Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Ήταν όνειρο ζωής να επισκεφτώ την Χιροσίμα. Ένα μακρινό ταξίδι στον τόπο, το χρόνο, την ανάσμνηση. Να φτάσω προσκυνητής στο χώρο του μαρτυρίου. Να καταθέσω ένα στεφάνι από χάρτινα χρωματιστά λουλούδια κι ένα κερί στην μνήμη 200 χιλ. νεκρών που άφησε που άφησε πίσω του το τεράστιο μανιτάρι του θανάτου, με την αιώνια ευχή. Ποτέ πόλεμος πια. Ποτέ Χιροσίμα, ποτέ Ναγκασάκι, ποτέ Κόσσοβο πιά, ποτέ Αφγανιστάν, ποτέ Ιράκ.
Με μεγάλες ρωγμές οι τάφοι ανοίγουν και οι ψίθυροι γίνονται φωνές και οι φωνές κραυγές και οι κραυγές αλλαλαγμοί απελπισίας κι απόγνωσης σ’ ένα πανανθρώπινο κατηγορώ…! Παρελαύνουν μπροστά μου τερατώδεις σκιές φαντασμάτων με τις κόγχες των ματιών πεταμένες, τραγικές σκιές φρίκης με καμμένα πρόσωπα και σάρκες αλλοιωμένες να κρέμονται απ’ τα ακροδάκτυλα σαν σταλακτίτες.
………….
Τα 830 χιλιομ. που χωρίζουν την πόλη από το Τόκιο καλύφθηκαν μέσα στον εκπληκτικό χρόνο και σε ακρίβεια δευτερολέπτου σε τέσσερις 4 ώρες και 51 λεπτά, χάρη στην τελειότητα του τρένου-βολίδα με τις πιο σύγχρονες ανέσεις και την τέλεια ενημέρωση, δίνοντας σου την εντύπωση πως βρίσκεται σ’ ένα προάστιο της τεράστιας πρωτεύουσας μια κι όλη αυτή η απόσταση (830 χιλ.) διανύονταν μέσα από πυκνοκατοικημένες μεγαλουπόλεις (Γιοκοχάμα-Κιότο-Κέμπε-Ολάκα) χωρίς να δει το μάτι σου ύπαιθρο(παρά μόνο εξαιρέσεις).
Σήμερα η Χιροσίμα μια ολοζώντανη πόλη σχεδόν 2 εκατ. κατοίκων δεν θυμίζει σε τίποτα απ’ το φρικτό παρελθόν της.Τώρα οι νέοι παίζουν φλιπεράκια και κουλοχέρηδες σε δεκάδες μαγαζιά γύρω από το σταθμό πλαισιωμένοι από μια εκκωφαντική μουσική. Τεράστιοι ουρανοξύστες , μεγαλοκαταστήματα και ξενοδοχειακά κέντρα-στο δέλτα των πολλών ποταμών της πόλης – προσπαθούν να πνίξουν την οδύνη που πέρασε και να δώσουν μια νότα μεγαλοπρέπειας , κοσμικότητας και μεγάλης εμπορικής ανάπτυξης.
…………….
Τι απομένει; Το πάρκο του μνημείου ειρήνης, που κουβαλά στις πλάτες του τις συνέπειες του πιο φρικτού εγκλήματος που διαπράχτηκε ποτέ στην αιωνιότητα από τους Αμερικανούς σε βάρος αθώων πολιτών.
Ένα κατεστραμμένο κτήριο, το μοναδικό (παλιά νομαρχία) που απόμεινε διατηρητέο, να θυμίζει την αποφράδα μέρα. Μερικά καλοφυλαγμένα σε σκοτεινό μέρος βιβλία με χιλιάδες ονόματα, μια φλόγα που δεν σβήνει ποτέ, άφθονα χάρτινα πολύτιμα λουλούδια, χάρτινα ομοιώματα πελαργών σύμβολα ειρήνης κι ένα μουσείο με τις εικόνες της φρίκης. Ένα ολοκληρωτικό κατεστραμμένο τοπίο. Ένας κρανίου τόπος. Κατάρας και θλίψης. Σκιές μόνο που απέμειναν στους τοίχους , τις σκάλες, τα πεζούλια, ενώ τα άτομα εξαερώθηκαν, εξαχρειώθηκαν και εξαφανίστηκαν.
Φυσιογνωμίες που απόμειναν, σκληρές και παραμορφωμένες διηγούνται (σε βίντεο) τη φρίκη και το θάνατο. Λιωμένα μέταλλα και κρύσταλλα, ρημαγμένα ρούχα, καμένες σάρκες, μια άμορφη ρευστή μάζα.
………….
Η οδύνη κι ο πόνος που σμίγουν στην ατμόσφαιρα απαιτούν την οριστική κατάργιση των ατομικών όπλων.
Πικρές μνήμες, με λίγα ξεραμμένα λουλούδια που ποτέ δεν πρέπει να σβήσουν.
Και μια τελευταία ευχή για την ειρήνη. Μεγάλο το ταξίδι, λίγος ο χρόνος, η καρδιά αναπαυμένη.
_________________________________________________________________________________________________________
Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.