Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένας διάλογος με τους νέους (Κριτήρια αξιολόγησης: Νεοελληνική Γλώσσα — Λογοτεχνία)

Νέα Ελληνικά Γ΄ Λυκείου

Νεοελληνική Γλώσσα — Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου

Α. Μη λογοτεχνικό κείμενο

Ένας διά­λο­γος με τους νέους

Ο τρό­πος ψυχα­γω­γί­ας των ανθρώ­πων κάθε επο­χής, ιδιαί­τε­ρα των νέων, βρί­σκε­ται σε συνάρ­τη­ση με τις δυνα­τό­τη­τες που παρέ­χει κάθε φορά η κοι­νω­νία, τις διε­ξό­δους και τις λύσεις που προ­σφέ­ρει στα ανα­φυό­με­να προ­βλή­μα­τα και παράλ­λη­λα αντα­να­κλά το πολι­τι­σμι­κό επί­πε­δο, δηλα­δή το περιε­χό­με­νο της σκέ­ψης, των ανα­ζη­τή­σε­ων και των τέρ­ψε­ων των εν λόγω ατό­μων και σκια­γρα­φεί την ίδια την εικό­να τους. Αυτό σημαί­νει πως ο τρό­πος ψυχα­γω­γί­ας είναι ο καθρέ­πτης μιας κοινωνίας…

Σήμε­ρα, μέσα στο γενι­κό­τε­ρο πλαί­σιο μιας κατα­να­λω­τι­κής κοι­νω­νί­ας ακό­μη και η δια­σκέ­δα­ση έγι­νε κατα­να­λω­τι­κό προ­ϊ­όν που αγο­ρά­ζε­ται και που­λιέ­ται. Η λεγό­με­νη “βιο­μη­χα­νία του ελεύ­θε­ρου χρό­νου”, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τις τεχνι­κές του Marketing, επι­βάλ­λει στους νέους ορι­σμέ­να στε­ρε­ό­τυ­πα συμπε­ρι­φο­ράς, όσον αφο­ρά τον τρό­πο ψυχα­γω­γί­ας. Οι νέοι, για να μην απο­μο­νω­θούν από τους συνο­μι­λη­τές τους, ανα­γκά­ζο­νται να τ’ απο­δε­χτούν, δέχο­νται «να χάσουν το πρό­σω­πό τους για να μοιά­σουν με τους άλλους». Από τις ψυχα­γω­γι­κές εκδη­λώ­σεις τους λεί­πει ο αυτο­σχε­δια­σμός, ο αυθορ­μη­τι­σμός, η γνη­σιό­τη­τα. Ακό­μη και κάποιες υστε­ρι­κές εκδη­λώ­σεις είναι μέσα στο πρό­γραμ­μα· ένα είδος “ψυχα­γω­γι­κού χάπε­νινγκ”. Εφό­σον οι νέοι είναι το τρα­γού­δι τους, σήμε­ρα το τρα­γού­δι ελέγ­χε­ται από κάποιες πολυ­ε­θνι­κές εται­ρεί­ες, που καθο­ρί­ζουν έναν ενιαίο τρό­πο ψυχα­γώ­γη­σης για όλη τη νεο­λαία της γης.

Βέβαια, το τρα­γού­δι πρέ­πει να ενώ­νει αλλά όχι να ισο­πε­δώ­νει ή να ομοιο­ποιεί και να περ­νά στο χώρο της νεο­λαί­ας κάποια ύπο­πτα μηνύ­μα­τα και κάποιους ύπο­πτους τρό­πους ζωής. Η ετε­ρο­κα­τευ­θυ­νό­με­νη, όμως, δια­σκέ­δα­ση δεν ικα­νο­ποιεί τις βαθύ­τε­ρες ανά­γκες των νέων, αφού πρω­ταρ­χι­κά μέσω αυτής απο­σκο­πεί­ται η εξα­σφά­λι­ση του κέρ­δους. Γι’ αυτό, άλλω­στε, αντι­με­τω­πί­ζει τους νέους σαν οικο­νο­μι­κά μεγέ­θη κι όχι σαν αυτό­νο­μες προ­σω­πι­κό­τη­τες, με ανε­πτυγ­μέ­νη κρί­ση, βού­λη­ση κι ευαι­σθη­σία. Η ψυχα­γω­γία από αγω­γή της ψυχής γίνε­ται αγω­γή προς κατα­νά­λω­ση. Κάτω από αυτές τις συν­θή­κες ο νέος συχνά κυριεύ­ε­ται από μια παθητικότητα.

Οι διά­φο­ρες μορ­φές ψυχα­γω­γί­ας, όπως ο χορός και το τρα­γού­δι, δε λει­τουρ­γούν ως ερε­θί­σμα­τα, που θα προ­τρέ­ψουν να εκφρα­στεί μ’ ένα δικό του δυνα­μι­κό και δημιουρ­γι­κό τρό­πο ψυχα­γω­γί­ας. Αντί­θε­τα, τον ωθούν σε μια παθη­τι­κή στά­ση ζωής, σε πανο­μοιό­τυ­πες μορ­φές δια­σκέ­δα­σης που τον διδά­σκουν απά­θεια και αδια­φο­ρία. Συχνά το τρα­γού­δι γίνε­ται ένας άμε­σος ή έμμε­σος τρό­πος προ­βο­λής των ναρ­κω­τι­κών, κάποιων αντι­κοι­νω­νι­κών συμπε­ρι­φο­ρών και ψυχο­φθό­ρων ιδε­ο­λο­γιών. Σήμε­ρα το μοντέρ­νο τρα­γού­δι δια­μορ­φώ­νει όχι μόνο τη γλώσ­σα αλλά και τη σκέ­ψη των νέων. Αυτό εξη­γεί το για­τί το λεξι­λό­γιο της ελλη­νι­κής νεο­λαί­ας βρί­θει από ξενι­κά στοι­χεία ή από λέξεις δήθεν λαϊ­κές, που προ­ω­θού­νται από κάποια τρα­γού­δια μιας νέας αργκό, εκφρά­ζει τον πρό­σφα­το μου­σι­κό μας λαϊ­κι­σμό, που δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά εμβό­λιο ανοη­σί­ας στη σκέ­ψη και στη γλώσ­σα των νέων παιδιών.

Απ’ όλα αυτά δια­πι­στώ­νου­με ότι ο σύγ­χρο­νος τρό­πος ψυχα­γω­γί­ας δεν εξαρ­τά­ται σε μεγά­λο ποσο­στό από τη θέλη­ση των ίδιων των νέων. Απλά τους μετα­βάλ­λει σε άκρι­τους δέκτες απο­λαύ­σε­ων. Μέσω της ελεγ­χό­με­νης ψυχα­γω­γί­ας περ­νούν και οι νέοι τρό­ποι εξάρ­τη­σης. Κι επει­δή οι νέοι όλου του κόσμου αντι­με­τω­πί­ζουν τα ίδια προ­βλή­μα­τα, ρέπουν προς έναν ενιαίο τρό­πο δια­σκέ­δα­σης. Όμως από αυτό επω­φε­λού­νται οι πολυ­ε­θνι­κές δισκο­γρα­φι­κές εται­ρεί­ες, για να δια­μορ­φώ­σουν ένα παγκό­σμιο πρό­τυ­πο ψυχα­γω­γί­ας, σύμ­φω­να με τα δικά τους συμφέροντα.

Σήμε­ρα, το τρα­γού­δι εκφρά­ζει κατά κάποιον τρό­πο την ιδε­ο­λο­γία των νέων. Μέσα από αυτήν την “ιδε­ο­λο­γία” επι­χει­ρεί­ται η απο­ε­θνι­κο­ποί­η­ση των λαών και η απο­κο­πή της νεο­λαί­ας από την εθνι­κή τους κουλ­τού­ρα. Δεν υπο­βοη­θού­νται σήμε­ρα οι προ­σπά­θειες, που θα έδι­ναν τις δυνα­τό­τη­τες στους νέους να βρουν τρό­πους και μέσα ψυχα­γω­γί­ας στη δική τους κουλτούρα.

Σαρά­ντος Ι. Καρ­γά­κος, Προ­βλη­μα­τι­σμοί, Ένας διά­λο­γος με τους νέους,
τομ. Γ’, Gutemberg, σελ. 105–109.

Β. Θέματα

Α1. Να γρά­ψε­τε την περί­λη­ψη της 2ης και της 3ης παρα­γρά­φου του κει­μέ­νου σε 100 λέξεις.

(μονά­δες 15 )

Β1. Σε ποιες συμπε­ρι­φο­ρές και τρό­πους ψυχα­γω­γί­ας οδη­γεί η κατα­να­λω­τι­κή κοι­νω­νία τους νέους, με τη λεγό­με­νη “βιο­μη­χα­νία του ελεύ­θε­ρου χρό­νου” και για ποιους λόγους;

(μονά­δες 15)

Β2. με ποιον τρό­πο ανα­πτύσ­σε­ται η τρί­τη παρά­γρα­φος του κειμένου;

(μονά­δες 8)

Β3. Να γρά­ψε­τε τα αντώ­νυ­μα των παρα­κά­τω λέξε­ων του κειμένου:
   απο­μο­νω­θούν     ύπο­πτα      ετε­ρο­κα­τευ­θυ­νό­με­νη    αυτό­νο­μες       αδιαφορία

(μονά­δες 7)

Β4. Ποια σημα­σία απο­δί­δουν τα εισα­γω­γι­κά στις παρα­κά­τω λέξεις και φρά­σεις καθώς και τα απο­σιω­πη­τι­κά στην πρώ­τη απο αυτές;

μιας κοι­νω­νί­ας …        “βιο­μη­χα­νία του ελεύ­θε­ρου χρό­νου”     “ψυχα­γω­γι­κού χάπε­νινγκ”      “ιδε­ο­λο­γία”

(μονά­δες 10)

Γ . Να γρά­ψε­τε ένα άρθρο 150–200 λέξε­ων και να εστιά­σε­τε το περιε­χό­με­νό του α) στους τρό­πους δια­σκέ­δα­σης των σύγ­χρο­νων νέων και το σχο­λια­σμό τους  και β) στην αξιο­λό­γη­ση των τρό­πων αυτών, δηλα­δή στο κατά πόσο είναι ποιο­τι­κοί και δημιουρ­γι­κοί και βοη­θούν στη συγκρό­τη­ση μιας ολο­κλη­ρω­μέ­νης και πολύ­πλευ­ρης προσωπικότητας.

(μονά­δες 30)

 

Β. Λογοτεχνικό κείμενο

 

Γιάν­νης Ρίτσος

Ισμή­νη (από­σπα­σμα)

Ω, η αδελ­φή μου ρύθ­μι­ζε τα πάντα μ’ ένα πρέ­πει ή δεν πρέπει,
λες κι ήταν πρό­δρο­μος εκεί­νης της μελ­λο­ντι­κής θρησκείας
που χώρι­σε τον κόσμο στα δυο (στον εδώ και στον πέρα), που χώρισε
το ανθρώ­πι­νο σώμα στα δυο, πετώ­ντας το απ’ τη μέση και κάτω.

Πολύ τη λυπό­μουν. Παρά λίγο να βλά­ψει και μένα. Αν την δοξά­σα­νε τόσο
ήταν για­τί τους γλί­τω­σε απ’ το να πρά­ξουν το ίδιο. Στο πρό­σω­πό της
τιμή­σαν τη δική τους αντί­θε­ση νεκρή· — αυτοσυχωρέθηκαν,
αθω­ώ­θη­καν και ησύχασαν.
Αν είχε ζήσει, ω, σίγουρα,
θα την είχαν μισή­σει. Μονα­δι­κή της σκέψη
ήταν ο θάνα­τος. Και τώρα λέω: μια κι ήξερε
ότι δεν ήταν τρό­πος να τον απο­φύ­γει, αντί να τον προσμένει
αργά, βαριά, γερ­νώ­ντας ανω­φέ­λευ­τα, προτίμησε
να τον προ­λά­βει, να τον προ­κα­λέ­σει μάλι­στα, στ’ όνομα
μιας πονη­ρής κι ιτα­μής γεν­ναιο­φρο­σύ­νης, αντι­στρέ­φο­ντας το φόβο
όλης της ζωής και της επι­θυ­μί­ας της σε ηρω­ι­σμό, αντιστρέφοντας
τον ίδιο της ανα­πό­τρε­πτο θάνα­το σε μιαν ευτε­λή αθανασία,
ναι, ναι, ευτε­λή, παρό­λη της την εκτυ­φλω­τι­κή λαμπρό­τη­τα. Πώς το άντε­ξε, θε μου,
αυτή η αιώ­νια φοβι­σμέ­νη ώς το θυμό, η αιώ­νια τρομαγμένη
μπρο­στά στο φαΐ, μπρο­στά στο φως, μπρο­στά στα χρώματα,
μπρο­στά στο δρο­σε­ρό, γυμνό νερό;
Ποτέ της
δεν άφη­σε τον Αίμο­να να της αγγί­ξει το χέρι. Πάντα μαζεμένη
σάμπως για να μη χάσει τίπο­τε, ανα­δι­πλω­μέ­νη στον εαυ­τό της,
με το ’να χέρι της χωμέ­νο στο μανί­κι του άλλου,
με την πλά­τη κολ­λη­μέ­νη στον τοί­χο, με τα φρύ­δια σμιγμένα,
πρό­θυ­μη μόνο να παρα­στα­θεί σ’ όλες τις δυστυχίες,
νιώ­θο­ντας ίσως περη­φά­νια για την δυστυ­χία της — ποιά δυστυχία;

Ποτέ της δε φόρε­σε ένα κόσμη­μα· ώς και τον αρρα­βώ­να της
τον κατα­χώ­νια­σε σ’ ένα σεντού­κι, περιφέροντας
τη σκο­τει­νή αλα­ζο­νεία της μες στις νεα­νι­κές παρέ­ες μας,
επι­σεί­ο­ντας πάνω απ’ τα γέλια μας το σκυ­θρω­πό της βλέμμα
σα γυμνό ξίφος ματαιότητας.

Αθή­να, Σεπτέμβρης–Δεκέμβρης 1966, Σάμος, Δεκέ­βρης 1971 (Ρίτσος, Γιάν­νης, Ισμή­νη, Κέδρος, Αθή­να, 1972 και στον συγκε­ντρω­τι­κό τόμο Γιάν­νης Ρίτσος, Ποι­ή­μα­τα ΣΤ΄, Τέταρ­τη διά­στα­ση (1956–1972), Κέδρος, Αθή­να, 1972).

Θέμα

Α. Η γρα­φή του Ρίτσου είναι δημιουρ­γι­κά ανα­τρε­πτι­κή σε μύθους και πρό­τυ­πα, ιδιαί­τε­ρα στις συν­θέ­σεις της “Τέταρ­της Διά­στα­σης”. Με ποιους τρό­πους αντι­στρέ­φει το πρό­τυ­πο της Αντι­γό­νης στους στί­χους που δόθη­καν και στα θέμα­τα α) του έρω­τα β) της γυναι­κεί­ας φύσης της γ) της γεν­ναιό­τη­τας και του θάρ­ρους και δ) στην υπο­τι­θέ­με­νη ταπει­νό­τη­τά της. Να απα­ντή­σε­τε μέσα από τους στί­χους με συνο­πτι­κό σχο­λια­σμό, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας την τεχνι­κή που χρη­σι­μο­ποιεί ο Ρίτσος σε αυτή την ανατροπή.

(μονά­δες 15)

Γιώρ­γος Ηρακλέους
φιλόλογος

Απο­ρί­ες ερω­τή­σεις μπο­ρούν να απο­στα­λούν στο [email protected] και θα απα­ντη­θούν με επό­με­νη ανάρτηση.

ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ;
Καλός δάσκαλος είναι εκείνος που διακρίνεται για την αγάπη του προς τα παιδιά και τη δουλειά του, που έχει πλατιά σκέψη μεγάλη καρδιά, μ’ ένα λόγο ψυχή.
Καλός δάσκαλος είναι προπαντός εκείνος που ζητάει να ξυπνήσει ψυχές ικανές να καθορίζουν μονάχες τους αύριο τις τύχες τους και όχι νευρόσπαστα που να κινούνται σήμερα με τη θέληση του πρώτου τυχαίου δασκάλου τους και αύριο με του άλλου οποιουδήποτε κυρίου και εργοδότη τους.
Ο δάσκαλος πρέπει να μη δίνει καλούπια σε καμία περιοχή της ζωής και της σκέψης των παιδιών καλούπια που ν αλλάζουν επιφανειακά μονάχα τη ζωή, κι αφήνουν αποκοιμισμένη και στείρα τη συνείδηση έρμαιο στην υποταγή.
Όπου βλέπουμε την ελεύθερη σκέψη, πρέπει να τη σεβόμαστε και να την αγαπάμε οσοδήποτε τολμηρή κι αν είναι. Και να ξυπνάμε το μυαλό των σκλαβωμένων στα δεσμά της υποκρισίας του συστήματος.
Γιατί μαθητές μου εμένα δεν είναι εκείνος που αγαπά την ήρεμη και ακίνδυνη ζωή, τη στρωμένη με ανύπαρκτα λουλούδια, μα εκείνος ου μέσα του έχει ξυπνήσει η ανησυχία και μπορεί να φτάνει στην επικίνδυνη πάλη για να αλλάξει τον εαυτό του και τον κόσμο.
Μίλτος Κουντουράς (1889–1940)
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο