Ο Γιώτης, από γεννησιμιού του φευγάτος, έτσι τον είχε βγάλει η φύση, ψια πειραγμένο, αλλά όχι ντιπ σιεμεντελό. Ήλεγαν έφταιγε η μάνα του η Ρίνα πό ’χε ανέβει γκαστρωμένη στον κίσσαρα και τον πελέκησε με το κασάρι παραμονή τ’ αη Συμιού. Θά ’χε ξαστοχήσει πως οι γκαστρωμένες κείνες τις δυο μέρες, παραμονή κι ανήμερα τ’ αγίου, δεν έκανε να πιάκουν μαχαίρι, ψαλίδι, κασάρι, κι αν ήταντη ανάγκη, φυλάγονταν, έβαζαν ένα σκουτί ανάποδα, έτσι ξέραμαν, έτσι κάναμαν. Αυτή τ’ αλησμόνησε, δεν είχε γυρίσει το ρουτί απ’ την ανάποδη, κόλλησε ψηλά στο δέντρο, ήβρε το ίσκιωμα τρόπο, της μπήκε απ’ τ’ αυτί, του φύσηξε το μυαλό του Γιώτη κι ας ήταντος μες στην κοιλιά. Είχε γεννηθεί με το σημάδι, μια αλλιώτικη ελιά πίσω στη ρίζα στ’ αυτί, τ’ αριστερό. Ψηλός, ντερέκι, πρώτο ανάστημα, τα μαλλιά πυκνά, αχτένιστα όλο μπούκλα και τα δόντια, όπως το λέει το τραγούδι μω, «δόντια πυκνά και μαργαριταρένια…». Χατίρι δεν χάλαγε. Το κεφάλι στητό, μ’ αδύνατος, έπλεε μέσα στην ποτούρα, — σουβλί παλικάρι- , τον ήλεγαν οι μπάμπες, κι από χρώμα, ούι, ούι, ντιπ γκαργκανούλι, γκαργκανούλι μω φούλα. Φόραε μαύρη μπουραζάνα από γιδόμαλλο, ποκάμισο μπαμπακένιο, άσπρο, με δυο κουμπιά στο λαιμό και τα μανίκια ψια φαρδιά. Είχε και γελέκο, μαύρο κι αυτό, κεντημένο, κεντημένο ήταντο και το ζωνάρι του. Τα καλά τα τσαρούχια τά ’χε κονομήσει στην Κόνιτσα, με φούντα μάλλινη και τέσσερις πατωσιές σόλα, τ’ άλλα τα γουρνοτσάρουχα τά ’φτιανε αυτός, τού ’χε μάθει ο μπάρμπα Μπούκαλης στον Τσαμαντά.
Η στρωμένη ζωή δεν τ’ άρεσε, δεν τον ένοιαζε ποτέ τ’ αύριο, μόνο το σήμερα λογάριαζε. Καλόκαρδος και ψυχωμένος με το θάρρος πό ’χει το πείσμα, δε χαμπέριαζε κίντυνο. Αν δεν ήταν τέτοιος δεν θα πάγαινε με τον καπετάν Σούλιο να ριχτεί στη μάχη το 1914, τότε στον αδικοχαμένο Βορειοηπειρωτικό αγώνα, τον καλούσε το αίμα, ίδιο, ελληνικό μω. Μάρτη μήνα, τα ξέφωτα όλο χορτάρι και μανούσια, φουσκωμένες οι οξιές έτοιμες να πετάξουν ανθούς, λιώνανε τα χιόνια όταν είχε γένει ο ξεσηκωμός της Κορυτσάς. Λέγανε τα γερόντια, πως τότες δεν είχαν γυρίσει τα χελιδόνια, πουθενά καένα, μήτε απέδω, μήτε απέκει, ένεκα που δεν ήβραν καλό ουρανό. Ο τόπος μύριζε μπαρούτι, μπροστά στο χαμό δεν καρτέρεσαν άνοιξη, βασανισμένοι άνθρωποι από πόλεμο σε πόλεμο, κοπελίτσα μου γραμμένη. Μεγάλες θυσίες, είχαν γιομίσει τα Γιάννινα ξεσπιτωμένα γυναικόπαιδα και λαβωμένους. Αυτή ήταντη ακόμη μια φορά που βρεθήκαμαν σε μεγάλη σφαγή, άλλη μια φορά που χαλάστηκαν σπίτια και ρήμαξαν σκολειά, άλλη μια φορά που οι Μεγάλες δυνάμεις ένιψαν τα χέρια τους στο αίμα, το δικό μας ωρέ, πλάνταμος να τους είχε έβρει πό ’ρθαν οι ξένοι να διαφεντέψουν τον τόπο, να μας βάλουν και συνόρατα, από λόγγο σε λόγγο, από ρόγγι σε ρόγγι, από σπίτι σε σπίτι, από μπουχαρί σε μπουχαρί, απ’ αδερφό σ’ αδερφό, από ψυχή σε ψυχή… Μουργκάνα απέδω, Μουργκάνα απέκει, γλώσσα μια, ρίζα μια, κορμί ένα, τι είχε γένει το μολογά ο αγέρας και τα πουλιά στα τσέπια, πώς την έκαμαν τέτοια, πώς τη χώρισαν, σάματις γυναίκα που βύζαινε δυο παιδιά κι άξαφνα της άρπαξαν το ένα μαζί το βυζί, γένεται να μην κλαίει; Δε γένεται, κι αν γερνά, δεν αστοχά η μάνα.
Η Μοίρα σέρνονταν στα καταράχια, ξέθαβε παλιούς νεκρούς, ήβρισκε ακόμη παλιότερους, παράχωνε τους καινούργιους όπως – όπως αποπάνω, μοιρολόγαγε απαρηγόρητη, άνοιγε κι άνοιγε πληγές, τι αρρώστιες, τι φτώχεια, τι σκοτωμοί, τι ξενιτιές, κι ο Γιώτης, τούτες τις πληγές τις έκανε παραθύρια φάτσα φόρα στον ήλιο, ‑έτσι είν’ ο κόσμος, ο ντουνιάς- , αρέντευε κι άρμεγε τη ζωή όπου την ήβρισκε το γρώνιζε καλά πως είναιτη λίγη η ρημάδα και δεν έχει δεύτερη φορά, το γρώνιζε πως μόνο τα βουνά γερνούν και ξανανιώνουν. Κοίταζε σιαπέρα, τραβούσε έξω και μακριά απ’ τους έρημους χρόνους μ’ ανεφοβιά και πάντα λεύτερος. Έπινε τσίπουρο, έπινε, δεν άφηνε αγκούσα να σέρνει την καρδιά του, ξέχναε τα βάσανα, έρχονταν στο κέφι, απέταε το ντέφι ψηλά, «όσο μας έχει γραμμένο ωρέ» , έλεγε, χόρευε αλαφρά σαν ίσκιος, άνοιγε ο δρόμος της ψυχής, τραγούδαε, λάλαγε ο τόπος ως πέρα στη ράχη.
Κάποτε, σ’ ένα χοροστάσι στην Καμίτσιανη, είχε σμίξει με κάποιονε διαβάτη, καλαντζή, κάποιον Κούβαρη απ’ το Μπαμπούρι, γένηκαν φίλοι. Τούτος ήταν που τον πήρε βοηθό και τον έμαθε την τέχνη τ’ αλειφιά. Ο ίδιος του ’χε δείξει και πώς νά ’φτιανε ντέφι, νά ’χει καλό, δικό του. Ο Μίχος, αδερφός του Γιώτη, τού ’καμε τη χάρη, έσφαξε μια γίδα την έψησαν στη στια, έφαγαν να τιμήσουν τον ξένο άνθρωπο, έκαμαν ζέφκια, και την άλλη μέρα έβαλε το γιδοτόμαρο στη βαρέλα με στον ασβέστη, όπως είχε τού είχε πει. Σε δυο βδομάδες, αφόντας το ’βγαλε, το τέντωσε απάνω σ’ ένα παλιό σοφρά, το στέγνωνε στον ήλιο κι έξυνε με το σουγιά λίγο – λίγο μέχρι που καθάρισε απ’ την τρίχα. Τό ’πλυνε η βάβω με σαπούνι κι αλισίβα, τ’ άπλωσαν ξανά, τό ’μασαν καθαρό και στεγνό. Ωστόσο είχε βρουν καλό κλαδί μελικοκιάς, έκαμαν διπλό το κρόθι και μεγάλο σα νταβά, τέντωσαν απάνω το τομάρι, τό ’ραψαν στο γύρο, πέρασαν οκτώ γουργούλια και μια φούντα κόκκινη, «γένηκε ντέφι, τώρε γλέντα ωρέ άγουρε, συ δεν είσαι για τσοπάνος φούλη, σύ γεννήθηκες καλαντζής, από κούνια κι από σαρμανίτσα» , είπε ο Μίχος.
Έσμιξαν τα δάχτυλα του Γιώτη κλειστά, χτύπησαν στη μέση. Το τεντωμένο δέρμα είχε αποκτήσει φωνή βαθιά, με το δεύτερο χτύπημα κατέβαινε παραδομένος τον Άδη ως τον πάτο, κι ύστερα θαρρείς στο τελευταίο σκαλί άνοιξε τα δάχτυλα, τά ’συρε απότομα προς τα έξω, χάιδεψε τις άκριες, λάλησαν και τα γουργούλια, έκλεισε τα μάτια, χαλάρωσε το χέρι λες κι άγγιζε κοπέλα στα μάγουλα, έρθε πίσω απ’ τα βλέφαρα η Πανάγιω, κείνη θυμήθηκε, πρόλαβε τη φίλησε, φύσηξε αγέρας, τ’ άνοιξε, βγήκε απ’ τ’ όνειρο, τινάχτηκε η φούντα, με τη γλύκα του ονείρου φανερώθηκε στον απάνω κόσμο μα η κοπέλα πουθενά. Σήκωσε το μαστραπά, τον κατέβασε μονορούφι…
Άι βάλε κρασί, μωρή Πανάγιω μου,
άι βάλε κρασί στο μαστραπά
και βγάλτον στον αγέρα
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιούμαι περιστέρα.
Άι κι αν δεν το πιώ, μωρή Πανάγιω μου
άι, κι αν δε το πιώ την Κυριακή
το πίνω τη Δευτέρα
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιούμαι περιστέρα.
Αχ, έτσι είν’ ο κό- μωρή Πανάγιω μου,
αχ, έτσι είν’ ο κόσμος κι ο ντουνιάς
σαν τον τροχό γυρίζει
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιούμαι κρύα βρύση.
Άι για πάρε συ, μωρή Πανάγιω μου
άι για πάρε συ, τη ρόκα σου
κι εγώ τον ταμπουρά μου
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιούμαι χαλασιά μου.
Άι και πάμε να, μωρή Πανάγιω μου
άι και πάμε να γλεντήσουμε
πέρα στα γονικά μου
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιούμαι χαλασιά μου.
Όλη της η θέληση, της Πανάγιως μω, είχε γένει καπνός μπροστά στη δική του, τότες που τον είχε ανταμώσει πρώτη φορά ζαλωμένη το βαγένι, στην κάτω βρύση στη Δερβιτσάνη, κάνα χρόνο πριν πάει ο Γιώτης στην Κορυτσά. Μικροκαμωμένη, μάτια καστανά που όσο εύκολα γελούσαν, άλλο τόσο εύκολα φορτώνονταν αλμύρα κι έκλαιαν. Λυγερή, αλαφροπάτητη, πάγαινε καμαρωτή κι ας είχε το γλέμμα χαμηλά. Τούτος ξαφνιάστηκε από την άγγιχτη ομορφιά κι εκείνη από το γέλιο του.
Την τήραξε στα μάτια. Κάπως του φάνηκαν βούρκοι πηγμένοι στην απελπισιά, μα αφόντας ζύγωσε και της γέλασε, ξεχώρισε το κρυμμένο μέλι και τις φλόγες π’ άγλειφαν τα βλέφαρα. Κι εκείνη, δεν έκανε ούτε βήμα πίσω, ούτε έδειξε να σκιάζεται σαν αντίκρυσε μπροστά της την ξερακιανή μορφή την λίγο περσότερο μαυριδερή από το συνηθισμένο. Του είχε εμπιστευτεί την ιστορία της ζωής της, εκεί στη βρύση, ωσότου να γιομίσει το βαγένι, πρόλαβε και του μίλησε χωρίς δισταγμό. Τον πατέρα και τον άντρα της αδερφής της, τους είχαν σκοτώσει στη Χιμάρα το Νοέμβρη του 1912, πολέμαγαν στο κίνημα του Σπυρομήλιου, μω φούλα, πολέμαγαν για λευτεριά, μαύρα και σκότεινα χρόνια. Με τη μάνα σκιαγμένη, και την αδερφή της πό ’χε λεχούδι ακόμη το παιδί στη φασκιά, μαναχές τρεις γυναίκες, όπως την ήβρισκαν τη ζωή έτσι την πάγαιναν, η φώχεια στη γρεντέ, καραούλι οι πίκρες στην πόρτα. Κι η κακή ζωή χαροντιά μυρίζει, χαροντιά…
Ο Γιώτης έβρισκε αφορμές, πάγαινε σιαπάνου, όλοι έφευγαν απ’ την άνοιξη ως τ’ άη Δημητριού σιαπέρα, σιακάτου, κι αυτός αντάμα με κείνον τον Μπαμπουριώτη τον Κούβαρη, ολοχρονίς και ολοένα σιαπάνου αρέντα, ζωή καλαντζίδικη, ένα σβίγκο για καζάντιο έκαμαν, ίτσιου τίποτις. Το μαχαλοσάκι στον πλάτη, μ’ όλα τα σύνεργα σπίρτο, γκαζοφωτιά, κουμοκάσι, αλάτι, νησιαντήρι, γουρνοτόμαρο, μυτοτσίμπηδα, παλάσι, σφυριά, ψαλίδι, τον στούμπο και στην κορφή ψιά ξερό ψωμί, ψια τυρί, καμιά μαραγκούλα, τη μπουκάλα με το τσίπουρο και δρόμο με τα ποδάρια, σπάνια έπαιρναν άλογο. Πάγαιναν κατά τη Δερβιτσάνη, ήβρισκε αφορμή να την ανταμώνει κείνη την όμορφη Πανάγιω τη ρουσομάγουλη.
Στο χρόνο απάνω, παρακινημένος απ’ τον Κούβαρη, της είχε γυρέψει γάμο, θα την ήφερνε νύφη στον Τσαμαντά, είπε να μιλήσει στη μάνα και στην αδερφή της, αν τό ’θελαν έρχονταν κι εκείνες μαζί, κάπως θα ’βρισκαν τρόπο να πορεύονταν, θα μεγάλωνε και το κούτσικο σε οικογένεια, καλύτερα τ’ ορφανό, «κι εγώ βλάμης» , είχε πει ο Κούβαρης κι έδωκαν τα χέρια. Κείνη τη φορά όμως, του είχε φανεί κάπως αλλιώτικη, σάματις χλομή, κακοδιάθετη, λίγο αδυνατισμένη, μα και πάλε, δεν έβαλε κακό στο μυαλό. Έρθε πίσω καταχαρούμενος, ζήτησε την ευκή απ’ τον πατέρα, ναι είπε και η βάβω Ρίνα, έβαλε μπροστά σκέδια για καινούργια ζωή ο Γιώτης.
Απ’ τη χαρά του μαναχός τραγούδαε, μαναχός χόρευε.’Ετσι γένεται όποιος κοζιάρει. Κι όλο απέταε το ντέφι ψηλά, ζύγιαζε τα χέρια φτερούγες στο βουνίσιο αγέρα, έγερνε κατά πίσω το κεφάλι, μετά τ’ άρπαζε γρήγορα με ορμή, τό ’φερνε γύρα απ’ το κορμί του τρέμοντας, κι έλεγες πως έκλαιγε αυτό, το ντέφι, πώς τό ’κανε εμείς δεν ξέραμαν, αυτός όμως το γρώνιζε…
Πού πας περδικομάτα μου, μωρέ,
τώρα το μεσημέρι
Θα σε λερώσει ο κουρνιαχτός,
μωρέ, θα σε μαυρίσει ο ήλιος
Κι αν με λερώσει ο κουρνιαχτός, μωρέ,
κι αν με μαυρίσει ο ήλιος
Θα βρω νερό για να λουστώ, μωρέ,
πέρα στην κρύα βρύση
Στα φουντωτά κλωνάρια μου, μωρέ,
να ξαποστάσεις έλα
Κι όταν θα πέσει το δροσιό, μωρέ,
τότε αν θέλεις φεύγα
Δε φεύγω εγώ πουλάκι μου, μωρέ,
δε φεύγω μακριά σου
Εδώ θα φτιάξω τη φωλιά, μωρέ,
να κελαηδώ κοντά σου.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1914, η βάβω Ρίνα είχε ανάψει τον φούρο στο κατώι. Πυρωμένη και η γάστρα να ψήσει το κρέας. Η ζύμη σκεπασμένη με το μαλλινοσέντονο στη σκάφη, δεν έπαιρνε να φουσκώσει όπως άλλες φορές. Είχε κρύγιο, πολύ. Θά ’ρχονταν η Λένη, να πλάσουν οι δυο τα ψωμιά, κατόπιν θά ’φτιαναν και τις πίτες με το μπομποτίσιο. Ο Γιώρης με την πατατούκα στο παραγώνι σύμπαινε τα κούτσουρα στη στια. Ούι, τού πετάζονταν οι σπίθες ψηλά, «οχτροί, αρρώστια, κακό νταλαλάκι, ούι, όξω το κακό όποιο κι αν είναιτο, μακριγιά κι αλάργα» , έριξε ένα κλαδί δάφνη, «ξορκισμένο να ’ναι» , μονολόγησε. Ο Μίχος κι ο Γιώτης περαίτευαν τα ζωντανά, κάποια γένναγαν, είχαν ανάγκη τα μαύρα.
Σουρούπωνε όταν φανερώθηκε στην πόρτα κείνος ο καλαντζής απ’ το Μπαμπούρι, ο Κούβαρης. Έπιε ένα τσίπουρο, έρθε ο Γιώτης τα κάμανε δυο, κι ύστερα τρίγια, μα κουβέντα δεν μολόγαγε, δεν τού ’βγαινε η λαλιά. Φαίνονταν βαριοκαρδισμένος, δεν ήξερε πως ν’ αρχέψει την κουβέντα. Απ’ τα πολλά ήβρε τρόπο, ζμπόρισαν γι’ άλλα κι άλλα, κι έπειτα είπε πως είχε μάθει στον Παρακάλαμο, από κάποιους άλλους καλαντζήδες τα κακά χαμπέρια, ούι, τ’ άλαλα και τα μπάλαλα.
Κοντολογίς, είχε βρουν την αδερφή της Πανάγιως, με τ’ εκείνο το κούτσικο στην αγκαλιά της, σιάδη στην αυλή τσ’ εκκλησιάς, στο μαναστήρι των Αξιαρχών. Τα στόματα και των δυονών έχασκαν, αυτό το μαυρότυχο είχε πλαντάξει στο αίμα κι αυτή λιωμένη, δεν τής είχε μείκει σάρκα για σάρκα ψηλά στο κορμί, το ’σφιγγε ακόμη στον κόρφο η μαυρονιά η αχάρητη. Η δόλια η μάνα άνοιξε το λάκκο και παράχωσε την θυγατέρα και τ’ αγγόνι της μαζί, κι όχι στο κοιμητήρι μα πέρα στο λόγγο κατά το ρέμα. Οι άνθρωποι στη ρούγα είχαν καιρό που την σκιάζονταν, χρυσό μήλο δεν έπαιρναν απ’ το χέρι της, τόσος φόβος. Ως τις είκοσι του Δεκέμβρη είχε πάει και η μάνα σε χειρότερο χάλι.
«Για την Πανάγιω μω φούλη, έμαθες τίποτις;» , με αγωνία είχε ρωτήσει ο Γιώτης μα δεν πήρε απόκριση. Μήτε άκουσε τι τον ορμήνεψαν οι γονέοι, μήτε έκαμε δεύτερη σκέψη. Σέλωσε τ’ άλογο, ρίχτηκε από τη ράχη στα περάσματα όπως ήξερε, κίνησε μες τη νύχτα κι έκανε ένα κρύγιο διαολεμένο, ούι σε περόνιαζε ως το κόκκαλο.
Την πρόλαβε την άλλη μέρα, βασιλέματα ήλιου, στη δύση της δικής της ψυχής, ζωντανή, μα κέρινη, δεν είχε απαντοχή, μάγουλα και μάτια βουλιαγμένα, κι όλο έβηχε, έβηχε, την έπνιγε αυτός ο πλάνταμος στο γκιόξι, έφτιε αίμα η μαύρη, η δολιοκόπελη, την είχε θερίσει κι αυτή το χτικιό ολομόναχη κι αβοήθητη. Παρά τη θερμασιά που την έκαιε, τον γρώνισε, κατάπιε τα μουγκρητά του πόνου, ανακάθισε στο σάισμα, τράβησε τη βελέντζα, έριξε τον πλάτη στα μαξιλάρια να μπορέσει να στηρίξει το κορμί πό ’δινε μάχη να μη λυγίσει, ζορίστηκε, την έπιακε βήχας και ρίγος, πετάχτηκαν οι φλέβες στο λαιμό, γιόμισαν τα άδολα μάτια της ποτάμια. Δεν ζήταε βοήθεια, μήτε σωτηρία, να φύγει μακριά της ζήταε, να σωθεί αυτός από την αρρώστια, μα δεν έφυγε, δεν μπόρεσε να την αφήκει έρμη τις τελευταίες στιγμές, δεν το βάσταε η καρδιά του. Κράτησε μια νύχτα όλη κι όλη, κείνη τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, την κράταε αγκαλιά, έξω τα νυχτοπούλια κάτι καταλάβαιναν και τα σκυλιά κάπου παραπέρα στον άλλο μαχαλά αλύχταγαν. Την είδε που ταράχτηκε, την κράτησε πιο σφιχτά, μπορεί να σκίζονταν η καρδιά του, μα αλλιώς θέλησε να την αποχαιρετήσει για κείνο το μακρινό ταξίδι που καθένας παγαίνει ασυντρόφιαστος:
Σκίζω ρι‑, μωρή Πανάγιω, σκίζω ρίζω το λεμόνι
άιντε σκίζω ρίζω το λεμόνι, βρίσκω τη Πανάγιω μέσα.
Άιντε βρίσκω τη Πανάγιω μέσα πό ’πλεκε χρυσό γαϊτάνι
πό ’πλεκε χρυσό γαϊτάνι πάει για τη Δερβιτσάνη.
Ωρέ γεια σ’ Πανάγιω μ’ μια, γεια σ’ Πανάγιω μ’ δυο,
γεια σ’ Πανάγιω μ’ τρεις, κι αν θα παντρευτείς
κι αν θα παντρευτείς τι καλό θα δεις;
Θ’ αγκαλιάσεις, θα φιλήσεις και θα βαρεθείς.
Αγέρας σηκώθηκε, άνοιξε το παραθύρι, μπήκαν μέσα τρεις πεταλούδες, έκαναν ένα γύρο την κάμαρη, έφυγαν τέσσερις…
Στη ρούγα έπεφταν απαλά οι πρώτες παπλαμούδες, κι η πάχνη στα κεραμίδια που δε γνώριζε γιατί ήταν εκείνο το χάραμα τόσο μα τόσο θλιβερό, έδωσε μια και σκόρπισε κρουσταλλιασμένη.
«Ωρέ αφέντη θάνατε…» , παραδέχτηκε νικημένος κι ύστερα «αχ τι να τον κάνω τον ντουνιά, άχ τον έρημο τον κόσμο…» , την ασπάστηκε νεκρή κι αστόλιστη την αυγή και όχι νύφη…
Απόγιορτα, γύρισε στον Τσαμαντά, κατάκοπος, ανταριασμένος, όλο χολή. Δεν του πήραν πολλές κουβέντες. Έμεικε σ’ ένα καλύβι πλάι στο γρέκι από έγνοια μην τους κολλήσει την παλιαρρώστια, τό ’ρχονταν κρίμα να τους πάρει στο λαιμό του. Από μακριά τους ζήτησε να τ’ αφήκουν το ψωμί και να μην τον ζυγώσουν, αν έζηγε θα τα κατάφερνε μαναχός, ήξερε να περαιτευτεί, δεν είχε ανάγκη.
Διάβηκαν οι μέρες, κι οι νύχτες, την έκλαψε. Φλεβάρης, είχε ανθίσουν οι αμυγδαλιές, μύτη δεν τού ’σταξε, οριό δεν τον έπιακε, «γερός είμαι» , είπε μέσα του, κατέβηκε στο χωριό, έσμιξε κόσμο, έμαθε νέα.
«Αφού δεν χάθηκα από την αρρώστια, ας πάω κιντυνεμένος στη μάχη, δεν είναιτη ζωή χωρίς την Πανάγιω» , αυτό σκέπτονταν πάνω στην πίκρα του κι έτσι πήρε την απόφαση, είχε πάει εθελοντής στην Κορυτσά, καένας δεν του το ζήτησε, γύρευε τρόπο να κονταροχτυπηθεί με τον άτιμο το Χάρο. Είχε σταθεί τυχερός, γλίτωσε.
Όταν έρθε πάλε πίσω και τον είδαν ζωντανό, Πασχαλιά, 6 Απρίλη του 1914 ήταν που φανερώθηκε, ωρέ και τι χαρά έκαμαν, και για πότε έστησαν τραπέζι όξω κάτω απ’ τον τσέρο, έπιαν κι έφαγαν όλοι μαζί. Ο Μίχος του ήφερε το ντέφι κάποια στιγμή, τού ’γνεψε με τα μάτια. Το κοίταζε, έλεγαν δεν θα τ’ άγγιζε, μα γελάστηκαν…
Ένα βράδυ βγήκε ο Χάρος πάει να βρει βιολιά
για να βγει να τραγουδήσει στη φτωχολογιά.
Φάτε πιέτε και γλεντάτε όλοι βρε παιδιά
όποιος πάει στον κάτω κόσμο δεν ξαναγυρνά.
Ψεύτικη είναι η ζωή μας πως να σας το ειπώ
ένα πρωί και μεσημέρι κι ένα δειλινό.
Φάτε πιέτε και γλεντάτε όλοι βρε παιδιά
όποιος πάει στον κάτω κόσμο δεν ξαναγυρνά.
Την άλλη μέρα αχάραγα πήγε στο ποτάμι, πλύθηκε, φόρεσε καινούργια μπουραζάνα, ποκάμισο μπούτσιρο, ζήτησε να του φέρουν το μαχαλοσάκι πό ’χε κρεμασμένο σ’ ένα κλιτσινάρι στο κατώι. Ξύπνησαν όλοι, κατάλαβαν, αγκαλιάστηκαν, γραπώθηκαν από τους πλάτες, έτρεμαν σύγκορμοι, είπαν δυο λόγια να τ’ αλλάξουν γνώμη, δεν έπιασαν τόπο, έκλαψαν κάμποσο κι αφού στέρεψε ο πόνος στα μάτια σφούγγισαν με τα χέρια τα ματοτσίνορα, χωρίστηκαν. Έτσι αποχαιρέτησε πατρικό, γονικά, τον αδερφό, παιδιά και κοπέλες, μπαρμπάδες και θειάκες, κείνος που τον ήλεγαν Γιώτη. Τα είχε ζυγίσει καθώς φαίνονταν, όσο έζηγε, θά ’ζηγε μαναχός, δίχως σπίτι, δίχως γνώμη ποτέ πια για γάμο, όπου νύχτωνε κι όπως ξημέρωνε. Mε τους λύκους; Με τους λύκους. Mε τα πουλιά; Με τα πουλιά. Με τους ανθρώπους; Mε τους ανθρώπους, με το μαχαλοσάκι στον πλάτη και το ντέφι στον ντρουβά, να το ’χει παρηγόρια στα δύσκολα.
«Έκα Γιώτη, στάσου παιδάκι, χλωροσιά τση μάνας, πούθε κινάς λεβέντη μου» , είχε ρωτήσει δακρυσμένη η Ρίνα κι ο καημός την έκανε να τραμπαλίζεται αποκαμωμένη. Ήγλεπε την πίκρα στο γλέμμα του. Έτσι σιαλαϊσμένη πιάστηκε από την ανθισμένη κρασομηλιά. Τούτη η πίκρα του μισεμού της έκοβε τα γόνατα.
Στάθηκε, την αφουγκράστηκε να βαριανασαίνει. Κι η δική του καρδιά είχε σφιχτεί, πέτρα. Ένας κόμπος είχ’ ανέβει στο λαιμό, τον έπνιγε. Ό,τι ήταν η ζωή του μέχρι τότε χώρεσε σε μια στιγμή. Το κοπάδι του Μίχου τον περικύκλωσε. Τα σκυλιά γάβγισαν κάπως αλαφιασμένα. Μια αλλόκοτη βουή έφτανε στ’ αυτιά του, πότε τραγούδι, πότε μοιρολόι. Σάστισε, για λίγο μόνο. Άπλωσε το χέρι έκοψε ένα κλαδάκι απ’ τ’ ανθισμένο δέντρο, τό ’φερε στη μύτη, άνοιξε τα ρουθούνια, ρούφηξε την μυρωδιά ως την ψυχή, κάπου μέσα του φανερώθηκε η εικόνα της Πανάγιως ζωντανή, κράτησε τον αναστεναγμό, δάγκωσε τα χείλη, μάτωσαν…
«Σιακάτου μάνα, κατά την Πελοπόννησο, σιακάτου πααίνω, έχω μέρες μπροστά, μη σκιάζεσαι καρτερεί η ζωή, έχε γεια…» , σπιρούνισε τ’ άλογο, κι όχι μόνο δεν έριξε ένα γλέμμα πίσω του, μα και δεν ξαναγύρισε ποτέ…
«Να σε θέλει η ζωή» , τον ευχήθηκε η Ρίνα, μα σαν τον έχασε απ’ τα μάτια της, δεν ήγλεπε, δεν άκουε, δεν οσφραίνονταν ντότι. Είχε μείκει με την πνοή απ’ την ανάσα του καρφωμένη στο μεσόφρυδο. Τράνταξαν τα σωθικά της, σπάραξε. Μαραγκιασμένη διπλώθηκε στα δυο, γούριαξε, φωνή ως την τσούκα της Μουργκάνας, ως τα σωθικά τ’ ουρανού που βλέπει κρίμα κι άδικο και βρέχει, κοπελίτσα μου γραμμένη και ζωγραφιστή…
Από καθαρή αμηχανία και μόνο, η Χαρούλα, την Πρωτοχρονιά του 1984, νύφη στους Φιλιάτες, καθισμένη στην πράσινη φλοκάτη στο τζάκι έφερε το χέρι στο αριστερό αυτί και άγγιξε εκείνη την κρυφή ελιά που ήξερε πως είχε κληρονομιά από τον παππού της το Σιγανομανώλη, σαμιά την λένε στην Κρήτη. Αυτή ήταν και η αφορμή, μια ελιά, ίσως και τα σγουρά της μαλλιά. Μετά τα ούι και ούι που ακούστηκαν σε ένδειξη απορίας, αφού είδαν και ψηλάφησαν το σημάδι μα φανερή αναστάτωση, έφτυσαν στον κόρφο, έριξαν τα κάρβουνα στο ποτήρι και τ’ αλάτι στη φωτιά, τη μέτρησαν με τον πλάστη στην πλάτη σταυρωτά, είπαν και κάτι λόγια να ξορκίσουν το κακό, η θειάκω Αντρίγιοβα πρώτη άνοιξε το συρτάρι της θύμησής και ξέθαψε την ιστορία του Γιώτη Μπάντιου απ’ τη σκόνη του καιρού και την αθάλη του χρόνου. Ό, τι ξέχναγε εκείνη, το συμπλήρωναν η Φωτοτζίγκοβα του Τσιάκου απ’ το Περδικάρι, η Γιώργαινα του Βασίλη Τζίγκου, η Μίγια του Κωτσιατσιάβου, κι όπου άφηναν την κουβέντα στη μέση, στην άκρη, δεν έχει σημασία, την έπιαναν η Φωτομπάντιοβα, η Τσιάβω του Φωτοράπτη, η Αθηνά του Παπανίκα, ο Φωτοτζίγκος. Όταν όμως έμπαινε στην κουβέντα ο πεθερός της Χαρούλας, σώπαιναν. Τον άφηναν με σεβασμό να συμπληρώσει τις λεπτομέρειες, να γυρίσει πίσω την κουβέντα να διορθώσει όσα είχαν ειπωθεί, «εσύ Γιώρη, εσύ που τον είχες πρωτομπάρμπα, γρωνίζεις σωστότερα από τ’ εμάς» παραδεχόταν πως μόνο αυτός ο Γιώρη Μπάντιος, γιός τ’ αδερφού τού Γιώτη, του Μίχου, αυτός μπορούσε να γνωρίζει κι όχι μόνο καλύτερα από όλους, μα κι από κοντά, αφού ήταν ο μόνος τον είχε γυρέψει και συναντήσει στα Ολύμπια, προτού ξεσπάσει ο πόλεμος του σαράντα, είχε προλάβει μάλιστα και τον είχε διδάξει την τέχνη του κασσιτερωτή.
«Είχε χαρεί ο δόλιος π’ ανταμώσαμαν. Σ’ ένα πλουσιόσπιτο κοντά στον αρχαίο τόπο με τις κολώνες, κάποιοι νοικοκυραίοι τού ’χαν παραχωρήσει ένα δωματιάκι στο κατώι, είχε βάλει και μια κρασομηλιά στην πόρτα, την είχε δω ανθισμένη, τι θάμα, πώς γέμιζαν μυρωδιά τα πλεμόνια. Βράζαμαν τα λουλούδια, τα κάναμαν τσιάι πίναμαν μια τσιάφκα το πουρνό. Μετά τό ’ρινε στο τσίπουρο, πολύ έπινε και κάπνιζε σάματις φουγάρο. Από φαγί έτρωε λίγο, τραγούδαγε ολημερίς, αδύνατος σουβλί παλικάρι, καλή καρδιά ο μαύρος. Εκείγια μό ’μαθε κι εμένα την τέχνη του καλαντζή, αυτός μ’ έμπασε και στο χορό σ’ ένα πανηγύρι, κι όσα λεφτά είχε στην τσέπη δεν τα λογάριασε ντότι, τά ’χε ρίξει όλα στα όργανα, από τη χαρά του που με καμάρωσε, παιδί τ’ αδερφού του ωρέ, έμεικε πανί με πανί, όξω οι τσέπες απ’ τη μπουραζάνα, η μια τρύπια, απέταε το ντέφι ψηλά, έφερνε γύρα απ’ τον εαυτό του, γέλαγε. Είχα μείκει μαζί του έξι μήνες, καταλάβαινα πως δεν ήταντος καλά, όλο τον σούβλιζε η καρδιά, έσφιγγε τα δόντια, δάγκωνε τα χείλη, δεν το μολόγαγε. Μ’ ένα κρασόμηλο ωρέ, μ΄ένα δοράκινο μισοφαγωμένο στο χέρι και το ντέφι στα γόνατα τον είχε ξετρυπώσει μεσάνυχτα ο αφέντης θάνατος, ώρα που πιάνονταν τ’ άστρα στο χορό, εκείγια κάτου στην Πελοπόννησο…» , ο Γιώρη Μπάντιος ως το βασίλεμα της δικής του ζωής, έτσι θυμόταν τον Γιώτη όταν άνοιγε το αλφαβητάρι της μνήμης.
Και μάζευε τα λόγια η Χαρούλα, χρόνια, μόνο μάζευε, λέξεις που δεν ήξερε, ιστορίες που δεν είχε ποτέ φανταστεί, ‑αυτή του Γιώτη την είχε ακούσει πολλές φορές- , μάζευε χωρίς να ρωτάει, μάζευε στιγμές…
Έτσι έγιναν οι στιγμές ολάκερη ζωή, σταγόνα – σταγόνα, στις χούφτες τις μάζεψε, άπραγη στην αρχή και με πολλές επιζήμιες σκέψεις, με την αλισάχνη να χτενίζει τα βλέφαρα, μα πάντα προσηλωμένη στην αγάπη. Ήταν που έδινε σημασία στα σημάδια, που δεν τ’ άφηνε να γίνουν σημεία και τέρατα, που είχε μάθει να διεκδικεί την ευχή και όχι την κατάρα, που δεν είχε αποχαιρετήσει ποτέ το παιδί μέσα της, που είχε υπομονή και ήξερε ν’ ακούει με τις ώρες, που ήταν κι αυτή κάπως πειραγμένη, γιατί πίστευε σε χειραψίες με στοιχειά κι αερικά, που άνοιγε το σημειωματάριο του έρωτα για να μην πιάσει μούχλα και λερωθεί το αύριο…
«Αύριο, παλιές συλλαβές καινούργια ανάγνωση» , ψιθύρισε, η Χαρούλα μια νύχτα που το φεγγάρι είχε χαμηλώσει για να φέγγει η μοναξιά, Μάρτη μήνα στα Γουβιά στην Κέρκυρα με θέα τα χιονισμένα Ηπειρώτικα βουνά και μια έγνοια…
Σιωπηλά μέσα της, μια φωνή ρωτούσε «Καίκνως; Ώβυς;»
«Καίκνως Χαρούλα…» , ακούστηκε μες τη σιγαλιά, κι ύστερα, όταν έπιασε τον κοντυλοφόρο κι άρχισε να μουτζουρώνει το λευκό χαρτί, με παράπονο, «Ζωή μου…»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Χαρούλα Βερίγου
Κέρκυρα 20 Μάρτη του 2022
Από το υπό έκδοση βιβλίο
Σαν παπλαμούδες να χορεύουν οι λέξεις …Καίκνως – Ώβυς
Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.
Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.
Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου…
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως. Αντιλαμβάνομαι την διακριτική του παρουσία, ιδιαίτερα όταν φωτίζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.
Εργογραφία:
Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
- Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
- Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
- Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
- Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
- Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
- Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
- Προσωπικές ποιητικές συλλογές:
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
- Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
- Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
- «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία – 2020, Αθήνα Εκδόσεις: Ατέχνως
- «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις “το βιβλίο” – 2017, Αθήνα