Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ήταν 18 Νοέμβρη | Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά ‑λοχαγούς και βασιλιάδες, τον IRA και την πατρίδα την καημένη…

(σαν σήμε­ρα…)
Ήταν 18 Νοέμ­βρη
πέρα στο Μακρούν μπροστά
φτά­σαν ταχτι­κοί χακένιοι
με τα μεταγωγικά.
Τα παι­διά τούς καρτερούσαν
του στρα­τού λαϊκού
και με τις χειροβομβίδες
τούς εκά­ναν τ’ αλατιού.

🧨  IRA 100+ χρόνια 💣 💥

Η σύγκρου­ση είναι «παρά­δο­ση». Όπως και η ένο­πλη αντί­στα­ση κατά της βρε­τα­νι­κής κυριαρ­χί­ας και κατο­χής της Ιρλαν­δί­ας, τόσο πολι­τι­κής όσο και στρατιωτικής.
Η παρά­δο­ση αυτή, βέβαια, θα μπο­ρού­σε γενι­κά να έχει τελε­σφό­ρα και απο­τε­λε­σμα­τι­κή έκφρα­ση, εάν είχε προη­γη­θεί μια μακρά περί­ο­δος ‑όχι κατ’ ανά­γκην απο­λύ­τως ειρη­νι­κής- εξέ­γερ­σης του ιρλαν­δι­κού λαού και μαχη­τι­κής | στο­χευ­μέ­νης της βίαι­ης αντι­με­τώ­πι­σης του απο­λύ­τως νόμι­μου αιτή­μα­τός του, για ανε­ξαρ­τη­σία, από τους Βρετανούς.
Από τη 10ετία του 1790, που πρω­το­ξε­κί­νη­σαν οι ένο­πλες εξε­γέρ­σεις με τους «Ενω­μέ­νους Ιρλαν­δούς» μέχρι την “επί­ση­μη” ίδρυ­ση του ΙΡΑ (1919–21), που πολε­μού­σε για την ανε­ξαρ­τη­σία του Όλστερ (Cúige Uladh, Ulstèr, Ulster –δεί­τε εδώ την οπτι­κή της Αγγλί­ας) και ένω­σή του με την Ιρλαν­δία όπου (μέχρι το 1998 περί­που), εκτός από τους Βρε­τα­νούς οι σύμ­μα­χοί τους προ­τε­στά­ντες, που έπαι­ζαν το ρόλο του «χωρο­φύ­λα­κα» των βρε­τα­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων, απο­τε­λώ­ντας τους δύο πόλους ενός πολέ­μου, που εξε­λί­χτη­κε από ένο­πλο αγώ­να ανε­ξαρ­τη­σί­ας, σε εμφύ­λιο και μετά σε αντάρ­τι­κο των πόλεων.
Αυτός ο αντα­γω­νι­σμός των δύο -παρα­πλα­νη­τι­κά ονο­μα­ζό­με­νων «αντι­μα­χό­με­νων κοι­νο­τή­των» — κάτι σαν φυσι­κό χαρα­κτη­ρι­στι­κό — πάντα λει­τουρ­γού­σε ως μοχλός χει­ρα­γώ­γη­σης του κινή­μα­τος ανε­ξαρ­τη­σί­ας αλλά και οποιασ­δή­πο­τε άλλης μορ­φής πάλης, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης και της ταξικής.

Ο Ιρλαν­δός Brendan [Francis Aidan] Behan (9‑Φεβ 1923 | 20-Μαρτ-1964) υπήρ­ξε πολυ­σχι­δής ποι­η­τής, διη­γη­μα­το­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας (+θεα­τρι­κός), μυθι­στο­ριο­γρά­φος, σενα­ριο­γρά­φος που έγρα­ψε στα αγγλι­κά | ιρλαν­δι­κά και θεω­ρεί­ται ως ένας από τους μεγα­λύ­τε­ρους Ιρλαν­δούς συγ­γρα­φείς όλων των επο­χών.
Μετα­ξύ των έργων του το μονό­πρα­κτο An Giall, που το 1958 σε μια loose αγγλι­κή έκδο­ση του με τρα­γού­δια, προ­σαρ­μό­στη­κε ως «The Hostage» (ο όμη­ρος) για το θέα­τρο, ανα­φο­ρι­κά με τα γεγο­νό­τα που οδή­γη­σαν στην εκτέ­λε­ση ενός 18χρονου μέλους του IRA σε φυλα­κή του Μπέλ­φαστ, κατη­γο­ρού­με­νου για τη δολο­φο­νία ενός αστυ­νο­μι­κού της Βασι­λι­κής Χωρο­φυ­λα­κή του Όλστερ (σσ. η περί­φη­μη Royal Ulster Constabulary, με πάνω από 8.500 τσι­ρά­κια των Άγγλων που δια­λύ­θη­κε το 2001)

Η δρά­ση του έργου δια­δρα­μα­τί­ζε­ται σε ένα περί­ερ­γο «κακό­φη­μο» σπί­τι στην οδό Νέλ­σον του Δου­βλί­νου, που ανή­κει σε έναν πρώ­ην διοι­κη­τή του IRA. Όπως στο πρώ­το θεα­τρι­κό του Behan (Quare Fellow ‑1954) το κοι­νό δεν βλέ­πει ποτέ τον πρω­τα­γω­νι­στή, απλά διαι­σθά­νε­ται την ύπαρ­ξή του.
Ο όμη­ρος του τίτλου είναι ο Leslie Williams, ένας νεα­ρός και αθώ­ος στρα­τιώ­της του Cockney British Army (σσ. ένα από τα πολ­λά nicknames του Βρε­τα­νι­κού Στρα­τού), στα σύνο­ρα με τη Βόρεια Ιρλαν­δία που κρα­τεί­ται σε ένα είδος μπουρ­δέ­λου, με έναν ζωντα­νό αλλά απελ­πι­στι­κά ανορ­θό­δο­ξο συν­δυα­σμό ιερό­δου­λων, επα­να­στα­τών του IRA κλπ. «τύπων» που κατοι­κούν εκεί.
Κατά τη διάρ­κεια της παρά­στα­σης, ανα­πτύσ­σε­ται μια ιστο­ρία αγά­πης μετα­ξύ Λέσλι και της Τερέ­ζα, ενός νεα­ρού κορι­τσιού, κατοί­κου του σπι­τιού. Και οι δύο είναι ορφα­νά ξένα στην πόλη και η Τερέ­ζα υπό­σχε­ται να μην τον ξεχά­σει ποτέ.

Το έργο τελειώ­νει με την είδη­ση του απαγ­χο­νι­σμού στο Μπέλ­φαστ και την έφο­δο των Gardaí (swat της επο­χής) στον «οίκο ανο­χής», η Λέσλι σκο­τώ­νε­ται σε ένα καται­γι­σμό από σφαί­ρες και στο φινά­λε το άψυ­χο κορ­μί της αιω­ρεί­ται τρα­γου­δώ­ντας «The Bells of Hell Go Ting-a-ling-a-ling» (σσ. τρα­γού­δι Βρε­τα­νών αερο­πό­ρων από τον Α ‘Παγκό­σμιο Πόλε­μο ‑δημιουρ­γή­θη­κε γύρω στο 1911).

Το φινά­λε θυμί­ζει έντο­να το «Θεώ­ρη­μα» (Teorema – 1968) του Pier Paolo Pasolini όπου στο σπί­τι μιας μεγα­λο­α­στι­κής οικο­γέ­νειας ζουν ο εργο­στα­σιάρ­χης πατέ­ρας, η σύζυ­γος, η κόρη, ο γιος και η υπη­ρέ­τρια και μια μέρα έρχε­ται απρό­σκλη­τος και χωρίς προ­φα­νή λόγο ένας νεα­ρός επισκέπτης.
Μένει μαζί τους για λίγο και φεύ­γει όπως ήρθε αφού συνευ­ρί­σκε­ται ερω­τι­κά με όλα τα μέλη του σπι­τιού και «τρε­λαί­νει» τους πάντες, με εξαί­ρε­ση την υπη­ρέ­τρια (εργα­τι­κή τάξη) που επι­στρέ­φει στο χωριό της και «αγιά­ζει» σε ένα καρέ ανάληψης.

«The Hostage»: η παρά­στα­ση περι­λαμ­βά­νει ένα μεγά­λο καστ πάνω με πάνω από 13 Ιρλαν­δούς χαρα­κτή­ρες να αντι­προ­σω­πεύ­ουν δια­φο­ρε­τι­κές όψεις του ιρλαν­δι­κού πατριω­τι­σμού και εθνι­κι­σμού, με κωμι­κά στοι­χεία που εκφρά­ζουν την αντι­πά­θεια –ίσως και τον αυτο­χλευα­σμό του Behan για δια­φο­ρε­τι­κές πτυ­χές του εθνι­κι­στι­κού, του καθο­λι­κι­σμού, του ρεπου­μπλι­κα­νι­κού Ιρλαν­δι­κού ορά­μα­τος στα τέλη της 10ετίας του 1950.

ℹ️ 🔹 Το βιβλίο του Behan, στις πρώ­τες εκδό­σεις είναι «συλ­λε­κτι­κό» (η πανό­δε­τη έκδο­ση κοστί­ζει 750–950$!)
ℹ️  🆘 Οι πολι­τι­κές από­ψεις του δεν είχαν σε καμιά περί­πτω­ση να κάνουν με το μαρ­ξι­σμό και την δια­λε­κτι­κή –βλ παρα­κά­τω και σύντο­μο βιογραφικό.
Στο βίντεο που ακο­λου­θεί (αρχές 10ετίας 1950 στο από­γειο της αντι­κομ­μου­νι­στι­κής υστε­ρί­ας στις ΗΠΑ) συζη­τά για τον James Connolly (Τζέιμς Κόνο­λι) και την εξέ­γερ­ση του 1916 στο Δου­βλί­νο (σσ. “Ανά­δυ­ση του Πάσχα”, γνω­στή και ως “εξέ­γερ­ση του Πάσχα, ένο­πλη εξέ­γερ­ση στην Ιρλαν­δία κατά τη διάρ­κεια της μεγα­λο­βδο­μά­δας τον Απρί­λη του 1916).
Με μικρή παύ­ση για να περι­πλα­νη­θεί στον κινε­ζι­κό σοσια­λι­σμό – χαϊ­δεύ­ει τ΄αφτιά των αμε­ρι­κα­νών με χλευα­σμό στον Λένιν (t=1λ+50δ) σε σχέ­ση με το συγκε­κρι­μέ­νο ιστο­ρι­κό γεγο­νός (Rising-εξέ­γερ­ση) λέγο­ντας ειρω­νι­κά «Ελπί­ζω να μην σπά­σει ο δίσκος –να μην τινα­χτεί στον αέρα η ηχο­γρά­φη­ση, στο σημείο να ανα­φέ­ρω το όνο­μά του»
Παρα­κο­λου­θή­στε τον πάντως –με την ευκαι­ρία (t=4λ+34δ)  ενώ ερμη­νεύ­ει μερι­κές προ­σω­πι­κές συν­θέ­σεις, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της στοι­χειω­μέ­νης μπα­λά­ντας της φυλα­κής (The Auld Triangle ακού­στε το και στην εξαι­ρε­τι­κή σύγ­χρο­νη εκτέ­λε­ση των Luke Kelly & The Dubliners — t=0λ+51δ) και ενός άλλου τρα­γου­διού που αφη­γεί­ται τη συμ­με­το­χή του σε επι­χεί­ρη­ση του IRA όταν ήταν 14 ετών (Bonfire on the Border –δεί­τε και εδώ).

Δυο λόγια περί Τζέιμς Κόνο­λι (5‑Ιουν-1868 | 12 Μάη 1916): Γεν­νη­μέ­νος στο Εδιμ­βούρ­γο, από Ιρλαν­δούς γονείς δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε στο Σοσια­λι­στι­κό κίνη­μα στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1890, πήγε στην Ιρλαν­δία το 1896 όπου ίδρυ­σε το Irish Socialist Republican Party — Ιρλαν­δι­κό Σοσια­λι­στι­κό Ρεπου­μπλι­κα­νι­κό Κόμ­μα, μετα­νά­στευ­σε στις ΗΠΑ το 1903.
Έγι­νε μέλος του Socialist Labour Party (U.S.) ‑Σοσια­λι­στι­κού Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος (ΗΠΑ) και των Industrial Workers of the World (Βιο­μη­χα­νι­κών Εργα­τών του Κόσμου) και ίδρυ­σε την Irish Socialist Federation (Ιρλαν­δι­κή Σοσια­λι­στι­κή Ομο­σπον­δία στη Νέα Υόρ­κη, 1907)
Επέ­στρε­ψε στην Ιρλαν­δία το 1910 ως ψυχή του Σοσια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος της Ιρλαν­δί­ας – Μπέλ­φαστ διορ­γα­νω­τής του Irish Transport and General Workers Union (Ιρλαν­δι­κού Συν­δι­κά­του Μετα­φο­ρών) και –το 1914 Διοι­κη­τής του Ιρλαν­δι­κού Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού στο Δουβλίνο
Εκτε­λέ­στη­κε από τους Άγγλους το 1916 μετά την Εξέ­γερ­ση (περισ­σό­τε­ρα στο marxists.org)

ℹ️  Δεί­τε επί­σης amazon-music Brendan Behan και Brendan Behan Sings Irish Folk Songs & Ballads όπου μπο­ρεί­τε να ακού­στε τα πάντα

“Laughing Boy” ‑Το γελαστό παιδί»

Το έργο –διάρ­κειας πάνω από 2 ώρες, εναλ­λάσ­σε­ται ανα­πά­ντε­χα μετα­ξύ κωμω­δί­ας, σοβα­ρού πολι­τι­κού σχο­λια­σμού και τρα­γω­δί­ας και αυτή η συνε­χής μετά­πτω­ση εντεί­νε­ται ακό­μη περισ­σό­τε­ρο από τις τακτι­κές αλλα­γές του λόγου σε τρα­γού­δι, με μια σει­ρά από δημο­φι­λείς μπα­λά­ντες που σημα­δεύ­ουν την αφή­γη­ση, όταν τρα­γου­διού­νται από δια­φο­ρε­τι­κά μέλη του καστ.
Ο Behan χρη­σι­μο­ποιεί μπρε­χτι­κές τεχνι­κές ‑απευ­θεί­ας κου­βέ­ντα με το κοι­νό, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τρα­γού­δι και χορό για να αντι­σταθ­μί­σει την τρα­γω­δία της κατάστασης.

Η ελλη­νι­κή έκδο­ση του θεα­τρι­κού -«Ένας όμη­ρος», ανέ­βη­κε για πρώ­τη φορά την άνοι­ξη του 1962 στο Κυκλι­κό Θέα­τρο σε σκη­νο­θε­σία Λεω­νί­δα Τρι­βι­ζά και σκη­νι­κά Γιάν­νη Τσαρούχη.
Πρω­τα­γω­νι­στού­σαν οι Κώστας Μπά­κας, Χρή­στος Πάρ­λας, Νέλ­λη Αγγε­λί­δου, Ντό­ρα Γιαν­να­κο­πού­λου, Τασ­σώ Καββαδία.
Τη μου­σι­κή και τα τρα­γού­δια για την παρά­στα­ση έγρα­ψε ο Μίκης πάνω σε στί­χους του Brendan Behan, που απέ­δω­σε στα ελλη­νι­κά ο μετα­φρα­στής του έργου Βασί­λης Ρώτας.

Το Σεπτέμ­βριο θυμά­μαι όταν άδεια­ζαν οι πάγκοι
κι έπαψ’ ή βουή του κόσμου, πήγαν τα παι­διά για τσάι.
Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμό­μα­στε τ’ απλά
τώρα που έχουν πια πεθάνει
όλοι που μας αγα­πά­νε, λοχα­γοί και βασιλιάδες.

Πέρα στην παλιά μας Κύπρο και στην Κένυα την καημένη
όλοι εκεί βασα­νι­σμέ­νοι μαύ­ροι κι άσπροι από τους άσπρους.
Και στα ξωτι­κά τα μέρη κι όπου ρίξου­με το μάτι
το κου­δού­νι του σχο­λεί­ου στο μισό Μπέλ­φαστ σημαίνει
κι αχ, ή Αγγλία μας ή καη­μέ­νη, λοχα­γοί και βασιλιάδες.

Σκό­ντα­ψα σ’ ένα βρα­χνά μου και στο πάρ­κο ‘κει του Ουΐνδσορ,
τι θαρ­ρεί­τε κει πώς ηύρα, περ­πα­τώ­ντας στο σκοτάδι;
Μισο­δα­γκω­μέ­νο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα
χαραγ­μέ­να πέντε δόντια
πέντε δόντια από παι­δά­κι, λοχα­γοί και βασιλιάδες.

  • Αγία Γρα­φή
  • Ακού­σλα ταί­ρι μου
  • Άνοι­ξε λίγο το παράθυρο
  • Δεν παίρ­νει εδώ κανείς
  • Είμαι Άγγλος νιος και τυχερός
  • Ήταν 18 Νοέμβρη
  • Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
  • Θα σου στεί­λω μάνα
  • Θες να ζεις από τις γυναίκες
  • Λατρεύω το Σωτή­ρα μου
  • Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
  • Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
  • Της κόλα­σης καμπάνες
  • Το γελα­στό παιδί
  • Το Σεπτέμ­βριο θυμάμαι

Η πρώ­τη επί­ση­μη κυκλο­φο­ρία αυτού του κύκλου τρα­γου­διών, που αντι­με­τώ­πι­σε πολ­λά προ­βλή­μα­τα με τη λογο­κρι­σία, έγι­νε το 1964 με ερμη­νευ­τή τον συνθέτη.
Τον Φεβρουά­ριο του 1967 ηχο­γρα­φή­θη­καν με τη Μαρία Φαρα­ντού­ρη, η οποία τα απο­γεί­ω­σε με την ερμη­νεία της, ωστό­σο δύο μήνες μετά επι­βλή­θη­κε η στρα­τιω­τι­κή δικτα­το­ρία και φυσι­κά η κυκλο­φο­ρία του δίσκου ανα­βλή­θη­κε μέχρι το 1974.

Στην Ελλά­δα το «Γελα­στό παι­δί» συν­δέ­θη­κε με τη δολο­φο­νία του βου­λευ­τή Γρη­γό­ρη Λαμπρά­κη από τους παρα­κρα­τι­κούς το 1963 ‑πολύ περισ­σό­τε­ρο όταν ο Κώστας Γαβράς το χρη­σι­μο­ποί­η­σε ως βασι­κό μου­σι­κό μοτί­βο στην ται­νία του «Ζ», ενώ στο ίδιο τρα­γού­δι, με τη φωνή της Φαρα­ντού­ρη, ο στί­χος σκο­τώ­σαν οι δικοί μας το γελα­στό παι­δί» έγι­νε «σκο­τώ­σαν οι φασί­στες το γελα­στό παιδί».

Brendan Behan – The Captains and the Kings – Οι λοχαγοί κι οι βασιλιάδες

Το Σεπτέμ­βριο θυμά­μαι, όταν φτά­σα­με στο τέλος του παιχνιδιού
Κι οι κραυ­γές του πλή­θους τώρα σιω­πη­λές, και τα παι­διά έχουν φύγει για τα δικά τους
Τ΄ απλά πράγ­μα­τα Κρα­τά­με –ο θεός μας βλέπει,
Όταν όλοι είναι νεκροί και μας αγα­πούν, ω Λοχα­γοί και Βασιλιάδες
Όταν όλοι είναι νεκροί …, ω οι Λοχα­γοί κι οι Βασιλιάδες

Έχου­με πολ­λά πλού­τη για τις ξένες πολι­τεί­ες, χρι­στια­νι­κή ηθι­κή και παλιό λιμάνι
Αλλά το μεγα­λύ­τε­ρο καμά­ρι μας είναι ότι το αγγλο­σα­ξο­νι­κό μας είναι άθλημα
Όταν τελειώ­σου­με εμείς το παι­χνί­δι με τα βελάκια
και τα αγό­ρια το παι­χνί­δι τους με τα δαχτυλίδια
Και η ντά­μα και το σκά­κι τελειώ­σουν, ω Λοχα­γοί και  βασιλιάδες

Μακριά στην αγα­πη­μέ­νη παλιά Κύπρο, ή στη σκο­νι­σμέ­νη γη της Κένυας
Εκεί που κου­βα­λά­με το βάρος του λευ­κού σε πολ­λές παρά­ξε­νες χώρες
Καθώς κοι­τά­ζου­με τον ώμο μας, στο Δυτι­κό Μπέλ­φαστ χτυ­πά­ει το κου­δού­νι του σχολείου
Και ανα­στε­νά­ζου­με για την αγα­πη­τή παλιά Αγγλία, τους Λοχα­γούς και  και τους Βασιλιάδες
Και ανα­στε­νά­ζου­με για την αγα­πη­τή παλιά Αγγλία…

Στα όνει­ρά μας βλέ­που­με τον παλιό Harrow και ακού­με το δυνα­τό κρώ­ξι­μο του κόρακα
Στην έκθε­ση λου­λου­διών το μεδού­λι μας παίρ­νει έπα­θλο από τον Evelyn Waugh
Φλι­τζά­νια τσάι και μερι­κά ξηρά φρού­τα, vintage αυτο­κί­νη­τα… αυτά τα απλά πράγματα
Ας πιού­με λοι­πόν κι ας χαρού­με, ω Λοχα­γοί και Βασιλιάδες
Ας πιού­με λοι­πόν κι ας χαρούμε…

Έπε­σα σε έναν εφιάλ­τη γύρω από το πάρ­κο Great Windsor
Και τι νομί­ζε­τε ότι βρή­κα εκεί καθώς περι­πλα­νιό­μουν στο σκοτάδι;
Ένα μήλο μισο­δα­γκω­μέ­νο και το πιο γλυ­κό από όλα
Πέντε δόντια βρέ­φους είχαν γρά­ψει για τους Λοχα­γούς και τους Βασιλιάδες
Πέντε βρε­φι­κά δόντια είχαν γράψει …

Κι ενώ το φεγ­γά­ρι που λάμπει από πάνω μας το ομι­χλώ­δες πρωί και τη νύχτα
Ας στα­μα­τή­σου­με να τρέ­χου­με και να δοξά­ζου­με τον Θεό που είμα­στε λευκοί
Και ακό­μα περισ­σό­τε­ρο Άγγλοι με τσάι και βου­τή­μα­τα και δαχτυ­λί­δια μάφιν
Γριές με αυστη­ρά βλέμ­μα­τα … Λοχα­γοί και βασιλιάδες

Πέρα στην παλιά μας Κύπρο και στην Κένυα την καημένη
όλοι εκεί βασα­νι­σμέ­νοι μαύ­ροι κι άσπροι από τους άσπρους.
Και στα ξωτι­κά τα μέρη κι όπου ρίξου­με το μάτι
το κου­δού­νι του σχο­λεί­ου στο μισό Μπέλ­φαστ σημαίνει
κι αχ, ή Αγγλία μας ή καη­μέ­νη, λοχα­γοί και βασιλιάδες.

Σκό­ντα­ψα σ’ ένα βρα­χνά μου και στο πάρ­κο ‘κει του Ουΐνδσορ,
τι θαρ­ρεί­τε κει πώς ηύρα, περ­πα­τώ­ντας στο σκοτάδι;
Μισο­δα­γκω­μέ­νο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα
χαραγ­μέ­να πέντε δόντια
πέντε δόντια από παι­δά­κι, λοχα­γοί και βασιλιάδες.
(Η από­δο­ση είναι του Βασί­λη Ρώτα)

ℹ️  Brendan Behan 🔻

Ιρλαν­δός «ρεπου­μπλι­κά­νος» και εθε­λο­ντής στον IRA, ο Behan γεν­νή­θη­κε στο Δου­βλί­νο 9‑Φεβ-1923 σε μια μαχη­τι­κή οικο­γέ­νεια και έγι­νε μέλος της οργά­νω­σης νεο­λαί­ας του IRA Fianna Éireann σε ηλι­κία 14 ετών.
Επί­σης, δόθη­κε μεγά­λη έμφα­ση στην ιρλαν­δι­κή ιστο­ρία και τον πολι­τι­σμό στο σπί­τι, πράγ­μα που σήμαι­νε ότι ήταν χωμέ­νος μέχρι τα μπού­νια στη λογο­τε­χνία τους και τις πατριω­τι­κές μπαλάντες.
Το 1931 έγι­νε ο νεό­τε­ρος που δημο­σί­ευ­σε στον Ιρλαν­δι­κό Τύπο με το ποί­η­μά του «Απά­ντη­ση του νεα­ρού αγο­ριού σε προ-αγγλι­κούς στίχους».
Το 1937, η οικο­γέ­νεια μετα­κό­μι­σε στο Crumlin (προ­ά­στιο Southside του Δου­βλί­νου) όπου δημο­σί­ευ­σε τα πρώ­τα του ποι­ή­μα­τα και πεζο­γρα­φία στο περιο­δι­κό της οργά­νω­σης, Fianna (the Voice of Young Ireland)
Ο Behan εντά­χθη­κε στον IRA στα δεκα­έ­ξι του, με σόλο απο­στο­λή στην Αγγλία να βάλει βόμ­βα στις απο­βά­θρες του Λίβερ­πουλ πράγ­μα που οδή­γη­σε κατευ­θεί­αν σε φυλα­κή ανη­λί­κων στο Ηνω­μέ­νο Βασί­λειο και αργό­τε­ρα στην Ιρλανδία.
Κατά τη σύλ­λη­ψή του, οι βρε­τα­νοί εισαγ­γε­λείς προ­σπά­θη­σαν να τον πεί­σουν να κατα­θέ­σει ενα­ντί­ον των συνερ­γα­τών στον IRA με αντάλ­λαγ­μα να τον μετα­φέ­ρουν με νέο όνο­μα στον Κανα­δά ή σε άλλη μακρι­νή περιο­χή της «Βρε­τα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας» –φυσι­κά δεν δέχτηκε.
Το 1942, κατά τη διάρ­κεια της κατά­στα­σης έκτα­κτης ανά­γκης που κήρυ­ξε ο Ιρλαν­δός Taoiseach Eamonn De Valera, ο Behan συνε­λή­φθη από τη Garda Síochána και δικά­στη­κε για συνω­μο­σία, δολο­φο­νία και από­πει­ρα δολο­φο­νί­ας δύο ντε­τέ­κτιβ κρί­θη­κε ένο­χος και κατα­δι­κά­στη­κε σε 14 χρό­νια φυλά­κι­ση. Αρχι­κά φυλα­κί­στη­κε στη φυλα­κή Mountjoy στο Δου­βλί­νο και στη συνέ­χεια φυλα­κί­στη­κε τόσο με άλλους άνδρες του IRA όσο και με συμ­μά­χους και Γερ­μα­νούς αερο­πό­ρους στο στρα­τό­πε­δο Curragh στην κομη­τεία Kildare.
Αυτές οι εμπει­ρί­ες γρά­φη­καν στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του, Confessions of a Irish Rebel.

ℹ️ Κατά τη διάρ­κεια αυτής της περιό­δου, σπού­δα­σε και έγι­νε άπται­στος χρή­στης της ιρλαν­δι­κής γλώσσας.
Απο­φυ­λα­κί­στη­κε μετά από 7 χρό­νια με τη γενι­κή αμνη­στία που δόθη­κε από την κυβέρ­νη­ση Fianna Fáil το 1946 και έζη­σε μετα­ξύ Δου­βλί­νου και περι­χώ­ρων (Kerry & Connemara) επί­σης διέ­με­νε στο Παρί­σι για κάποιο διάστημα.
ℹ️ Η συμ­με­το­χή του στον IRA είχε κλεί­σει στην ηλι­κία των 23 (εκτός από μια σύντο­μη ποι­νή φυλά­κι­σης το 1947 για προ­σπά­θεια να βγά­λει έναν φυλα­κι­σμέ­νο από μια αγγλι­κή φυλα­κή στο Μάντσεστερ)
Ο Behan ουσια­στι­κά απο­χώ­ρη­σε από την οργά­νω­ση αλλά παρέ­μει­νε φίλος με τα ηγε­τι­κά στε­λέ­χη της (Cathal Goulding κλπ)
Το 1954, έγρα­ψε στο Δου­βλί­νο το πρώ­το έργο του The Quare Fellow, με καλή υπο­δο­χή, ωστό­σο, η παρα­γω­γή του 1956 στο Joan Littlewood’s Theatre Workshop στο Stratford του Λον­δί­νου του έδω­σε ευρύ­τε­ρη φήμη –βοη­θού­σης και της διά­ση­μης συνέ­ντευ­ξης στην τηλε­ό­ρα­ση του BBC με τον Malcolm Muggeridge, που έδω­σε μεθυσμένος.
Το 1958, το έργο του στην ιρλαν­δι­κή γλώσ­σα «An Giall» –όπως είπα­με παρα­πά­νω έκα­νε το ντε­μπού­το του στο θέα­τρο Damer του Δου­βλί­νου και αργό­τε­ρα, το «The Hostage», η αγγλι­κή δια­σκευή του, που γνώ­ρι­σε μεγά­λη επι­τυ­χία διε­θνώς. Το αυτο­βιο­γρα­φι­κό μυθι­στό­ρη­μα του Behan, Borstal Boy, δημο­σιεύ­τη­κε την ίδια χρο­νιά και έγι­νε παγκό­σμιο μπεστ σέλερ.
ℹ️ Στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1960, ο Behan έφτα­σε στο απο­κο­ρύ­φω­μα της φήμης του. Πέρ­να­γε όλο και περισ­σό­τε­ρο χρό­νο στη Νέα Υόρ­κη, δηλώ­νο­ντας: «Στην Αμε­ρι­κή, τη νέα μου γη: ο άνθρω­πος που σε μισεί, μισεί την ανθρώ­πι­νη φυλή».
Συνα­να­στρά­φη­κε με τους Harpo Marx, Arthur Miller και το νεα­ρός Bob Dylan.
Ωστό­σο, αυτή η ζωή και η φήμη τον έκα­να να ξεσα­λώ­σει κυριο­λε­κτι­κά, με τον αλκο­ο­λι­σμό και τον δια­βή­τη να επι­δει­νώ­νο­νται, κατα­στρέ­φο­ντας την υγεία του και τη δου­λειά του.
Τα βιβλία του «Brendan Behan’s New York» και «Confessions of an Irish Rebel» (η Νέα Υόρ­κη του Μπρέ­νταν Μπέ­αν και οι Εξο­μο­λο­γή­σεις ενός Ιρλαν­δού Αντάρ­τη) σχε­δόν πάτωσαν.
Έκα­νε προ­σπά­θεια να συνέλ­θει όταν κατά τη διάρ­κεια της δια­μο­νής του στη Νέα Υόρ­κη το 1961 εισή­χθη στο ιδιω­τι­κό νοσο­κο­μείο Sunnyside, ένα ίδρυ­μα για τη θερα­πεία του αλκο­ο­λι­σμού στο Τορό­ντο, αλλά επέ­στρε­ψε για άλλη μια φορά σε ενερ­γό αλκοολισμό.
Περι­γρά­φο­ντας τον εαυ­τό του, ως «πότη με πρό­βλη­μα γρα­φής» και ισχυ­ρι­ζό­με­νος «πίνω μόνο δύο φορές – όταν διψάω και όταν δεν είμαι μεθυ­σμέ­νος» συνε­χί­ζο­ντας ακά­θε­κτος τις περί­φη­μες μεθυ­σμέ­νες δημό­σιες εμφα­νί­σεις, τόσο στη σκη­νή όσο και στην τηλεόραση.
Το κώμα από δια­βή­τη και τις επι­λη­πτι­κές κρί­σεις μπή­καν σε ημε­ρή­σια διά­τα­ξη οι φίλοι τον πέτα­ξαν έξω και τα βιβλία του υπα­γο­ρεύ­ο­νταν σε μαγνη­τό­φω­νο επει­δή δεν ήταν πλέ­ον σε θέση να γρά­ψει ή να πληκτρολογήσει.

Ο Behan παντρεύ­τη­κε μετά από μεγά­λο έρω­τα την Beatrice Salkeld (κόρη του ζωγρά­φου Cecil Salkeld) το 1955 και έκα­ναν μια κόρη, το 1963.
Η αγά­πη, ωστό­σο, δεν ήταν αρκε­τή για τον φέρει πίσω από την άβυσ­σο ‑στις αρχές Μαρ­τί­ου 1964, το τέλος ήταν ορα­τό. Κατέρ­ρευ­σε στο μπαρ Harbour Lights, μετα­φέρ­θη­κε στο νοσο­κο­μείο Meath στο κέντρο του Δου­βλί­νου, όπου πέθα­νε, σε ηλι­κία 41 ετών.

Πηγή περισσότερα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο