Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άιντε δε σ’ αρνιού‑, σ’ αρνιούμαι χαλασιά μου

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Ο Γιώ­της, από γεν­νη­σι­μιού του φευ­γά­τος, έτσι τον είχε βγά­λει η φύση, ψια πει­ραγ­μέ­νο, αλλά όχι ντιπ σιε­με­ντε­λό. Ήλε­γαν έφται­γε η μάνα του η Ρίνα πό ’χε ανέ­βει γκα­στρω­μέ­νη στον κίσ­σα­ρα και τον πελέ­κη­σε με το κασά­ρι παρα­μο­νή τ’ αη Συμιού. Θά ’χε ξαστο­χή­σει πως οι γκα­στρω­μέ­νες κεί­νες τις δυο μέρες, παρα­μο­νή κι ανή­με­ρα τ’ αγί­ου, δεν έκα­νε να πιά­κουν μαχαί­ρι, ψαλί­δι, κασά­ρι, κι αν ήτα­ντη ανά­γκη, φυλά­γο­νταν, έβα­ζαν ένα σκου­τί ανά­πο­δα, έτσι ξέρα­μαν, έτσι κάνα­μαν. Αυτή τ’ αλη­σμό­νη­σε, δεν είχε γυρί­σει το ρου­τί απ’ την ανά­πο­δη, κόλ­λη­σε ψηλά στο δέντρο, ήβρε το ίσκιω­μα τρό­πο, της μπή­κε απ’ τ’ αυτί, του φύση­ξε το μυα­λό του Γιώ­τη κι ας ήτα­ντος μες στην κοι­λιά. Είχε γεν­νη­θεί με το σημά­δι, μια αλλιώ­τι­κη ελιά πίσω στη ρίζα στ’ αυτί, τ’ αρι­στε­ρό. Ψηλός, ντε­ρέ­κι, πρώ­το ανά­στη­μα, τα μαλ­λιά πυκνά, αχτέ­νι­στα όλο μπού­κλα και τα δόντια, όπως το λέει το τρα­γού­δι μω, «δόντια πυκνά και μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νια…». Χατί­ρι δεν χάλα­γε. Το κεφά­λι στη­τό, μ’ αδύ­να­τος, έπλεε μέσα στην ποτού­ρα, — σου­βλί παλι­κά­ρι- , τον ήλε­γαν οι μπά­μπες, κι από χρώ­μα, ούι, ούι, ντιπ γκαρ­γκα­νού­λι, γκαρ­γκα­νού­λι μω φού­λα. Φόραε μαύ­ρη μπου­ρα­ζά­να από γιδό­μαλ­λο, ποκά­μι­σο μπα­μπα­κέ­νιο, άσπρο, με δυο κου­μπιά στο λαι­μό και τα μανί­κια ψια φαρ­διά. Είχε και γελέ­κο, μαύ­ρο κι αυτό, κεντη­μέ­νο, κεντη­μέ­νο ήτα­ντο και το ζωνά­ρι του. Τα καλά τα τσα­ρού­χια τά ’χε κονο­μή­σει στην Κόνι­τσα, με φού­ντα μάλ­λι­νη και τέσ­σε­ρις πατω­σιές σόλα, τ’ άλλα τα γουρ­νο­τσά­ρου­χα τά ’φτια­νε αυτός, τού ’χε μάθει ο μπάρ­μπα Μπού­κα­λης στον Τσαμαντά.

Η στρω­μέ­νη ζωή δεν τ’ άρε­σε, δεν τον ένοια­ζε ποτέ τ’ αύριο, μόνο το σήμε­ρα λογά­ρια­ζε. Καλό­καρ­δος και ψυχω­μέ­νος με το θάρ­ρος πό ’χει το πεί­σμα, δε χαμπέ­ρια­ζε κίντυ­νο. Αν δεν ήταν τέτοιος δεν θα πάγαι­νε με τον καπε­τάν Σού­λιο να ριχτεί στη μάχη το 1914, τότε στον αδι­κο­χα­μέ­νο Βορειοη­πει­ρω­τι­κό αγώ­να, τον καλού­σε το αίμα, ίδιο, ελλη­νι­κό μω. Μάρ­τη μήνα, τα ξέφω­τα όλο χορ­τά­ρι και μανού­σια, φου­σκω­μέ­νες οι οξιές έτοι­μες να πετά­ξουν ανθούς, λιώ­να­νε τα χιό­νια όταν είχε γένει ο ξεση­κω­μός της Κορυ­τσάς. Λέγα­νε τα γερό­ντια, πως τότες δεν είχαν γυρί­σει τα χελι­δό­νια, που­θε­νά καέ­να, μήτε απέ­δω, μήτε απέ­κει, ένε­κα που δεν ήβραν καλό ουρα­νό. Ο τόπος μύρι­ζε μπα­ρού­τι, μπρο­στά στο χαμό δεν καρ­τέ­ρε­σαν άνοι­ξη, βασα­νι­σμέ­νοι άνθρω­ποι από πόλε­μο σε πόλε­μο, κοπε­λί­τσα μου γραμ­μέ­νη. Μεγά­λες θυσί­ες, είχαν γιο­μί­σει τα Γιάν­νι­να ξεσπι­τω­μέ­να γυναι­κό­παι­δα και λαβω­μέ­νους. Αυτή ήτα­ντη ακό­μη μια φορά που βρε­θή­κα­μαν σε μεγά­λη σφα­γή, άλλη μια φορά που χαλά­στη­καν  σπί­τια και ρήμα­ξαν σκο­λειά, άλλη μια φορά που οι Μεγά­λες δυνά­μεις ένι­ψαν τα χέρια τους στο αίμα, το δικό μας ωρέ, πλά­ντα­μος να τους είχε έβρει πό ’ρθαν οι ξένοι να δια­φε­ντέ­ψουν τον τόπο, να μας βάλουν και συνό­ρα­τα, από λόγ­γο σε λόγ­γο, από ρόγ­γι σε ρόγ­γι, από σπί­τι σε σπί­τι, από μπου­χα­ρί σε μπου­χα­ρί, απ’ αδερ­φό σ’ αδερ­φό, από ψυχή σε ψυχή…  Μουρ­γκά­να απέ­δω, Μουρ­γκά­να απέ­κει, γλώσ­σα μια, ρίζα μια, κορ­μί ένα, τι είχε γένει το μολο­γά ο αγέ­ρας και τα που­λιά στα τσέ­πια, πώς την έκα­μαν τέτοια, πώς τη χώρι­σαν, σάμα­τις γυναί­κα που βύζαι­νε δυο παι­διά κι άξαφ­να της άρπα­ξαν το ένα μαζί το βυζί, γένε­ται να μην κλαί­ει; Δε γένε­ται, κι αν γερ­νά, δεν αστο­χά η μάνα.

Η Μοί­ρα σέρ­νο­νταν στα κατα­ρά­χια, ξέθα­βε παλιούς νεκρούς, ήβρι­σκε ακό­μη παλιό­τε­ρους, παρά­χω­νε τους και­νούρ­γιους  όπως – όπως απο­πά­νω, μοι­ρο­λό­γα­γε απα­ρη­γό­ρη­τη, άνοι­γε κι άνοι­γε πλη­γές, τι αρρώ­στιες, τι φτώ­χεια, τι σκο­τω­μοί, τι ξενι­τιές, κι ο Γιώ­της, τού­τες τις πλη­γές τις έκα­νε παρα­θύ­ρια φάτσα φόρα στον ήλιο, ‑έτσι είν’ ο κόσμος, ο ντου­νιάς- , αρέ­ντευε κι άρμε­γε τη ζωή όπου την ήβρι­σκε το γρώ­νι­ζε καλά πως είναι­τη λίγη η ρημά­δα και δεν έχει δεύ­τε­ρη φορά, το γρώ­νι­ζε πως μόνο τα βου­νά γερ­νούν και ξανα­νιώ­νουν. Κοί­τα­ζε σια­πέ­ρα, τρα­βού­σε έξω και μακριά απ’ τους έρη­μους χρό­νους μ’ ανε­φο­βιά και πάντα λεύ­τε­ρος. Έπι­νε τσί­που­ρο, έπι­νε, δεν άφη­νε αγκού­σα να σέρ­νει την καρ­διά του, ξέχναε τα βάσα­να, έρχο­νταν στο κέφι, απέ­ταε το ντέ­φι ψηλά, «όσο μας έχει γραμ­μέ­νο ωρέ» , έλε­γε,  χόρευε αλα­φρά σαν ίσκιος, άνοι­γε ο δρό­μος της ψυχής, τρα­γού­δαε, λάλα­γε ο τόπος ως πέρα στη ράχη.

Κάπο­τε, σ’ ένα χορο­στά­σι στην Καμί­τσια­νη, είχε σμί­ξει με κάποιο­νε δια­βά­τη, καλαν­τζή, κάποιον Κού­βα­ρη απ’ το Μπα­μπού­ρι, γένη­καν φίλοι. Τού­τος ήταν που τον πήρε βοη­θό και τον έμα­θε την τέχνη τ’ αλει­φιά. Ο ίδιος του ’χε δεί­ξει και πώς νά ’φτια­νε ντέ­φι, νά ’χει καλό, δικό του. Ο Μίχος, αδερ­φός του Γιώ­τη, τού ’καμε τη χάρη, έσφα­ξε μια γίδα την έψη­σαν στη στια, έφα­γαν να τιμή­σουν τον ξένο άνθρω­πο, έκα­μαν ζέφ­κια, και την άλλη μέρα έβα­λε το γιδο­τό­μα­ρο στη βαρέ­λα με στον ασβέ­στη, όπως είχε τού είχε πει. Σε δυο βδο­μά­δες, αφό­ντας το ’βγα­λε,  το τέντω­σε απά­νω σ’ ένα παλιό σοφρά, το στέ­γνω­νε στον ήλιο κι έξυ­νε με το σου­γιά λίγο – λίγο μέχρι που καθά­ρι­σε απ’ την τρί­χα. Τό ’πλυ­νε η βάβω με σαπού­νι κι αλι­σί­βα, τ’ άπλω­σαν ξανά, τό ’μασαν καθα­ρό και στε­γνό. Ωστό­σο είχε βρουν καλό κλα­δί μελι­κο­κιάς, έκα­μαν διπλό το κρό­θι και μεγά­λο σα ντα­βά, τέντω­σαν απά­νω το τομά­ρι, τό ’ραψαν στο γύρο, πέρα­σαν οκτώ γουρ­γού­λια  και μια φού­ντα κόκ­κι­νη, «γένη­κε ντέ­φι, τώρε γλέ­ντα ωρέ άγου­ρε, συ δεν είσαι για τσο­πά­νος φού­λη, σύ γεν­νή­θη­κες καλαν­τζής, από κού­νια κι από σαρ­μα­νί­τσα» , είπε ο Μίχος.

Έσμι­ξαν τα δάχτυ­λα του Γιώ­τη κλει­στά, χτύ­πη­σαν στη μέση. Το τεντω­μέ­νο δέρ­μα είχε απο­κτή­σει φωνή βαθιά, με το δεύ­τε­ρο χτύ­πη­μα κατέ­βαι­νε παρα­δο­μέ­νος τον Άδη ως τον πάτο, κι ύστε­ρα θαρ­ρείς στο τελευ­ταίο σκα­λί άνοι­ξε τα δάχτυ­λα, τά ’συρε από­το­μα προς τα έξω, χάι­δε­ψε τις άκριες,  λάλη­σαν και τα γουρ­γού­λια, έκλει­σε τα μάτια, χαλά­ρω­σε το χέρι λες κι άγγι­ζε κοπέ­λα στα μάγου­λα, έρθε πίσω απ’ τα βλέ­φα­ρα η Πανά­γιω, κεί­νη θυμή­θη­κε, πρό­λα­βε τη φίλη­σε, φύση­ξε αγέ­ρας, τ’ άνοι­ξε, βγή­κε απ’ τ’ όνει­ρο, τινά­χτη­κε η φού­ντα, με τη γλύ­κα του ονεί­ρου φανε­ρώ­θη­κε στον απά­νω κόσμο μα η κοπέ­λα που­θε­νά. Σήκω­σε το μαστρα­πά, τον κατέ­βα­σε μονορούφι…

Άι βάλε κρα­σί, μωρή Πανά­γιω μου,
άι βάλε κρα­σί στο μαστραπά
και βγάλ­τον στον αγέρα
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιού­μαι περιστέρα.

Άι κι αν δεν το πιώ, μωρή Πανά­γιω μου
άι, κι αν δε το πιώ την Κυριακή
το πίνω τη Δευτέρα
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιού­μαι περιστέρα.

Αχ, έτσι είν’ ο κό- μωρή Πανά­γιω μου,
αχ, έτσι είν’ ο κόσμος κι ο ντουνιάς
σαν τον τρο­χό γυρίζει
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιού­μαι κρύα βρύση.

Άι για πάρε συ, μωρή Πανά­γιω μου
άι για πάρε συ, τη ρόκα σου
κι εγώ τον ταμπου­ρά μου
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιού­μαι χαλα­σιά μου.

Άι και πάμε να, μωρή Πανά­γιω μου
άι και πάμε να γλεντήσουμε
πέρα στα γονι­κά μου
άιντε δε σ’ αρνιού- σ’ αρνιού­μαι χαλα­σιά μου.

Βαγ­γέ­λης Μπά­ντιος, Καλαν­τζής στα Ολύμπια

Όλη της η θέλη­ση, της Πανά­γιως μω,  είχε γένει καπνός μπρο­στά στη δική του, τότες που τον είχε αντα­μώ­σει πρώ­τη φορά ζαλω­μέ­νη το βαγέ­νι, στην κάτω βρύ­ση στη Δερ­βι­τσά­νη, κάνα χρό­νο πριν πάει ο Γιώ­της στην Κορυ­τσά. Μικρο­κα­μω­μέ­νη, μάτια καστα­νά που όσο εύκο­λα γελού­σαν, άλλο τόσο εύκο­λα φορ­τώ­νο­νταν αλμύ­ρα κι έκλαιαν. Λυγε­ρή, αλα­φρο­πά­τη­τη, πάγαι­νε καμα­ρω­τή κι ας είχε το γλέμ­μα χαμη­λά. Τού­τος ξαφ­νιά­στη­κε από την άγγι­χτη ομορ­φιά κι εκεί­νη από το γέλιο του.

Την τήρα­ξε στα μάτια. Κάπως του φάνη­καν βούρ­κοι πηγ­μέ­νοι στην απελ­πι­σιά, μα αφό­ντας ζύγω­σε και της γέλα­σε, ξεχώ­ρι­σε το κρυμ­μέ­νο μέλι και τις φλό­γες π’ άγλει­φαν τα βλέ­φα­ρα. Κι εκεί­νη, δεν έκα­νε ούτε βήμα πίσω, ούτε έδει­ξε να σκιά­ζε­ται σαν αντί­κρυ­σε μπρο­στά της την ξερα­κια­νή μορ­φή την λίγο περ­σό­τε­ρο μαυ­ρι­δε­ρή από το συνη­θι­σμέ­νο. Του είχε εμπι­στευ­τεί την ιστο­ρία της ζωής της, εκεί στη βρύ­ση, ωσό­του να γιο­μί­σει το βαγέ­νι, πρό­λα­βε και του μίλη­σε χωρίς δισταγ­μό. Τον πατέ­ρα και τον άντρα της αδερ­φής της, τους είχαν σκο­τώ­σει στη Χιμά­ρα το Νοέμ­βρη του 1912, πολέ­μα­γαν στο κίνη­μα του Σπυ­ρο­μή­λιου, μω φού­λα, πολέ­μα­γαν για λευ­τε­ριά, μαύ­ρα και σκό­τει­να χρό­νια.  Με τη μάνα σκιαγ­μέ­νη, και την αδερ­φή της πό ’χε λεχού­δι ακό­μη το παι­δί στη φασκιά, μανα­χές τρεις γυναί­κες, όπως την ήβρι­σκαν τη ζωή έτσι την πάγαι­ναν, η φώχεια στη γρε­ντέ, καρα­ού­λι οι πίκρες στην πόρ­τα. Κι η κακή ζωή χαρο­ντιά μυρί­ζει, χαροντιά…

Ο Γιώ­της έβρι­σκε αφορ­μές, πάγαι­νε σια­πά­νου, όλοι έφευ­γαν απ’ την άνοι­ξη ως τ’ άη Δημη­τριού σια­πέ­ρα, σια­κά­του, κι αυτός αντά­μα με κεί­νον τον Μπα­μπου­ριώ­τη τον Κού­βα­ρη, ολο­χρο­νίς και ολο­έ­να σια­πά­νου αρέ­ντα, ζωή καλαν­τζί­δι­κη, ένα σβί­γκο για καζά­ντιο έκα­μαν, ίτσιου τίπο­τις. Το μαχα­λο­σά­κι στον πλά­τη, μ’ όλα τα σύνερ­γα σπίρ­το, γκα­ζο­φω­τιά, κου­μο­κά­σι, αλά­τι, νησια­ντή­ρι, γουρ­νο­τό­μα­ρο, μυτο­τσί­μπη­δα, παλά­σι,  σφυ­ριά, ψαλί­δι, τον στού­μπο και στην κορ­φή ψιά ξερό ψωμί, ψια τυρί, καμιά μαρα­γκού­λα, τη μπου­κά­λα με το τσί­που­ρο και δρό­μο με τα ποδά­ρια, σπά­νια έπαιρ­ναν άλο­γο. Πάγαι­ναν κατά τη Δερ­βι­τσά­νη, ήβρι­σκε αφορ­μή να την αντα­μώ­νει κεί­νη την όμορ­φη Πανά­γιω τη ρουσομάγουλη.

Στο χρό­νο απά­νω, παρα­κι­νη­μέ­νος απ’ τον Κού­βα­ρη, της είχε γυρέ­ψει γάμο, θα την ήφερ­νε νύφη στον Τσα­μα­ντά, είπε να μιλή­σει στη μάνα και στην αδερ­φή της, αν τό ’θελαν έρχο­νταν κι εκεί­νες μαζί, κάπως θα ’βρι­σκαν τρό­πο να πορεύ­ο­νταν, θα μεγά­λω­νε και το κού­τσι­κο σε οικο­γέ­νεια, καλύ­τε­ρα τ’ ορφα­νό, «κι εγώ βλά­μης» , είχε πει ο Κού­βα­ρης κι έδω­καν τα χέρια. Κεί­νη τη φορά όμως, του είχε φανεί κάπως αλλιώ­τι­κη, σάμα­τις χλο­μή, κακο­διά­θε­τη, λίγο αδυ­να­τι­σμέ­νη, μα και πάλε, δεν έβα­λε κακό στο μυα­λό. Έρθε πίσω κατα­χα­ρού­με­νος, ζήτη­σε την ευκή απ’ τον πατέ­ρα, ναι είπε και η βάβω Ρίνα, έβα­λε μπρο­στά σκέ­δια για και­νούρ­για ζωή ο Γιώτης.

Απ’ τη χαρά του μανα­χός τρα­γού­δαε, μανα­χός χόρευε.’Ετσι γένε­ται όποιος κοζιά­ρει. Κι όλο απέ­ταε το ντέ­φι ψηλά, ζύγια­ζε τα χέρια φτε­ρού­γες στο βου­νί­σιο αγέ­ρα, έγερ­νε κατά πίσω το κεφά­λι, μετά τ’ άρπα­ζε γρή­γο­ρα με ορμή, τό ’φερ­νε γύρα απ’ το κορ­μί του τρέ­μο­ντας, κι έλε­γες πως έκλαι­γε αυτό, το ντέ­φι, πώς τό ’κανε εμείς δεν ξέρα­μαν, αυτός όμως το γρώνιζε…

Πού πας περ­δι­κο­μά­τα μου, μωρέ,
τώρα το μεσημέρι
Θα σε λερώ­σει ο κουρνιαχτός,
μωρέ, θα σε μαυ­ρί­σει ο ήλιος

Κι αν με λερώ­σει ο κουρ­νια­χτός, μωρέ,
κι αν με μαυ­ρί­σει ο ήλιος
Θα βρω νερό για να λου­στώ, μωρέ,
πέρα στην κρύα βρύση

Στα φου­ντω­τά κλω­νά­ρια μου, μωρέ,
να ξαπο­στά­σεις έλα
Κι όταν θα πέσει το δρο­σιό, μωρέ,
τότε αν θέλεις φεύγα

Δε φεύ­γω εγώ που­λά­κι μου, μωρέ,
δε φεύ­γω μακριά σου
Εδώ θα φτιά­ξω τη φωλιά, μωρέ,
να κελαη­δώ κοντά σου.

Παρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς του 1914, η βάβω Ρίνα είχε ανά­ψει τον φού­ρο στο κατώι. Πυρω­μέ­νη και η γάστρα να ψήσει το κρέ­ας. Η ζύμη σκε­πα­σμέ­νη με το μαλ­λι­νο­σέ­ντο­νο στη σκά­φη, δεν έπαιρ­νε να φου­σκώ­σει όπως άλλες φορές. Είχε κρύ­γιο, πολύ. Θά ’ρχο­νταν η Λένη, να πλά­σουν οι δυο τα ψωμιά, κατό­πιν θά ’φτια­ναν και τις πίτες με το μπο­μπο­τί­σιο. Ο Γιώ­ρης με την πατα­τού­κα στο παρα­γώ­νι σύμπαι­νε τα κού­τσου­ρα στη στια. Ούι, τού πετά­ζο­νταν οι σπί­θες ψηλά, «οχτροί, αρρώ­στια, κακό ντα­λα­λά­κι, ούι, όξω το κακό όποιο κι αν είναι­το, μακρι­γιά κι αλάρ­γα» , έρι­ξε ένα κλα­δί δάφ­νη, «ξορ­κι­σμέ­νο να ’ναι» , μονο­λό­γη­σε. Ο Μίχος κι ο Γιώ­της περαί­τευαν τα ζωντα­νά, κάποια γέν­να­γαν, είχαν ανά­γκη τα μαύρα.

Σου­ρού­πω­νε όταν φανε­ρώ­θη­κε στην πόρ­τα κεί­νος ο καλαν­τζής απ’ το Μπα­μπού­ρι, ο Κού­βα­ρης. Έπιε ένα τσί­που­ρο, έρθε ο Γιώ­της τα κάμα­νε δυο, κι ύστε­ρα τρί­για, μα κου­βέ­ντα δεν μολό­γα­γε, δεν τού ’βγαι­νε η λαλιά. Φαί­νο­νταν βαριο­καρ­δι­σμέ­νος, δεν ήξε­ρε πως ν’ αρχέ­ψει την κου­βέ­ντα. Απ’ τα πολ­λά ήβρε τρό­πο, ζμπό­ρι­σαν γι’ άλλα κι άλλα, κι έπει­τα είπε πως είχε μάθει στον Παρα­κά­λα­μο, από κάποιους άλλους καλαν­τζή­δες τα κακά χαμπέ­ρια, ούι, τ’ άλα­λα και τα μπάλαλα.

Κοντο­λο­γίς, είχε βρουν την αδερ­φή της Πανά­γιως, με τ’ εκεί­νο το κού­τσι­κο στην αγκα­λιά της, σιά­δη στην αυλή τσ’ εκκλη­σιάς, στο μανα­στή­ρι των Αξιαρ­χών. Τα στό­μα­τα και των δυο­νών έχα­σκαν, αυτό το μαυ­ρό­τυ­χο είχε πλα­ντά­ξει στο αίμα κι αυτή λιω­μέ­νη, δεν τής είχε μεί­κει σάρ­κα για σάρ­κα ψηλά στο κορ­μί, το ’σφιγ­γε ακό­μη στον κόρ­φο η μαυ­ρο­νιά η αχά­ρη­τη. Η δόλια η μάνα άνοι­ξε το λάκ­κο και παρά­χω­σε την θυγα­τέ­ρα και τ’ αγγό­νι της μαζί, κι όχι στο κοι­μη­τή­ρι μα πέρα στο λόγ­γο κατά το ρέμα. Οι άνθρω­ποι στη ρού­γα είχαν και­ρό που την σκιά­ζο­νταν, χρυ­σό μήλο δεν έπαιρ­ναν απ’ το χέρι της, τόσος φόβος. Ως τις είκο­σι του Δεκέμ­βρη είχε πάει και η μάνα σε χει­ρό­τε­ρο χάλι.

«Για την Πανά­γιω μω φού­λη, έμα­θες τίπο­τις;» , με αγω­νία είχε ρωτή­σει ο Γιώ­της μα δεν πήρε από­κρι­ση. Μήτε άκου­σε τι τον ορμή­νε­ψαν οι γονέ­οι, μήτε έκα­με δεύ­τε­ρη σκέ­ψη. Σέλω­σε τ’ άλο­γο, ρίχτη­κε από τη ράχη στα περά­σμα­τα όπως ήξε­ρε, κίνη­σε μες τη νύχτα κι έκα­νε ένα κρύ­γιο δια­ο­λε­μέ­νο, ούι σε περό­νια­ζε ως το κόκκαλο.

Την πρό­λα­βε την άλλη μέρα, βασι­λέ­μα­τα ήλιου, στη δύση της δικής της ψυχής, ζωντα­νή, μα κέρι­νη, δεν είχε απα­ντο­χή, μάγου­λα και μάτια βου­λιαγ­μέ­να, κι όλο έβη­χε, έβη­χε, την έπνι­γε αυτός ο πλά­ντα­μος στο γκιό­ξι, έφτιε αίμα η μαύ­ρη, η δολιο­κό­πε­λη, την είχε θερί­σει κι αυτή το χτι­κιό ολο­μό­να­χη κι αβο­ή­θη­τη. Παρά τη θερ­μα­σιά που την έκαιε, τον γρώ­νι­σε, κατά­πιε τα μου­γκρη­τά του πόνου, ανα­κά­θι­σε στο σάι­σμα, τρά­βη­σε τη βελέν­τζα, έρι­ξε τον πλά­τη στα μαξι­λά­ρια να μπο­ρέ­σει να στη­ρί­ξει το κορ­μί πό ’δινε μάχη να μη λυγί­σει, ζορί­στη­κε, την έπια­κε βήχας και ρίγος, πετά­χτη­καν οι φλέ­βες στο λαι­μό, γιό­μι­σαν τα  άδο­λα μάτια της ποτά­μια. Δεν ζήταε βοή­θεια, μήτε σωτη­ρία, να φύγει μακριά της ζήταε, να σωθεί αυτός από την αρρώ­στια, μα δεν έφυ­γε, δεν μπό­ρε­σε να την αφή­κει έρμη τις τελευ­ταί­ες στιγ­μές, δεν το βάσταε η καρ­διά του. Κρά­τη­σε μια νύχτα όλη κι όλη, κεί­νη τη νύχτα της Πρω­το­χρο­νιάς, την κρά­ταε αγκα­λιά, έξω τα νυχτο­πού­λια κάτι κατα­λά­βαι­ναν και τα σκυ­λιά κάπου παρα­πέ­ρα στον άλλο μαχα­λά αλύ­χτα­γαν. Την είδε που ταρά­χτη­κε, την κρά­τη­σε πιο σφι­χτά, μπο­ρεί να σκί­ζο­νταν η καρ­διά του, μα αλλιώς θέλη­σε να την απο­χαι­ρε­τή­σει για κεί­νο το μακρι­νό ταξί­δι που καθέ­νας παγαί­νει ασυντρόφιαστος:

Σκί­ζω ρι‑, μωρή Πανά­γιω, σκί­ζω ρίζω το λεμόνι
άιντε σκί­ζω ρίζω το λεμό­νι, βρί­σκω τη Πανά­γιω μέσα.
Άιντε βρί­σκω τη Πανά­γιω μέσα πό ’πλε­κε χρυ­σό γαϊτάνι
πό ’πλε­κε χρυ­σό γαϊ­τά­νι πάει για τη Δερβιτσάνη.

Ωρέ γεια σ’ Πανά­γιω μ’ μια, γεια σ’ Πανά­γιω μ’ δυο,
γεια σ’ Πανά­γιω μ’ τρεις, κι αν θα παντρευτείς
κι αν θα παντρευ­τείς τι καλό θα δεις;

Θ’ αγκα­λιά­σεις, θα φιλή­σεις και θα βαρεθείς.

      Αγέ­ρας σηκώ­θη­κε, άνοι­ξε το παρα­θύ­ρι, μπή­καν μέσα τρεις πετα­λού­δες, έκα­ναν ένα γύρο την κάμα­ρη, έφυ­γαν τέσσερις…
Στη ρού­γα έπε­φταν απα­λά οι πρώ­τες παπλα­μού­δες, κι η πάχνη στα κερα­μί­δια που δε γνώ­ρι­ζε για­τί ήταν εκεί­νο το χάρα­μα τόσο μα τόσο θλι­βε­ρό, έδω­σε μια και σκόρ­πι­σε κρουσταλλιασμένη.

     «Ωρέ αφέ­ντη θάνα­τε…» , παρα­δέ­χτη­κε νικη­μέ­νος κι ύστε­ρα «αχ τι να τον κάνω τον ντου­νιά, άχ τον έρη­μο τον κόσμο…» , την ασπά­στη­κε νεκρή κι αστό­λι­στη την αυγή και όχι νύφη…

        Από­γιορ­τα, γύρι­σε στον Τσα­μα­ντά, κατά­κο­πος,  αντα­ρια­σμέ­νος, όλο χολή. Δεν του πήραν πολ­λές κου­βέ­ντες. Έμει­κε σ’ ένα καλύ­βι πλάι στο γρέ­κι από έγνοια μην τους κολ­λή­σει την παλιαρ­ρώ­στια, τό ’ρχο­νταν κρί­μα να τους πάρει στο λαι­μό του. Από μακριά τους ζήτη­σε να τ’ αφή­κουν το ψωμί και να μην τον ζυγώ­σουν, αν έζη­γε θα τα κατά­φερ­νε μανα­χός, ήξε­ρε να περαι­τευ­τεί, δεν είχε ανάγκη.

Διά­βη­καν οι μέρες, κι οι νύχτες, την έκλα­ψε. Φλε­βά­ρης, είχε ανθί­σουν οι αμυ­γδα­λιές, μύτη δεν τού ’στα­ξε, οριό δεν τον έπια­κε, «γερός είμαι» , είπε μέσα του, κατέ­βη­κε στο χωριό, έσμι­ξε κόσμο, έμα­θε νέα.

«Αφού δεν χάθη­κα από την αρρώ­στια, ας πάω κιντυ­νε­μέ­νος στη μάχη, δεν είναι­τη ζωή χωρίς την Πανά­γιω» , αυτό σκέ­πτο­νταν πάνω στην πίκρα του κι έτσι πήρε την από­φα­ση, είχε πάει εθε­λο­ντής στην Κορυ­τσά, καέ­νας δεν του το ζήτη­σε, γύρευε τρό­πο να κοντα­ρο­χτυ­πη­θεί με τον άτι­μο το Χάρο. Είχε στα­θεί τυχε­ρός, γλίτωσε.

Όταν έρθε πάλε πίσω και τον είδαν ζωντα­νό, Πασχα­λιά, 6 Απρί­λη του 1914 ήταν που φανε­ρώ­θη­κε, ωρέ και τι χαρά έκα­μαν, και για πότε έστη­σαν τρα­πέ­ζι όξω κάτω απ’ τον τσέ­ρο, έπιαν κι έφα­γαν όλοι μαζί. Ο Μίχος του ήφε­ρε το ντέ­φι κάποια στιγ­μή, τού ’γνε­ψε με τα μάτια. Το κοί­τα­ζε, έλε­γαν δεν θα τ’ άγγι­ζε, μα γελάστηκαν…

Ένα βρά­δυ βγή­κε ο Χάρος πάει να βρει βιολιά
για να βγει να τρα­γου­δή­σει στη φτωχολογιά.
Φάτε πιέ­τε και γλε­ντά­τε όλοι βρε παιδιά
όποιος πάει στον κάτω κόσμο δεν ξαναγυρνά.

Ψεύ­τι­κη είναι η ζωή μας πως να σας το ειπώ
ένα πρωί και μεση­μέ­ρι κι ένα δειλινό.
Φάτε πιέ­τε και γλε­ντά­τε όλοι βρε παιδιά
όποιος πάει στον κάτω κόσμο δεν ξαναγυρνά.

Την άλλη μέρα αχά­ρα­γα πήγε στο ποτά­μι, πλύ­θη­κε, φόρε­σε και­νούρ­για μπου­ρα­ζά­να, ποκά­μι­σο μπού­τσι­ρο, ζήτη­σε να του φέρουν το μαχα­λο­σά­κι πό ’χε κρε­μα­σμέ­νο σ’ ένα κλι­τσι­νά­ρι στο κατώι. Ξύπνη­σαν όλοι, κατά­λα­βαν, αγκα­λιά­στη­καν, γρα­πώ­θη­καν από τους πλά­τες, έτρε­μαν σύγκορ­μοι, είπαν δυο λόγια να τ’ αλλά­ξουν γνώ­μη, δεν έπια­σαν τόπο, έκλα­ψαν κάμπο­σο κι αφού στέ­ρε­ψε ο πόνος στα μάτια σφούγ­γι­σαν με τα χέρια τα ματο­τσί­νο­ρα, χωρί­στη­καν. Έτσι απο­χαι­ρέ­τη­σε πατρι­κό, γονι­κά, τον αδερ­φό, παι­διά και κοπέ­λες, μπαρ­μπά­δες και θειά­κες, κεί­νος που τον ήλε­γαν Γιώ­τη. Τα είχε ζυγί­σει καθώς φαί­νο­νταν, όσο έζη­γε, θά ’ζηγε μανα­χός, δίχως σπί­τι, δίχως γνώ­μη ποτέ πια για γάμο, όπου νύχτω­νε κι όπως ξημέ­ρω­νε. Mε τους λύκους; Με τους λύκους. Mε τα που­λιά; Με τα που­λιά. Με τους ανθρώ­πους; Mε τους ανθρώ­πους, με το μαχα­λο­σά­κι στον πλά­τη και το ντέ­φι στον ντρου­βά, να το ’χει παρη­γό­ρια στα δύσκολα.

«Έκα Γιώ­τη, στά­σου παι­δά­κι, χλω­ρο­σιά τση μάνας, πού­θε κινάς λεβέ­ντη μου» , είχε ρωτή­σει δακρυ­σμέ­νη η Ρίνα κι ο καη­μός την έκα­νε να τρα­μπα­λί­ζε­ται απο­κα­μω­μέ­νη. Ήγλε­πε την πίκρα στο γλέμ­μα του. Έτσι σια­λαϊ­σμέ­νη πιά­στη­κε από την ανθι­σμέ­νη κρα­σο­μη­λιά. Τού­τη η πίκρα του μισε­μού της έκο­βε τα γόνατα.

Στά­θη­κε, την αφου­γκρά­στη­κε να βαρια­να­σαί­νει. Κι η δική του καρ­διά είχε σφι­χτεί, πέτρα. Ένας κόμπος είχ’ ανέ­βει στο λαι­μό, τον έπνι­γε. Ό,τι ήταν η ζωή του μέχρι τότε χώρε­σε σε μια στιγ­μή. Το κοπά­δι του Μίχου τον περι­κύ­κλω­σε. Τα σκυ­λιά γάβγι­σαν κάπως αλα­φια­σμέ­να. Μια αλλό­κο­τη βουή έφτα­νε στ’ αυτιά του, πότε τρα­γού­δι, πότε μοι­ρο­λόι. Σάστι­σε, για λίγο μόνο. Άπλω­σε το χέρι έκο­ψε ένα κλα­δά­κι απ’ τ’ ανθι­σμέ­νο δέντρο, τό ’φερε στη μύτη, άνοι­ξε τα ρου­θού­νια, ρού­φη­ξε την μυρω­διά ως την ψυχή, κάπου μέσα του φανε­ρώ­θη­κε η εικό­να της Πανά­γιως ζωντα­νή, κρά­τη­σε τον ανα­στε­ναγ­μό, δάγκω­σε τα χεί­λη, μάτωσαν…

«Σια­κά­του μάνα, κατά την Πελο­πόν­νη­σο, σια­κά­του πααί­νω, έχω μέρες μπρο­στά, μη σκιά­ζε­σαι καρ­τε­ρεί η ζωή, έχε γεια…» , σπι­ρού­νι­σε τ’ άλο­γο, κι όχι μόνο δεν έρι­ξε ένα γλέμ­μα πίσω του, μα και δεν ξανα­γύ­ρι­σε ποτέ…

«Να σε θέλει η ζωή» , τον ευχή­θη­κε η Ρίνα, μα σαν τον έχα­σε απ’ τα μάτια της, δεν ήγλε­πε, δεν άκουε, δεν οσφραί­νο­νταν ντό­τι. Είχε μεί­κει με την πνοή απ’ την ανά­σα του καρ­φω­μέ­νη στο μεσό­φρυ­δο. Τρά­ντα­ξαν τα σωθι­κά της, σπά­ρα­ξε. Μαρα­γκια­σμέ­νη διπλώ­θη­κε στα δυο, γού­ρια­ξε, φωνή ως την τσού­κα της Μουρ­γκά­νας, ως τα σωθι­κά τ’ ουρα­νού που βλέ­πει κρί­μα κι άδι­κο και βρέ­χει, κοπε­λί­τσα μου γραμ­μέ­νη και ζωγραφιστή…

Ντούλ­κα, Φιλιάτες

Από καθα­ρή αμη­χα­νία και μόνο, η Χαρού­λα, την Πρω­το­χρο­νιά του 1984, νύφη στους Φιλιά­τες, καθι­σμέ­νη στην πρά­σι­νη φλο­κά­τη στο τζά­κι έφε­ρε το χέρι στο αρι­στε­ρό αυτί και άγγι­ξε εκεί­νη την κρυ­φή ελιά που ήξε­ρε πως είχε κλη­ρο­νο­μιά από τον παπ­πού της το Σιγα­νο­μα­νώ­λη, σαμιά την λένε στην Κρή­τη. Αυτή ήταν και η αφορ­μή, μια ελιά, ίσως και τα σγου­ρά της μαλ­λιά. Μετά τα ούι και ούι που ακού­στη­καν σε ένδει­ξη απο­ρί­ας, αφού είδαν και ψηλά­φη­σαν το σημά­δι μα φανε­ρή ανα­στά­τω­ση, έφτυ­σαν στον κόρ­φο, έρι­ξαν τα κάρ­βου­να στο ποτή­ρι και τ’ αλά­τι στη φωτιά, τη μέτρη­σαν με τον πλά­στη στην πλά­τη σταυ­ρω­τά, είπαν και κάτι λόγια να ξορ­κί­σουν το κακό, η θειά­κω Αντρί­γιο­βα πρώ­τη άνοι­ξε το συρ­τά­ρι της θύμη­σής και ξέθα­ψε την ιστο­ρία του Γιώ­τη Μπά­ντιου απ’ τη σκό­νη του και­ρού και την αθά­λη του χρό­νου. Ό, τι ξέχνα­γε εκεί­νη, το συμπλή­ρω­ναν η Φωτο­τζί­γκο­βα του Τσιά­κου απ’ το Περ­δι­κά­ρι, η Γιώρ­γαι­να του Βασί­λη Τζί­γκου, η Μίγια του Κωτσια­τσιά­βου, κι όπου άφη­ναν την κου­βέ­ντα στη μέση, στην άκρη, δεν έχει σημα­σία, την έπια­ναν η Φωτο­μπά­ντιο­βα, η Τσιά­βω του Φωτο­ρά­πτη, η Αθη­νά του Παπα­νί­κα, ο Φωτο­τζί­γκος. Όταν όμως έμπαι­νε στην κου­βέ­ντα ο πεθε­ρός της Χαρού­λας, σώπαι­ναν. Τον άφη­ναν με σεβα­σμό να συμπλη­ρώ­σει τις λεπτο­μέ­ρειες, να γυρί­σει πίσω την κου­βέ­ντα να διορ­θώ­σει όσα είχαν ειπω­θεί, «εσύ Γιώ­ρη, εσύ που τον είχες πρω­το­μπάρ­μπα, γρω­νί­ζεις σωστό­τε­ρα από τ’ εμάς» παρα­δε­χό­ταν πως μόνο αυτός ο Γιώ­ρη Μπά­ντιος, γιός τ’ αδερ­φού τού Γιώ­τη, του Μίχου, αυτός μπο­ρού­σε να γνω­ρί­ζει κι  όχι μόνο καλύ­τε­ρα από όλους, μα κι από κοντά, αφού ήταν ο μόνος τον είχε γυρέ­ψει και συνα­ντή­σει στα Ολύ­μπια, προ­τού ξεσπά­σει ο πόλε­μος του σαρά­ντα, είχε προ­λά­βει μάλι­στα και τον είχε διδά­ξει την τέχνη του κασσιτερωτή.

«Είχε χαρεί ο δόλιος π’ αντα­μώ­σα­μαν. Σ’ ένα πλου­σιό­σπι­το κοντά στον αρχαίο τόπο με τις κολώ­νες, κάποιοι νοι­κο­κυ­ραί­οι τού ’χαν παρα­χω­ρή­σει ένα δωμα­τιά­κι στο κατώι, είχε βάλει και μια κρα­σο­μη­λιά στην πόρ­τα, την είχε δω ανθι­σμέ­νη, τι θάμα, πώς γέμι­ζαν μυρω­διά τα πλε­μό­νια. Βρά­ζα­μαν τα λου­λού­δια, τα κάνα­μαν τσιάι πίνα­μαν μια τσιάφ­κα το πουρ­νό. Μετά τό ’ρινε στο τσί­που­ρο, πολύ έπι­νε και κάπνι­ζε σάμα­τις φου­γά­ρο. Από φαγί έτρωε λίγο, τρα­γού­δα­γε ολη­με­ρίς, αδύ­να­τος σου­βλί παλι­κά­ρι, καλή καρ­διά ο μαύ­ρος. Εκεί­για μό ’μαθε κι εμέ­να την τέχνη του καλαν­τζή, αυτός μ’ έμπα­σε και στο χορό σ’ ένα πανη­γύ­ρι, κι όσα λεφτά είχε στην τσέ­πη δεν τα λογά­ρια­σε ντό­τι, τά ’χε ρίξει όλα στα όργα­να, από τη χαρά του που με καμά­ρω­σε, παι­δί τ’ αδερ­φού του ωρέ, έμει­κε πανί με πανί, όξω οι τσέ­πες απ’ τη μπου­ρα­ζά­να, η μια τρύ­πια, απέ­ταε το ντέ­φι ψηλά, έφερ­νε γύρα απ’ τον εαυ­τό του, γέλα­γε. Είχα μεί­κει μαζί του έξι μήνες, κατα­λά­βαι­να πως δεν ήτα­ντος καλά, όλο τον σού­βλι­ζε η καρ­διά, έσφιγ­γε τα δόντια, δάγκω­νε τα χεί­λη, δεν το μολό­γα­γε. Μ’ ένα κρα­σό­μη­λο ωρέ, μ΄ένα δορά­κι­νο μισο­φα­γω­μέ­νο στο χέρι και το ντέ­φι στα γόνα­τα τον είχε ξετρυ­πώ­σει μεσά­νυ­χτα ο αφέ­ντης θάνα­τος, ώρα που πιά­νο­νταν τ’ άστρα στο χορό, εκεί­για κάτου στην Πελο­πόν­νη­σο…» , ο Γιώ­ρη Μπά­ντιος ως το βασί­λε­μα της δικής του ζωής, έτσι θυμό­ταν τον Γιώ­τη όταν άνοι­γε το αλφα­βη­τά­ρι της μνήμης.

Και μάζευε τα λόγια η Χαρού­λα, χρό­νια, μόνο μάζευε, λέξεις που δεν ήξε­ρε, ιστο­ρί­ες που δεν είχε ποτέ φαντα­στεί, ‑αυτή του Γιώ­τη την είχε ακού­σει πολ­λές φορές- , μάζευε χωρίς να ρωτά­ει, μάζευε στιγμές…

Έτσι έγι­ναν οι στιγ­μές ολά­κε­ρη ζωή, στα­γό­να – στα­γό­να, στις χού­φτες τις μάζε­ψε, άπρα­γη στην αρχή και με πολ­λές επι­ζή­μιες σκέ­ψεις, με την αλι­σά­χνη να χτε­νί­ζει τα βλέ­φα­ρα, μα πάντα προ­ση­λω­μέ­νη στην αγά­πη. Ήταν που έδι­νε σημα­σία στα σημά­δια, που δεν τ’ άφη­νε να γίνουν σημεία και τέρα­τα, που είχε μάθει να διεκ­δι­κεί την ευχή και όχι την κατά­ρα, που δεν είχε απο­χαι­ρε­τή­σει ποτέ το παι­δί μέσα της, που είχε υπο­μο­νή και ήξε­ρε ν’ ακού­ει με τις ώρες, που ήταν κι αυτή κάπως πει­ραγ­μέ­νη, για­τί πίστευε σε χει­ρα­ψί­ες με στοι­χειά κι αερι­κά, που άνοι­γε το σημειω­μα­τά­ριο του έρω­τα για να μην πιά­σει μού­χλα και λερω­θεί το αύριο…

«Αύριο, παλιές συλ­λα­βές και­νούρ­για ανά­γνω­ση» , ψιθύ­ρι­σε, η Χαρού­λα μια νύχτα που το φεγ­γά­ρι είχε χαμη­λώ­σει για να φέγ­γει η μονα­ξιά, Μάρ­τη μήνα στα Γου­βιά στην Κέρ­κυ­ρα με θέα τα χιο­νι­σμέ­να Ηπει­ρώ­τι­κα βου­νά και μια έγνοια…

Σιω­πη­λά μέσα της, μια φωνή ρωτού­σε «Καί­κνως; Ώβυς;»

«Καί­κνως Χαρού­λα…» , ακού­στη­κε μες τη σιγα­λιά, κι ύστε­ρα, όταν έπια­σε τον κοντυ­λο­φό­ρο κι άρχι­σε να μου­τζου­ρώ­νει το λευ­κό χαρ­τί, με παρά­πο­νο, «Ζωή μου…»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Χαρού­λα Βερίγου
Κέρ­κυ­ρα 20 Μάρ­τη του 2022

Από το υπό έκδο­ση βιβλίο
Σαν παπλα­μού­δες να χορεύ­ουν οι λέξεις Καί­κνως – Ώβυς


Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι την δια­κρι­τι­κή του παρου­σία, ιδιαί­τε­ρα όταν φωτί­ζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποίηση.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία:

  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015

Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα


facebook logo click

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο