Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων (Διήγημα)

«Όσο για μένα, έμει­να πάντα ένας πλα­νό­διος πωλη­τής αλλο­τι­νών πραγμάτων,
αλλά… αλλά ποιός σήμε­ρα ν’  αγο­ρά­σει ομπρέ­λες από αρχαί­ους κατακλυσμούς.»
Επί­λο­γος / (Φυσά­ει) – Τάσος Λειβαδίτης

Μετά από 2 μήνες, τρεις εβδο­μά­δες και αλή­θεια πόσες ώρες- είχε χάσει πια το μέτρη­μα των δευ­τε­ρό­λε­πτων- είδε το νού­με­ρο του τηλε­φώ­νου της να φωτί­ζει  την οθό­νη του κινη­τού του.

Το σκέ­φτη­κε αν θα έπρε­πε να απα­ντή­σει. Αυτές οι άτι­μες οι αρχές του- «χρι­στια­νι­σμό» τον χαρα­κτή­ρι­ζε πάντο­τε εκεί­νη- τον έκα­ναν να το σηκώσει

«Για­τί μου θύμω­σες;» τον ρώτη­σε  χαδιά­ρι­κα, θαρ­ρείς και δεν είχε συμ­βεί τίπο­τα μετα­ξύ τους.

Η απά­ντη­ση του κοφτή, άλλω­στε πολ­λές πρό­βες έκα­νε όλο αυτό το διά­στη­μα της απο­μά­κρυν­σης τους, για ένα τέτοιο ενδεχόμενο :

«Στην αγά­πη δεν χωρά θυμός!

Χωρά όμως απο­γο­ή­τευ­ση, πίκρα και κυρί­ως πλη­γές που δεν κλεί­νουν. Οπό­τε όπως έλε­γαν και οι Λατί­νοι: «ave atque vale» *

Τα είπε όλα μονο­ρού­φι και της έκλει­σε το τηλέφωνο.

Ντύ­θη­κε  και κατευ­θύν­θη­κε στην παρα­λία της άμορ­φης Θεσ­σα­λι­κής πόλης. Αυτός θαλασ­σι­νός (Βολιώ­της) και αυτή καμπί­σια (Λάρι­σα). Αυτός εκπαι­δευ­τι­κός και αυτή αρχιτεκτόνισσα.

Αυτός με ένα κορί­τσι στα 16, μόνος εδώ και μία δεκα­ε­τία, χάνο­ντας την γυναί­κα του  από την «κακιά αρρώ­στια» , κοντεύ­ο­ντας τα 60 εγκλω­βι­σμέ­νος σε μια δου­λειά που είχε αρχί­σει να τον κου­ρά­ζει και κυρί­ως ανα­μέ­νο­ντας μια σύντα­ξη, που ας είναι καλά τα μνη­μό­νια, θα την έβλε­πε στα 67 του. Και μέχρι τότε ποιος και κυρί­ως για­τί άρα­γε θα δίδα­σκε Αντι­γό­νη σε μια κοι­νω­νία που είχε για αλλού τραβήξει ;

Αυτή, είχε πατή­σει τα 45. Στο κυνη­γη­τό μιας καριέ­ρας και μιας ζωής που έβλε­πε να φεύ­γει ποια από τα χέρια της. Λέγο­ντας πολ­λά όχι χωρίς όμως να εισπρά­ξει και τα ναι που περί­με­νε. Με μια ανε­ξάρ­τη­τη και μονα­χι­κή ζωή- θύμα της ομορ­φιάς της- όπως έλε­γαν (χωρίς αυτή να τις ακού­ει) οι φίλες της συζη­τώ­ντας στις συνα­ντή­σεις τους, αυτή για τα όνει­ρά της και αυτές για τα όσα ονει­ρευό­ταν για τα παι­διά τους.

Η γνω­ρι­μία τους στο τραί­νο. Είχε επι­σκε­φτεί το Πήλιο για τις ανά­γκες της δου­λειάς της- διέ­θε­τε τεχνι­κό γρα­φείο- και επέ­στρε­φε στη Λάρι­σα. Και αυτός λάτρης του τραί­νου όπως δήλω­νε και μην δια­θέ­το­ντας δίπλω­μα, για ιστο­ρι­κό συνέ­δριο. Σε διπλα­νές θέσεις. Αυτός να δια­βά­ζει το αστυ­νο­μι­κό του μυθι­στό­ρη­μα και αυτή το αρχι­τε­κτο­νι­κό της περιο­δι­κό. Η γνω­ρι­μία τους απλή, όπως τόσων ανθρώ­πων που τυχαί­νει να συνταξιδεύουν.

Όμως αυτή απρό­ο­πτα συνε­χί­στη­κε σε  καφέ στην πλα­τεία του σταθ­μού. Αντάλ­λα­ξαν τηλέ­φω­να, μαζί με τις πρώ­τες εκμυ­στη­ρεύ­σεις για τη ζωή τους, καθώς και την υπό­σχε­ση ότι θα τα ξανα­πούν μια και όπως του είπε κοι­τώ­ντας τον στα μάτια, η από­στα­ση των πόλε­ων τους είναι «ούτε μισό πακέ­το δρό­μος». Καπνί­στρια αυτή- με στρι­φτό τσι­γά­ρο μάλι­στα- άκα­πνος από πεποί­θη­ση αυτός όπως της τόνισε.

Και πάλι αυτή ήταν που πρώ­τη, ένα μονα­χι­κό όπως συνή­θως Σαβ­βα­τό­βρα­δο,  τον πήρε στο τηλέφωνο.

«Τι θα έλε­γες για ένα τσί­που­ρο στη Νέα Ιωνία; Βρί­σκο­μαι από το από­γευ­μα στον Βόλο και σε θυμήθηκα»

Τον ξάφ­νια­σε ευχά­ρι­στα. Άλλω­στε θα άφη­νε την τότε 11 χρο­νη κόρη  του να καθί­σει στο σπί­τι της ξαδέλ­φης του που έμει­νε κοντά και θα είχε όλο τον χρό­νο να την ξενα­γή­σει στα ξακου­στά τσι­που­ρά­δι­κα της περιοχής.

Του έφα­γε πάνω από μισή ώρα να δια­λέ­ξει τι ρού­χα θα φορού­σε. Δεν είχε βρε­θεί όλα  αυτά τα χρό­νια που είχε μεί­νει χήρος μόνος με άλλη γυναί­κα, ούτε είχε φαντα­στεί τη ζωή του χωρίς αυτήν, παρά τις συμ­βου­λές της γριάς μητέ­ρας του ότι «επι­τέ­λους θα έπρε­πε να ξανα­φτιά­ξει τη ζωή του». Δεν άντε­ξε όμως πολ­λά χρό­νια για να το δει και πήγε να συνα­ντή­σει τον πατέ­ρα του, που είχε χάσει εδώ και χρόνια.

Το μπλου­τζίν τον έκα­νε να νοιώ­θει άβο­λα, ενώ στο βλέμ­μα του κυριαρ­χού­σε ο φόβος για το τι θα πει ο κόσμος για τον καθη­γη­τή που κυκλο­φο­ρού­σε με μια νεώ­τε­ρη του, άγνω­στη στην πόλη.

Φορού­σε ένα εντυ­πω­σια­κό δερ­μά­τι­νο σετ, που ανα­δεί­κνυε τα μακριά χυτά πόδια της και το στή­θος της που όπως διά­βα­ζε σε εκεί­να τα αγα­πη­μέ­να του νουάρ, «δεν υπά­κουε στους νόμους της βαρύτητας».

Ίσως η πολύ­χρο­νη μονα­ξιά, το τσί­που­ρο που έρρεε άφθο­νο,  η ομορ­φιά που είχε απέ­να­ντί του (και που όπως κατα­λά­βαι­νε προ­κα­λού­σε βλέμ­μα­τα θαυ­μα­σμού στους θαμώ­νες αλλά και ζήλειας για τον ίδιο- «τι του βρή­κε αυτή η κοπε­λά­ρα»- σαν να άκου­σε μάλι­στα να λένε πίσω από την πλά­τη του), τον βοή­θη­σε να χαλα­ρώ­σει και να βγά­λει μια τρυ­φε­ρό­τη­τα που χρό­νια είχε να νοιώσει.

Εξο­μο­λο­γή­σεις, τυχαία δήθεν αγγίγ­μα­τα, εκμυ­στη­ρεύ­σεις, σιω­πές που συνο­δευό­ταν με κοί­ταγ­μα στα μάτια και τις άμυ­νες-πανο­πλί­ες που είχε στή­σει όλα αυτά τα χρό­νια να νοιώ­θει ότι πια καταρρέουν.

Την συνό­δε­ψε μέχρι το  παρα­λια­κό ξενο­δο­χείο που είχε κλεί­σει για να μεί­νει. Κατά­λα­βε ότι αν της το είχε προ­τεί­νει, θα την ακο­λου­θού­σε. Δεν το έκα­νε. Σκέ­φτη­κε τους στί­χους του αγα­πη­μέ­νου του ποιητή:

«Όμως εγώ υπήρ­ξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοί­γει την ομπρέ­λα του σε και­ρούς ξηρασίας» **

Δεν θέλη­σε (ή δεν μπο­ρού­σε τελι­κά;) να είναι ανυ­πό­μο­νος. Την απο­χαι­ρέ­τι­σε με ένα φιλί στο μάγου­λο. Γύρι­σε και με αργό βήμα ανέ­βη­κε τον κεντρι­κό δρό­μο που οδη­γού­σε στο σπί­τι του.

Τον κοί­τα­ξε για πολύ ώρα καθώς απο­μα­κρυ­νό­ταν. Το δια­πί­στω­σε όταν και αυτός κοί­τα­ξε πίσω του νοιώ­θο­ντας, ότι μπο­ρεί και να «απο­χαι­ρε­τού­σε την Αλε­ξάν­δρεια που έχανε».

Είχε μπει στην περί­ο­δο των σχο­λι­κών εξε­τά­σε­ων. Η συνά­ντη­σή τους, τον έκαι­γε την καρ­διά τα βρά­δια. Η κόρη του ετοι­μα­ζό­ταν να γίνει τελειό­φοι­τη δημο­τι­κού όπως του τόνι­ζε με καμάρι.

Η αρχι­τε­κτό­νισ­σα του τηλε­φω­νού­σε κάπου-κάπου για να μάθει νέα του και κυρί­ως για να τον ενη­με­ρώ­σει για το διδα­κτο­ρι­κό της, που το τελεί­ω­νε επι­τέ­λους, κάτι που όπως όλο χαρά του έλε­γε θα τις άνοι­γες πανε­πι­στη­μια­κούς ορί­ζο­ντες σε σχέ­ση με την άχα­ρη και κυρί­ως λόγω κρί­σης περιο­ρι­σμέ­νη και κακά αμει­βό­με­νη δου­λειά στο γραφείο.

Ώσπου την τελευ­ταία μέρα των εξε­τά­σε­ων, Παρα­σκευή μεση­μέ­ρι, είδε τον αριθ­μό της στην οθό­νη του κινη­τού της. Δεν το συνή­θι­ζε τέτοια ώρα.

«Σε λίγο ξεκι­νώ για τα μέρη σου. Ο και­ρός θα είναι θαυ­μά­σιος και είπα να έλθω για καμία βου­τιά. Μπο­ρεί να είμαι καμπί­σια, όμως η θάλασ­σα είναι το αγα­πη­μέ­νο μου καταφύγιο.»

Η καρ­διά του άρχι­σε να χτυ­πά σαν τρε­λή, ενώ το μυα­λό του ετοί­μα­ζε κιό­λας το πλά­νο που θα έπρε­πε να ακο­λου­θή­σει. Για την κόρη του βρέ­θη­κε για μία ακό­μη φορά η λύση της ξαδέλ­φης. Το ζήτη­μα ήταν γι’ αυτό που ένιω­θε αν και πως θα έβρι­σκε τελι­κά λύσεις ή του­λά­χι­στον γιατρειά.

Ηλθε με το  αυτο­κί­νη­το της «κολ­λη­τής» όπως είπε μια και το δικό της το είχε στο συνερ­γείο. Η δια­δρο­μή για τα αγα­πη­μέ­να του Καλά Νερά ονει­ρε­μέ­νη. Η μου­σι­κή , από την αγα­πη­μέ­νη της Κού­βα, που είχε επι­σκε­φθεί ήδη δύο φορές όπως του έλε­γε με καμά­ρι, κάθε τόσο στο τηλέφωνο.

Το ξενο­δο­χείο για το διή­με­ρο ήταν δίκλι­νο μετά από απαί­τη­ση του, όμως από την πρώ­τη βρα­διά μετα­τρά­πη­κε  τελι­κά σε …διπλό. Όλα ήλθαν, φυσιο­λο­γι­κά, ανθρώ­πι­να, χωρίς προ­λό­γους και σενά­ρια. Είχε χρό­νια να νοιώ­σει έτσι.

Και αυτή; Θέρ­μη αλλά και ψυχρό­τη­τα. Τρυ­φε­ρό­τη­τα αλλά και ορθο­λο­γι­σμός. Και ατέ­λειω­τοι μονό­λο­γοι για τα όνει­ρα της, για τη ζωή της  που κύλη­σε χωρίς να μπο­ρεί να την πάρει στα χέρια της όπως θα ήθε­λε, για την απέ­ρα­ντη μονα­ξιά που ένοιω­θε, για την οικο­γέ­νεια που δεν είχε κάνει, για το παι­δί που δεν απόκτησε.

Και το όνει­ρο αυτής της σχέ­σης από από­στα­ση κρά­τη­σε πέντε χρό­νια τώρα. Με πάθη, αλλά και εντά­σεις. Με γερο­ντι­κή ζήλεια από μέρους του για το τι πραγ­μα­τι­κά έκα­νε τις βδο­μά­δες που ήταν μακριά.

« Όλο και κάποιον θα έχει ταυ­τό­χρο­να» του έλε­γαν οι φίλοι του κάνο­ντας την καρ­διά του σμπα­ρά­λια. Και αυτός εκεί. Τυπι­κός, στα­θε­ρά δίπλα της σε ότι του ζητού­σε, με τον φόβο ότι δεν θα άντε­χε μία ακό­μη απώ­λεια στη ζωή του.

Πρό­σε­χε την κόρη του σαν τα μάτια του. Να μην τις λεί­ψει τίπο­τε, αν και η απου­σία της μάνας ήταν καθο­ρι­στι­κή. Στις σκέ­ψεις  του, όσο είχε μπει στην εφη­βεία, ήταν του τι τελι­κά θα της έλε­γε για την αρχιτεκτόνισσα.

Και αυτή όμως δεν έλε­γε να ανοί­ξει τα χαρ­τιά της . Μισό­λο­γα, σιω­πές, απου­σί­ες, νέα ενδια­φέ­ρο­ντα στη ζωή της. Και αυτός, να νοιώ­θει συχνά σαν ο αγκι­στρω­μέ­νο ψάρι στα δίκτυα της, ανή­μπο­ρος να δρα­πε­τέ­ψει για­τί δεν το ήθε­λε ή τελι­κά δεν το μπο­ρού­σε; Παρα­κα­λού­σε βαθειά μέσα του να βρει κάποιον να τη συντρο­φεύ­σει μόνι­μα στην επό­με­νη ζωή της, μιας και ο ίδιος δεν τολ­μού­σε να της το ζητήσει.

Δει­λός κατά βάθος θεω­ρώ­ντας ότι :

«η εξέ­γερ­ση ήταν πια παρελ­θόν κι όσοι από­με­ναν όρθιοι πυρο­βο­λού­σαν ακό­μα για ένα φτω­χό έπα­θλο στα υπαί­θρια σκοπευτήρια..» ***

Ο καυ­γάς τους πριν τρείς μήνες περί­που , έμοια­ζε να είναι και ο τελευ­ταί­ος. «Μ’ αρέ­σουν οι μικρό­τε­ροι και κυρί­ως οι καλο­γυ­μνα­σμέ­νοι» του είπε , στην τελευ­ταία τους συνά­ντη­ση, κατά­μου­τρα. «Για­τί εγώ θέλω να έχω την τελευ­ταία κου­βέ­ντα και τον έλεγ­χο στη σχέ­ση μου.»

Απει­λή, προει­δο­ποί­η­ση ή απλά ενη­μέ­ρω­ση για του τι πραγ­μα­τι­κά συνέ­βαι­νε τόσο και­ρό δεν το ξεκα­θά­ρι­σε. Απλά, χωρίς να το σχο­λιά­σει έφυ­γε. «Άλλη μια φορά κορόι­δο» όπως έλε­γε και ο τίτλος ενός από τα αγα­πη­μέ­να του αστυ­νο­μι­κά που το είχε δια­βά­σει στα εφη­βι­κά του χρόνια.

Δεν ξανα­πή­ρε τηλέ­φω­νο κανείς από τους δύο τους επό­με­νους μήνες. Έρι­ξε και αυτός «μαύ­ρη πέτρα», κλεί­στη­κε στον εαυ­τό του και φρό­ντι­ζε να μην λεί­ψει τίπο­τε της κόρης του που ήταν πια όλη του η ζωή.

Παρα­ξε­νεύ­τη­κε όταν είδε στην οθό­νη του τηλε­φώ­νου του κλή­ση από άγνω­στο στα­θε­ρό, με κωδι­κό της Λάρισας.

«Δεν έτυ­χε να γνω­ρι­στού­με όλα αυτά τα χρό­νια», άκου­σε μια άγνω­στη γυναι­κεία φωνή να του λέει. «Είμαι η κολ­λη­τή της….που το αυτο­κί­νη­τό μου είχε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει όταν τα φτιά­ξα­τε. Η πρω­το­βου­λία είναι δική μου και το τηλέ­φω­νό σου το βρή­κα στην ατζέ­ντα της. Η φίλη μας έκα­νε μία σοβα­ρή γυναι­κο­λο­γι­κή εγχεί­ρι­ση και νοση­λεύ­ε­ται εδώ και μέρες στο νοσο­κο­μείο. Σκέ­φτη­κα ότι θα σε ενδιέ­φε­ρε μια και όπως συχνά μου έλε­γε ήσουν όλα  αυτά χρό­νια ότι πιο κοντι­νό είχε μετά την μητέ­ρα της.»

Βούρ­κω­σε. Ένοιω­σε τα πόδια του να τρέ­μουν. Δεν το σκέ­φτη­κε καθό­λου. «Αγγά­ρε­ψε» τον πρώ­το φίλο που βρή­κε εύκαι­ρο και με το αυτο­κί­νη­το του κατευ­θύν­θη­κε στο νοσο­κο­μείο της Λάρισας.

Οι για­τροί τον καθη­σύ­χα­σαν, είχε δια­φύ­γει τον κίν­δυ­νο του είπαν. Η απο­βο­λή της στο τρί­το μήνα σήμαι­νε όμως και την πλή­ρη αδυ­να­μία της να απο­κτή­σει παι­δί, που τόσο επιζητούσε.

Η όψη της, τον τρό­μα­ξε. Καμία σχέ­ση μ’ αυτήν που είχε αφή­σει. Αδυ­να­τι­σμέ­νη, με μαύ­ρους κύκλους στα μάτια και με τον ορό στο χέρι.

Η ζήλεια φάνη­κε να τον εγκα­τα­λεί­πει. Την πλη­σί­α­σε. Της άγγι­ξε το χέρι. Την φίλη­σε απα­λά στο μάγου­λο και της είπε:

«Αν θέλεις η κόρη μου μόλις φύγου­με από το νοσο­κο­μείο, να γίνει και δική σου κόρη»

Δεν του απά­ντη­σε. Του χαμο­γέ­λα­σε, του έσφι­ξε το χέρι, ενώ στα μάτια της είδε να ξανα­ζω­ντα­νεύ­ει η ελπίδα…

 

* Χαί­ρε και αντίο

** Οι στί­χοι είναι του Τάσου Λει­βα­δί­τη,  «Ο επί­λο­γος», από τη συλ­λο­γή «Ανα­κά­λυ­ψη»

*** Οι στί­χοι είναι του Τάσου Λει­βα­δί­τη,  «Ο επί­λο­γος», από τη συλ­λο­γή «Ανα­κά­λυ­ψη\

 

Αλέ­κος Χατζηκώστας

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο