Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Τουρκόσποροι» και «λαθροεισβολείς»: Όταν Έλληνες πυρπολούσαν προσφυγικούς καταυλισμούς Μικρασιατών και Ποντίων

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

Τότε ήταν «τουρ­κό­σπο­ροι», «βούλ­γα­ροι» και «όψι­μοι έλλη­νες». Σήμε­ρα είναι «λαθροει­σβο­λείς» και «λαθρο­με­τα­νά­στες».

Τότε ήταν «σκύ­λοι» και «ψευ­το­ρω­μιοί», οι ξερι­ζω­μέ­νοι του Πόντου και της Μικράς Ασί­ας ομο­ε­θνείς, που γύρευαν μερ­τι­κό από τη γη των ντό­πιων ελλα­δι­τών.  Σήμε­ρα είναι «ισλα­μι­στές» και «ψευ­το­πρό­σφυ­γες» που ήρθαν να αποι­κί­σουν τα ελλη­νι­κά και ευρω­παϊ­κά χώματα.

Τότε, για τα ρατσι­στό­μου­τρα της επο­χής, οι ένο­χοι για την φτώ­χεια, την ανέ­χεια και τη μιζέ­ρια που είχε επι­βάλ­λει στη χώρα η αστο­τσι­φλι­κά­δι­κη ολι­γαρ­χία και τα κόμ­μα­τα της, ήταν οι μικρα­σιά­τες και πόντιοι πρόσφυγες.

Σήμε­ρα, για τον μικρο­α­στι­κό φασι­σμό, τα ξεφω­νη­μέ­να αλλά και ντρο­πα­λά ρατσι­στό­μου­τρα, οι ένο­χοι της κατά­στα­σης είναι οι φτω­χο­διά­βο­λοι και τα γυναι­κό­παι­δα που ήρθαν από την Συρία, το Ιράκ και άλλες χώρες για να ξεφύ­γουν από την κόλα­ση των ιμπε­ρια­λι­στι­κών πολέμων.

Οι σημε­ρι­νές απάν­θρω­πες, ρατσι­στι­κές από­ψεις περί μετα­φο­ράς των προ­σφύ­γων σε ξερο­νή­σια (βλ. βου­λευ­τές-στε­λέ­χη της ΝΔ, Βελό­που­λος κ.α) δεν είναι και­νούρ­γιες. Η Μακρό­νη­σος, το μαρ­τυ­ρι­κό αυτό νησί, χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ως ενδιά­με­σος σταθ­μός για την μετέ­πει­τα προ­ώ­θη­ση προ­σφύ­γων της Μικράς Ασί­ας προς τους καταυ­λι­σμούς της ενδο­χώ­ρας (Βλέ­πε:  Τζα­να­κά­ρης, Βασί­λης. Δακρυ­σμέ­νη Μικρα­σία, 1919–1922: τα χρό­νια που συντά­ρα­ξαν την Ελλά­δα, Μεταίχ­μιο, 2007 και Αθα­να­σιά­δης, Τίτος. Μικρά Ασία, 1919–1922: Από την επο­ποι­ία στην κατα­στρο­φή, «Απο­γευ­μα­τι­νή», 2002).

Χαρα­κτη­ρι­στι­κά τα όσα ανα­φέ­ρει, μετα­ξύ άλλων, άρθρο-προ­κή­ρυ­ξη με τίτλο «Στις εργα­ζό­με­νες προ­σφυ­γι­κές μάζες», που δημο­σιεύ­θη­κε στην πρώ­τη σελί­δα του «Ριζο­σπά­στη» στις 8 Δεκέμ­βρη 1923: «Αυτοί φάγα­νε 40 χιλιά­δες πρό­σφυ­γες στη Μακρό­νη­σο, στην καρα­ντί­να, κάνο­ντας την σκέ­ψη πως όσο περισ­σό­τε­ροι πρό­σφυ­γες πεθαί­νουν γι’ αυτούς είναι συμ­φέ­ρον, δεν θέλου­νε σκο­τού­ρες στο κεφά­λι τους».

Το δρά­μα των – ομο­ε­θνών – προ­σφύ­γων δεν τελεί­ω­νε στη Μακρό­νη­σο αλλά, αντί­θε­τα, ξεκι­νού­σε με την άφι­ξη τους στους προ­σφυ­γι­κούς καταυ­λι­σμούς. Εκεί όπου είχαν να αντι­με­τω­πί­σουν το ρατσι­σμό, την απέ­χθεια και τις εγκλη­μα­τι­κές ενέρ­γειες των φασι­στοει­δών της επο­χής που έβλε­παν τους πρό­σφυ­γες – τους ομο­ε­θνείς πρό­σφυ­γες της Μικρα­σί­ας και του Πόντου — ως «υπαν­θρώ­πους».

Να τι άπο­ψη εξέ­φρα­ζε για τους πρό­σφυ­γες ένας γηγε­νής από την Άσση­ρο Θεσ­σα­λο­νί­κης: «Με κανέ­να τρό­πο δε θα δεχτώ τον Καυ­κά­σιο, τον βρώ­μι­κο, στο σπί­τι μου. Όσο με αφο­ρά, μπο­ρεί να πέσει νεκρός στη μέση του δρό­μου και δε με νοιά­ζει. Μακά­ρι να καούν όλοι στη φωτιά. Ο Βενι­ζέ­λος έφε­ρε σκα­τά στη Μακε­δο­νία. Όλοι τους πέθαι­ναν από την πεί­να στην Τουρ­κία» (Εφημ. «Παμπρο­σφυ­γι­κή», 28/9/1924).

Ο ρατσι­σμός και ο μισαν­θρω­πι­σμός δεν άργη­σε να περά­σει από τα λόγια στις πρά­ξεις, με βίαιες επι­θέ­σεις ενα­ντί­ον προ­σφυ­γι­κών καταυ­λι­σμών. Όπως το Νοέμ­βρη του 1924, όταν οπλι­σμέ­νες ομά­δες ντό­πιων, δρώ­ντας σαν τάγ­μα­τα εφό­δου, επι­τέ­θη­καν σε οικι­σμό προ­σφύ­γων στο Κιουπ­κιόϊ (σημε­ρι­νή Πρώ­τη Σερ­ρών) της Μακε­δο­νί­ας και «ετραυ­μά­τι­σαν 17 πρό­σφυ­γας, το πλεί­στον γυναί­κας, πυρ­πο­λή­σα­ντες τας σκη­νάς, τους σταύ­λους, τους αχυ­ρώ­νας, λεη­λα­τή­σα­ντες και τας απο­σκευάς…» (Εφημ. «Παμπρο­σφυ­γι­κή», 9 Νοέμ­βρη 1924).

EMPROS prosfyges 1

SKRIP

Άρθρο της εφη­με­ρί­δας «Σκριπ».

Στην αντα­πό­κρι­ση της εφη­με­ρί­δας «Εμπρός» δια­βά­ζου­με: «Την πρω­ϊ­αν χθες αι 120 οικο­γέ­νειαι των προ­σφύ­γων μένου­σοι υπό σκη­νάς ευρέ­θη­σαν περι­κυ­κλω­μέ­νοι από ομά­δας μαι­νό­με­νου λαού του Κιουπ­κιόϊ. Οι πολιορ­κη­ταί ένο­πλοι επε­τέ­θη­σαν, επη­κο­λού­θη­σε δε αιμα­τη­ρά συμπλο­κή μετα­ξύ εντό­πιων και προ­σφύ­γων. Οι εντό­πιοι διε­σκόρ­πι­σαν τους πρό­σφυ­γας και έκαυ­σαν τας σκη­νάς των. Υπάρ­χουν πεντή­κο­ντα περί­που τραυ­μα­τί­αι και εννέα νεκροί, άπα­ντες πρό­σφυ­γες» («Εμπρός», 6/11/1924).

Η επί­θε­ση στο Κιουπ­κιόϊ είναι ένα μόνο από τα εκα­το­ντά­δες γεγο­νό­τα βίας ενά­ντια σε προ­σφυ­γι­κούς καυ­τα­λι­σμούς μικρα­σια­τών και ποντί­ων. Όπως και σήμε­ρα, έτσι και τότε, τα κίνη­τρα όσων δεν ήθε­λαν τους πρό­σφυ­γες ήταν ρατσιστικά.

Οι ίδιοι που σήμε­ρα φορούν την στο­λή του «υπερ­πα­τριώ­τη», πρω­το­στα­τώ­ντας στις εκστρα­τεί­ες μίσους και ρατσι­σμού απέ­να­ντι στους «λαθροει­σβο­λείς» και «λαθρο­πρό­σφυ­γες», είναι οι ίδιοι που αν ζού­σαν τη δεκα­ε­τία του 1920 θα κυνη­γού­σαν τους «τουρ­κό­σπο­ρους» και «ψευ­το­ρω­μιούς» ομο­γε­νείς του Πόντου και της Μικρασίας.

Απ’ το Κιουπ­κιόϊ στη Μόρια, ο μισαν­θρω­πι­σμός δεί­χνει να ‘χει παρα­μεί­νει αναλ­λοί­ω­τος. Όντας ιδε­ο­λο­γι­κό όπλο της αστι­κής τάξης ο ρατσι­σμός είχε και έχει πάντο­τε το ίδιο απε­χθές, βάρ­βα­ρο, απάν­θρω­πο πρό­σω­πο. Η μήτρα που τον γεν­νά δεν είναι άλλη από το σάπιο καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα, που απο­τε­λεί την πηγή των ιμπε­ρια­λι­στι­κών πολέ­μων, της εκμε­τάλ­λευ­σης, της δυστυ­χί­ας, του ξερι­ζω­μού των ανθρώ­πων από τις εστί­ες τους.

Να, λοι­πόν, ποιο είναι το συμπέ­ρα­σμα: Η πάλη ενά­ντια στο ρατσι­σμό, την ξενο­φο­βία, τον «χρυ­σαυ­γι­τι­σμό» και τον φασι­σμό δεν μπο­ρεί παρά να είναι ανα­πό­σπα­στα ενταγ­μέ­νη στον συνο­λι­κό αγώ­να για το γκρέ­μι­σμα και την ανα­τρο­πή του συστή­μα­τος που τους γεν­νά και τους αναπαράγει.

Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο