Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έφυγε από τη ζωή ο Λάζαρος Κυρίτσης, αλύγιστος Μακρονησιώτης και αταλάντευτος κομμουνιστής

Έφυ­γε από τη ζωή, χθες το βρά­δυ, πλή­ρης ημε­ρών, ο σύντρο­φος Λάζα­ρος Κυρί­τσης, αντι­πρό­ε­δρος της ΠΕΚΑΜ, αλύ­γι­στος Μακρο­νη­σιώ­της, με αδιά­κο­πη δρά­ση στο λαϊ­κό κίνη­μα και ατα­λά­ντευ­τη στά­ση, η οποία σφυ­ρη­λα­τή­θη­κε με τα ιδα­νι­κά της ΕΑΜι­κής Αντί­στα­σης, του ΔΣΕ και του ΚΚΕ.

Τα πρώτα δύσκολα χρόνια

Ο σ. Λάζα­ρος γεν­νή­θη­κε το 1920 στη Χαραυ­γή Πωγω­νί­ου Ιωαν­νί­νων, όπου έμει­νε μέχρι που τελεί­ω­σε την πρώ­τη γυμνα­σί­ου. Τότε μετα­κο­μί­ζει στην Αθή­να, για να βοη­θή­σει μαζί με τον αδελ­φό του στο μπα­κά­λι­κο που άνοι­ξε ο πατέ­ρας τους στου Χαρο­κό­που και ταυ­τό­χρο­να συνε­χί­ζει το γυμνά­σιο στην Καλ­λι­θέα. Αλλά η δου­λειά δεν πήγαι­νε καλά και ο πατέ­ρας απο­φα­σί­ζει να επι­στρέ­ψει στο χωριό, ενώ τα παι­διά παρέ­μει­ναν στην Αθή­να, ο Λάζα­ρος για να συνε­χί­σει το σχο­λείο και ο αδελ­φός του για δου­λειά. Ο πατέ­ρας τους πριν φύγει, ανέ­θε­σε την φρο­ντί­δα των παι­διών και κυρί­ως του Λάζα­ρου σε ένα γεί­το­να — γαλα­τά, με τη συμ­φω­νία να του παρέ­χει στέ­γη για να συνε­χί­σει το σχο­λείο του και με αντάλ­λαγ­μα να δου­λεύ­ει γι αυτόν χωρίς να πλη­ρώ­νε­ται. Τα παι­διά κοι­μού­νται στο υπό­γειο, δίπλα στα γάλα­τα, ξυπνούν 2 και 3 φορές τη νύχτα λόγω της δου­λειάς, ενώ από τα ξημε­ρώ­μα­τα πρέ­πει να γυρί­ζουν στην περιο­χή για να μαζέ­ψουν και να μοι­ρά­σουν το γάλα. Ο Λάζα­ρος μετά βίας προ­λα­βαί­νει στις 8.30 το πρωί να βρί­σκε­ται στο σχο­λείο. Η ζωή αυτή δεν μπο­ρού­σε να συνε­χι­στεί. Φτά­νο­ντας στην 5η γυμνα­σί­ου, ο αδελ­φός του έχει ήδη βρει καλύ­τε­ρη δου­λειά και προ­τεί­νει στον Λάζα­ρο να φύγει για την Παρα­μυ­θιά της Θεσπρω­τί­ας, όπου υπήρ­χε οικο­τρο­φείο για να μεί­νει και να τελειώ­σει εκεί το γυμνά­σιο, Τα έξο­δά του θα τα ανέ­λα­βε εκεί­νος. Από τις 400 δρχ μηνιά­τι­κο που έπαιρ­νε τότε, τα 325 τα έστελ­νε στον Λάζα­ρο για να σπουδάσει.

Εκεί ο νεα­ρός Λάζα­ρος δεν τελεί­ω­σε απλά το γυμνά­σιο, αλλά πήρε ένα ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρο μάθη­μα ζωής. Γνώ­ρι­σε την συντρο­φι­κό­τη­τα, την ανι­διο­τέ­λεια, την δύνα­μη που κου­βα­λά μέσα της η κολ­λε­κτί­βα προ­κει­μέ­νου να στη­ρι­χθεί και να εξε­λι­χθεί το άτο­μο. Τον χει­μώ­να της ίδιας χρο­νιάς αρρω­σταί­νει από τύφο. Ο καθη­γη­τής του των Μαθη­μα­τι­κών — Τζι­μό­που­λο τον έλε­γαν — ανέ­θε­σε τη φρο­ντί­δα του Λάζα­ρου ουσια­στι­κά στους 18 συμ­μα­θη­τές του. Κάποια χρε­ώ­θη­καν να κου­βα­λούν από το βου­νό χιό­νι που ήταν απα­ραί­τη­το για να πέσει ο πυρε­τός και τα υπό­λοι­πα με βάρ­διες, που άλλα­ζαν κάθε μία ώρα, από το πρωί μέχρι την νύχτα βρί­σκο­νταν στο πλευ­ρό του και τον φρό­ντι­ζαν. Τη νύχτα την φρο­ντί­δα του ανα­λάμ­βα­νε ο καθη­γη­τής. Τρεις μήνες έκα­νε ο συνέλ­θει ο Λάζα­ρος. Η τάξη και οι καθη­γη­τές του βοή­θη­σαν να περά­σει τη τάξη παρό­λο που είχε χάσει πολ­λά μαθήματα.

Η πρώτη επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες

Σ΄ αυτό το σχο­λείο γνω­ρί­στη­κε για πρώ­τη φορά με τις μαρ­ξι­στι­κές ιδέ­ες. Στον αυλό­γυ­ρο σ΄ ένα εξω­κλή­σι ο θεο­λό­γος του σχο­λεί­ου τους μιλού­σε για τον Μαρξ. Και όταν κάπο­τε κάρ­φω­σαν τον καθη­γη­τή και έγι­νε έλεγ­χος , κανείς από τους μαθη­τές δεν βρέ­θη­κε να κατα­δώ­σει τον δάσκαλο.

Το 1938 επι­στρέ­φει στην Αθή­να προ­κει­μέ­νου να βρει δου­λειά και να μπει στο πανε­πι­στή­μιο. Γρά­φε­ται τελι­κά στη Νομι­κή σχο­λή την επό­με­νη χρο­νιά, ενώ ταυ­τό­χρο­να αρχί­ζει να δου­λεύ­ει σε δικη­γο­ρι­κό γρα­φείο, απ΄όπου φεύ­γει λόγω της χαμη­λής αμοι­βής. Βρί­σκει δου­λειά σε εστια­τό­ριο. Εδώ κάνει και τα πρώ­τα του βήμα­τα στον συν­δι­κα­λι­σμό και έρχε­ται σε επα­φή με τον πρό­ε­δρο του σωμα­τεί­ου επι­σι­τι­σμού για τις συν­θή­κες δου­λειάς και τα μεροκάματα.

Το 1940, με την Γερ­μα­νι­κή κατο­χή η πεί­να θερί­ζει στην Αθή­να. Ο Λάζα­ρος απο­φα­σί­ζει να επι­στρέ­ψει στο χωριό του. Στις αρχές του 1943 εντάσ­σε­ται στο ΕΑΜ και ανα­λαμ­βά­νει τη δημιουρ­γία ομά­δας του ΕΑΜ στην περιο­χή. Με την ίδρυ­ση του ΕΛΑΣ, αρχι­κά ανή­κει στον εφε­δρι­κό ΕΛΑΣ, ενώ από τις αρχές του 1944 κατα­τάσ­σε­ται στον τακτι­κό ΕΛΑΣ, με την ειδι­κό­τη­τα του ολμι­στή. Παίρ­νει μέρος μέσα από τον τακτι­κό ΕΛΑΣ στη μάχη της Χρυ­σο­ρά­χης, μία σημα­ντι­κή εκκα­θα­ρι­στι­κή επι­χεί­ρη­ση κατά των Γερ­μα­νών, όπου οι Γερ­μα­νοί χάνουν 35 άτο­μα, ενώ ο ΕΛΑΣ κανέ­να. Στα τέλη του Δεκέμ­βρη του 1944 συμ­με­τέ­χει στη σύγκρου­ση του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ, όπου ο δεύ­τε­ρος προ­σπά­θη­σε να εισβά­λει σε περιο­χή ελέγ­χου του ΕΛΑΣ (συμ­φω­νία ΕΛΑΣ ‑ΕΔΕΣ, μετά τον Γοργοπόταμο).

Το 1945, μετά την συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας, ο σ. Λάζα­ρος κατα­τάσ­σε­ται για να υπη­ρε­τή­σει τη θητεία του στον εθνι­κό στρα­τό — στα ΕΜΠΕΔΑ, στην περιο­χή της Ν. Χαλ­κη­δό­νας. Αρχι­κά ανα­λαμ­βά­νει γρα­φιάς. Εκεί γνω­ρί­ζε­ται με άλλα οργα­νω­μέ­να μέλη του ΚΚΕ, οι οποί­οι συγκρο­τούν ομά­δα και δια­μαρ­τύ­ρο­νται για τη διά­δο­ση της φασι­στι­κής εφη­με­ρί­δας «Ελλη­νι­κό Αίμα» μέσα στο στρα­τό­πε­δο. Παρά τις υπο­σχέ­σεις της Διοί­κη­σης ότι θα στα­μα­τή­σει τη δια­κί­νη­ση, με την καθο­δή­γη­ση των χιτών, αλλά και με την ανο­χή των υπο­λοί­πων αξιω­μα­τι­κών του στρα­το­πέ­δου, η δια­κί­νη­ση συνε­χί­στη­κε. Ετσι οι κομ­μου­νι­στές — φαντά­ροι απο­φά­σι­σαν να απα­ντή­σουν με τη δια­κί­νη­ση του Ριζο­σπά­στη μέσα στο στρα­τό­πε­δο, ενέρ­γεια που βρή­κε μεγά­λη αντα­πό­κρι­ση από τους φαντά­ρους του στρατοπέδου.

Διώξεις, ποινή φυλάκισης και εξορία στη Μακρόνησο

Από εκεί και πέρα ξεκι­νούν οι διώ­ξεις. Μετα­φέ­ρε­ται μαζί με 11 ακό­μα στρα­τιώ­τες στο Χαϊ­δά­ρι, στο κελί 15 — κελί μελο­θα­νά­των επί γερ­μα­νι­κής κατο­χής. Οι τοί­χοι ήταν γεμά­τοι με σημειώ­μα­τα αλύ­γι­στων κομ­μου­νι­στών και αγω­νι­στών που ετοι­μά­ζο­νταν να αντι­με­τω­πί­σουν το εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα. Περ­νά από στρα­το­δι­κείο, και κατα­δι­κά­ζε­ται σε φυλά­κι­ση, με ποι­νή σχε­τι­κά μικρή, αλλά γεμά­τη καψό­νια. Στη συνέ­χεια μετα­φέ­ρε­ται ως κρα­τού­με­νος στο 300 τάγ­μα στον Αγ. Παντε­λε­ή­μο­να. Τότε του ζητούν τη συμ­με­το­χή του σε εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα στο Χαϊ­δά­ρι. Ο Λάζα­ρος αρνεί­ται, προ­βάλ­λο­ντας τον πραγ­μα­τι­κό λόγο της άρνη­σής του. «Δεν θα σήκω­να ποτέ το όπλο απέ­να­ντι στους συντρό­φους μου». Τον χτυ­πούν με λύσ­σα και τον βάζουν για 5 μέρες στο κρατητήριο.

Η στά­ση του αυτή ήταν και το δια­βα­τή­ριο για την μετα­φο­ρά του στο κολα­στή­ριο της Μακρο­νή­σου, στον τόπο που το ελλη­νι­κό αστι­κό κρά­τος δεν λυπή­θη­κε τα μέσα για να ξερι­ζώ­σει από τη συνεί­δη­ση — και όπου δεν το κατά­φερ­νε, φτά­νο­ντας μέχρι και την τελι­κή φυσι­κή εξό­ντω­ση, τον θάνα­το — όλων αυτών που αγω­νί­στη­καν για την απε­λευ­θέ­ρω­ση του λαού από κάθε ζυγό, ξένο ή ντό­πιο, για τις αξί­ες της ελευ­θε­ρί­ας, της ισό­τη­τας, της κοι­νω­νι­κής δικαιο­σύ­νης, της εξά­λει­ψης της ανθρώ­πι­νης εκμε­τάλ­λευ­σης, της λαο­κρα­τί­ας, όπως οι ίδιοι έλε­γαν, και εφάρ­μο­σαν έστω και για μικρό χρο­νι­κό διά­στη­μα στις απε­λευ­θε­ρω­μέ­νες περιο­χές από τον ΕΛΑΣ.

Ο Λάζα­ρος αρχι­κά τοπο­θε­τεί­ται στο Β΄ Τάγ­μα σκα­πα­νέ­ων. Βασι­κό καθή­κον των κρα­τού­με­νων φαντά­ρων ήταν η μετα­φο­ρά πέτρας για την κατα­σκευή της προ­βλή­τας για να δένουν τα καΐ­κια από το Λαύ­ριο που κου­βα­λού­σαν νερό και τρό­φι­μα, όπως και τους λεγό­με­νους «αντι­φρο­νού­ντες» φαντά­ρους. Μετά από 2 μήνες και τη στα­θε­ρή άρνη­σή του να υπο­γρά­ψει δήλω­ση μετα­νοί­ας, μετα­φέ­ρε­ται στο Α΄ Τάγ­μα σκα­πα­νέ­ων, στο τάγ­μα των «αμε­τα­νό­η­των», ή το «κόκ­κι­νο τάγ­μα» όπως το απο­κα­λού­σαν οι στρα­τιω­τι­κές υπηρεσίες.

Ο σ. Λάζα­ρος θυμά­ται πως όταν έφτα­σε εκεί, βρή­κε το «τρα­πέ­ζι στρω­μέ­νο» όπως λέει, από τους άλλους συντρό­φους που είχαν πάει νωρί­τε­ρα. Υπήρ­χε μια ιδιαί­τε­ρη συντρο­φι­κό­τη­τα ανά­με­σα στους φαντά­ρους και το πρό­βλη­μα του καθε­νός γίνο­νταν πρό­βλη­μα όλου του τάγ­μα­τος. Οργα­νω­τής τους — η κομ­μα­τι­κή οργά­νω­ση του ΚΚΕ, που παρό­λα τα εμπό­δια κατά­φερ­νε να λει­τουρ­γεί κανο­νι­κά. Καθη­με­ρι­νά υπήρ­χε δελ­τίο τύπου και πλη­ρο­φο­ριών που δια­δί­δο­νταν από στό­μα σε στό­μα. Ακό­μα και ο παρά­νο­μος Ριζο­σπά­στης έμπαι­νε κάποιες φορές μέσα στο τάγ­μα. Αυτή, η σχε­τι­κά ήρε­μη ζωή κρά­τη­σε μέχρι τα τέλη του 1947, όπου άρχι­σαν να πυκνώ­νουν οι επι­θέ­σεις των αλφα­μι­τών κατά των κρα­του­μέ­νων στρα­τιω­τών. Για το παρα­μι­κρό σήκω­ναν τα γκλο­μπς και χτυ­πού­σαν ανελέητα.

Η όξυν­ση της ταξι­κής πάλης, η συγκρό­τη­ση και οι νίκες του ΔΣΕ, εξα­γρί­ω­νε τους ταγούς τους αστι­κού κρά­τους, που η αφρό­κρε­μά τους — ορκι­σμέ­νοι αντι­κομ­μου­νι­στές βρέ­θη­καν να υπη­ρε­τούν ως αξιω­μα­τι­κοί στη Μακρό­νη­σο. Η συντρι­πτι­κή τους πλειο­ψη­φία είχε περ­γα­μη­νές στην υπη­ρε­σία των Γερ­μα­νών κατα­κτη­τών και της ελλη­νι­κής κατο­χι­κής κυβέρ­νη­σης, με προ­ϋ­πη­ρε­σία ως χίτες και κου­κου­λο­φό­ροι κατα­δό­τες των λαϊ­κών αγω­νι­στών. Ηδη από τις αρχές του 1948 είχαν αντι­κα­τα­στα­θεί όλοι οι μετριο­πα­θείς αξιω­μα­τι­κοί. Ετσι φτά­σα­με στην 1η του Μάρ­τη 1948 στη μεγά­λη σφα­γή της Μακρο­νή­σου, στη μαζι­κή δολο­φο­νία των πάνω από 350 άοπλων στρα­τιω­τών Α΄ Τάγ­μα­τος, ένα έγκλη­μα που 70 χρό­νια μετά, το ελλη­νι­κό αστι­κό κρά­τος κρα­τά εφτα­σφρά­γι­στο μυστι­κό, χωρίς να αφή­νει καμία πρό­σβα­ση στα αρχεία του στρα­τού, παρά τις επα­νειλ­λη­μέ­νες προ­σπά­θειες του ΔΣ της ΠΕΚΑΜ.

Ο σ. Λάζα­ρος ήταν παρών, όπως και χιλιά­δες άλλοι κομ­μου­νι­στές. Παρό­λο που επι­βί­ω­σαν από αυτή τη φρι­κα­λε­ό­τη­τα, τους έμελ­λε το μαρ­τύ­ριό τους να συνε­χι­στεί για πολύ ακό­μα. Το ξύλο, το λιν­τσά­ρι­σμα, η απο­μό­νω­ση, το βασα­νι­στή­ριο της δίψας, ο πάσ­σα­λος, το σταύ­ρω­μα και ότι άλλο επι­νο­ού­σε ο διε­στραμ­μέ­νος νους των ανθρω­πό­μορ­φων τερά­των ήταν όπλα στα χέρια τους, προ­κει­μέ­νου να απο­σπά­σουν «μια δήλω­ση μετα­νοί­ας» απ΄ αυτούς που διά­λε­ξαν να είναι άνθρω­ποι, να ζουν σαν άνθρω­ποι γι αυτό και έγι­ναν Κομ­μου­νι­στές. Και η συντρι­πτι­κή τους πλειο­ψη­φία δεν έκα­νε πίσω, όποιο και να ήταν το τίμη­μα. Κάποιοι τρε­λά­θη­καν, άλλοι πέθα­ναν από μελαγ­χο­λία, από τα βασα­νι­στή­ρια, άλλοι βρέ­θη­καν πνιγ­μέ­νοι στη θάλασ­σα και άλλοι — πολ­λοί που κακο­ποι­η­μέ­νοι, σακα­τε­μέ­νοι τα κατά­φε­ραν να αντέ­ξουν και να βγουν με το κεφά­λι ψηλά από το κολα­στή­ριο της Μακρο­νή­σου. Ολοι τους και αυτοί που έφυ­γαν και αυτοί που επέ­ζη­σαν κου­βα­λούν στο κορ­μί τους τη χρυ­σή σφρα­γί­δα — ΑΛΥΓΙΣΤΟΙ ! Ανά­με­σά τους και ο σύντρο­φός μας ο Λάζα­ρος Κυρίτσης.

Το 1949 ο Λάζα­ρος μετα­φέ­ρε­ται από τη Μακρό­νη­σο για να δου­λέ­ψει στην κατα­σκευή του δρό­μου Μου­ζά­κι — Καρ­δί­τσα, απ’ όπου και παίρ­νει το 1950 το απο­λυ­τή­ριο του από το στρα­τό. Επι­στρέ­φει στην Αθή­να, συν­δέ­ε­ται με τον παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό του Κόμ­μα­τος. Εκπαι­δεύ­ε­ται με χρέ­ω­ση από το Κόμ­μα στην στοι­χειο­θε­σία σε ένα τυπο­γρα­φείο στην πλα­τεία Βάθη και αξιο­ποιεί­ται στο παρά­νο­μο τυπο­γρα­φείο. Το 1952, μετά την εκτέ­λε­ση του Μπε­λο­γιάν­νη, υλο­ποιώ­ντας την κομ­μα­τι­κή από­φα­ση να προ­πα­γαν­δι­στεί η εκτέ­λε­σή του, αναρ­τά μαζί με άλλους συντρό­φους φωτει­νό πανό στην περιο­χή του Αγ. Ιωάν­νη, με το σύν­θη­μα «Ο ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΙ». Τον ίδιο χρό­νο ολο­κλη­ρώ­νει τις σπου­δές του και παίρ­νει το πτυ­χίο του στη Νομι­κή. Με τη διά­λυ­ση των κομ­μα­τι­κών οργα­νώ­σε­ων εντάσ­σε­ται στην ΕΔΑ, και από το 1964 είναι επι­κε­φα­λής της δημο­τι­κής παρά­τα­ξης στο Δήμο Ζωγρά­φου, χρέ­ω­ση που είχε από το Κόμ­μα και μετά την μετα­πο­λί­τευ­ση. Κατε­βαί­νει 3 φορές υπο­ψή­φιος βου­λευ­τής με τα ψηφο­δέλ­τια της ΕΔΑ και 2 φορές μετά την μετα­πο­λί­τευ­ση με τα ψηφο­δέλ­τια του ΚΚΕ .

Στη χού­ντα συλ­λαμ­βά­νε­ται για την αντι­δι­κτα­το­ρι­κή του δρά­ση και κατα­δι­κά­ζε­ται σε ποι­νή φυλά­κι­σης 18 χρό­νων, από τα οποία εκτί­ει τα 6, αλλά του αφαι­ρεί­ται η άδεια ασκή­σε­ως επαγ­γέλ­μα­τος, την οποία επα­να­κτά μετά το 1974.

Η δρά­ση του σ. Λάζα­ρου δεν στα­μα­τά εδώ. Η συνε­χής, ακού­ρα­στη και πρω­το­πό­ρα στά­ση ζωής τον συνο­δεύ­ουν πάντα και παντού. Είναι στην πρώ­τη γραμ­μή, της λει­τουρ­γί­ας και δρά­σης της ΠΕΚΑΜ. Από τα απλά και καθη­με­ρι­νά, όπως η βάρ­δια για τη λει­τουρ­γία του Μου­σεί­ου, μέχρι την στα­θε­ρή παρου­σία του σε κάθε δρα­στη­ριό­τη­τα που έχει το σωμα­τείο. Είναι μπρο­στά στις διεκ­δι­κή­σεις να δια­τη­ρη­θεί η Μακρό­νη­σος ως τόπος ιστο­ρι­κής μνή­μης και να απαλ­λα­γεί από τους κατα­πα­τη­τές της, να ανοί­ξουν τα αρχεία του στρα­τού και να φανεί η ιστο­ρι­κή αλή­θεια για τη σφα­γή της Μακρο­νή­σου. Πάνω απ΄ όλα όμως είναι η συμ­βο­λή του στη διά­δο­ση της ιστο­ρι­κής αλή­θειας στη νέα γενιά.

Ανήκε στη δρακογενιά των αλύγιστων της ταξικής πάλης

Ο σ. Λάζα­ρος είναι από εκεί­νη τη δρα­κο­γε­νιά των αλύ­γι­στων της ταξι­κής πάλης. Εζη­σε σαν οργα­νω­τής του ΕΑΜ, μαχη­τής του ΕΛΑΣ, αλύ­γι­στος κρα­τού­με­νος του κολα­στη­ρί­ου της Μακρο­νή­σου και της χού­ντας, οργα­νω­μέ­νος κομ­μου­νι­στής στον παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό του Κόμ­μα­τος, συν­δι­κα­λι­στής δικη­γό­ρος, Δημο­τι­κός Σύμ­βου­λος και υπο­ψή­φιος Βου­λευ­τής του ΚΚΕ, μπρο­στά­ρης στους αγώ­νες των συντα­ξιού­χων, ως αντι­πρό­ε­δρος του ΔΣ της ΠΕΚΑΜ και ενερ­γό μέλος της ΠΕΑΕΑ, στα­θε­ρός και ατα­λά­ντευ­τος προ­πα­γαν­δι­στής των θέσε­ων του ΚΚΕ , όπου κι αν βρίσκεται.

Τα χρό­νια ζωής και δρά­σης του συμ­βά­δι­ζαν με την ηρω­ϊ­κή πορεία του ΚΚΕ και που τον τίτλο του μέλους του κρα­τά επά­ξια παρα­μέ­νο­ντας πάντα μπρο­στά­ρης στην πάλη για το δίκιο του λαού, στα­θε­ρός διεκ­δι­κη­τής και αγω­νι­στής για την κατάρ­γη­ση της καπι­τα­λι­στι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο, για την οικο­δό­μη­ση της κοι­νω­νί­ας στο μπόι των ανθρώ­πων και των ονεί­ρων μας, — της σοσια­λι­στι­κής — κομμουνιστικής.

Πηγή: 902.gr

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο