Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γκιακ

Γρά­φει η ofisofi //

“Το Κανούν είναι ένα σώμα αρχαί­ων νόμων και κανό­νων εθι­μι­κού δικαί­ου, οι οποί­οι διεί­παν τη ζωή των αλβα­νι­κών κοι­νο­τή­των μέχρι και τα νεό­τε­ρα χρό­νια… Κεντρι­κό ρόλο στο Κανούν κατέ­χει ο όρος γκιακ (αίμα), ο οποί­ος έχει νομι­κή υπό­στα­ση. Μετα­ξύ άλλων, χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να υπο­δη­λώ­σει την «εκδί­κη­ση του αίμα­τος» (βεντέ­τα), την υπο­χρέ­ω­ση για «εκδί­κη­ση του αίμα­τος», όπως επί­σης και το «αίμα ως όρο που δηλώ­νει την νομι­κή υπό­στα­ση του ατό­μου στο πλαί­σιο της οικο­γέ­νειας και της φατρί­ας. Σε περί­πτω­ση φόνου, ακό­μη και εξ αμε­λεί­ας, η οικο­γέ­νεια του θύμα­τος έχει το δικαί­ω­μα – και υπο­χρε­ού­ται – να ζητή­σει δικαί­ω­ση για το «αίμα» του μέλους της, χύνο­ντας το «αίμα» του θύτη ή κάποιου άλλου αρσε­νι­κού μέλους της οικο­γέ­νειας του…»

Οκτώ αφη­γή­σεις ανδρών και μία Παρα­λο­γή συν­θέ­τουν τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του Δημο­σθέ­νη Παπα­μάρ­κου «Γκιακ». Οκτώ άνδρες αφη­γού­νται μπρο­στά σ’ έναν αόρα­το ακρο­α­τή τις ιστο­ρί­ες τους.  Κοι­νά στοι­χεία η θητεία τους στον μικρα­σια­τι­κό πόλε­μο και η  εκδί­κη­ση για κάτι που διέ­πρα­ξαν στο παρελ­θόν ή κάποιοι άλλοι διέ­πρα­ξαν ενα­ντί­ον τους ή μελών της οικο­γέ­νειάς τους.  Τιμω­ροί και τιμω­ρού­με­νοι μέσα στη γραμ­μή του αίμα­τος, στο γκιακ.

Όλα τα διη­γή­μα­τα απο­τε­λούν δυνα­τές και συντα­ρα­κτι­κές ιστο­ρί­ες απλών ανθρώ­πων. Πολύ πρω­τό­τυ­πος ο τρό­πος που ο συγ­γρα­φέ­ας εμπλέ­κει τη συμ­με­το­χή τους στο μικρα­σια­τι­κό μέτω­πο και τη δένει με τις πρά­ξεις εκδί­κη­σης και αντεκ­δί­κη­σης για γεγο­νό­τα που συνέ­βη­σαν πριν, συγ­χρό­νως και μετά  τον πόλε­μο.. Δεν έχει κάτι ηρω­ι­κό η συμπε­ρι­φο­ρά τους. Σκλη­ροί και ευαί­σθη­τοι  συγ­χρό­νως, δει­σι­δαί­μο­νες και προ­λη­πτι­κοί αδυ­να­τούν πολ­λές φορές να συμ­βι­βά­σουν τα συναι­σθή­μα­τα με τις πρά­ξεις τους καθώς αυτές ορί­ζο­νται από τη γραμ­μή του αίμα­τος.  Οι ίδιοι ομο­λο­γούν πρά­ξεις πολύ σκλη­ρές, βίαιες  και εξευ­τε­λι­στι­κές που οδή­γη­σαν ακό­μη και στο θάνα­το. Και αυτή η συμπε­ρι­φο­ρά ήταν μέρος της εκδί­κη­σης και των άγρα­φων νόμων που ρύθ­μι­σαν τη ζωή τους.

Μου έκα­νε εντύ­πω­ση πώς ένας τόσος νεα­ρός στην ηλι­κία συγ­γρα­φέ­ας απο­δί­δει τόσο ζωντα­νά, τόσο παρα­στα­τι­κά την προ­φο­ρι­κό­τη­τα του λόγου με τους ιδιω­μα­τι­σμούς  της ντο­πιο­λα­λιάς και της αρβα­νί­τι­κης γλώσσας.

Όλα τα διη­γή­μα­τα συγκι­νούν βαθύ­τα­τα με την αμε­σό­τη­τα και το σκλη­ρό  ρεα­λι­σμό τους. Νιώ­θεις έναν κόμπο στο λαι­μό δια­βά­ζο­ντάς τα. Το κάθε ένα έχει και το δικό του σπα­ραγ­μό. Ενδει­κτι­κά ανα­φέ­ρω το Ντο τ’ α πρες κοτσ­σί­δε­τε (= θα σου κόψω τις κοτσί­δες) με  τίτλο δανει­σμέ­νο από ένα δημο­φι­λές αρβα­νί­τι­κο ερω­τι­κό τρα­γού­δι συν­δέ­ε­ται με το βια­σμό μιας κοπέ­λας και τη σκλη­ρή τιμω­ρία του θύτη. Το μετα­φυ­σι­κό Ταρα­ρα­ρού­ρα γεμά­το φόβο και δει­σι­δαι­μο­νί­ες. Ξεχω­ρι­στό το Γυά­λι­νο μάτι  για την τολ­μη­ρό­τη­τα και την ειλι­κρί­νεια των συναι­σθη­μά­των ανά­με­σα  σε δυο άντρες συμπο­λε­μι­στές αλλά όχι άμοι­ρη της επο­χής τους  η τύχη των ηρώ­ων. Εκεί­να όμως που με άγγι­ξαν ιδιαί­τε­ρα  είναι η Παρα­λο­γή και ο Νόκερ.

Η Παρα­λο­γή ακο­λου­θεί τους κανό­νες της δημώ­δους αφη­γη­μα­τι­κής ποί­η­σης και είναι εκπλη­κτι­κής ομορ­φιάς  η σύν­θε­σή της. Για μια στιγ­μή ανα­ρω­τή­θη­κα αν είναι επι­νό­η­ση του συγ­γρα­φέα ή αυθε­ντι­κή παρα­λο­γή. Ένας διά­λο­γος ανά­με­σα στο Χάρο και μια νέα κοπέ­λα, η οποία τολ­μά να ανα­με­τρη­θεί μαζί του σε μια εμπνευ­σμέ­νη  πολύ­στι­χη αφήγηση.

«- Για­τί είμ’ ο Χάρος λυγε­ρή , του σκιώ­μα­τος ο ρήσος.
Έτσι με θέλει ο Θεός, έτσι μ’ ορί­ζει η πλάση
το θρή­νο να’χω μου­σι­κή, το κλά­μα για τραγούδι
και νυχτο­πού­λια θλι­βε­ρά να μου κρα­τούν τα ίσια.
Τα δάκτυ­λα απ’ τους γέρο­ντες σκα­λί­ζω για ζουρνάδες
και των παι­διών τα κόκα­λα βίτσα για το νταούλι.
Κι αμ βρω και νιο καλό­θρε­φτο τον πιά­νω και τον γδέρνω
το δέρμ’ απλώ­νω ντα­γι­ρέ, τα δόντια κάνω σείστρο.
Σε κάστρο μαύ­ρο κάθο­μαι που’ χει για τοί­χους πλάκες
και στα περ­βό­λια ολό­γυ­ρα φυτρώ­νουν ασφοδέλια.
Σ’ αυτή τη γη είμαι βασι­λιάς, σ’ αυτά τα μέρη ρήγας
μ’ αυτά γελώ και χαί­ρου­μαι, μ’ αυτά γλεντοκοπάω,
για­τί αγά­πη δε γρι­κώ , συμπό­νια δεν κατέχω
παρά όπου βλέ­πω ομορ­φιές περ­νώ και τις μαραίνω.
— Δυο φορές με γέλα­σες, Τρί­τη χαρά δε θα’ χεις.
Μ’ άκου καλά τι θα σου πω και τι θα παραγγείλω.
Της χήρας πιά­νει η ευχή, μα γω’ μαι διπλοχήρα
κι ό,τι κι αν πω το σέβου­νται κι ο Θιος και οι διαβόλοι.
Το δώρο αν δεν έλα­βα, το δώρο αν δεν παίρνω
μήτε κι εσέ­να τού­τη η γης νεκρούς να σε φιλέψει
μον’ ξυπνη­τούς κι απέ­θα­ντους στα σπλά­χνα να τους κρύβει.
Κι όσους οι χήρες χάνου­νε τόσους κι εσύ να χάνεις
κι όσους οι μάνες κι αδερ­φοί, τόσους κι ο Κάτω Κόσμος.
Ούτε του Χάρο­ντα χαρά ούτε και των ανθρώπων.
Για­τί όταν ήσουν νηστι­κός τον άντρα μ’ εδω­κά σου
κι όταν νερά­κι πόθη­σες σε πότη­σα στις χούφτες.
Μα συ’ σαι σαν τη μαύ­ρη οχιά, σαν το κακό το φίδι
στον κόρ­φο ξεμαρ­γώ­νεις το κι ύστε­ρα σε δαγκάνει»

Ο Νόκερ έχει μια άγρια ομορ­φιά, μια τρα­χύ­τη­τα οδυ­νη­ρή, μια φοβε­ρή μορ­φή εκδί­κη­σης. Οι μορ­φές των ηρώ­ων ξεδι­πλώ­νο­νται αργά και η μαστο­ρι­κή αφή­γη­ση απο­κα­λύ­πτει τα μυστι­κά τους.

«Εγώ ήμα­νε άμα­θος, μου λέει ο Αργύ­ρης, δέκα χρό­νια πόλιε­μο, είχα ξεχά­σει καλά καλά πώς μιλά­νε με τον κόσμο. Κι έτσ’ δε μου πέρα­σε απ’ το μυα­λό και κάθι­σα και τους τα είπα όλα. Με το νι και με το σίγ­μα. Ώρα πολ­λή τους έλε­γα, πού είχα πάει, τι είχα κάνει, πόσους είχα σκο­τώ­σει, πως είναι αλλιώς με την ξιφο­λόγ­χη κι αλλιώς με το μαχαί­ρι, αλλιώς ο λιαι­μός του άντρα κι αλλιώς του παι­διού, πώς ουρ­λιά­ζα­νε οι Βουλ­γά­ρες και πώς οι Τουρ­κά­λες, πώς κλω­τσά­ει ο κρε­μα­σμέ­νος και πώς ο σφαγ­μέ­νος, πώς ακό­μα και τα μωρά τα μικρά που δεν κατα­λα­βαί­νουν κλιαί­νε άμα μυρί­σουν το αίμα και δουν μαχαί­ρι, ακό­μα ακό­μα και για τον Τούρ­κο τους είπα, που σαν τον σκό­τω­σα έσκυ­ψα και του’ φαγα τη μύτη, για­τί μ’ είχε βαρέ­σει με μπα­μπε­σιά, και για το κορίτσ’ που ΄χα χαλά­σει μπρο­στά στον πατέ­ρα τ’ προ­τού τους πυρο­βο­λή­σω και τους δυο στο κεφά­λι. Όλα τους τα’ πα, κι άμα άφη­σα τίπο­τες απ’έξω ήταν που μπο­ρεί να το λησμό­νη­σα. Κι εκεί που όλοι τους πριν γελά­γα­νε και πίνα­νε, ήρθαν και τους μαρα­θή­κα­νε όλα. Όχι σα σε κηδεία. Σαν τη μάνα που βλέ­πει το παι­δί της να το πατά­ει το κάρο μπρος στα μάτια της, έτσ’ ήταν όλοι τους. Η μάνα μ’ αρχί­νη­σε κι έκλαιε. Δίπλα μ’. Στην πια­τέ­λα άπλω­να το χέρι να πιά­σω το κρέ­ας κι ακού­μπα­γε ο αγκώ­νας μ’ στον ώμο της, τόσο κοντά μ’ καθό­τα­νε. Πάγω­σα κι εγώ. Θύμω­σα πιο πολύ. Αυτοί με ρωτή­ξα­νε, δικό μ’ ήταν το φταί­ξι­μο; Σκώ­νο­μαι απάν’ και λέω θα βγω έξω να κάνω ένα τσι­γά­ρο κι εκεί που είμαι στην τρα­κά­δα και καπνί­ζω και κοι­τάω να ξεφου­σκώ­σω τη μάνη­τα που μ’ έπια­νε απ’ το λιαι­μό, έρχετ’ ο πατέ­ρα μ’ από κοντά κι ουδέ να μ’ ακου­μπή­σει, μόνο στέ­κει στο ένα μέτρο και μου λέει, Αργύ­ρη, πόσο αίμα αθώ­ων έχεις χύσει παι­δά­κι μ’; Τότες σα να μ’ ακού­μπη­σε ο Άγιος στον ώμο έγι­νε μέσα μου μ’ μπου­νά­τσα και γυρ­νάω και του λέω, γι’ αυτό είναι το αίμα , πατέ­ρα. Για να χύνε­ται. Σύρε μέσα τώρα κι άσε με να καπνί­σω στην ησυ­χία μ’.»

Το βιβλίο είναι ήδη στην έκτη έκδο­ση. Ο Δημο­σθέ­νης Παπα­μάρ­κος γεν­νή­θη­κε το 1983 στη Μαλε­σί­να της Λοκρί­δας. Έχει εκδώ­σει τα μυθι­στο­ρή­μα­τα Η Αδελ­φό­τη­τα του Πυρι­τί­ου (Αρμός, 1998) και ο Τέταρ­τος Ιππό­της (Κέδρος 2001)  και τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των Μετα­Ποί­η­ση (Κέδρος, 2012) που ήταν υπο­ψή­φια για το κρα­τι­κό βρα­βείο λογο­τε­χνί­ας στη κατη­γο­ρία Διή­γη­μα – Νου­βέ­λα. Είναι υπο­ψή­φιος διδά­κτο­ρας  Αρχαί­ας Ελλη­νι­κής Ιστο­ρί­ας στο Πανε­πι­στή­μιο της Οξφόρδης.

Δημο­σθέ­νης Παπα­μάρ­κος, Γκιακ. Διη­γή­μα­τα. Αντί­πο­δες 2015, 6η έκδοση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο