Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ακροναυπλία, κάστρο ελεύθερων πολιορκημένων

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ακρο­ναυ­πλία, Ακροναυπλία
δεν σε λύγι­σε η βία
είσαι βρά­χος φως γεμάτος…
και εκδι­κή­τρα λευτεριά
Ακρο­ναυ­πλία, Ακροναυπλία
μας κρα­τάς τους πρω­το­πό­ρους και τους καθοδηγητές…

(Στί­χοι από το τρα­γού­δι το οποίο οι Ακροναυπλιώτες
είχαν στα χεί­λη στο δρό­μο για την εκτέλεση)

Σαν σήμε­ρα 29 Οκτω­βρί­ου 1940 οι 600 περί­που κρα­τού­με­νοι  κομ­μου­νι­στές της Ακρο­ναυ­πλί­ας στέλ­νουν υπό­μνη­μα στην κυβέρ­νη­ση με το οποίο κατα­δι­κά­ζουν τη φασι­στι­κή εισβο­λή και ζητούν να στα­λούν στο μέτω­πο για να πολε­μή­σουν. Οι μετα­ξι­κές αρχές αρνού­νται και λίγο αργό­τε­ρα, την άνοι­ξη του 1941 η κυβέρ­νη­ση Τσο­λά­κο­γλου τους παρέ­δω­σε με πρω­τό­κολ­λο στους χιτλε­ρι­κούς, οι οποί­οι θα τους χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν ως ομή­ρους και θα τους εκτε­λέ­σουν ως αντί­ποι­να για τη δρά­ση του ΕΛΑΣ. Κάποιοι, όπως ο Γιάν­νης Ζεύ­γος, κατά­φε­ραν να δρα­πε­τεύ­σουν και εντά­χθη­καν στην ΕΑΜι­κή Εθνι­κή Αντίσταση.

Θάλαμος κρατουμένων στην Ακροναυπλία

Θάλα­μος κρα­του­μέ­νων στην Ακροναυπλία

Τα της παρά­δο­σης στους Γερ­μα­νούς περι­γρά­φει ο Βασί­λης Γ. Μπαρ­τζιώ­τας, ένας από τους 57 που φύγαν τελευ­ταί­οι από την Ακρο­ναυ­πλιά το πρωί της 27 Φλε­βά­ρη 1943:

«Στις 6 του Απρί­λη 1941 εισβάλ­λουν στην Ελλά­δα οι χιτλε­ρι­κές ορδές… Οι κρα­τού­με­νοι της Ακρο­ναυ­πλί­ας περι­μέ­να­με αυτήν την επί­θε­ση και δε μας ξάφ­νια­σε. Γίνο­νταν στην Ακρο­ναυ­πλία συζη­τή­σεις, αν ο λαός και ο στρα­τός μας θα μπο­ρού­σαν να αντέ­ξουν στη φοβε­ρή επί­θε­ση των χιτλε­ρι­κών με τα άρμα­τα μάχης, τα μηχα­νο­κί­νη­τα στρα­τεύ­μα­τα και τις εκα­το­ντά­δες αερο­πλά­να. Σ’ αυτές τις τρα­γι­κές στιγ­μές, οι ξενό­δου­λοι στρα­τη­γοί του δικτά­το­ρα Μετα­ξά και του βασι­λιά Γλίξ­μπουργκ, ενώ ο στρα­τός με συγκρα­τη­μέ­νη την ανά­σα και ματω­μέ­νος πολε­μού­σε, προ­δί­νουν στρα­τό και λαό και διευ­κο­λύ­νουν την υπο­δού­λω­ση της χώρας στους Χίτλερ και Μου­σο­λί­νι. Οι προ­δό­τες στρα­τη­γοί Τσο­λά­κο­γλου, Μπά­κος, Δεμέ­στι­χας, Πολύ­ζος και άλλοι, που διηύ­θυ­ναν τις ελλη­νι­κές μεραρ­χί­ες στην Ηπει­ρο, συν­θη­κο­λό­γη­σαν. Ανοι­ξαν τα σύνο­ρα στις στρα­τιές του Χίτλερ και του Μου­σο­λί­νι. Τα χιτλε­ρι­κά τανκς προ­χω­ρούν χωρίς αντί­στα­ση για να κατα­λά­βουν την Αθή­να, την πρω­τεύ­ου­σα της Ελλά­δας. Οι αγγλι­κές μεραρ­χί­ες του στρα­τη­γού Ουίν­στον υπο­χω­ρούν χωρίς να δώσουν καμιά μάχη. Το μόνο που ενδια­φέ­ρο­νται είναι πώς να σώσουν τον εαυ­τό τους, αδια­φο­ρώ­ντας για την Ελλά­δα και το λαό της…

 Ενα τμήμα της Ομάδας της Ακροναυπλίας

Ενα τμή­μα της Ομά­δας της Ακροναυπλίας

Η χιτλε­ρι­κή αερο­πο­ρία βομ­βαρ­δί­ζει το κάτερ­γο της Ακρο­ναυ­πλί­ας. Απ’ τις 21 έως τις 25 του Απρί­λη 1941 οι δεσμώ­τες της Ακρο­ναυ­πλί­ας περ­νούν εφιαλ­τι­κές μέρες. Επί πέντε μέρες από τις 6 η ώρα το πρωί, μέχρι τις 6 η ώρα το βρά­δυ χιτλε­ρι­κά αερο­πλά­να τύπου Στού­κας βομ­βαρ­δί­ζουν κατά κύμα­τα την Ακρο­ναυ­πλία και τα αγγλι­κά καρά­βια στον Αργο­λι­κό Κόλπο.

…Σφυ­ρί­ζουν τα Στού­κας και πέφτουν σαν το χαλά­ζι οι χιτλε­ρι­κές βόμ­βες. Και το βρά­δυ σαν βασί­λευε ο ήλιος, κου­ρα­σμέ­νοι και ανά­στα­τοι, πέφτα­με να κοι­μη­θού­με. Πόσο βαρύς ήταν αυτός ο ύπνος! Στα όνει­ρά μας βλέ­πα­με, πως μας βομ­βαρ­δί­ζουν τα Στούκας…

Οι χιτλε­ρι­κοί αερο­πό­ροι βομ­βάρ­δι­ζαν τα αγγλι­κά καρά­βια, αλλά είχαν, επί­σης, για στό­χο τους και την Ακρο­ναυ­πλία , όπως μας είπαν οι ίδιοι οι Γερ­μα­νοί, όταν κατέ­λα­βαν το Ναύπλιο:

– Ακό­μη ζεί­τε! Ηταν οι πρώ­τες λέξεις των χιτλε­ρι­κών αξιω­μα­τι­κών, όταν μπή­καν στην Ακρο­ναυ­πλία . Εμείς σας ρίξα­με εκα­το­ντά­δες βόμβες…

Σωθή­κα­με μόνο στην τύχη. Μα και για­τί, όπως ήταν κωνι­κός ο βρά­χος της Ακρο­ναυ­πλί­ας, οι βόμ­βες έπε­φταν ξυστά και παρα­σύ­ρο­νταν στη θάλασ­σα. Μια δέσμη από βόμ­βες, που έπε­σαν δίπλα στο κτί­ριο της Ακρο­ναυ­πλί­ας, δεν έσκα­σαν. Ισως κάποιο σαμπο­τάζ πατριώ­τη της Γερ­μα­νί­ας να έσω­σε τη ζωή εκα­το­ντά­δων κρατουμένων.

Τις μέρες αυτές η Ακρο­ναυ­πλία έμοια­ζε με κόλα­ση. Τη νύχτα φεύ­γουν από το Ναύ­πλιο οι Αγγλοι και Ελλη­νες επί­ση­μοι για την Κρή­τη και την Αίγυ­πτο. Ενα αγγλι­κό κατα­δρο­μι­κό έχει μισο­βυ­θι­σθεί στο λιμά­νι του Ναυ­πλί­ου. Κάποια χιτλε­ρι­κή βόμ­βα το ‘χει χτυ­πή­σει στην μπου­ρού του και σφυ­ρί­ζει δαι­μο­νι­σμέ­να, μέρα — νύχτα, σαν να ‘χει στοι­χειώ­σει (…) Ενα άλλο εμπο­ρι­κό καρά­βι, γεμά­το νιτρο­γλυ­κε­ρί­νη, έχει πάρει φωτιά. Από στιγ­μή σε στιγ­μή είναι έτοι­μο να εκρα­γεί. Βρί­σκε­ται ακρι­βώς κάτω από το βρά­χο της Ακρο­ναυ­πλί­ας. Αν ανα­τι­να­χτεί δε θα μεί­νει τίπο­τε από το κάτερ­γό μας και από μας. Η ζωή εκα­το­ντά­δων ανθρώ­πων βρί­σκε­ται σε άμε­σο κίν­δυ­νο. Η επι­τρο­πή μας πήγε, όταν το ‘μαθε την τελευ­ταία στιγ­μή, στο διοι­κη­τή και ζήτη­σε να μας αφή­σει ελεύ­θε­ρους, για να σωθού­με! Σ’ απά­ντη­ση αυτός δυνα­μώ­νει τη φρου­ρά και καλεί σε ενί­σχυ­ση κι άλλους χωρο­φύ­λα­κες απ’ το Ναύ­πλιο οπλι­σμέ­νους με βαριά πολυ­βό­λα. Μας επι­τρέ­πει να βγού­με στο προ­αύ­λιο, που ήταν πριν μπεις στο κύριο κτί­ριο της Ακρο­ναυ­πλί­ας για να ‘μαστε κάπως αραιω­μέ­νοι. Ομως, το προ­αύ­λιο αυτό μόλις χωρά­ει καμιά 200ριά ανθρώ­πους. Ετσι, οι άλλοι έμει­ναν στο αντια­ε­ρο­πο­ρι­κό κατα­φύ­γιο και στα παρά­θυ­ρα με τους χοντρούς τοίχους.

Ευτυ­χώς που φυσά­ει απ’ τη στε­ριά αερά­κι και το καρά­βι μέσα στις φλό­γες απο­μα­κρύ­νε­ται 600 — 800 μέτρα μακριά απ’ το βρά­χο της Ακρο­ναυ­πλί­ας. Ξαφ­νι­κά ακού­στη­κε μια τρο­μα­χτι­κή έκρη­ξη, θα ‘ταν η ώρα 14.00. Η Ακρο­ναυ­πλία σεί­στη­κε σαν να ‘τανε αχυ­ρο­κα­λύ­βα. Δημιουρ­γή­θη­καν μεγά­λες ρωγ­μές στους τοί­χους, τα παρά­θυ­ρα ξηλώ­θη­καν και ένα μέρος της στέ­γης χάλα­σε… Σ’ ολό­κλη­ρο το Ναύ­πλιο δεν έμει­νε τζά­μι γερό! Μεγά­λα κομ­μά­τια από πυρα­κτω­μέ­νες λαμα­ρί­νες του καρα­βιού έφτα­σαν μέχρι το προ­αύ­λιο του στρα­το­πέ­δου και έπε­σαν μερι­κά μέτρα μακριά μας. Είμα­στε φαί­νε­ται …τυχε­ροί. Σαν κατά­πε­σε η λάβα της φωτιάς και γαλή­νε­ψε η θάλασ­σα, μετρη­θή­κα­με. Δεν λεί­πει κανένας!

Στο ανα­με­τα­ξύ, οι χιτλε­ρι­κοί κατα­κτη­τές έφτα­ναν στην Αθή­να. Οι ελλη­νι­κές στρα­τιω­τι­κές μονά­δες είχαν δια­λυ­θεί και οι φαντά­ροι γυρ­νού­σαν σαν τα κοπά­δια, από χωριό σε χωριό, για να εξα­σφα­λί­σουν λίγο ψωμί και μετα­φο­ρι­κό μέσο, για να πάνε στα μέρη τους. Οι τελευ­ταί­ες μας πλη­ρο­φο­ρί­ες ήταν πως οι Γερ­μα­νοί πλη­σί­α­ζαν στον Ισθμό της Κορίνθου.

Η Ομά­δα μας με επι­τρο­πή της απαι­τεί απ’ τη διοί­κη­ση του στρα­το­πέ­δου να μας αφή­σει αμέ­σως ελεύ­θε­ρους. Συγκε­ντρω­θή­κα­με μπρο­στά στις κιγκλί­δες και φωνά­ζα­με να ανοί­ξουν οι πόρ­τες της φυλα­κής μας. Οταν άκου­σε τις φωνές και είδε τόσο πολύ κόσμο στις κιγκλί­δες ο διοι­κη­τής — ήταν τότε ο μοί­ραρ­χος Γιαν­νί­κος, που τον απο­κα­λού­σα­με “Κυρια­κή” απ’ το όνο­μα του εκφω­νη­τή της ελλη­νι­κής εκπο­μπής του ραδιο­σταθ­μού του Βερο­λί­νου — γίνη­κε κατά­χλο­μος και άρχι­σε να φωνά­ζει από την πόρ­τα του γρα­φεί­ου του: “Εχε­τε το λόγο της στρα­τιω­τι­κής μου τιμής, ότι αν οι Γερ­μα­νοί περά­σουν τον Ισθμό, που είναι η τελευ­ταία γραμ­μή αμύ­νης, δια­θέ­τω εβδο­μή­ντα χωρο­φύ­λα­κες, κάμπο­σα οπλο­πο­λυ­βό­λα και βαριά πολυ­βό­λα, θα πάρω κι εσάς και θα πολε­μή­σου­με μαζί”.

Οπως έδει­ξαν τα πράγ­μα­τα, ο κύριος διοι­κη­τής μάς έλε­γε ψέμα­τα για να μας καθη­συ­χά­σει… Κανέ­να λόγο στρα­τιω­τι­κής τιμής δεν έχουν οι χαφιέ­δες. Ζητού­σε απλώς να κερ­δί­σει χρό­νο. Για να εκπλη­ρώ­σει την απο­στο­λή που πήρε απ’ τον Μανια­δά­κη, να μας παρα­δώ­σει αιχ­μά­λω­τους στους κατα­χτη­τές για να μας εξοντώσουν!

Την άλλη μέρα, επι­τρο­πή μας (…) ζήτη­σε να παρου­σια­στεί στον Εγγλέ­ζο στρα­τη­γό (αυτός ήταν τώρα ανώ­τα­τος διοι­κη­τής Πελο­πον­νή­σου) για να βάλει το ζήτη­μα της από­λυ­σής μας. Ο Εγγλέ­ζος στρα­τη­γός δεν τους δέχτη­κε. Επι­τρο­πή μας έκα­νε διά­βη­μα και στον αντι­συ­νταγ­μα­τάρ­χη Πατέ­ρη (…) Υπο­σχέ­θη­κε να μας αφή­σει (…) Μας παρέ­δω­σε. Οπως είναι γνω­στό, ο Πατέ­ρης έγι­νε αργό­τε­ρα αντι­στρά­τη­γος και αρχη­γός της Χωρο­φυ­λα­κής (…) Οι Γερ­μα­νοί κατέ­λα­βαν την Ακρο­ναυ­πλιά τις τελευ­ταί­ες μέρες του Απρί­λη του 1941. Η διχτα­το­ρία, ο Μανια­δά­κης, η πλου­το­κρα­τι­κή ολι­γαρ­χία που στή­ρι­ζε τη διχτα­το­ρία μάς παρέ­δω­σαν “διά πρω­το­κόλ­λου” στους χιτλε­ρι­κούς φασί­στες σαν αιχ­μα­λώ­τους πολέμου…

Τώρα, το κύριο πρό­βλη­μα δεν είναι η πάλη με τις “δηλώ­σεις μετα­νοί­ας”. Το καθή­κον αυτό ξεπε­ρά­στη­κε, ανή­κε πια στην ιστο­ρία των ηρω­ι­κών αγώ­νων της Ακρο­ναυ­πλιάς. Αρχί­ζει το μαρ­τύ­ριο της πεί­νας… Δεν προ­φτά­σα­με να ξεπε­ρά­σου­με τη μεγά­λη δοκι­μα­σία, το μαρ­τύ­ριο της πεί­νας, προ­βάλ­λει ένας άλλος, πιο μεγά­λος κίν­δυ­νος, οι εκτε­λέ­σεις για αντί­ποι­να. Η Ακρο­ναυ­πλιά φτά­νει στο ζενίθ των θυσιών της».

(Από το βιβλίο «Κι άστρα­ψε φως η Ακρο­ναυ­πλιά », του Βασί­λη Γ. Μπαρ­τζιώ­τα, έκδο­ση «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ»)

H φυλα­κή της Ακρο­ναυ­πλί­ας για τους πολι­τι­κούς κρα­τού­με­νους άνοι­ξε το Φλε­βά­ρη του 1937, έξι μήνες μετά από την επι­βο­λή της δικτα­το­ρί­ας της 4ης Αυγού­στου από τον Μετα­ξά και δια­λύ­θη­κε το Φλε­βά­ρη του 1943. Κρά­τη­σε έξι ολό­κλη­ρα χρόνια.

Η αυλή που χρησιμοποιούνταν και για μελέτη

Η αυλή που χρη­σι­μο­ποιού­νταν και για μελέτη

Εδώ συγκέ­ντρω­σαν τον κύριο όγκο των φυλα­κι­σμέ­νων κομ­μου­νι­στών. Εξα­κό­σιοι είκο­σι πέντε κρα­τού­με­νοι πέρα­σαν από το κάτερ­γο αυτό και στην πλειο­ψη­φία τους ήταν ηγε­τι­κά στε­λέ­χη του Κόμ­μα­τος και του εργα­τι­κού κινήματος.

Ομάδα πολιτικών κρατούμενων που εργάζονταν στα συνεργεία της Ακροναυπλιάς. Πολλοί από αυτούς εκτελέστηκαν στην Κατοχή και τον Εμφύλιο

Ομά­δα πολι­τι­κών κρα­τού­με­νων που εργά­ζο­νταν στα συνερ­γεία της Ακρο­ναυ­πλιάς. Πολ­λοί από αυτούς εκτε­λέ­στη­καν στην Κατο­χή και τον Εμφύλιο

Η Ακρο­ναυ­πλία που κρά­τη­σε δεσμώ­τες τον Δημή­τρη Γλη­νό, τον Σου­κα­τζί­δη, τον Παπα­ρή­γα, ανα­δεί­χτη­κε σε σύμ­βο­λο περη­φά­νιας και αξιο­πρέ­πειας. Κάστρο των ελεύ­θε­ρων πολιορ­κη­μέ­νων που έφεγ­γε περή­φα­να μέσα στο σκο­τά­δι της τεταρ­το­αυ­γου­στια­νής δικτατορίας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο