Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άρειος Πάγος: Επικύρωσε την καταδίκη δράστη που θανάτωσε γάτα με αεροβόλο όπλο και έριχνε φόλες στα τετράποδα

Ο Άρειος Πάγος επι­κύ­ρω­σε από­φα­ση του Τρι­με­λούς Εφε­τεί­ου Πει­ραιά που είχε κατα­δι­κά­σει Πει­ραιώ­τη, καθώς θανά­τω­σε γάτα της γει­τό­νισ­σας του με αερο­βό­λο όπλο, ενώ έρι­χνε φόλες στις γάτες της «με σκο­πό τη μεί­ω­ση — εξα­φά­νι­ση τους».

Ειδι­κό­τε­ρα, τον Δεκέμ­βριο του 2015 η Α.Α. την ώρα που επέ­στρε­φε στο σπί­τι της δια­πί­στω­σε ότι μία από τις γάτες που είχε βρι­σκό­ταν τραυ­μα­τι­σμέ­νη κάτω από ένα σταθ­μευ­μέ­νο αυτο­κί­νη­το. Την μετέ­φε­ρε στον κτη­νί­α­τρο όπου εκεί δια­πι­στώ­θη­κε ότι είχε υπο­στεί τραυ­μα­τι­σμό από σφαί­ρα αερο­βό­λου όπλου, κάτι που της επέ­φε­ρε το θάνατο.

Σύμ­φω­να με την εφε­τεια­κή από­φα­ση, ο δρά­στης, όπως απο­δεί­χθη­κε, από την προ­α­νά­κρι­ση αλλά και ενώ­πιον της ακρο­α­μα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας του Εφε­τεί­ου, κατοι­κού­σε κοντά στην γυναί­κα που περι­ποιό­ταν τα οικό­σι­τα και είχε στην κατο­χή του αερο­βό­λο όπλο. Το όπλο αυτό κατά το παρελ­θόν το χρη­σι­μο­ποιού­σε για εκφο­βι­σμό των που­λιών που πλη­σί­α­ζαν το σπί­τι του.

Στην δικα­στι­κή από­φα­ση ανα­φέ­ρε­ται κατά την όλη ακρο­α­μα­τι­κή δια­δι­κα­σία δεν απο­δεί­χτη­κε η παρου­σία κυνη­γών στην περιο­χή που δια­μέ­νει ο δρά­στης και η κυρία που είχε τις γάτες, αλλά ούτε ότι οι κυνη­γοί κάνουν χρή­ση πυρο­βό­λων όπλων. Όπως ανα­φέ­ρουν οι δικα­στές ο δρά­στης είχε συνε­χείς προ­στρι­βές και φιλο­νι­κού­σε με την γυναί­κα που είχε τα τετρά­πο­δα, ενώ ταυ­τό­χρο­να «μειω­νό­ταν ο αριθ­μός τους (των γατών) λόγω δηλη­τη­ρί­α­σής τους».

Από το Τρι­με­λές Εφε­τείο Πει­ραιά το έτος 2018, ο δρά­στης κατα­δι­κά­στη­κε, κατά πλειο­ψη­φία, σε φυλά­κι­ση 15 μηνών, με τριε­τή ανα­στο­λή για κακο­ποί­η­ση ζώου και οπλο­χρη­σία, ενώ παράλ­λη­λα του επι­βλή­θη­κε και πρό­στι­μο 5.000 ευρώ. Οι δικα­στές έκρι­ναν ότι «θανά­τω­σε δεσπο­ζό­με­νο ζώο συντρο­φιάς και ειδι­κό­τε­ρα γάτα ιδιο­κτη­σί­ας της Α.Α., πυρο­βο­λώ­ντας αυτήν στην άνω αρι­στε­ρή κοι­λια­κή χώρα με αερο­βό­λο όπλο, το οποίο κατεί­χε» και προ­σθέ­τουν: «Με πρό­θε­ση παρέ­βη τη διά­τα­ξη του άρθρου 16 στοιχ. α’ του ν. 4039/2012, σύμ­φω­να με την οποία απα­γο­ρεύ­ε­ται η κακο­ποί­η­ση, η κακή και βάναυ­ση μετα­χεί­ρι­ση καθώς και οποια­δή­πο­τε πρά­ξη βίας κατά οποιου­δή­πο­τε είδους ζώου».

Ακό­μα, ανα­φέ­ρε­ται στην δικα­στι­κή από­φα­ση, ότι «σαφώς απο­δει­κνύ­ε­ται ότι ο θανά­σι­μος τραυ­μα­τι­σμός της οικό­σι­της γάτας προ­ήλ­θε από τη χρή­ση του αερο­βό­λου πιστο­λιού που είχε στην κατο­χή του ο κατη­γο­ρού­με­νος, ο οποί­ος είχε σκο­πό τη μεί­ω­ση — εξα­φά­νι­ση των γατών». Έτσι, ο δρά­στης διέ­πρα­ξε πλημ­μέ­λη­μα με δόλο και συγκε­κρι­μέ­να, «στον αύλειο χώρο της οικί­ας του, επί της οδού …, ήτοι χώρου που δεν προ­ο­ρι­ζό­ταν για την άσκη­ση στη σκο­πο­βο­λή ή την αλιεία, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας αερο­βό­λο όπλο, το οποίο κατεί­χε νόμι­μα, διέ­πρα­ξε το πλημ­μέ­λη­μα της κακο­ποί­η­σης ζώου συντροφιάς».

Πάντως, ένα μέλος, του δικα­στη­ρί­ου, ο προ­ε­δρεύ­ων, είχε αντί­θε­τη γνώ­μη και υπο­στή­ρι­ξε ότι ο δρά­στης «έπρε­πε να κηρυ­χθεί αθώ­ος λόγω αμφι­βο­λιών, διό­τι ουδείς αυτό­πτης είδε αυτόν να πυρο­βο­λεί (δια αερο­βό­λου όπλου) το ζώο» και συνεχίζει:

«Δια μόνης της κατο­χής αερο­βό­λου όπλου εκ μέρους του κατη­γο­ρου­μέ­νου δε προ­σφέ­ρε­ται πλή­ρης και βεβαία από­δει­ξης περί του ότι ο κατη­γο­ρού­με­νος έπλη­ξε δι αυτών το προ­α­να­φε­ρό­με­νο ζώο».

Ούτε όμως, ανα­φέ­ρει η μειο­ψη­φία, «εκ του γεγο­νό­τος ότι η μάρ­τυ­ρας έχει δει τον καταρ­γού­με­νο να βάλ­λει κατά πτη­νών στον αέρα δύνα­ται να απο­δει­χθεί ότι αυτός αφαί­ρε­σε τη ζωή του ως άνω τετρα­πό­δου, αλλά ούτε η αγα­νά­κτη­ση του κατη­γο­ρού­με­νου δια την αφό­δευ­ση των γάλων (σ.σ.: Η γάτα στην καθα­ρεύ­ου­σα) της γει­το­νιάς, εντός του κήπου του συνι­στά απο­δει­κτι­κού στοι­χείο δυνά­με­νο πέραν πάσης αμφι­βο­λί­ας να στη­ρί­ζει κρί­ση ενο­χής εις βάρος του». Τελι­κά, ο προ­ε­δρεύ­ων του δικα­στη­ρί­ου δια­τύ­πω­σε την άπο­ψη ότι ο δρά­στης έπρε­πε «να κηρυ­χθεί αθώος».

Στην συνέ­χεια ο δρά­στης ‑κατα­δι­κα­στείς ζήτη­σε να αναι­ρε­θεί η εφε­τεια­κή από­φα­ση, λόγω έλλει­ψης ειδι­κής και εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νης αιτιο­λο­γί­ας. Ο Άρειος Πάγος απο­φάν­θη­κε ότι η εφε­τεια­κή από­φα­ση έχει την απαι­τού­με­νη από Σύνταγ­μα και τον Κώδι­κα Ποι­νι­κής Δικο­νο­μί­ας ειδι­κή και εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη αιτιο­λο­γία, αφού εκθέ­τει, με σαφή­νεια, πλη­ρό­τη­τα και χωρίς αντι­φά­σεις ή λογι­κά κενά, τα πραγ­μα­τι­κά περι­στα­τι­κά, τα οποία απο­δεί­χθη­καν από την ακρο­α­μα­τι­κή διαδικασία.

Κατό­πιν αυτού, οι αρε­ο­πα­γί­τες απέρ­ρι­ψαν ως αβά­σι­μη την αίτη­ση αναί­ρε­σης και του επι­δί­κα­σαν δικα­στι­κά έξο­δα 250 ευρώ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο