βε­λο­νιά, με αργό και μερα­κλί­δι­κο ρυθ­μό. Αργυ­ρα­μοι­βός του πάθους. Μερά­κι και στα ελά­χι­στα, σεβ­ντάς και στα παρα­μι­κρά. Και στο τάβλι, και στο κου­βε­ντο­λόι, και στην Τέχνη, και στη Γυναίκα».

* * *

Φύση επα­να­στα­τι­κή. Από γεν­νη­σι­μιού του.  Όπως λέει ο Νίκος ο Βέης, από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες μορ­φές της ελλη­νι­κής επι­στή­μης, συνο­μή­λι­κος του:
«Ο Βάρ­ναλης ήταν η ρίζα και η φωνή του και­ρού του, και του τόπου του. Βαφτι­σμέ­νος με το ποτή­ρι τού φτω­χού. Ήταν ’’θυμοει­δής’’, αμπερ­δού­κλω­τος, ανη­μέ­ρευ­τος. Αν δεν υπήρ­χε η Επα­νά­στα­ση θα την ανα­κά­λυ­φτε ο ίδιος. Εμείς οι άλλοι του και­ρού του κάνα­με και λίγη μόδα. Ήταν τότε πολύ του συρ­μού αυτό. Αφού έγι­νε σοσια­λι­στής κι ο Ντί­νος ο Θεο­το­κά­κης, το Κερ­κυ­ραϊ­κό αρχο­ντό­που­λο. Βλέ­πεις, εμάς η επα­νά­στα­ση δεν μας είχε γίνει πά­θος. Στο Βάρ­να­λη όμως έγι­νε αίμα. Εμάς άλλον τον ξεμά­κρυ­νε η κοι­νω­νι­κή από­στα­ση, άλλον οι κατα­διώ­ξεις που είχαν κι όλα αρχί­σει. Τον Βάρ­να­λη δεν τον ξεκού­νη­σε τίπο­τε. Αυτόν ό,τι και να τον κάνεις δεν πρό­κει­ται ν’ αλλά­ξει. Δεν είναι μόνο που δε θέλει. Δε μπο­ρεί. Είναι σαν τους ‘’σημειω­μέ­νους’’… Αυτούς που γεν­νιού­νται π.χ. μ’ έξι δάχτυ­λα. Γεν­νή­θη­κε αντάρ­της; Μη με ρωτάς όμως ποιος τον έκα­νε. Θα σου πω «η μάνα του» και είναι αντιεπιστημονικό».

Και εδώ ται­ριά­ζουν οι στί­χοι από το ποί­η­μά του «Ο ‘’Καλός’’ λαός»:
«Φαι­νό­σου­να καλό παιδί,
ζαβό τι πήρες δρόμο
και μια την Πίστη βάραγες
και μια τον άξιο Νόμο;»

Αν δεν έπαιρ­νε το στρα­βό το δρό­μο και έμε­νε «ήσυ­χο παι­δί» θα είχε μπρο­στά του μια λαμπρή στα­διο­δρο­μία και καθο­λι­κή ανα­γνώ­ρι­ση. Για­τί ο Βάρ­να­λης είχε όλα τα προ­σό­ντα. Λαμπρός ποι­η­τής, ανα­γνω­ρι­σμέ­νος από όλους και άξιος επι­στή­μο­νας που πολ­λοί προ­έ­βλε­παν ότι θα ακο­λου­θή­σει πανε­πι­στη­μια­κή καριέ­ρα. Ολες οι πόρ­τες ανοι­χτές μπρο­στά του και τις άνοι­γε με την αξία και την ικα­νό­τη­τά του. Όπως μας πλη­ρο­φο­ρεί ο σύγ­χρο­νός του Θεό­δω­ρος Τσα­βέ­ας, όταν δίδα­σκε Λογο­τε­χνία στην Παι­δα­γω­γι­κή Ακα­δη­μία, όλοι τον θεω­ρού­σαν για σίγου­ρο καθη­γη­τή στο ΑΠΘ που ιδρυό­ταν τότε. Όμως, δεν έμει­νε καλός πολί­της. Παραστράτησε.

Αρνή­θη­κα ν’ αρέ­σω στα σκυλάκια
του κανα­πέ. Λιο­ντά­ρια κουρεμένα,
τα βγά­ζου­νε περί­πα­το να ουρήσουν.
Από­κο­ντα ακλου­θάω τα χερομάχα
τα πλή­θη και πλη­γώ­νο­μαι μαζί τους.
(Επί­γραμ­μα 8 — «Οργή λαού»)

Εγι­νε κομ­μου­νι­στής. Παρά­δειγ­μα τόλ­μης. Από μητρο­πο­λί­τη που τον προ­ό­ρι­ζαν έγι­νε ποι­η­τής – οδη­γη­τής των κατα­πιε­σμέ­νων. Και όπως λέει ο ίδιος «Ο θεο­λό­γος καθη­γη­τής και ο δεσπό­της μας – που το έδω­σαν τη συστα­τι­κή επι­στο­λή και την ευχή – πού να ξέρα­νε πως ‘’όφιν εθέρ­μα­ναν’’». Γι’ αυτό πλή­ρω­σε το τίμη­μα. Όταν δεν κυνη­γή­θη­κε, αγνοήθηκε.

Τέσ­σε­ρα τα βήμα­τα για την ολο­κλή­ρω­ση του παραστρατήματος.

Πρώ­το βήμα: Μικρός, άρι­στος μαθη­τής μα του κοστί­ζουν οι περιο­ρι­σμοί του σχο­λι­κού περι­βάλ­λο­ντος και η βία των δασκά­λων. Ψάχνει ευκαι­ρί­ες να δρα­πε­τεύ­ει από το σχολείο.

«Συχνά το έσκα­ζα κι απ’ το σκο­λείο για να τρέ­χω στη θάλασ­σα να κολυ­μπώ, κι απ’ την εκκλη­σία, για να κυνη­γάω που­λιά. Εννο­εί­ται τις έτρω­γα και στο σπί­τι από το μεγά­λο μου αδελ­φό και στο σκο­λείο από τους δασκάλους».

Όλοι λέγαν πως έπρε­πε να σπου­δά­σει για «τα ‘παιρ­νε τα γράμ­μα­τα» μα αυτός δεν ήθε­λε να ακού­σει ούτε να συζη­τή­σει το ενδε­χό­με­νο να δώσει εξε­τά­σεις για το Διαδασκαλείο.

«Ετσι αντι­στά­θη­κα με πεί­σμα κάμπο­σες μέρες στον αδελ­φό μου. Επει­δή όμως αυτός επέ­με­νε και γινό­τα­νε κάθε μέρα και αγριό­τε­ρος, έλα­βα τη ‘’μεγά­λη από­φα­ση’’ να φύγω από το σπίτι».

Μετά από μια μικρή περι­πλά­νη­ση ανα­γκά­στη­κε να παρα­δο­θεί στη μοί­ρα του.

Απρο­ε­τοί­μα­στος ήρθε πρώ­τος στις εξε­τά­σεις.  Η πόρ­τα του σχο­λεί­ου έπε­φτε βάρια πάνω στην καρ­διά του μα βρί­σκει τρό­πο να αντι­δρά­σει. Αρχί­ζει να γρά­φει στί­χους με τους οποί­ους δια­κω­μω­δού­σε τους δασκάλους.

Δεύ­τε­ρο βήμα. Αμέ­σως μόλις ήρθε στην Αθή­να, φοι­τη­τής,  συν­δέ­θη­κε με το κίνη­μα του δημο­τι­κι­σμού[1]. «Με τη νεα­νι­κή μου θέρ­μη πήρα θέση στην αρι­στε­ρή παρά­τα­ξη (…) Στις συζη­τή­σεις που γινό­τα­νε συχνά στα προ­πύ­λαια του Πανε­πι­στη­μί­ου, κάθε φορά, που άνα­βε ο αγώ­νας, δεν ήμου­να ο λιγό­τε­ρο φωνα­κλάς».  Στα 1906 ανε­βαί­νει στη Δεξα­με­νή[2], όπου «κυριαρ­χού­σα­νε και μας προ­κα­λού­σα­νε το σεβα­σμό οι άρι­στοι του πεζού και του ποι­η­τι­κού λόγου της Ελλά­δος» (Βλα­χο­γιάν­νης, Μαλα­κά­σης, Παπα­δια­μά­ντης κ.ά). «Είναι μια κρί­σι­μη περί­ο­δος της πνευ­μα­τι­κής μου ζωής» λέει ο ίδιος.

Την εικό­να του Βάρ­να­λη εκεί­νης της περιό­δου δίνει ο φίλος του Μάρ­κος Αυγέ­ρης (γνω­ρί­ζο­νται από το 1905):

«Ένιω­θες πως αυτός ο πρω­το­φα­νέ­ρω­τος νέος είχε κάτι το ανυ­πό­τα­χτο, έκρυ­βε μιαν ανυ­πό­μο­νη φιλο­δο­ξία και μια ανο­μο­λό­γη­τη περη­φά­νια. Είχε πεποί­θη­ση στον εαυ­τό του, μιλού­σε περι­φρο­νη­τι­κά ακό­μα και για τους μεγά­λους, ήταν επι­θε­τι­κός και σαρ­κα­στι­κός στις κρί­σεις του».

Στη συνέ­χεια, από το 1909, δάσκα­λος, οι από­ψεις του ήταν πρω­το­πο­ρια­κές και η εφαρ­μο­γή τους απαι­τού­σε διδα­κτι­κό θάρ­ρος και γεν­ναιό­τη­τα. Ήταν ο πρώ­τος δάσκα­λος που δίδα­ξε ολό­κλη­ρο τον Εθνι­κό Ύμνο και ας μην ήταν στο πρό­γραμ­μα του υπουρ­γεί­ου. «Πού να το φαντα­ζό­τα­νε ο Σολω­μός ότι ο ύμνος του θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μέ­ψει για τεκ­μή­ριο εθνι­κής προ­δο­σί­ας. Και το υπουρ­γείο με κάλε­σε ’’εις απο­λο­γί­αν’’».  Κάθε τόσο γινό­ταν σε βάρος του ανα­κρί­σεις.  Χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρη η περί­πτω­ση των Αθεϊ­κών του Βόλου.

Έτσι ήταν σε όλη του την εκπαι­δευ­τι­κή στα­διο­δρο­μία (και αργό­τε­ρα καθη­γη­τής στην Παι­δα­γω­γι­κή Ακα­δη­μία όπου δίδα­ξε το μάθη­μα της Νεο­ελ­λη­νι­κής Λογοτεχνίας)

Τρί­το βήμα: Ρηξι­κέ­λευ­θος και πρω­το­πό­ρος και στην ποι­η­τι­κή επα­νά­στα­ση του 1910 για την ανα­νέ­ω­ση του ποι­η­τι­κού λόγου και την απο­δέ­σμευ­ση από τη ρου­τί­να και τα στε­γα­νά της απα­γό­ρευ­σης αισθη­μά­των, θεμά­των και λέξε­ων. Είναι μια μάχη για την αδέ­σμευ­τη σκέ­ψη και έχει για την επο­χή κοι­νω­νι­κό περιε­χό­με­νο. Αιτία της ανα­στά­τω­σης στον πνευ­μα­τι­κό κόσμο της Αλε­ξάν­δρειας, μιας και το ποί­η­μά του «Θυσία» προ­κα­λού­σε την ηθι­κή πολ­λών[3].

Τέταρ­το και απο­φα­σι­στι­κό­τε­ρο βήμα. Είναι 36 χρο­νών (περί­που στα 1920) όταν κάνει μια από­το­μη μετα­βο­λή. Στη συνεί­δη­σή του άλλα­ξε ολό­τε­λα η αντί­λη­ψη του κόσμου. Δρα­πε­τεύ­ει από τον κόσμο της προ­γο­νο­λα­τρεί­ας, του εθνι­κι­σμού, του ιδε­α­λι­σμού, της μετα­φυ­σι­κής και περ­νά στον κόσμο του εργά­τη και της επα­νά­στα­σης. Κοι­νω­νι­κός ταρα­ξί­ας πλέ­ον. Στρέ­φε­ται ενά­ντια στην πολι­τεία των Δυνα­τών, την πολι­τεία των λίγων και των κηφή­νων. Μαζί της μυκτή­ρι­σε και την πνευ­μα­τι­κή υπο­τέ­λεια. Λέει η Μαϊ­μού[4] στην  Αρι­στέα[5] («Το φως που καίει»):
Για σένα ντύ­θη­κα φουστάνι,
κάνω ό,τι θες, μονά­χα φτάνει
να ’χω ταγί­νι ταχτικό,
να με φυλάς κι από κακό.

Και έτσι έγι­νε ο πρώ­τος που καθιέ­ρω­σε στη χώρα μας την επα­να­στα­τι­κή ποί­η­ση. Έκα­νε τον κομ­μου­νι­σμό ποίηση.

* * *

Αρκε­τά ποι­ή­μα­τά του τρα­γου­δή­θη­καν και αγα­πή­θη­καν από το λαό, απαγ­γέλ­θη­καν από εργά­τες, μπή­καν σε λαϊ­κά σπί­τια, κατέ­βη­καν σε υπό­γειες ταβέρ­νες. Την «Μπα­λά­ντα του κυρ Μέντιου» την ακού­με πάντα στις πρω­το­μα­γιά­τι­κες συγκε­ντρώ­σεις ή στους δρό­μους όπου ο λαός υπε­ρα­σπί­ζε­ται τα δικαιώ­μα­τα και τις κατα­κτή­σεις του. Τον Οδη­γη­τή τη δεκα­ε­τία του ’30 τον τρα­γου­δού­σαν οι εργά­τες στις δια­δη­λώ­σεις αντί της Διεθνούς.

Ξεπερ­νά­νε τα είκο­σι τα μελο­ποι­η­μέ­να του ποι­ή­μα­τα. Ακό­μη και σήμε­ρα νέοι δημιουρ­γοί μελο­ποιούν Βάρ­να­λη. Στον άγνω­στο Βάρ­να­λη κάπου λέω ότι είναι ο πιο πολυ­τρα­γου­δι­σμέ­νος ποι­η­τής, και μου ασκή­θη­κε κρι­τι­κή γι’ αυτό. Πού το στη­ρί­ζω. Δεν ξέρω αν υπάρ­χουν τεκ­μή­ρια που να δίνουν μια αντι­προ­σω­πευ­τι­κή εικό­να στο ζήτη­μα. Ξέρω όμως ότι δεν υπάρ­χουν χεί­λη που να μην ψέλ­λι­σαν στί­χους από τον κυρ Μέντιο και τους Μοιραίους.

 

 

[1] Ο δημο­τι­κι­σμός ήταν τότε κατ’ ουσί­αν κοι­νω­νι­κό ζήτημα
[2] Στο Κολω­νά­κι. Τότε η Δεξα­με­νή ήταν λόφος, όπου υπήρ­χε ένα καφε­νείο όπου σύχνα­ζαν ποι­η­τές και συγγραφείς.
[3] Στα 1910 δια­σπά­στη­κε το περιο­δι­κό «Νέα Ζωή» εξαι­τί­ας του ποιήματος.
[4] Η δια­νό­η­ση που μαϊ­μου­δί­ζει, δεν έχει καμιά ιδε­ο­λο­γία παρά υπη­ρε­τεί όποιον την τρέ­φει και την προστατεύει.
[5] Τρι­συ­πό­στα­τη: Πολι­τεία των δυνα­τών, Θρη­σκεία, Τέχνη

 

_________________________________________________________________________________________________________

Ηρακλής Κακαβάνης —  Δημοσιογράφος — Συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Από το 1991 έως το 2013 εργάστηκε στον Ριζοσπάστη. Από το 2013 αρθρογραφεί σε διαδικτυακά Μέσα. Από το 2010 συνεργάτης του περιοδικού «Θέματα Παιδείας».
Facebook
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο