Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στερνό αντίο στον Αρκάδα ποιητή Ηλία Σιμόπουλο

Γρά­φει η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη  — Ματά­τση* //

Σε ηλι­κία 102 χρό­νων, πλή­ρης ημε­ρών, «έφυ­γε» από τη ζωή ένας από τους πλέ­ον μετα­φρα­σμέ­νους   και τους πλέ­ον  αξιό­λο­γους Έλλη­νες ποι­η­τές, ο Ηλί­ας Σιμό­που­λος. Γεν­νη­μέ­νος  από γονείς αγρό­τες, το Νοέμ­βρη του  1913 στον Γρα­μπο­βό, το σημε­ρι­νό Καστα­νο­χώ­ρι, της  Αρκα­δί­ας,. Εκεί φοί­τη­σε στο δημο­τι­κό σχο­λείο και στη συνέ­χεια στο «Ελλη­νι­κό Σχο­λείο» στο Ίσα­ρι. Το 1925 πήγε στην Αθή­να, όπου τέλειω­σε το Γυμνά­σιο, τη Nομι­κή Σχο­λή, και το Γαλ­λι­κό Iνστι­τού­το. Γνώ­ρι­ζε Γαλ­λι­κά, Αγγλι­κά και Ρώσι­κα. Σαν φοι­τη­τής πήρε ενερ­γό μέρος στο φοι­τη­τι­κό κίνη­μα της επο­χής και ήταν υπεύ­θυ­νος στη «Φοι­τη­τι­κή Φωνή», όργα­νο της αρι­στε­ρής φοι­τη­τι­κής παρά­τα­ξης. Παράλ­λη­λα, δού­λε­ψε σε πολ­λές εφη­με­ρί­δες. Από μαθη­τής στο γυμνά­σιο είχε αρχί­σει να γρά­φει ποι­ή­μα­τα και κεί­με­νά του δημο­σιεύ­ο­νταν στη «Διά­πλα­ση των Παί­δων», στην «Παι­δι­κή Χαρά» και άλλα έντυ­πα. Αργό­τε­ρα με το ψευ­δώ­νυ­μο Παύ­λος Ροδής δημο­σί­ευ­σε ποι­ή­μα­τα, μελέ­τες και άλλα λογο­τε­χνι­κά κεί­με­να σε πολ­λά περιο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες. Μετα­ξύ 1934 — 1936 διε­τέ­λε­σε Γραμ­μα­τέ­ας της Καλ­λι­τε­χνι­κής Επι­τρο­πής της «Ενω­τι­κής Συνο­μο­σπον­δί­ας Ελλά­δας» (με μέλη τους: Κώστα Βάρ­να­λη, Γιάν­νη Ρίτσο, Μενέ­λαο Λου­ντέ­μη, Γιώρ­γη Ζάρ­κο, Τίμο Βιτσώ­ρη και Πέτρο Στυ­λί­τη) και σκη­νο­θέ­της στο Εργα­τι­κό Θέατρο.

Το καλο­καί­ρι του 1936 με την κήρυ­ξη της δικτα­το­ρί­ας του Μετα­ξά η λογο­κρι­σία στα­μά­τη­σε την έκδο­ση της πρώ­της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής του με τίτλο «Ενα­γώ­νια» που βρι­σκό­ταν στο τυπο­γρα­φείο. Αργό­τε­ρα για την όλη δρα­στη­ριό­τη­τά του συνε­λή­φθη από την ειδι­κή ασφά­λεια, βασα­νί­στη­κε και μετα­τά­χθη­κε από τη σχο­λή εφέ­δρων αξιω­μα­τι­κών στο 11ο σύνταγ­μα πεζι­κού σαν απλός στρα­τιώ­της. Πήρε μέρος στον πόλε­μο της Αλβα­νί­ας και υπήρ­ξε αγω­νι­στής της Εθνι­κής  Αντίστασης.

Η πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή κυκλο­φό­ρη­σε το 1946. Ακο­λού­θη­σε ο Εμφύ­λιος Πόλε­μος, ο τραυ­μα­τι­σμός του αδελ­φού του ,  ο διωγ­μός της οικο­γέ­νειάς του, ο αγώ­νας για την επι­βί­ω­ση, γεγο­νό­τα που ανέ­στει­λαν κάθε λογο­τε­χνι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα και μόλις το 1958 κυκλο­φό­ρη­σε η «Αρκα­δι­κή Ραψω­δία» του, εμπνευ­σμέ­νη από το θάνα­το του Πολύ­βιου Ισα­ριώ­τη, που πολ­λοί τη συγκρί­νουν με τον Επι­τά­φιο του Γιάν­νη Ρίτσου.

Από το 1959, με την έκδο­ση της τρί­της ποι­η­τι­κής του συλ­λο­γής , της «έκτης εντο­λής», γίνε­ται μέλος του Συν­δέ­σμου Ελλή­νων Λογο­τε­χνών  του οποί­ου διε­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος, επί σει­ρά ετών, έως τη συγ­χώ­νευ­σή του με την ΕΕΛ, το Δεκέμ­βρη του 1982. Από το 1984 έως το 1989 διε­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος της ΕΕΛ, οπό­τε και απο­σύρ­θη­κε, για να επι­με­λη­θεί του έργου του, που συνο­λι­κά περι­λαμ­βά­νει: (19) ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, την Αιγαιο­πε­λα­γί­τι­κη ανθο­λο­γία και πολ­λές άλλες μελέτες.

Έργα του και ποι­ή­μα­τά του έχουν μετα­φρα­στεί και κυκλο­φο­ρή­σει ή δημο­σιευ­τεί σε περιο­δι­κά στη  Γαλ­λία, Ιτα­λία, Βουλ­γα­ρία, Τσε­χο­σλο­βα­κία , Αγγλία, Γερ­μα­νία, Ιτα­λι­κά, Ρωσία, Ισπα­νία, Βουλ­γά­ρι­κα, Τσέ­χι­κα, Σλο­βά­κι­κα, Πολω­νι­κά, Αλβα­νι­κά, Τούρ­κι­κα, Σου­η­δι­κά, Αρα­βία, Σλο­βε­νία, Ινδία, Πορ­το­γα­λία κ.ά.

Έργα του έχουν, επί­σης, μελο­ποι­η­θεί από γνω­στούς Έλλη­νες μου­σι­κο­συν­θέ­τες όπως η  «Αρκα­δι­κή Ραψω­δία», «Ο ύμνος της ειρή­νης»  και  «ο Φονιάς» από το μου­σι­κο­συν­θέ­τη Ιωσήφ Μπε­νά­κη,  «ο Θρή­νος της μάνας» από το Γιάν­νη Σπα­νό, «ο ύμνος στα Λύκαια» από τον Ηλία Στα­σι­νό   κ.α.

Υπήρ­ξε μέλος  πολ­λών Ελλη­νι­κών και  διε­θνών λογο­τε­χνι­κών και άλλων οργα­νι­σμών δια­κρί­θη­κε με το Χρυ­σό μετάλ­λιο της Ένω­σης Βουλ­γά­ρων Συγ­γρα­φέ­ων, το  Διε­θνές ποι­η­τι­κό μετάλ­λιο «Βαπτσά­ροφ», το Α΄ Βρα­βείο «Συν­δέ­σμου Ελλή­νων Λογο­τε­χνών» και το Μετάλ­λιο «Παγκο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Ειρήνης».

Συμπε­ρι­λή­φθη­κε στο  Who’s who in the world  (Η.Π.Α. Έκδο­ση 10η 1990), το Βιο­γρα­φι­κό λεξι­κό Προ­σω­πι­κο­τή­των (Who’s who 1979), το  Λεξι­κό των Ελλή­νων Συγ­γρα­φέ­ων και  αλλού, ενώ είχε πλή­θος συμ­με­το­χών σε συνέ­δρια, δια­λέ­ξεις και  συνε­ντεύ­ξεις στην Ελλά­δα και το εξωτερικό.

Το 2011 προ­τά­θη­κε από την ΕΕΛ για το βρα­βείο Νόμπελ Λογο­τε­χνί­ας και το όνο­μά του ξεχώ­ρι­σε στη λίστα των υποψηφίων.

Στην  κηδεία του που έγι­νε, με δημό­σια δαπά­νη, στις 2 Σεπτέμ­βρη 2015 στη γενέ­τει­ρά του, πήρε μέρος αντι­προ­σω­πεία της ΕΕΛ απο­τε­λού­με­νη από τον πρό­ε­δρό της Κώστα Καρού­σο, τους πρώ­ην προ­έ­δρους της, Αυγε­ρι­νό Ανδρέ­ου και Παύ­λο Ναθα­να­ήλ, την αντι­πρό­ε­δρο Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση, τον γ. γραμ­μα­τέα Γιάν­νη Παπα­οι­κο­νό­μου και τα μέλη της Σωσώ Πέτρου-Βλάσ­ση και Φίλιπ­πο Νικο­λό­που­λο. Εκτός από τον κ. Καρού­σο και αρκε­τούς άλλους, θερ­μό και εγκάρ­διο επι­κή­δειο  λόγο εκφώ­νη­σε  ο Περι­φε­ρειάρ­χης Πελο­πον­νή­σου κ. Πέτρος Τατού­λης με έκδη­λο το θαυ­μα­σμό του για τον εκλι­πό­ντα και τη συγκί­νη­σή του για το θλι­βε­ρό γεγονός.

Μέλη της αντιπροσωπείας της ΕΕΛ στην κηδεία του ποιητή

Μέλη της αντι­προ­σω­πεί­ας της ΕΕΛ στην κηδεία του ποιητή

Απο­σπά­σμα­τα από το έργο του

Ο Θρή­νος της Μάνας («Αρκα­δι­κή Ραψωδία»)

Όλη τη μέρα που ‘λει­πες το σπί­τι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορ­φα σα γύρι­ζες το βράδυ
Κι ας τρώ­γα­με ξερό ψωμί κι ας έλει­πε το λάδι.

Κι ας έλει­παν τα κάρ­βου­να φτά­νει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύ­πη­μα της πόρ­τας η καρ­διά μου
Ραγί­ζου­νταν, αγό­ρι μου, και μου ‘φευ­γε η λαλιά μου.

Θυμά­σαι τις τρια­ντα­φυλ­λιές μπρο­στά στο περιβόλι
Που ανθί­ζα­νε την άνοι­ξη και πια την κάθε σκόλη
Γιο­μί­ζα­με τρια­ντά­φυλ­λα την αγκα­λιά μας όλη.

Κι ο γέρος ο πατέ­ρας σου καμά­ρω­νε κι αντάμα
Καμά­ρω­να κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαι­γα — τι θάμα!-
Περ­σό­τε­ρο ξαλά­φρω­νε η καρ­διά μου από το κλάμα.

Μεγά­λω­σες. Δε μ’ άκου­γες. Έφευ­γες όλη μέρα.
Κι όταν τα βρά­δια μου ‘λεγες «Η Λευ­τε­ριά μητέρα
Θα ρθεί» μ’ άγγι­ζαν την καρ­διά τα λόγια σα φοβέρα.

Μ’ αν μου ‘φευ­γες πρωί πρωί, προ­τού να φέξει, μόνος
Κι αργο­κυ­λού­σαν οι ώρες μου, κάθε στιγ­μή ένας χρόνος
Το ‘ξερα πως θα γύρι­ζες κ’ ήταν γλυ­κός ο πόνος.

Τώρα στο παρα­γώ­νι μας κου­βα­ρια­σμέ­νη ρέβω
Σαν αστρα­πο­κα­μέ­νη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι ‘ναι ψηλός ο ανή­φο­ρος και δε μπο­ρώ ν’ ανέβω.

Για­τί δεν άκου­ες, γιό­κα μου, τη μάνα που σ’ εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευ­τε­ριά πουν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγό­ρι μου γλυ­κό, χωρίς εσένα

Ιερή Μνή­μη («Τεκ­μή­ρια»)

Πατέ­ρα μου αγρότη
πως τα ήξε­ρες όλα.
Ν’ ανα­σταί­νεις παιδιά
να φυτεύ­εις να σπέρνεις
να ποτί­ζεις τη γη να μιλάς
με τ’ αρνιά με τα δέντρα
ν’ ακούς την ανά­σα του χόρτου
να γυρνάς
φορ­τω­μέ­νος τα βρά­δια στο σπίτι
να σκορ­πάς τη χαρά και το γέλιο.

Δεν έγρα­ψες στί­χους εσύ.
Και ποτέ μου
Δε θ’ άλλα­ζα εγώ
με τα’ αλέ­τρι την πέννα.

Μ’ απ’ τους δυό μας πατέρα
ποι­η­τής μόνο εσύ ‘σουν!

Τα Δάχτυ­λα («Το τετρά­διο της Γης»)

Μιλού­σε με τα δάχτυ­λά του
Ανά­με­σα απ’ αυτά

έβλε­πε τα πάντα
Ξαφ­νι­κά τα δάχτυ­λά του
έσμιξαν

Έγι­ναν Γροθιά

 

Η Συνά­ντη­ση («Τα ρόδα της Ιεριχώς»)

Ένα λευ­κό σύννεφο
κυμά­τι­ζε στον ουρανό

Ένας κου­ρα­σμέ­νος οδοιπόρος
έσερ­νε τη μονα­ξιά του στη γη.

Συνα­ντη­θή­κα­νε τυχαία
στην καρ­διά της νύχτας.

Αντάλ­λα­ξαν
ένα σύντο­μο χαιρετισμό
και συνεχίσανε
καθέ­νας το δικό του πεπρωμένο.

Όμως με πόση ευτυχία
ανα­θυ­μά­ται κεί­νη τη μικρή
την τόσο σύντο­μη λάμψη
της μονα­δι­κής τους συνάντησης.

Ο Δρό­μος («Τεκ­μή­ρια»)

Πόσες χαμέ­νες μάχες
πόσες νίκες πικρές
πόσα ποτά­μια αίματα
χρειάστηκαν
ν’ ανοί­ξει ο δρόμος.

Μη σκα­λί­ζεις τους τάφους.

Κάπο­τε
οι πόνοι θα σωπάσουν.

Τι θα φυτέψεις
Τι θ’ αφήσεις
να σκέ­φτε­σαι μόνο.

Είναι τόσο σύντομη
η διαδρομή.

Μου Φτά­νει («Εσπε­ρι­νός Απόλογος»)

Μ’ όλο το αβυσ­σα­λέο στόμα
να με κατατρώει
κυκλο­φο­ρώ ανά­με­σά σας
άνθρω­ποι αγέννητοι
σας αγγίζω
όπως το χέρι του ήλιου
τον άσπι­λο χιτώ­να του χρόνου.

Σε σας στρέ­φω τη σκέ­ψη μου
όπως τα λευ­κά άλο­γα των πηγών
με τις αφρι­σμέ­νες χαίτες.

Δε ζητάω άλλη χαρά να βρώ
στον ωκε­α­νό των λέξεων
ούτε εικό­νες πιο καταπληκτικές.

Μου φτά­νει
όταν θα δια­βά­ζε­τε τους στί­χους μου
να λέτε: Ήταν δικός μας.

Συνο­μι­λία («Χαι­ρε­τι­σμός στον πρώ­το ήλιο»)

Και ξαναν­θί­σαν τα κλα­διά και φύγαν οι χειμώνες
και γιό­μι­σε μ’ ανθούς η γη και γιού­λια κι ανεμώνες
και πλημ­μυ­ρί­σα­νε χαρές κι είναι ηδο­νές γεμάτα
τα γέρα τα καλό­τυ­χα και τα’ ανθι­σμέ­να νιάτα.

Μα είναι κάποιοι κι όλο αυτούς στο­χά­ζο­μαι ‘γω μόνο,
που ακό­μα δέρ­νει η χει­μω­νιά κι ακό­μα ζουν στον πόνο.
Κι όλο τους σκέ­φτο­μαι: άρα­γε της άνοι­ξης η ευωδιά
θα πάει ν’ αγγί­ξει κάπο­τε και η δικιά τους καρδιά.

Το Δέντρο («Η Έκτη Εντολή»)

Ο άνθρω­πος, αγά­πη μου
Την ίδια ώρα
γίνε­ται ποι­η­τής ή δολοφόνος
Ένας άγγε­λος τον παραστέκει
Ένας δαί­μο­νας του Χαμογελά.

Σκυμ­μέ­νος στις εξι­σώ­σεις του
Με πολ­λούς αγνώστους
Σπέρ­νει τον όλε­θρο στη Χιροσίμα
Εξα­κο­ντί­ζει τους Σπούτ­νικ στους αιθέρες.

Ο άνθρω­πος, αγά­πη μου
Μπο­ρεί μονά­χος του
Να γίνε­ται φως ή νύχτα
Να σκο­τώ­νε­ται σ’ όλους τους πολέμους
Για τη λευ­τε­ριά και τη δικαιοσύνη
Και να λυν­τσά­ρει το μικρό νέγρο
Που τόλ­μη­σε να ζητω­κραυ­γά­σει έξαλλος
την ομορ­φιά μιας άσπρης.

Ο άνθρω­πος, αγά­πη μου
Την ίδια ώρα
Σηκώ­νει από τα Τάρταρα
Τους ίσκιους του τρόμου
Να φρά­ξει το δρό­μο μας
Κι ανοί­γει τους κρου­νούς της ζωής
Να μας χαρί­σει το μέλλον
Καθώς εσύ ανοί­γεις την πόρ­τα σου
και λες στους επισκέπτες
-«Περά­στε!».

Ο άνθρω­πος, αγά­πη μου
Ποτί­ζει μέρα νύχτα
Με το αίμα του και με τα δάκρυά του
Το δέντρο της ζωής
Που μεγα­λώ­νει αφάνταστα
Για να μας δώσει κάποτε
Τους πιο γλυ­κούς καρ­πούς του.

Η Ανα­το­λή («Το σπί­τι με τις χελιδονοφωλιές»)

Όθε κοι­τά­ξω αρίφ­νη­τοι σταυροί
πάνου από ανθρώ­πους κι όνειρα
Αχ, κ’ έχω ένα βου­νό καημό
που δε μπο­ρώ να πάρω ανάσα.

Έλα μωρέ τρε­λο­βο­ριά με τη μεγά­λη σκού­πα σου
Σάρω­σε τούτ’ τα μαύ­ρα σύννεφα
που μας σκε­πά­ζου­νε τον ήλιο
Σάρω­σε τούτ’ τα μαύ­ρα σύν­νε­φα που μας βαραί­νουν Σα μολύβι.

Μέσα στη νύχτα περ­πα­τά­ει η λεβεντιά
‑Λευ­τέ­ρω­σε το δρό­μο της
Μέσα στη νύχτα περ­πα­τά­ει η λεβεντιά
‑Πως μπαί­νει στην καρ­διά μας το τρα­γού­δι της.
Σιγά αδερφέ
Δε λέγε­ται με λόγια αλλά με δάκρυα
Σιγά αδερφέ
Δε λέγε­ται με δάκρυα αλλά με τόλμη

Μέσα στη νύχτα περ­πα­τά­ει η λεβεντιά!
Παρα­πο­νιά­ρη βιο­λι­τζή Δε θέλω μοιρολόγια.
Ταί­ρια­ξε τα τρα­γού­δια σου στο βήμα το δικό της.
Το δρό­μο μας τον βρήκαμε:
Είναι η Ανατολή.

Η Λέξη («Μικρές Μαρτυρίες»)

Σε γνω­ρί­ζω από την κόψη
του σπα­θιού την τρομερή
ΣΟΛΩΜΟΣ

Είναι μια λέξη
την ακούω καθαρά
πίσω από αυτή τη σιωπή
που βασι­λεύ­ει στην πατρί­δα μου

Όταν υψώ­νουν τη φωνή τους οι λαοί
αυτή τη λέξη έχουν για σημαία τους

Μ’ αυτή ποθούν να δώσουν
σάρ­κα σ’ ένα όνει­ρο παλιό

Μεσ’ απ’ αυτή τερά­στια ηλιοτρόπια
τα δέντρα καθρεφτίζονται
στα μάτια τους

και προ­χω­ρά­νε.

Ο Θρή­νος της Μάνας

Όλη τη μέρα που ‘λει­πες το σπί­τι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορ­φα σα γύρι­ζες το βράδυ
Κι ας τρώ­γα­με ξερό ψωμί κι ας έλει­πε το λάδι.

Κι ας έλει­παν τα κάρ­βου­να φτά­νει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύ­πη­μα της πόρ­τας η καρ­διά μου
Ραγί­ζου­νταν, αγό­ρι μου, και μου ‘φευ­γε η λαλιά μου.

Θυμά­σαι τις τρια­ντα­φυλ­λιές μπρο­στά στο περιβόλι
Που ανθί­ζα­νε την άνοι­ξη και πια την κάθε σκόλη
Γιο­μί­ζα­με τρια­ντά­φυλ­λα την αγκα­λιά μας όλη.

Κι ο γέρος ο πατέ­ρας σου καμά­ρω­νε κι αντάμα
Καμά­ρω­να κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαι­γα — τι θάμα!-
Περ­σό­τε­ρο ξαλά­φρω­νε η καρ­διά μου από το κλάμα.

Μεγά­λω­σες. Δε μ’ άκου­γες. Έφευ­γες όλη μέρα.
Κι όταν τα βρά­δια μου ‘λεγες “Η Λευ­τε­ριά μητέρα
Θα ρθεί” μ’ άγγι­ζαν την καρ­διά τα λόγια σα φοβέρα.

Μ’ αν μου ‘φευ­γες πρωί πρωί, προ­τού να φέξει, μόνος
Κι αργο­κυ­λού­σαν οι ώρες μου, κάθε στιγ­μή ένας χρόνος
Το ‘ξερα πως θα γύρι­ζες κ’ ήταν γλυ­κός ο πόνος.

Τώρα στο παρα­γώ­νι μας κου­βα­ρια­σμέ­νη ρέβω
Σαν αστρα­πο­κα­μέ­νη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι ‘ναι ψηλός ο ανή­φο­ρος και δε μπο­ρώ ν’ ανέβω

Για­τί δεν άκου­ες, γιό­κα μου, τη μάνα που σ’ εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευ­τε­ριά πουν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγό­ρι μου γλυ­κό, χωρίς εσένα;

 

* Η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη — Ματά­τση είναι αντι­πρό­ε­δρος της Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογοτεχνών

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο