Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το μηδέν και το άπειρο

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Η είδη­ση δεν ήταν η πρό­κρι­ση της Πορ­το­γα­λί­ας στην οκτά­δα του EURO κι η “επαγ­γελ­μα­τι­κή πρό­κρι­ση” αλά Σάντος με 1–0 στην παρά­τα­ση επί της Κρο­α­τί­ας. Είδη­ση ήταν οι 0 (και ολο­γρά­φως μηδέν) (και στην ποδο­σφαι­ρι­κή αργκό “κου­λου­ρά­κια” ή “κεφτέ­δες”) τελι­κές προ­σπά­θειες προς τα δύο τέρ­μα­τα, στην κανο­νι­κή διάρ­κεια του αγώνα.

Αν το ποδό­σφαι­ρο έλκει ως άθλη­μα την κατα­γω­γή του από το αρχέ­γο­νο κυνή­γι, δια­τη­ρώ­ντας μάλι­στα κάποιους σχε­τι­κές λέξεις στην ορο­λο­γία του (όπως ο χαρα­κτη­ρι­σμός του επι­θε­τι­κού ‑σέντερ φορ- ως κυνη­γού), τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών, θα ήταν σαν να έβγαι­νε μια ομά­δα πρω­τό­γο­νων να κυνη­γή­σει για τη φυλή της, να περ­νού­σαν από μπρο­στά της τα θηρά­μα­τα και να μην προ­σπα­θού­σαν καν να τα πιά­σουν. Το πρό­βλη­μα δεν είναι να επι­στρέ­ψεις με άδεια χέρια, χωρίς λεία, για­τί κανείς δεν έχει υπο­γρά­ψει συμ­βό­λαιο με την επι­τυ­χία. Αλλά να συμ­βι­βά­ζε­σαι με το μηδέν, σχε­δόν να το επι­διώ­κεις, να κλεί­νε­σαι στην εστία σου και να μην πετάς ούτε ένα βέλος προς το στόχο.

Το επό­με­νο ρεκόρ που μπο­ρεί να καταρ­ρι­φθεί στο σύγ­χρο­νο ποδό­σφαι­ρο, θα είναι να μην επι­χει­ρή­σουν οι δύο ομά­δες ούτε ένα σουτ (γενι­κώς, όχι μόνο προς την εστία) και να ανταλ­λάσ­σουν πασού­λες στο χώρο του κέντρου για 120 λεπτά, μέχρι να πάνε στα πέναλ­τι, για να τελειώ­νει η αγγα­ρεία. Ή να φτά­σει μια ομά­δα στον τελι­κό και να πάρει τον τίτλο, έχο­ντας μόνο ισο­πα­λί­ες κι επι­κρα­τή­σεις στη δια­δι­κα­σία των πέναλ­τι (παρα­λί­γο να το κάνει η Πορ­το­γα­λία φέτος, που δεν έχει ούτε μία επι­κρά­τη­ση σε 90λεπτο). Ή να κατα­φέ­ρουν να υπνω­τί­σουν τους θεα­τές ενός αγώ­να, όχι ως το σύγ­χρο­νο όπιο των λαών, αλλά με το κάκι­στο θέα­μα που προ­σφέ­ρουν. Τους θεα­τές, που τρώ­νε στη μάπα σού­πες μες στο κατα­κα­λό­και­ρο, και βλέ­πουν ένα μεγά­λο μηδε­νι­κό, ασορ­τί με την κανο­νι­κή τους ζωή, από την οποία προ­σπα­θούν να απο­δρά­σουν για λίγο. Κι αντί να φεύ­γουν από τον αγώ­να γεμά­τοι και να σκέ­φτο­νται “πω πω τι ματς έζη­σα”, νιώ­θουν σαν ζόμπι και ανα­ρω­τιού­νται πώς επέ­ζη­σαν, χωρίς να πεθά­νουν από ανία ή να απο­κοι­μη­θούν στο κάθισμα.

Αλλά όσο πιο γρή­γο­ρο και “φυσι­κό” (physical) γίνε­ται το ποδό­σφαι­ρο, τόσο σπα­νί­ζουν οι ωραί­ες φάσεις και μοιά­ζουν αφύ­σι­κες. Όσο πιο πολύ τρέ­χουν οι παί­κτες, τόσο λιγό­τε­ρο σκέ­φτο­νται και πρω­το­τυ­πούν στο χορ­τά­ρι. Όσο πιο γυμνα­σμέ­νοι υπε­ρα­θλη­τές γίνο­νται, τόσο πιο άτολ­μοι και ακίν­δυ­νοι καθί­στα­νται για τον αντί­πα­λο. Όσο αυξά­νει ελα­χι­στο­ποιού­νται οι κίν­δυ­νοι για την εστία (αυξά­νο­ντας την αγαλ­λί­α­ση των προ­πο­νη­τών), τόσο μειώ­νε­ται η τέρ­ψη του κοι­νού στην κερ­κί­δα. Όσο εξε­λίσ­σε­ται το παι­χνί­δι, τόσο χάνει τη μαγεία του και το θέα­μα. Όσο πιο σύγ­χρο­νο κι επαγ­γελ­μα­τι­κό γίνε­ται, τόσο απο­κτά τα κου­σού­ρια της κοι­νω­νί­ας που καθρε­φτί­ζει: την άχα­ρη βια­σύ­νη, το άγχος, τη σκο­πι­μό­τη­τα, την αγγα­ρεία, τον κατα­να­γκα­στι­κό χαρα­κτή­ρα, που πνί­γει τη χαρά και τη δημιουρ­γία, όπως ακρι­βώς και στη δουλειά.

Με άλλα λόγια, όσο τεί­νουν προς το άπει­ρο τα χιλιό­με­τρα που δια­νύ­ουν στο χορ­τά­ρι οι παί­κτες, οι αγώ­νες, οι ώρες τηλε­ο­πτι­κής κάλυ­ψης, οι χορη­γοί, τα συμ­βό­λαια, τα κέρ­δη, τα έσο­δα, μηδε­νί­ζε­ται η χαρά και μπαί­νει στο περι­θώ­ριο η πραγ­μα­τι­κή χαρά του παι­χνι­διού. Κι όσο γινό­μα­στε θεα­τές στην ίδια μας τη ζωή (σαν τους τερ­μα­το­φύ­λα­κες στον προ­χτε­σι­νό αγώ­να) αντί να την πάρου­με στα χέρια μας, θα τη βλέ­που­με να γίνε­ται ένα ολο­στρόγ­γυ­λο μηδε­νι­κό ‑σαν τη στρογ­γυ­λή θεά μπά­λα- που δε μας προ­σφέ­ρει καμιά ουσια­στι­κή ευχα­ρί­στη­ση, δε μας γεμί­ζει και μοιά­ζει άσκο­πη, σαν τα γεμί­σμα­τα και τις σέντρες της απελ­πι­σί­ας, στα τελευ­ταία λεπτά. Που είναι βού­τυ­ρο στο ψωμί του (ταξι­κού) αντιπάλου…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο