Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αθιβολή Πρωτοχρονιάς τσ’ αγάπης ζιαφέτι

Ξύπνη­σε κλαί­γο­ντας. Ένας εφιάλ­της, σαν κάποιος να της έκλε­βε τις στιγ­μές, τις εικό­νες, την ίδια τη ζωή, δεν μπο­ρού­σε να θυμη­θεί με λεπτο­μέ­ρειες, της είχε κόψει όμως την ανά­σα, ή μήπως έφται­γε το χρό­νιο άσθμα, πέρα­σε και αυτό από το μυα­λό της όταν μύρι­σε την αγω­νία στο μου­σκε­μέ­νο μαξι­λά­ρι. Ένιω­σε το στό­μα πικρό, πότε να τρέ­μει, και πότε να σφίγ­γε­ται από αβε­βαιό­τη­τα, από φόβο, από… Δεν είχε απά­ντη­ση. Στον καθρέ­φτη, παρα­τή­ρη­σε τους μαύ­ρους κύκλους κάτω από τα μάτια σε μεγά­λη αντί­θε­ση με το λευ­κό νυχτι­κό, τα μικρά μαρ­γα­ρι­τά­ρια στ’ αυτιά, δώρο του Μιχά­λη, τη σγου­ρή τού­φα που κρε­μό­ταν στο μέτω­πο, το σημά­δι στο δεξί φρύ­δι, το μελαγ­χο­λι­κό της βλέμ­μα τελευ­ταίο. Σήκω­σε το χέρι, το έφε­ρε στο πρό­σω­πο. Ως να είχαν εξα­φα­νι­στεί όλες οι προη­γού­με­νες εικό­νες, η ματιά της στά­θη­κε στο δαχτυ­λί­δι, ένα φίδι, αυτό ήταν ικα­νό να εξου­σιά­σει τη σκέ­ψη, να βρει τα νήμα­τα του χρό­νου, ν’ ανα­στή­σει τον παλιό της κόσμο, ένα δαχτυ­λί­δι ενθύ­μιο αγά­πης, αυτό το παρε­ξη­γη­μέ­νο, μικρό φυλακτό…

Είχε μια μανία με τις ανα­μνή­σεις, ίσως και μια εξάρ­τη­ση. Από τον πάτο του σκο­νι­σμέ­νου μπα­ού­λου, ανά­συ­ρε και άνοι­ξε το σημειω­μα­τά­ριο, αυτό που φύλα­γε όλη την παι­δι­κή της ηλι­κία. Χώθη­κε με τα μού­τρα στις κιτρι­νι­σμέ­νες σελί­δες, στα καρ­φι­τσω­μέ­να χαρ­τά­κια, στις ασπρό­μαυ­ρες φωτο­γρα­φί­ες, στα ξυλά­κια της κανέλ­λας. Με μια ιδιό­τυ­πη μετριο­φρο­σύ­νη, καρ­πός απο­κτη­μέ­νης εμπει­ρί­ας, είχε ξεπε­ρά­σει μισό αιώ­να ζωής, αθέ­α­τη, ξανα­διά­βα­ζε το μακρι­νό σκη­νι­κό εκεί­νης της επο­χής, αυτό που την καλού­σε σπα­ρα­χτι­κά, πρώ­τα σε μια αργή εσω­τε­ρι­κή περι­δί­νη­ση νόστου, και μετά, να μετα­λά­βει, να ξεδι­ψά­σει, να λυτρω­θεί, ‑δεν είχε σημα­σία- στην κού­πα των θεών, σε κάποια χιο­νι­σμέ­νη στρά­τα στο Λασίθι.

«Όλοι μου λεν ν’ απαρ­νη­θώ του Λασι­θιού τη στρά­τα…» , η μαντι­νά­δα έδει­χνε ένα τόπο, κι ένα κόσμο που οπωσ­δή­πο­τε άξι­ζε τον πόθο, το δικό της πόθο. Ως να ψέλ­λι­ζε το άφα­το, σ’ αυτό τον κόσμο τον καμω­μέ­νο από μελά­νι και ψέμα­τα, περι­φρο­νώ­ντας εφιάλ­τη και άσθμα, βρή­κε φωνή και συνε­χί­ζο­ντας να γυρί­ζει σελί­δες, σιγο­τρα­γού­δη­σε,  ώσπου στά­θη­κε σε μία, λίγο λερω­μέ­νη, περισ­σό­τε­ρο τσα­λα­κω­μέ­νη από άλλες, κάπως ξεθω­ρια­σμέ­να τα γράμ­μα­τα, ένα σκί­σι­μο στην άκρη, αλλά μπο­ρού­σε να συλ­λα­βί­σει, ακό­μη και τις λέξεις που έλειπαν…

«…είναι γρα­φτό κάποιες ψυχές πριν αρχί­σουν το ταξί­δι στη ζωή, να περ­νούν πρώ­τα για ένα τρα­τα­μέ­ντο από την αυλή του Χάρου, γι’ αυτό και τού­τες οι ψυχές, είναι αλλιώ­τι­κες. Σ’ εκεί­νη την παγω­μέ­νη χει­ρα­ψία στοι­χειώ­νει μέσα τους, ζαχα­ρω­μέ­νο το φως.  Όταν τα κατα­φέ­ρουν, φτύ­νουν το πικρό νερό,  παίρ­νουν το σημα­δε­μέ­νο τους σώμα, το κάνουν φτε­ρω­τό καρά­βι, ανε­βαί­νουν στα δώμα­τα της Όστριας, κορ­τά­ρουν φεγ­γά­ρι κι άστρα, για­τρεύ­ο­νται, και συνε­χί­ζουν, να ονει­ρεύ­ο­νται έναν κόσμο αλλιώς, και γι’ αυτό τον κόσμο που ονει­ρεύ­ο­νται είναι πρό­θυ­μες προ­κει­μέ­νου να απο­δει­χτούν αντά­ξιές του, να ρισκά­ρουν, να περά­σουν δοκι­μα­σί­ες, ν’ αγω­νι­στούν, ν’ αγα­πή­σουν μονα­ξιά και άσκη­ση. Σαν αλαρ­γέ­ψουν του Μαύ­ρου Καβα­λά­ρη, αρμέ­γουν δυο τρεις ψιχά­λες, απλώ­νουν την περ­πα­τη­σιά στη μεγά­λη στρά­τα, τρέ­χουν, άλλες αλή­τι­κα, άλλες φρό­νι­μα, μα όλες στον ανή­φο­ρο, από την αρχή φορ­τώ­νο­νται την ευθύ­νη, δεν αντέ­χουν την ψευ­τιά, ξομο­λο­γού­νται το χρέ­ος,  την αγω­νία, χτυ­πούν τα σήμα­ντρα της χαράς, στις άνυ­δρες μέρες μολο­γούν την αγά­πη, κι όταν βρέ­χει σωπαί­νουν κι αφου­γκρά­ζο­νται τα μυστι­κά της γης. Καθώς περ­νούν από τη χαρα­μά­δα του χρό­νου, κουρ­δί­ζο­νται στον ήλιο, δια­βά­ζουν τα πάθη της αλι­σά­χνης στα βλέ­φα­ρα, σπέρ­νουν σπί­θες στην άβυσ­σο, και στο βαρύ αγκο­μα­χη­τό του και­ρού μπαί­νουν  με και­νούρ­για φορε­σιά στο μεγά­λο καρα­βά­νι, για να δώσουν νόη­μα στις μέρες τους…»

Λίγες μέρες αργό­τε­ρα, παρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς, τα πόδια της έβρι­σκαν τόπο γνώ­ρι­μο να πατή­σουν. Στέ­κε­ται, στη μικρή αυλό­πορ­τα του πατρι­κού διστα­χτι­κά. Το χιό­νι, απα­λό στα κερα­μί­δια, στα κλα­διά, στα κάγκε­λα, στο πλα­κό­στρω­το. Μια άλλη τρια­ντα­φυλ­λιά, στην ίδια θέση της παλιάς εκπλη­ρώ­νει το χρέ­ος, να κρα­τά ένα ρόδο απεί­ρα­χτο στο κατα­χεί­μω­νο. Από εδώ αρχί­ζουν όλα όσα η νοσταλ­γία βεβαιώ­νει με το ραβδά­κι του μαγι­κού χρό­νου σ’ εκεί­νη την ανοι­χτή ρωγ­μή, ή στιγ­μή, που τόλ­μη­σε – κι ας μην το θυμά­ται η ίδια- διεκ­δι­κώ­ντας όνο­μα και αύριο, να μπει διά­στρα στο εργα­στή­ρι της ζωής.

Ένα φάλ­τσο αερά­κι, σύρ­θη­κε μέσα από τα φύλ­λα του κισ­σού πριν περά­σει χλια­ρό σαν χάδι από τα μαλ­λιά της, κι ας είχε παγω­νιά. Άνοι­ξε τα μάτια, έστη­σε το αυτί, «εδώ δεν ξεπέ­φτει η αγά­πη, εδώ απο­θε­ώ­νε­ται…» , αέρας τό ’φερε κι όχι φάλ­τσα. Μια τρο­με­ρή υπο­ψία την κυρί­ευ­σε. Τέντω­σε το λαι­μό της, θέλη­σε να δει…

Ένας ίσκιος, πηχτή γαλά­ζια πάχνη, σταυ­ρο­γο­νά­τι­σε στη βρύ­ση. Θα ορκί­ζο­νταν πως ξεχώ­ρι­σε τα δάχτυ­λα της μάνας της, μακριά σαν μασού­ρια, ή σαν κρού­σταλ­λα, πως είχε προ­λά­βει να δει το πρό­σω­πό της, το λεπτό σαν τσα­λα­κω­μέ­νο ρυζό­χαρ­το δέρ­μα στο μέτω­πο,  πως άκου­σε γνώ­ρι­μη τη φωνή να την καλω­σο­ρί­ζει, πως το ξεχει­λι­σμέ­νο στα­μνί ήταν γεμά­το αγιά­τρευ­τη απου­σία και κόκ­κι­να ροδο­πέ­τα­λα, κι εκεί λέει, πάνω στην πέτρα, ήταν γραμ­μέ­νο, «εσέ­να σε λένε, Χαρά και Ζωή», γνώ­ρι­σε τα γράμ­μα­τα, πλά­για δεξιά καλ­λι­γρα­φία, το χέρι της Καλ­λιό­πης τα είχε χαράξει…

Η παλιά ξύλι­νη πόρ­τα, άνοι­ξε αθό­ρυ­βα. Η μυρω­διά της κανέλ­λας, μαυ­λι­στι­κή, ξεχύ­θη­κε στο δρό­μο. Το ξέρει, κάποιοι είναι μέσα και την περι­μέ­νουν. Από το κεφα­λό­σκα­λο της μνή­μης κοι­τά­ζει τη μικρή γει­το­νιά, αυτή η γει­το­νιά με τα ασβε­στω­μέ­να πεζού­λια,  είναι η γη της δικής της επαγ­γε­λί­ας. Σε μια ενδιά­με­ση κατά­στα­ση, ανά­με­σα στην ύπαρ­ξη και στην ανυ­παρ­ξία, νομί­ζει πως μπο­ρεί να δια­κρί­νει ακό­μη κι εκεί­νους που χάθη­καν.  «Η νοσταλ­γία» συλ­λο­γί­στη­κε, «η νοσταλ­γία είναι, που γεμί­ζει το νου με περισ­σό­τε­ρα νοή­μα­τα, από όσα μπο­ρεί να χωρέ­σει». Η νοσταλ­γία έφται­γε που δεν είχε ξεπλύ­νει τίπο­τα από το παρελ­θόν. Ανα­στέ­να­ξε, ανί­κα­νη ν’ αντι­στα­θεί στη θύμη­ση, παρα­δό­θη­κε. Κάτι μέσα της περίσ­σια οικείο, πάσκι­ζε να μετα­το­πί­σει απου­σία και σύνο­ρα. Τα περα­σμέ­να, μα όχι ξεχασμένα…

Ανυ­πό­τα­χτες οι αόρα­τες παρου­σί­ες πήραν τις μορ­φές που διά­λε­ξε ο νους. Η λύπη της στιγ­μής ανή­μπο­ρη, θαρ­ρείς είχαν ανοί­ξει οι αρμοί στο καλ­ντε­ρί­μι και την είχαν κατα­πιεί. Τι κι αν λένε πως στο τέλος κάθε κύκλου που κάνει ο χρό­νος, οι ανα­μνή­σεις χάνουν κάπως το νόη­μά τους. Εκεί­νη, ένιω­θε αλλιώς, ο χρό­νος ξαφ­νι­κά γύρι­ζε στην αρχή, απο­κτού­σε δια­στά­σεις υπερ­βο­λής, μα δεν την πεί­ρα­ζε. Κού­νη­σε το κεφά­λι. Όλα επέ­στρε­φαν, παρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς. Μια πετα­λού­δα, στρο­βι­λί­στη­κε γύρω από το φανά­ρι. Το γαύ­γι­σμα του Μπό­μπη ακού­στη­κε χαρού­με­νο. Ένα μήλο λικνί­στη­κε ανε­παί­σθη­τα πάνω στο γυμνό από φύλ­λα κλα­δί. Ο άσπρος γάτος έτρε­ξε και τρί­φτη­κε στα πόδια της. Το περίσ­σευ­μα της αγω­νί­ας, σε μια μόνο λέξη, ψιθυ­ρι­στά, «γυρι­σμός…»

Έσκυ­ψε το κεφά­λι με σεβα­σμό, σίμω­νε βήμα – βήμα, αφή­νο­ντας πατη­μα­σιές πάνω στο φρέ­σκο χιό­νι, χαι­ρέ­τη­σε, χαμο­γέ­λα­σε, σε ποιους; δεν ήξε­ρε. Με ανε­ξή­γη­τη έντα­ση ξυπνού­σαν όλα, να γίνουν δικά της, μα ναι, μήπως εκεί­νο το φορ­τίο της Μοί­ρας δεν ήταν δικό της;

Η καρ­διά στε­ρε­ώ­θη­κε. Με άπει­ρη ευγνω­μο­σύ­νη, θα πάρει τη θέση της στο μεγά­λο τρα­πέ­ζι, έτοι­μη να τα ακού­σει όλα, περα­σμέ­να, και τωρι­νά, και μελ­λού­με­να, να ξετυ­λι­χτούν οι λέξεις, να καρ­πί­σουν στα χεί­λη, ν’ ανθί­σει η ελπίδα.

«Χαρού­λα μου, για εσέ­να έχω κλά­ψει τόσο πολύ που δε σβή­νει από το μυα­λό μου εκεί­νη η μέρα, όσα χρό­νια κι αν περά­σουν», βιά­ζε­ται να τα πει πρώ­τος ο Νικο­λής. «Θυμά­μαι τη βάφτι­σή σου, κοπέ­λα μου, χωρίς κολυ­μπή­θρα, την ημέ­ρα της Πρω­το­χρο­νιάς του χίλια εννια­κό­σια εξή­ντα τρία, εδώ, στο σπί­τι σας, ακό­μη κλαίω όταν το σκέ­φτο­μαι», και για να μη φανούν τα δάκρυα που του φέρ­νει η ανά­μνη­ση, κάνει πως κοι­τά­ζει ψηλά, το ζωγρα­φι­στό τζά­μι στο φεγγίτη.

«Κάθε ένας από εμάς, έχει σπά­σει κάποιες φορές στη ζωή του» , τον αγγί­ζει στον ώμο, «μια ρωγ­μή μόνο και μπο­ρεί να γίνει χίλια κομ­μά­τια, μα πρέ­πει να μαζεύ­ου­με τα κομ­μά­τια μας, Νικο­λή, γι’ αυτό γύρι­σα, να μαζέ­ψω και να αγα­πή­σω κάθε στιγ­μή που με λύγι­σε…» , θα τον αγκα­λιά­σει, θα νιώ­σει το σκίρ­τη­μα της καρ­διάς του, το φτε­ρού­γι­σμα της φωνής.

«Όλοι οι άνθρω­ποι έχου­με σημά­δια, σημά­δια που δεν θα φύγουν ποτέ, Χαρου­λά­κι» ο καπε­τάν Δημή­τρης, διεκ­δι­κεί αγκα­λιά, «κι αφού μαζί τους μεγα­λώ­νου­με, ας τα κάνου­με όμορ­φα, τόσο όμορ­φα ώστε να μπο­ρού­με να τα ταξι­δεύ­ου­με, σε όλη μας τη ζωή, να γεμί­σου­με τις ρωγ­μές με ασή­μι» ψιθυ­ρι­στά στο αυτί. Χτε­νί­ζει η αλι­σά­χνη και τα δικά του βλέ­φα­ρα, για να βρει αφορ­μή ο πατέ­ρας του, o  Κωστής, ο Χελε­ψής, να κουρ­δί­σει το βιο­λί, και να πιά­σει το σκο­πό της νύχτας:

«Το άχ δεντρό δε γίνε­ται, να χώνε­ται στα δάση
μα βρί­χνε­ται στα χεί­λη ντου, απ’ αγα­πά και χάσει.
Αθι­βο­λή Πρω­το­χρο­νιάς, τσ’ αγά­πης ζιαφέτι,
κι αρο­δα­μός η σκέ­ψη σου, στου νου το βιλαέτι.

Αν έχει αξία η ζωή, ο θάνα­τος τη δίδει
κι αν είναι η μέρα όμορ­φη, την κάνει το σκοτίδι.
Τοί­χος παλιός δε χτί­ζε­ται, και­νούρ­γιος δε χαλιέται,
και­νούρ­για αγά­πη γίνε­ται, παλιά δε λησμονιέται.
Ανά­θε­μά τη για καρ­διά, ένα κακό που τό ’χει
εγώ τση λέω ξέχα­σε, κι αυτή μού λέει όχι.»

Θα ρίξουν με τις χού­φτες χοντρό αλά­τι στο τζά­κι ξορ­κί­ζο­ντας το κακό στην ιερή φλό­γα, θα τσου­γκρί­σουν ποτή­ρια, όπως τότε, όπως παλιά, θα φέρουν αθι­βο­λές κι αθι­βο­λές, θα μετρή­σουν την αγά­πη νογώ­ντας  όλη τη ζωή σε μια ρίζα ακρι­βή,  και σε μια μπου­μπου­κια­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά που τολ­μά, αδεί­λια­στη, να κατα­θέ­τει  στη λιτα­νεία του χιο­νιού, τη δια­μαρ­τύ­ρη­σή της. Μεσά­νυ­χτα, η θεία Βαγ­γε­λία, θα πάρει τη σκυ­τά­λη και θα ολο­κλη­ρώ­σει, σαν παρα­μύ­θι τη διή­γη­ση, με το δικό της τρό­πο, σίγου­ρη πως εκεί­νη η Πρω­το­χρο­νιά του 1963, δεν ήθε­λε να μένει ένα κομ­μά­τι της σιω­πής, όχι, και με τη θέρ­μη της συγ­γέ­νειας που ζεσταί­νει καρ­διές και σμί­γει ανθρώ­πους, ξετυ­λί­γει το κου­βά­ρι της θύμησης:

«Καλώς όρι­σες κοπέ­λα μου» δεν συγκρα­τεί τα δάκρυα. «Ίντα ιμπρέ­τι και του­το­νά, να κλαίω εύκο­λα, μα ετσά μέ ’βγα­λε η φύση καλό μου, κι όντε σε θωρώ, ταρά­ζε­ται και δια­σκορ­πί­ζε­ται μέσα μου πρώ­τα, η παρα­πό­νε­ση τση μάνας σου, και ξανάρ­χε­ται στο νού μου εκεί­νη­νιά η Πρω­το­χρο­νιά. Γιάε, σαρά­ντα μερώ ήσου­νε, μικιό μικιό και πια αρρω­στά­ρι­κο κοπέ­λι εγώ δεν είχα δει ποτέ μου, έτσα λιγά­θι­νο και μπλά­βο το χει­λά­κι σου, σαν τση σου­πιάς το μελά­νι, εδυ­σκο­λεύ­γου­σου­νε να κατα­πιείς ως και το σάλιο σου για­τί επλά­ντας, κι ελά­φασ­σες, ποθια­σμέ­νο ήσου­νε ίσα­με τη ραφή τση ψυχής.

Ο για­τρός, ο συγ­χω­ρε­μέ­νος ο Μακα­ρώ­νας, καλός άθρω­πος, αυτός σου ’κανε τσι βελό­νες, κάθα δυο ώρες, μια ένε­ση, και ήφτα­ξε κι εξώ­με­νε στο σπί­τι σας, για να σε γλι­τώ­σει. Ως κι ο μπαρ­μπα-Νικα­ράς εξώ­μει­νε κι αυτός, πέντε έξε αργα­τι­νές, ήκα­νε τα μπα­σο­δού­λια, και μνια­ο­λιά παρη­γο­ριά στσι γονέ­ους σου.

»Γροι­κάς, γή πεντα­βά τα λέω; Τέθοια αργα­τι­νή, παρα­μο­νή τση Πρω­το­χρο­νιάς, ίδια πως είναι εδά τ’ ανε­στο­ρού­μαι. Όντεν εκα­τέ­βαι­να, μπα­μπα­ρο­λια­σμέ­νη με το παλ­τό και δυο μάλ­λι­να μαντή­λια, απού τον Αργου­λιά, ήκα­με μια ρεφου­λιά ο αέρας κι εκρου­στάλ­λια­σε ντε­λό­γο το χιό­νι, κι όντεν ήφτα­ξα επα­δέ, η θειά Σοφία η Μαδά­ρε­να, μού ’πε, εκειέ, όξω στη πόρ­τα, πως δε σε πιά­να­νε μπλιό μήτε οι ενέ­σεις, μήτε οι ζεστα­σές, μήτε οι βεντού­ζες. Εχει­ρο­τέ­ρευ­γες για θάνα­το, ίσα­με απού ήφτα­ξες στο χίντι – χίντι, στο απρο­χώ­ρη­το και δεν ήπερ­νες μπλιό πνοή. Τότε­σας, επο­δια­φώ­τα­νε όντεν είπε­νε ο Μακα­ρώ­νας πως εμπό­ριε, να μην είχες άλλη ζήση και πως ήθε­λα ποθά­νεις, μα είχε χρέ­ος ανέ προ­λά­βαι­νε, ως κι αν ήτο­νε ενά­ντιος ο και­ρός, να σε πήγαι­νε στο Ηρά­κλειο. Για κειο­νά σε βαφτί­σα­νε, επα­δέ στο σπί­τι, βάφτι­σμα τση ανά­γκης, να πας σκιάς με όνο­μα στον άλλο κόσμο, Θε μου, ξεμί­στευ­γε απού την κακή την ώρα!

Κάνει μια παύ­ση. Φέρ­νει το ποτή­ρι στα χεί­λη, πίνει μια γου­λιά νερό, τα χέρια τρέ­μουν, θαρ­ρείς κι εκεί στις άκριες των δαχτύ­λων της κρέ­μο­νται οι ανα­μνή­σεις, οι περα­σμέ­νες στιγ­μές, οι παρου­σί­ες, οι απου­σί­ες, όλα εκεί… Κανείς δεν θέλει να την διακόψει.

«Και μετά;»

«Ίντα μετά; Στο γαλα­νό των αμα­θιώ σου ήπλεε τ’ ανέλ­πι­δο, εκειά εφαί­νου­ντα­νε πως ακρο­πό­δι­ζες στο σύνο­ρο τ’ ανέ­γνω­ρου, εκειά στ’ αφρό­χει­λο του κάτω κόσμου τζίν­τζι­νο — τζίν­τζι­νο. Η μάνα σου, χιαρ­χι­ντι­σμέ­νη απού τη στε­νο­χώ­ρια και τα κλά­η­μα­τα, εγλά­κα­νε η συγ­χω­ρε­μέ­νη, όθεν τη Γωνιά, κι από πίσω εκλού­θα­νε ο πατέ­ρας σου απού είχε­νε ακό­μη μια ελπί­δα, μική σαν τ’ αμά­τι τση βελό­νας, μα είχε­νε και τα θάρ­ρη ντου στο Θεό, και τήνε σιρ­γού­λευ­γε να για­γύ­ρει οπί­σω, να μπού­νε μαζί στην κούρ­σα του για­τρού να σε πάνε στο νοσοκομείο.

»Ωστό­σο, ήρθε­νε ο παπάς, η θειά — Δεσποι­νιά η Ψυχο­γί­να επήε και τον εφώ­νια­ξε, μα δεν επρο­λα­βαί­να­νε να φέρου­νε κολυ­μπή­θρα, ντα ίντα κοντό τήνε θέλα­νε; Ο για­τρός εξα­νά­πε πως ετε­λεί­ω­νες στο στά­διο απού ήσου­νε. Ήβα­λε σκιάς το πετρα­χεί­λι ντου ο παπάς κι ερώ­τη­ξε για τ’ όνο­μα. “Χαρού­λα”, είπε­νε, η σάντο­λά σου, η Γιαν­νού­λα του Χρι­στό­φο­ρου, – μικιό κορα­σο­πού­λι ήτο­νε τότε­σας, ακά­τε­χη – , και τήνε ξάνοι­ξε και η μάνα, και ο κύρης τσης μανι­σμέ­να, για­τί αλλιώς τση ’χανε αρμη­νέ­ψει!  Εσω­στά­θη­κε­νε κι ο παπάς, για­τί την ήκου­σε απού ήλε­γε, κι ίσα που εγροι­κού­ντα­νε με παρα­πό­νε­ση: “για ίντα λόγο, να μην έχει ζωή επα­δέ, σε τού­το­νε τον κόσμο με τσι μυρω­διές, για ίντα χατί­ρι δα το πέψο­με ονο­μα­τι­σμέ­νο, πεσκέ­σι τ’ αφο­ρε­σμέ­νου, όι, όι κια­ο­λιάς, εγώ δε συβά­ζο­μαι,  εγώ αμο­να­χή μου πογρά­φω ζωή, ζωή. Ζωή επα­δέ, κι ας είναι ψεύ­της κόσμος, εγώ μπά­ρεμ ετσά λοής το συλ­λο­γού­μαι, ετου­το­νέ το κορα­σο­πού­λι, να μού το θυμά­στε, δα σκώ­σει αύριο δική ντου παντι­γέ­ρα και δα λέει φτου ξελεφτερία.»

»Εγρύ­λω­σέ τζης ο παπάς, για τσι κου­βέ­ντες απού ήλε­γε, και σε σήκω­σε ετσά ντυ­μέ­νο με τα ρου­χα­λά­κια σου ψηλά, είπε­νε κι αυτός, νέτε να τελειώ­σο­με το μυστή­ριο τση ανά­γκης, πρι­χού φύγει η ψυχή μου­λά — μου­λά και χαθεί, για­τί ζωή δεν έχει κατά πώς φαί­νε­ται ετσά μπλά­βο απού είναι. Τότε­σας εβγή­κε όξω  στο σταύ­ρω­μα, η για­γιά σου η  Γαρε­φαλ­λιά, κι ήπαι­ξε στο ρόγδι απού εκρά­θιε­νε μια στο χαρά­κι κι ήσπα­σε, κι από­ει ήδε­σε μια κόκ­κι­νη κλω­στή στη ροδα­ρά απού ’χενε κρα­τή­ξει ακό­μη ένα κι αμο­να­χό κλει­στό ρόδο, κι ας είχε­νε χιο­νί­σει πια παραμπρός.

»Βαφτί­ζε­ται, στο όνο­μα του Πατρός, και του Υιού, και του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, η δού­λη του Θεού, “Χαρού­λα”, είπε­νε τα χρεια­ζού­με­να γράμ­μα­τα τσ’ εκκλη­σάς,  και σ’ έβα­λε στα χέρια του για­τρού, μια μαρα­μέ­νη βιό­λα, μα οι γονέ­οι σου δεν ήτο­νε, και δεν τ’ ακού­σα­νε και δεν εκα­τέ­χα­νε οι κακο­μοί­ρη­δες μήτε πώς σε ’πανε. Εξε­τρά­λι­σε τη γει­το­νιά ο Μακα­ρώ­νας να παί­ζει την κόρ­να, ίσα­με απού εκα­τε­βή­κα­νε γλα­κη­τοί απού το Σκα­φι­δο­κέ­φα­λο, με τσι παντό­φλες και μια φανε­λέ­νια ρόμπα η μάνα σου, πρω­το­παι­δού­σα, και ήτο­νε ο μπέ­της τσης μου­σκε­μέ­νος γάλα, γροι­κάς; Εσύ, ποσχα­κω­μέ­νο σαν το τρυ­πα­λού­δι στη φωλιά, ετσά ήσου­νε μέσα στη περα­μα­τι­στή κου­βέρ­τα, πρα­γό, μήτε εσά­λευ­γες, μήτε ήκλαι­γες. Από­ει δα ύστε­ρα σε πήα­νε στη Χώρα, στην κλι­νι­κή του Σερ­γά­κη, για­τί στο Βεν­ζέ­λειο δε σε κοντέψανε… »

Είναι κάποιες φορές, που οι λέξεις έρχο­νται για να σε καθη­λώ­σουν, που κολ­λά­νε στο νου για να δώσουν και­νούρ­γιο πρό­σω­πο στον κόσμο σου, που η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ξεπη­δά μπρο­στά σου για να απο­κτή­σουν οι μέρες σου άλλη ποιό­τη­τα. Στα μάτια της θεί­ας Βαγ­γε­λί­ας έβλε­πε να πλέ­ουν ίσκιοι πολ­λοί, τόσα ψυχα­νε­μί­σμα­τα κρε­μα­σμέ­να στις άκριες των βλε­φά­ρων, ένα βρα­χνό, σιγα­νό κάλε­σμα γεμά­το απλό­τη­τα, ομορ­φιά, μεγα­λείο, αθω­ό­τη­τα, για­τί κάποιες ψυχές είναι πιο πλα­τιές, τόσο, που να χωρά­ει μέσα τους όλος ο παλιός καιρός.
Δεν θα ξεχνού­σε ποτέ εκεί­νο το βρά­δυ, το χλω­μό αντι­φέγ­γι­σμα του φεγ­γα­ριού πάνω στο χιό­νι, τα κρύ­σταλ­λα που κρε­μό­ταν στην υδρορ­ροή, την ησυ­χία της νύχτας, το ακρι­βό σμί­ξι­μο στο πατρι­κό της, τις μικρές λεπτο­μέ­ρειες που είχαν οδύ­νη και χαρά μαζί, δεν θα ξεχνού­σε ποτέ τη σαστι­σμέ­νη θεία, που αλη­θι­νά συγκι­νη­μέ­νη, αφού είχε σωπά­σει για λίγο, ξανα­βρή­κε φωνή, και γελα­στή ξανά­πια­σε την ιστορία:

«Εσύ έχεις για­σε­μό­κλω­νο άστρο, μόνο να μη φοβά­σαι κοπέ­λα μου, ντα ίντα θαρ­ρείς; Είναι και ψυχές που γυμνά­ζου­νται απού την αρχή, κι ετσά δεν καϊ­να­ντού­νε, αυτές είναι μπο­για­ντι­σμέ­νες με μπα­κά­μι, κι ανέ χρεια­στεί, γιάε, εκειέ στην αναμ­μέ­νη καρ­βου­νι­θιά, κάτε­χέ το, μπαί­νου­νε και χορεύ­γου­νε. Η για­γιά σου η Κοκο­λί­να, τότε­σας, “έχει και παρα­έ­χει μέρες και χρό­νους, εγώ το ’ταξα τση ζωής του­το­νά το θηλυ­κό”, εβό­α­νε, στο δώμα απά­νω, κι εφο­βέ­ρι­ζε ποφου­μι­σμέ­νη τον παπ­πού τον Κοκο­λιώ πως ήθε­λα του κάμει μεγά­λο χου­νέ­ρι ανέ τζη ξανά­λε­γε πως ποθαί­νεις. Ως και την κού­πα με το κρα­σί, που είχε­νε βρά­σει μ’ ένα δαφ­νό­φυλ­λο και μια κόκ­κι­νη πιπε­ρά, να το πιει να ζεστα­θεί, το γύρι­σε αμπού­μπου­ρα και πότι­σε το χώμα, μπε­λί ν’ ανα­ντρα­νί­σου­νε οι ψυχές, να ξεγε­λά­σου­νε τον παντέρ­μο το Χάρο. Έχεις και παρα­έ­χεις ζωή, κοπέ­λα μου, μόνο πιά­σε τη μαχιά και ξεμπι­θρά­κι­σε μνια­ο­λιά τα ξύλα ν’ αντριέ­ψει η φωθιά, εσέ­να σε για­γύ­ρα­νε απ’ το φάραγ­γα του μεγά­λου ντου­χιου­μά­νη, σαρά­ντα μερώ, να τ’ ανε­στο­ρά­σαι, μόνο να ’χεις την ευκή μου, και να μη σου χαλά­σει κια­νείς τα σχέ­διά σου, να σε θέλει η ζωή, κι η τύχη, και νά ’χεις μπό­ρε­ση, και χρό­νους πολ­λούς, και να γρά­φεις, γροι­κάς Ζωή; Για κειο­νά ήλλα­ξε το μοι­ρό­γρα­φτό σου, ένα βλε­φά­ρι­σμα του Χάρου το ’καμε η ψυχή σου, κι εμπέρ­γω­ξε τσ’ αγκά­θες του, μα η Μοί­ρα, πότε πότε κάνει άλλα κου­μά­ντα και δε λογα­ριά­ζει τσι δου­λειές του δρα­πα­νιά­ρη, μόνο να γρά­φεις, να μη λιγά­νει και να μη χαθεί ο κόσμος μας, κι ο τόπος μας. Εγώ ξεκουρ­κου­θιά­ζω και πάω, επά­τη­σα τα ενε­νή­ντα, μα εσύ είσαι νέι­κη ακό­μη, ίντα κοντό ντου­χιου­ντί­ζεις; Αφρου­κά­σαι πρά­μα; Ποθαρ­ρεύ­γο­μαι σου,  την ευκή τσ’ ευκής μου να ’χεις, και χωρίς να κάμεις να ’χεις, μα να γρά­φεις κιό­λας…» η θεία Βαγ­γε­λία, του Μπά­μπα Γιαν­νιού, η καλό­τρο­πη, η ευσυ­γκί­νη­τη, η ακού­ρα­στη, θα καλη­νυ­χτί­σει όλους με μια αγκα­λιά, και φυλά­ει τη δική της μαντι­νά­δα για το τέλος, αυτή που είπε κι εκεί­νη την Πρω­το­χρο­νιά του χίλια εννια­κό­σια εξή­ντα τρία, για να ξορ­κί­σει το θάνατο.

«Ω πικρα­μυ­γδα­λά­κι μου και πώς να σε γλυ­κά­νω,
που ’σαι στην κάτω γει­το­νιά κι εγώ ’μαι στην απάνω.»

Εκεί­νη τη νύχτα, το χιό­νι, καθώς έπε­φτε απ’ τα νυσταγ­μέ­να τσί­νο­ρα των αγγέ­λων και κολ­λού­σε στα τζά­μια μάχο­νταν να φτά­σει πέρα από την ομορ­φιά και το από­κο­σμο. Στο φανο­στά­τη του δρό­μου ξέκρι­νε μια αρχο­ντι­κή μορ­φή, τα μαλ­λιά μαζε­μέ­να σε κότσο, το καμη­λό παλ­τό κου­μπω­μέ­νο, μακρύ ως τον αστρά­γα­λο, τα καστό­ρι­να γοβά­κια είχαν αφή­σει τα σημά­δια τους. Έκα­νε ν’ ανοί­ξει το παρά­θυ­ρο, να τη φωνά­ξει, “μάνα”. Πριν δευ­τε­ρώ­σει η σκέ­ψη της, την είδε, με γυρι­σμέ­νη την πλά­τη, μα ήταν σίγου­ρη πως μόνο εκεί­νη μπο­ρού­σε να είναι. Έφευ­γε λοι­πόν,  έτσι νόμι­ζε, πως την είχε δει, εκεί­νη που της είχε δώσει πνοή, που είχε βυζά­ξει το γάλα της, και μαζί μ’ αυτό τη φλό­γα και τη δίψα της ζωής, και το παρά­πο­νο. Την ακο­λού­θη­σε με το βλέμ­μα, μέχρι τη στρο­φή του δρό­μου. Η μυρω­διά απ’ το κόκ­κι­νο κρα­σί μετα­λά­βαι­νε τ’ αόρα­τα, εκεί­νες τις ψυχές που δεν κάθο­νταν στο τρα­πέ­ζι. Η γει­το­νιά, μετα­μορ­φω­μέ­νη σ’ ένα από­κο­σμο εργα­στή­ρι θαυ­μά­των, κατα­χώ­ρη­σε το νέο έτος 2020, με αση­μέ­νια γράμματα.

Εκεί­νη τη νύχτα, γύμνα­ζε τη σκέ­ψη της ανα­κυ­κλώ­νο­ντας παλιές στιγ­μές στην αγο­ρά της μνή­μης. Τίπο­τα τελι­κά δεν είχε χαθεί, όλα είχαν τη δύνα­μη να ξανα­γυ­ρί­σουν, κάπως  αλλιώς, αλλά ξανα­γύ­ρι­ζαν. Έμει­νε μόνη. Κοί­τα­ζε από το παρά­θυ­ρο τον έρη­μο δρό­μο, χωρίς φαντα­σία, και χωρίς φόβο πια. Μέσα της, άκου­γε την Καλ­λιό­πη, τη μάνα της, στις τελευ­ταί­ες της μέρες, μια άλλη παρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς, στο  Πανε­πι­στη­μια­κό Νοσο­κο­μείο Ηρα­κλεί­ου, η στερ­νή της κου­βέ­ντα είχε βρει τρό­πο και ξανάρ­θε, «μην κλαις Χαρού­λα, το μεγα­λύ­τε­ρο κρί­μα στον κόσμο, είναι νά ’χεις παι­δί και να τό χάσεις, κι εγώ είμαι δυο φορές τυχε­ρή, μια που γλί­τω­σες εσύ, κι άλλη μια που γλί­τω­σε η δική σου θυγα­τέ­ρα…» , έσβη­σε η φωνή μέσα στο λυγμό…

Είναι, που καμιά φορά, οι πρω­το­ψάλ­τες της αγά­πης κατε­βαί­νουν στις ρού­γες, παρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς, κολ­λούν τ’ αυτί τους στις χιο­νι­σμέ­νες πόρ­τες και σου φωνά­ζουν «έλα».
Είναι, που καμιά φορά, όρτσα φωνά­ζει η καρ­διά, κι η Μοί­ρα σκί­ζει το άλι­κο τσε­μπέ­ρι και μπαί­νει στο χορό.
Είναι, που καμιά φορά, σαν ψίκι ξεκι­νούν στα χιό­νια, οι ανα­μνή­σεις, και μια θεία Βαγ­γε­λία, σου δίνει το χέρι, για να γυρί­σε­τε μαζί τη ρόδα του μύλου που αλέ­θει καιρούς.

Μετά απ’ αυτό δεν γίνε­ται να μη γεμί­σουν αλμύ­ρα τα μάτια.  Η μέσα φωνή, ξύπνη­σε κι άλλη θύμη­ση… Στο ίδιο σπί­τι, ήταν που έμελ­λε να επα­να­λη­φθεί η ίδια περι­πέ­τεια, είκο­σι οκτώ χρό­νια αργό­τε­ρα. Ήταν γρα­φτό να βιώ­σει την ίδια αγω­νία, αυτή που τότε είχαν ζήσει, η Καλ­λιό­πη και ο Αρι­στεί­δης –και να δοκι­μα­στούν κι εκεί­νοι μαζί της, δεύ­τε­ρη φορά– με τη δική της κόρη, τη Μαρί­να Μπάντιου.

«Άρα­γε, τυχαί­ες κάποιες επα­να­λή­ψεις…» , συλ­λο­γί­στη­κε, «μόνο το βάφτι­σμα της ανά­γκης δεν είχε γίνει».

«Μην κλαις, Χαρού­λα, μην κλαις, καμά­ρω­νέ τηνε, τη “διδα­κτό­ρισ­σα” τση  ιστο­ρί­ας, καμά­ρω­νέ τηνε, αλλαρ­γο­ξο­ρι­σμέ­νο μου, τη Μαρί­να, τη θυγα­τέ­ρα σου, και τα μάτια σου, και το Σπύ­ρο σου παι­δί μου, και το Σπύ­ρο, τα παι­διά σου και τ’ αμέ­ντε σου,…», ως εντο­λή ακού­στη­κε, παρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς του 2020, με το φευ­γιό του άσπρου περι­στε­ριού από το καμπα­να­ριό του αγί­ου Χαραλάμπους.

Πετά­ει ο νους, αλαρ­γεύ­ει η σκέ­ψη. Με τις ασπρό­μαυ­ρες φωτο­γρα­φί­ες στα χέρια… Λες και ήταν χτες, «Άσπρη Περι­στέ­ρα» τη φώνα­ζαν την Καλ­λιό­πη στη γειτονιά.
Το Αρι­στει­δά­κι, θ’ ακο­λου­θή­σει με το βλέμ­μα το φευ­γιό του περι­στε­ριού, και με τα χεί­λη, στο σκο­πό της αυγής πια, θα στεί­λει φιλί και χαιρετίσματα.

«Όλες τσι μέρες σ’ αγα­πώ, άσπρη μου περιστέρα
κι άφη­νε τσ’ άλλους ν’ αγα­πούν τον χρό­νο μιαν ημέρα»

Από το βιβλίο «Λασί­θι, τόπος Μέγας, Η κού­πα των θεών» \ Κεί­με­νο συμπληρωμένο.

ΜΕ ΤΗ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ ΞΑΝΟΙΧΤΗΚΑ.

Ξημε­ρώ­μα­τα της Πρω­το­χρο­νιάς του δύο χιλιά­δες είκο­σι ξεκί­νη­σε τού­τη η περι­πλά­νη­ση του νόστου, κι ας ήμουν στον όρμο των Γου­βιών στην Κέρ­κυ­ρα, εγώ το απά­νω δώμα της γης, το Λασί­θι, σημά­δευα στο χάρ­τη. Με την Αγγέ­λισ­σα του Δέτη να σβή­νει το μοι­ρό­γρα­φτο τέλε­ψε το ταξί­δι τις μικρές ώρες της εικο­στής πρώ­της του Μάη του ίδιου έτους.

Αύριο, ελεύ­θε­ρη στο κατώ­φλι του ήλιου, το συμ­βό­λαιό μου με την ανορ­θό­γρα­φη ζωή και­νουρ­γιώ­νει. Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης.

Χαρού­λα Βερί­γου | Κέρ­κυ­ρα, Πρω­το­χρο­νιά του 2020


facebook logo click

Ζωή Δικταίου FaceBook

Γεν­νή­θη­κα στην Κρή­τη το 1962. Στο Τζερ­μιά­δων μεγά­λω­σα, εκεί έμα­θα και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Με κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζω στην Κέρ­κυ­ρα. Πιστεύω στην αγά­πη. Με γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και οι ξεφτι­σμέ­νες δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Και­νού­ρια ανά­γνω­ση πάντα η βρο­χή. Όχη­μα μαγεί­ας οι λέξεις. Δεν ανα­ρω­τιέ­μαι πια για­τί γρά­φω. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και η ανά­γκη μου να γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που με καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο». Με το μολύ­βι του έρω­τα σπα­σμέ­νο στο χέρι και την προ­ο­πτι­κή του ονεί­ρου στ‘ ανοι­κτά της ψυχής, αύριο, ακρι­βή η άνθη­ση της άνοι­ξης μέσα στην αλή­θεια του φθι­νο­πώ­ρου. Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη και τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργο­γρα­φία …

Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, παι­δι­κή λογο­τε­χνία Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο (μυθι­στό­ρη­μα) Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια (μυθι­στό­ρη­μα) Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, (διη­γή­μα­τα) Αύριο, στά­χυα οι λέξεις (ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή) Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα (διη­γή­μα­τα) Λασί­θι, Τόπος Μέγας (αφή­γη­μα) κά, με συμ­με­το­χές στις ποι­η­τι­κές ανθο­λο­γί­ες “Μονό­λο­γοι”,  “Γράμ­μα­τα της ποί­η­σης”. Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου… Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο