Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστα Βάρναλη: Το «ΑΝ» του Κίπλιγκ

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Στις 18 Γενά­ρη 1936 πέθα­νε ο Τζό­ζεφ Ράντ­γιαρντ Κίπλινγκ, Αγγλος συγ­γρα­φέ­ας και ποι­η­τής, υμνη­τής του αγγλι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού. Γεν­νή­θη­κε στις 30 Δεκεμ­βρί­ου 1865 στη Βομ­βάη της Βρε­τα­νι­κής Ινδί­ας. Εζη­σε στην Ινδία, στη Βρε­τα­νία και στην Αμε­ρι­κή, ταξί­δε­ψε πολύ σε όλον τον κόσμο και απέ­κτη­σε γρή­γο­ρα φήμη σπου­δαί­ου συγ­γρα­φέα και ποιητή.

Το 1907 τιμή­θη­κε με Νόμπελ Λογο­τε­χνί­ας σε ηλι­κία 42 ετών και μέχρι σήμε­ρα παρα­μέ­νει ο νεό­τε­ρος κάτο­χος του βρα­βεί­ου. Τρία χρό­νια αργό­τε­ρα δημο­σί­ευ­σε το ποί­η­μα του «Αν», με τις παραι­νέ­σεις ενός πατέ­ρα προς τον γιο του, που απο­τε­λεί μέχρι σήμε­ρα το σήμα κατα­τε­θέν της ποί­η­σής του και το πιο διά­ση­μο ποίημα.

Στο ελλη­νι­κό κοι­νό είναι γνω­στός κυρί­ως για το παραι­νε­τι­κό ποί­η­μά του «Αν» («If-») και τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «Το Βιβλίο της Ζού­γκλας» με ήρωα τον Μόγλη.

Πετυ­χη­μέ­νη είναι η παρω­δία του ποι­ή­μα­τος «Αν» από τον Κώστα Βάρ­να­λη. Ο Ρ. Κίπλινκ, την επο­χή της αποι­κιο­κρα­τί­ας, δίνει ευγε­νι­κές συμ­βου­λές για το πώς θα γίνει καλός χρι­στια­νός, πολι­τι­σμέ­νος και Καλός πολί­της ο Άγγλος συμπα­τριώ­της του. Αυτός που κατά τη θέλη­ση του Εγγλέ­ζου πλου­το­κρά­τη και για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση των ιμπε­ρια­λι­στι­κών του επι­διώ­ξε­ων, σκο­τώ­νει, βασα­νί­ζει, λεη­λα­τεί, μα ταυ­τό­χρο­να είναι θρή­σκος. Για άφε­ση αμαρ­τιών, με τη Γρα­φή στο χέρι, πηγαί­νει κάθε Κυρια­κή στην εκκλη­σία όπου συμ­με­τέ­χει «ψυχή τε και σώμα­τι». Ο Βάρ­να­λης, αντί­θε­τα, στην παρω­δία του «Το ‘’Αν’’ του Κίπλιγκ», με τις συμ­βου­λές του δεί­χνει το κυνι­κό πρό­σω­πο της ταξι­κής κοι­νω­νί­ας, που αλλο­τριώ­νει τον άνθρω­πο από κάθε ηθι­κή και κοι­νω­νι­κή αξία.

Κώστα Βάρ­να­λη
Το «ΑΝ» του Κίπλιννγκ
(Παρω­δία)

Αν ημπο­ρείς την παλα­βή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνου­νε το γνω­στι­κό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύ­εις τίπο­τα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρ­νάς όλα τα δικά σου, τίπο­τα των άλλων·

κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ’ όσα ψέμα­τα σου λεν με πιό­τερ’ απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραί­νε­σαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύ­ξε­ρο και τον καλό­νε κάνεις.
Αν περ­πα­τάς με την κοι­λιά κι ονεί­ρα­τα δεν κάνεις

κι αν να στο­χά­ζε­σαι μπο­ρείς μονά­χα το ιντερέσο·
το νικη­μέ­νο αν παρα­τάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικη­τή, μα και τους δυο ξετσί­πω­τα προδίνεις·
αν, ό,τι γρά­φεις κι ό,τι λες, το ξανα­λέν κι οι άλλοι
γι’ αλη­θι­νό — να παγι­δεύ­ουν τον κου­τό κοσμάκη·

αν, λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνα­τός αέρας
τα δια­βο­λο­σκορ­πά, και συ ξανα­μο­λάς καινούριον.
Αν όσα κέρ­δι­σες μπο­ρείς να τα πλη­θαί­νεις πάντα
και την πατρί­δα σου κορό­να γράμ­μα­τα να παίζεις·
κι αν να πλε­ρώ­νεις την πεντά­ρα, που χρω­στάς, αρνιέσαι

και μόνο να πλη­ρώ­νε­σαι σωστό και δίκιο το ’χεις·
αν η καρ­διά, τα νεύ­ρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γερά­σα­νε κι όμως εσύ τα στύ­βεις ν’ αποδίδουν·
αν στέ­κεις πάντα δίβου­λος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνά­ζουν οι άλλοι «εμπρός»! εσύ φωνά­ζεις «πίσω»!

Αν στην πλε­μπά­για να μιλά­ει αρνιέ­ται η αρε­τή σου
κι όταν ζυγώ­νεις δυνα­τούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ’ εχτρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγα­πάς, αλλά ποτέ κανέναν·
αν δεν αφή­νεις ευκαι­ρία κάπου να κακοβάνεις

και μόνο αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα ’ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλ­λη που ’χει
κι έξο­χος θα ’σαι Κύριος, αλλ’ Άνθρω­πος δε θα ’σαι

Ράντ­γιαρντ Κίπλινγκ
ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ…

Αν μπο­ρείς να κρα­τάς το κεφά­λι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυ­τό τους εχά­σαν δει­λά, και για τού­το μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυ­τό σου αν μπο­ρείς να ‘χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιά­φο­ρος να ‘σαι κι ορθός στις δικές τους μπρο­στά αμφιβολίες,
αν μπο­ρείς να υπο­μέ­νεις χωρίς ν’ απο­στά­σεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγ­μέ­νος με ψεύ­τες, μακριά να στα­θείς, αν μπο­ρείς απ’ το ψέμα
κι αν γενείς μιση­τός, να μη δεί­ξεις στρα­τί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,

αν μπο­ρείς να ονει­ρεύ­ε­σαι δίχως να γίνεις του ονεί­ρου σου σκλάβος,
αν μπο­ρείς να στο­χά­ζε­σαι δίχως τη σκέ­ψη να κάνεις σκο­πό σου,
αν μπο­ρείς την λαμπρήν αντα­μώ­νο­ντας Νίκη ή τη μαύ­ρη φουρτούνα,
να φερ­θείς με τον ίδιο τον τρό­πο στους δυο κατερ­γά­ρη­δες τούτους,
αν μπο­ρείς να υπο­φέ­ρεις ν’ ακούς την αλή­θεια που ο ίδιος σου είπες,
στρε­βλω­μέ­νη από αχρεί­ους, να γενεί μια παγί­δα για ηλί­θιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντι­κρί­σεις συντρίμ­μια μπρο­στά σου,
κι αφού σκύ­ψεις, ν’ αρχί­σεις ξανά να τα χτί­ζεις με σκάρ­τα εργαλεία,

αν μπο­ρείς να σωριά­σεις μαζί τ’ αγα­θά και τα κέρ­δη σου όλα,
κι αν τολ­μή­σεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ’ την πρώ­τη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυ­ρί­σεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπο­ρείς ν’ ανα­γκά­σεις με βία, την καρ­διά σου, τα νεύ­ρα, το νου σου,
να δου­λέ­ψουν για σέναν ακό­μα κι αφού τσα­κι­στού­νε στο μόχθο,
και ν’ αντέ­ξεις σ’ αυτό στα­θε­ρά όταν τίπο­τε εντός σου δεν θα ‘χεις
άλλο εξόν απ’ τη θέλη­ση που όρθια θα κρά­ζει σε τού­τα «Κρα­τά­τε»,

αν μπο­ρείς να μιλάς με τα πλή­θη κι ακέ­ριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρε­θείς με ρηγά­δες χωρίς τα μυα­λά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπο­ρούν να πονέσεις,
τον καθέ­να αν ζυγιά­ζεις σωστά και κανέ­ναν πιο πρό­σβα­ρα απ’ άλλον,
αν μπο­ρείς να γεμί­ζεις το αμεί­λι­χτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξή­ντα μοι­ραί­ων δευ­τε­ρό­λε­φτων της δια­δρο­μής του,
τότε θα ‘ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρ­χει σε τούτη,
και —περισ­σό­τε­ρο ακό­μα— θε να ‘σαι ένας άνθρω­πος πλέ­ριος, παι­δί μου.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο