Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άννα Μανιάνι: Η Λύκαινα της υποκριτικής, η ψυχή της Ιταλίας με τον ηφαιστειώδη χαρακτήρα

Έχει χαρα­κτη­ρι­στεί ιερό τέρας της υπο­κρι­τι­κής, «λύκαι­να, «ηφαί­στειο» και άλλα πολ­λά ευφά­ντα­στα, κατά την πολυ­κύ­μα­ντη και θριαμ­βευ­τι­κή πορεία της στον κινη­μα­το­γρά­φο, τον οποίο σημά­δε­ψε με την ερμη­νευ­τι­κή της θηριώ­δη ικα­νό­τη­τα, το πηγαίο ταλέ­ντο της. Η Άννα Μανιά­νι, αδιαμ­φι­σβή­τη­τα, η σημα­ντι­κό­τε­ρη ηθο­ποιός της Ιτα­λί­ας, μιας χώρας που είχε τερά­στια παρά­δο­ση στο να γεν­νά μεγά­λους ηθο­ποιούς, μπο­ρεί να μην είχε την ομορ­φιά της τερά­στιας Σοφί­ας Λόρεν, αλλά είχε μια δική της μονα­δι­κή γοη­τεία και κυρί­ως μία συναρ­πα­στι­κή ορμή, που έμοια­ζε με τυφώνα.

Η Άννα Μανιά­νι, δεν ήταν η όμορ­φη γυναί­κα, με την έννοια που μας έχει συνη­θί­σει η κινη­μα­το­γρα­φι­κή βιο­μη­χα­νία — κυρί­ως το Χόλι­γουντ — και τα πρό­τυ­πα κενού περιε­χο­μέ­νου, που προ­βάλ­λο­νται διε­θνώς. Είχε ένα σκλη­ρό πρό­σω­πο, που έμοια­ζε με ανε­πε­ξέρ­γα­στο βρά­χο, πριν μετα­βλη­θεί σε άγαλ­μα, εκφρα­στι­κό­τη­τας. Τα μαύ­ρα της μάτια σπιν­θή­ρι­ζαν, η ματιά της δια­περ­νού­σε την κάμε­ρα, τοί­χους, τον κόσμο όλο και φυσι­κά κάθε θεα­τή που προ­σπα­θού­σε να κατα­νο­ή­σει από πού προ­έρ­χε­ται αυτή η έμφυ­τη ερμη­νευ­τι­κή δύναμη.

Η ζωή της δεν ήταν ούτε εύκο­λη, ούτε απλή ή μονο­σή­μα­ντη. Πέρα­σε πολ­λά από την παι­δι­κή της ηλι­κία, τα νιά­τα της, ακό­μη και όταν ωρί­μα­σε. Έζη­σε στα άκρα, τρα­γω­δί­ες, παθια­σμέ­νους έρω­τες, την από­γνω­ση, αλλά και δόξες, την κατα­ξί­ω­ση και τον βαθύ σεβα­σμό για την καλ­λι­τε­χνι­κή της προ­σφο­ρά. Ο αντι­συμ­βα­τι­κός χαρα­κτή­ρας της και η γεν­ναία αντι­με­τώ­πι­ση της ζωής, έβγαι­νε στο πρό­σω­πό της, αλλά και στη συμπε­ρι­φο­ρά της. Κυκλο­φο­ρού­σε ατη­μέ­λη­τη, με αχτέ­νι­στα μαλ­λιά, ακό­μη και ξυπό­λυ­τη. Κάπνι­ζε αρει­μα­νί­ως, πολ­λές φορές πετού­σε τα παπού­τσια της, φορού­σε ό,τι έβρι­σκε μπρο­στά της, ενώ περί­φη­μη ήταν και η ελευ­θε­ρο­στο­μία της. Και όμως, ήταν μία γυναί­κα ποθη­τή σε όσους τη γνώ­ρι­ζαν από κοντά, σαγή­νευε, όπως οι γήι­νες ερμη­νεί­ες της, που καθή­λω­ναν τους θεατές.

Συμπλη­ρώ­νο­ντας 50 χρό­νια από τον θάνα­τό της (26 Σεπτεμ­βρί­ου 1973), η Άννα Μανιά­νι σήμε­ρα παρα­μέ­νει ένα ακό­μη όνο­μα, από τα πολ­λά, του κινη­μα­το­γρά­φου, για τους νεό­τε­ρους σινε­φίλ. Πράγ­μα αδια­νό­η­το για μία από τις κορυ­φαί­ες ηθο­ποιούς που πέρα­σαν από τον πλα­νή­τη, καθώς η προ­σφο­ρά της ήταν τερά­στια και οι ερμη­νεί­ες της εμβλη­μα­τι­κές, πρό­τυ­πο, μαθή­μα­τα υποκριτικής.

Αγνώστου πατρός

Η γέν­νη­σή της στις 7 Μαρ­τί­ου του 1908 και τα πρώ­τα χρό­νια της ζωής της, μοιά­ζουν βγαλ­μέ­να από μυθι­στό­ρη­μα. Κατά τα λεγό­με­να της ίδιας, γεν­νή­θη­κε στη Ρώμη, αν και δεν απο­κλεί­ε­ται η Αλε­ξάν­δρεια να είναι η γενέ­τει­ρα της. Αγνώ­στου πατρός, πιθα­νο­λο­γώ­ντας ότι ήταν κάποιος Αιγύ­πτιος ή Αυστρια­κός όταν η μητέ­ρα της ζού­σε στην Αλε­ξάν­δρεια. Το επώ­νυ­μό της θα το πάρει από τη μητέ­ρα της, ενώ θα μεγα­λώ­σει κυρί­ως δίπλα στους παπ­πού­δες της και τους θεί­ους της. Από παι­δί ακό­μη θα μάθει να ζει και να παί­ζει στους δρό­μους, απο­κτώ­ντας σκλη­ρή προ­σω­πι­κό­τη­τα και τη «γλώσ­σα του δρό­μου», κάτι που δια­τή­ρη­σε σε όλη τη ζωή της. Πήγε εσώ­κλει­στη σε καθο­λι­κό σχο­λείο και έμα­θε να παί­ζει πιά­νο και να τρα­γου­δά. Όταν συμπλή­ρω­σε τα 15 της χρό­νια απο­φά­σι­σε να κερ­δί­σει το ψωμί της δου­λεύ­ο­ντας, ενώ προ­σπά­θη­σε να βρει και τη μητέ­ρα της.

Μπουλούκια, τσιγάρα και καφέδες

Το πηγαίο της ταλέ­ντο τής εξα­σφά­λι­σε μια υπο­τρο­φία για τη Βασι­λι­κή Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή της θρυ­λι­κής Ελε­ο­νό­ρα Ντού­σε, αλλά τα βασι­κά μαθή­μα­τα θα τα λάβει δου­λεύ­ο­ντας σε μπου­λού­κια, το δημο­φι­λές βοντ­βίλ της επο­χής, βαριε­τέ και νυχτε­ρι­νά κέντρα. Θα μπει στον θία­σο του θεα­τραν­θρώ­που Ντά­ριο Νικο­ντέ­μι, όπου παρέ­μει­νε για τέσ­σε­ρα χρό­νια. Όταν πέθα­νε η για­γιά της, η Μανιά­νι θα πει ότι βρή­κε τη δύνα­μη να κάνει την επα­νά­στα­σή της, συμπλη­ρώ­νο­ντας: «Ήταν εκεί­νη τη μέρα που γεν­νή­θη­κε η Μανιά­νι». Θα παί­ξει ό,τι έβρι­σκε, με αμοι­βή 25 λιρέ­τες τη μέρα, ενώ στην προ­σω­πι­κή της ζωή θα υιο­θε­τή­σει το ατη­μέ­λη­το ντύ­σι­μο, αδια­φο­ρώ­ντας για την εμφά­νι­σή της και μη δίνο­ντας καμιά σημα­σία στα σχό­λια που έκα­ναν γι’ αυτήν. Κατοι­κού­σε σε χαμό­σπι­τα, έτρω­γε ελά­χι­στα, εν αντι­θέ­σει με τα πολ­λά πακέ­τα τσι­γά­ρα και τους δεκά­δες καφέ­δες που έπι­νε καθημερινά.

Το σοκ με το παιδί της

Το 1933 θα την ανα­κα­λύ­ψει ο Γκρο­φρέ­ντο Αλε­σα­ντρί­νι, ένας από τους πρω­το­πό­ρους του ιτα­λι­κού σινε­μά, με τον οποίο θα παντρευ­τεί. Τα χρό­νια του Μου­σο­λί­νι, όπου γυρί­ζο­νταν μόνο προ­πα­γαν­δι­στι­κές ται­νί­ες και αδιά­φο­ρες ρομα­ντι­κές κωμω­δί­ες, δεν είχε χώρο για τη Μανιά­νι. Παρά ταύ­τα, το 1941 θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει στην «Τερέ­ζα Βενερ­ντί» του Βιτό­ριο ντε Σίκα, παί­ζο­ντας δίπλα του. Εκεί κάπου θα καταρ­ρεύ­σει και ο γάμος της, για να ακο­λου­θή­σει η γνω­ρι­μία με τον ηθο­ποιό Μάσι­μο Σερά­το, με τον οποίο θα κάνει ένα παι­δί, τον Λού­κα, το οποίο θα μολυν­θεί με πολιο­μυ­ε­λί­τι­δα, κάτι που θα τη σοκά­ρει. Απο­φα­σι­σμέ­νη να του χαρί­σει μια ισό­βια στή­ρι­ξη, η Μανιά­νι θα απο­φα­σί­σει να δου­λέ­ψει σκλη­ρά για να καλύ­ψει τα τερά­στια έξο­δα φρο­ντί­δας του μονά­κρι­βου γιου της.

Ο Ροσελίνι, η Ρώμη και η Μπέργκμαν

Το 1944 θα είναι μία καθο­ρι­στι­κή για τη ζωή της χρο­νιά. Θα γνω­ρι­στεί και θα ερω­τευ­θεί τον τερά­στιο σκη­νο­θέ­τη Ρομπέρ­το Ροσε­λί­νι. Η έλξη θα είναι αμοι­βαία, όπως και οι συγκρού­σεις τους, απ’ τις οποί­ες χαμέ­νος έβγαι­νε σχε­δόν πάντα ο Ροσε­λί­νι — και με πολ­λά καρού­μπα­λα απ’ τα αντι­κεί­με­να που του εκσφενδόνιζε!

Καλ­λι­τε­χνι­κά, όμως, θα γρά­ψουν μία από τις ωραιό­τε­ρες στιγ­μές του παγκό­σμιου κινη­μα­το­γρά­φου, πρω­τί­στως, με το πασί­γνω­στο αρι­στούρ­γη­μα «Ρώμη, Ανο­χύ­ρω­τη Πόλη», μια εμβλη­μα­τι­κή ται­νία για τον ιτα­λι­κό νεο­ρε­α­λι­σμό. Ήταν το 1945, όταν όλος ο κόσμος θα μιλά­ει για το ζευ­γά­ρι Ροσε­λί­νι-Μανιά­νι. Ωστό­σο, θα συνερ­γα­στούν μόνο σε μία ακό­μη ται­νία, το σπον­δυ­λω­τό «Αγά­πη», καθώς ο φλο­γε­ρός έρω­τά τους θα σβή­σει μπρο­στά στην αιθέ­ρια ομορ­φιά της Ίνγκριντ Μπέρ­γκ­μαν, την οποία θα ερω­τευ­θεί ο Ροσε­λί­νι και θα της χαρί­σει τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο στο περί­φη­μο «Στρό­μπο­λι». Έναν ρόλο που είχε γρα­φτεί για την Μανιά­νι και κατα­λα­βαί­νεις εύκο­λα ότι μπο­ρεί η Μπέρ­γκ­μαν να ήταν το πιο καυ­τό όνο­μα στο Χόλι­γουντ, αλλά Μανιά­νι δεν ήταν.

Το Όσκαρ

Η Μανιά­νι θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει σε δεκά­δες ται­νί­ες, στις οποί­ες έδι­νε άλλη διά­στα­ση η παρου­σία της, η ερμη­νευ­τι­κή της δει­νό­τη­τα, το φλο­γε­ρό της πάθος, η αντα­ρια­σμέ­νη της ματιά. Θα συνερ­γα­στεί με τους μεγα­λύ­τε­ρους Ιτα­λούς σκη­νο­θέ­τες, όπως είναι οι Φελί­νι, Παζο­λί­νι, Ροσε­λί­νι, Βισκό­ντι, αλλά και κορυ­φαί­ους ξένους σκη­νο­θέ­τες όπως ο Ζαν Ρενουάρ, ο Τζορτζ Κιού­κορ ή ο Ντά­νιελ Μαν. Ο τελευ­ταί­ος, σε σενά­ριο που έγρα­ψε ειδι­κά για τη Μανιά­νι ο θαυ­μα­στής της Τένε­σι Ουί­λιαμς, θα γυρί­σει μαζί της τη γλυ­κό­πι­κρη κωμω­δία «Τρια­ντά­φυλ­λο στο Στή­θος», που θα της χαρί­σει το 1955 το Όσκαρ Α’ Γυναι­κεί­ου Ρόλου. Θα «εξα­φα­νί­σει» ακό­μη και τον σπου­δαίο σού­περ σταρ της επο­χής Μπαρτ Λάν­κα­στερ, ενώ θα κερ­δί­σει και τα βρα­βεία ερμη­νεί­ας τόσο στο Φεστι­βάλ Βενε­τί­ας όσο και στο Φεστι­βάλ του Βερολίνου.

«Μαμά Ρόμα»

Ανε­ξί­τη­λη στη μνή­μη μας και στην παγκό­σμια κινη­μα­το­γρα­φι­κή ιστο­ρία θα μεί­νει και η ερμη­νεία της στο συντα­ρα­κτι­κό δρά­μα του Παζο­λί­νι «Μαμά Ρόμα» (1962) στο ρόλο μιας πόρ­νης, που εγκα­τα­λεί­πει το επάγ­γελ­μά της για να μεγα­λώ­σει τον γιο της σε μία μικρο­α­στι­κή συνοι­κία, αλλά όταν μαθαί­νει το παι­δί το παρελ­θόν της θα στρα­φεί στην παρα­νο­μία και θα σκο­τω­θεί. Αρκεί μόνο η τελευ­ταία σεκάνς κατά την οποία η Μανιά­νι κατα­ριέ­ται τους πάντες για τον θάνα­το του παι­διού της, για να μπει στο πάν­θε­ον των κορυ­φαί­ων ερμη­νευ­τριών. Από κοντά και η ερμη­νεία της στο υπέ­ρο­χο δρά­μα «Μπε­λί­σι­μα» που γύρι­σε το 1952 ο Λου­κί­νο Βισκό­ντι, για τη μαται­δο­ξία και το φαι­δρό σύμπαν του σινε­μά. Η Μανιά­νι υπο­δύ­ε­ται μια φαντα­σμέ­νη μάνα, που πιστεύ­ει ότι η μικρή της κόρη είναι παι­δί-θαύ­μα, θα κάνει τα πάντα για να μπει στην Τσι­νε­τσι­τά, για να γνω­ρί­σει την πραγ­μα­τι­κή και σκλη­ρή όψη του σινε­μά. Και πάλι στο φινά­λε η Μανιά­νι θα είναι συγκλο­νι­στι­κή, αφή­νο­ντάς μας όλους άφωνους.

Η Άννα Μανιά­νι θα πεθά­νει πρό­ω­ρα, σε ηλι­κία 65 χρό­νων, από καρ­κί­νο στο πάγκρε­ας, έχο­ντας δίπλα της τον γιο της Λού­κα και τον παντο­τι­νό «άνθρω­πό» της Ρομπέρ­το Ροσε­λί­νι. Η Ιτα­λία θα θρη­νή­σει, όπως και όλοι λάτρεις του κινη­μα­το­γρά­φου. Οι Ιτα­λοί θα κατα­λά­βουν ότι δεν χάνουν μόνο μία μεγά­λη ηθο­ποιό, αλλά και την ψυχή τους, μία προ­σω­πι­κό­τη­τα που μπο­ρού­σε να εμπνεύ­σει, να ανα­κό­ψει τον επερ­χό­με­νο κατήφορο…

Χ. Ανα­γνω­στά­κης

Φώτης Αγγου­λές, ο προ­λε­τά­ριος ποιητής

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο