Παρουσιάζει η Κυριακή Α. Καμαρινού //
Το βιβλίο «Αδελφοί Γιερσόφ» του Β. Κοτσετόφ κυκλοφόρησε το 1958, στον απόηχο του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Μετά την επιτυχία που σημείωσε το έργο «Οι Ζουρμπίν», που γράφτηκε το 1952 και απέσπασε επαινετικά σχόλια από τον Μ. Σόλοχοφ, και αυτό το έργο του Β. Κοτσετόφ σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Έγινε θεατρικό έργο το 1959 και το 1960 κινηματογραφική ταινία.
Οι κεντρικοί του ήρωες είναι τα μέλη μιας παραδοσιακά δεμένης με το επάγγελμα του μεταλλουργού οικογένειας. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται την περίοδο 1955–1956, μάλλον σε εργοστάσιο της πόλης Ζντάνοφ (τώρα Μαριούπολη). Οι άντρες της οικογένειας εργάζονταν στο εργοστάσιο πριν την επανάσταση. Στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις τη νέα εξουσία, ενώ στη διάρκεια του πατριωτικού πολέμου επισφράγισαν τους δεσμούς τους αυτούς κυριολεκτικά με το αίμα τους.
Ο γερο Τιμοφέι Γιερσόφ, πατέρας πέντε αγοριών, έπεσε ηρωικά στο χώρο του εργοστασίου, μετά από τα βασανιστήρια των ναζί , όταν έγινε αντιληπτό ότι σαμποτάριζε την παραγωγή χυτοσιδήρου. Ένας γιος του σκοτώθηκε στο μέτωπο, αφήνοντας όμως πίσω του αντάξιο συνεχιστή της παράδοσης, τον δικό του γιο, Αντρέι. Ο μεγαλύτερος γιος Πλάτωνας δουλεύει στο εργοστάσιο ως αρχιμηχανικός, ο Ντμίτρι είναι προϊστάμενος στο τμήμα «έκχυσης», ενώ ο Γιάκοφ – διευθυντής θεάτρου. Ο τελευταίος γιος , ο Στεπάν , είχε εξαφανιστεί για πολλά χρόνια, γιατί τον κατέτρεχε το θλιβερό παρελθόν της δειλίας που έδειξε μπροστά στους φασίστες κατακτητές.
Από τα αδέλφια ξεχωρίζει η προσωπικότητα του ο Ντμίτρι, που εκπροσωπεί τη νεότερη γενιά κομμουνιστών, οι οποίοι μεγάλωσαν στα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, ανδρώθηκαν στον πόλεμο και κλήθηκαν να υπηρετήσουν τη δύσκολη υπόθεση της ανοικοδόμησης. Την ίδια υπόθεση, με την ίδια πίστη και πείσμα, υπηρετεί και η νεαρή μεταλλειολόγος Ίσκρα Καζακόβα, σύζυγος του ζωγράφου Βιτάλι Καζακόφ. Ανάμεσα στα πρόσωπα που πλαισιώνουν τους κεντρικούς ήρωες και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην έκβαση των γεγονότων είναι ο Γραμματέας της κομματικής οργάνωσης της πόλης, Γκαρμπάτσεβ, η κόρη του Κάπη, ο διευθυντής του εργοστασίου Τσιμπίσοβ, η γραμματέας του γραφείου του Ζώγια Πετρόβνα κ.α.
Υπάρχουν όμως και οι αρνητικοί ανθρώπινοι χαρακτήρες , όπως ο μηχανικός Ορλεάντσεβ, ο εφευρέτης Κρουτίλιτς, ο Γκουλιάεφ. Γύρω από τη στάση και το ρόλο τους στοιχειθετείται με πολύ έντεχνο τρόπο από τον συγγραφέα η βασική κομματική αντιπαράθεση της εποχής εκείνης στο ΚΚΣΕ. Ο Ορλεάντσεβ, χρησιμοποιεί τις ηρωικές του περγαμηνές από τον πόλεμο κατά των φασιστών και την κομματική του ιδιότητα, προκειμένου να σφετεριστεί με κάθε μέσο και τρόπο τη διευθυντική θέση στο εργοστάσιο. Στήνει πλεκτάνες , ποδοπατάει και εκμεταλλεύεται τα αγνά γυναικεία αισθήματα, όπως της Ζώγιας Πετρόβνας. Δεν είναι απλώς καριερίστας, σαμποτάρει συνειδητά και συκοφαντεί το πρόγραμμα της εντατικοποίησης της εκβιομηχάνισης. Γίνεται ηθικός αυτουργός και οδηγεί σε πρόωρο θάνατο τον Γκαρμπάτσεβ. Τα σχέδιά του όμως ναυαγούν χάρις στα έγκαιρα αντανακλαστικά των υγιών ακόμα εργατικών δυνάμεων και συνειδήσεων.
Ο βασικός ιστός του μυθιστορήματος εμπλουτίζεται με γεγονότα και περιγραφές, που ξετυλίγουν σε ένα δεύτερο επίπεδο, εξίσου ενδιαφέρουσες πτυχές του. Ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει τη μεταπολεμική καθημερινότητα των σοβιετικών πολιτών, τις δυσκολίες τους και ταυτόχρονα την αισιοδοξία και αποφασιστικότητά τους να τις αντιμετωπίσουν. Να πάρει μια γεύση για τις τρομακτικές δυνατότητες του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, τι σημαίνει εργατικός έλεγχος στον καταμερισμό του κοινωνικού πλούτου και πώς αυτός με αμεσότητα διοχετευόταν στην επίλυση των βασικών ανθρώπινων αναγκών. Με ρεαλισμό, χωρίς διάθεση επιτήδευσης και ωραιοποίησης αποτυπώνεται στο έργο το κύρος του καθοδηγητικού κομματικούς οργάνου. Στο πρόσωπο του γραμματέα Γκαρμπάτσεβ εκπροσωπείται όλη εκείνη η γενιά των κομματικών στελεχών, των μπολσεβίκων, που κυριολεκτικά δεν πήρε ανάσα, θυσίασε ακόμα και τις πιο απλές χαρές της ζωής, προκειμένου να εδραιωθεί η επανάσταση.
Αποκαλύπτοντας τον υπονομευτικό ρόλο του Ορλεάντσεφ, ενός κατά τ΄ άλλα αποδεκτού τύπου της σοβιετικής κοινωνίας, από την άποψη της κομματικότητάς του, της κοινωνικής του παρουσίας, της επιστημονικής του ιδιότητας κτλ., ο Κοτσετόφ αγωνιά. Προειδοποιεί για τον τεράστιο κίνδυνο της ανάδυσης των αποσταθεροποιητικών για το σοσιαλισμό δυνάμεων. Μάλιστα, καταπιάνεται με ένα κρίσιμο ζήτημα, σχετικά με την επίδραση και τον ρόλο των διανοουμένων — της τέχνης και της λογοτεχνίας. Στο έργο του αυτό αποκαλύπτει ανοιχτά ότι οι κύκλοι τους (ειδικά της Μόσχας) ήταν θύλακες εχθρικών ανταγωνιστικών αντιπαραθέσεων για την πορεία του σοσιαλισμού.
Είναι άκρως ενδιαφέρουσα η πτυχή αυτή. Ο Κοτσετόφ στην ουσία στέκεται κριτικά απέναντι στις «θεωρίες ασυγκρουσίας» στον σοσιαλισμό. Καταδεικνύει ότι με τον μανδύα του εκμοντερνισμού, της δήθεν απελευθέρωσης από τα περιορισμένα όρια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και της αναγκαίας «απόψυξης» (όπως ονόμαζαν την αποσταλινοποίηση)[1] , το λόμπι αυτό ασκούσε πολιτική επιρροή μέσω του τύπου και των περιοδικών. Ο ίδιος , μια δεκαετία αργότερα , θα πέσει θύμα της … επιβεβλημένης πλέον επιρροής τους[2]. Το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής αυτής αναλύεται διεξοδικά στον Πρόλογο του βιβλίου από την Ελένη Μπέλλου.
Το μυθιστόρημα έχει σπονδυλωτή δομή, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον και διαβάζεται ευχάριστα. Η ρεαλιστική και ζωντανή αναπαράσταση της ζωής στη χώρα των Σοβιέτ της δεκαετία του΄ 60 θα αποτελέσει για τους αναγνώστες μια πρωτότυπη αναστοχαστική εμπειρία.
Η πρώτη του κυκλοφορία του μυθιστορήματος στην Ελλάδα έγινε το 1960 από τις εκδόσεις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», χωρίς να είναι γνωστό το όνομα τού ή της μεταφραστή/τριας (για ευνόητους ίσως λόγους προστασίας και περιφρούρησης). Η Σύγχρονη Εποχή επανεκδίδει το έργο με μια πιο σύγχρονη μεταφραστική προσέγγιση και επιμέλεια, η οποία έγινε από την υπογράφουσα.
______________________________________________________
[1] Ο όρος «όττεπελ» ξεκίνησε να χρησιμοποιείται στους καλλιτεχνικούς κύκλους και έχει πλέον καθιερωθεί από τότε, προκειμένου για τη Χρουστιοφική περίοδο. Στην κυριολεξία η λέξη αυτή θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «αιθρίαση» ή «ηπιότητα», γιατί σημαίνει το μαλάκωμα του καιρού μετά από κακοκαιρία.
[2]Αντιπαρατέθηκε σθεναρά στους συγγραφείς όπως ο Α.Τβαρντόβσκι και ο Κ. Σίμονοβ κ.α. Από μέλος του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ (1956–1966) και γραμματέας της κομ. οργάνωσης λογοτεχνών του Λένινγκραντ, θα παραμείνει για μικρό διάστημα στην αρχισυνταξία της εφημερίδας «Λιτερατούρναγια γκαζέτα» (1955–1959) και στη συνέχεια του περιοδικού «Οκτιάμπρ». Σ αυτό θα πρωτοδημοσιεύσει το 1969 το έργο του «Τι θέλεις; », το οποίο θα αποτελέσει ένα είδος ρέκβιεμ για τον ίδιο, αλλά και για το τέλος της ΕΣΣΔ από τις συνεχόμενες υπαναχωρήσεις και την τελική ανατροπή του σοσιαλισμού. Στις 4/11/1973 ο Βσεβολόντ Α. Κοτσετόφ αυτοκτόνησε.
(Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέματα Παιδείας, τευχ. 73–80)