Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέα Προσομοίων, Ποίηση του Κώστα Ευαγγελάτου (εκδ. Απόπειρα)

Γρά­φει ο Κώστας Καρού­σος //
Πρό­ε­δρος της Εται­ρί­ας Ελλ­λή­νων Λογο­τε­χνών (Ε.Ε.Λ.)

Μέσα στις πολυ­συ­μπλη­γά­δες του πολι­τι­στι­κού γίγνε­σθαι, είναι από τα μονα­δι­κά γεγο­νό­τα της ζωής, το ίδιο πρό­σω­πο να ’ναι της μού­σας ο εκλε­κτός για ποί­η­ση και για εικα­στι­κή εργα­σία, και μου είναι αδύ­να­το να ξεχω­ρί­σω ποιο προ­πο­ρεύ­ε­ται, παρά τις κοι­νές μας στη λογο­τε­χνία ιδιαί­τε­ρα, συντε­ταγ­μέ­νες. Ο Κώστας Ευαγ­γε­λά­τος πλη­ροί όλα τα στοι­χεία μιας ενδια­φέ­ρου­σας προ­σω­πι­κό­τη­τας, η οποία απει­κο­νί­ζε­ται μ’ ένα ξεχω­ρι­στό τρό­πο δυνα­μι­κής έκφρα­σης, έντο­να εικα­στι­κής – ευρη­μα­τι­κής προ­σέγ­γι­σης και υπαρ­ξια­κής ανη­συ­χί­ας. Το βιω­μα­τι­κό του στοι­χείο, για να πλη­σιά­σεις νοη­τι­κά – ποι­η­τι­κά, τις ατρα­πούς και την πολυ­δαι­δα­λώ­δη επο­χή μας, οφεί­λεις να το δεις πρώ­τα, με τον από­λυ­το σεβα­σμό του ανα­γνώ­στη. Ο κιθα­ρω­δός τρό­πος έκφρα­σης κι ο μου­σι­κός από­η­χος μιας θλί­ψης με επι­φω­νή­μα­τα, διεισ­δύ­σεις στο συμπα­ντι­κό φως της ποί­η­σης, με προ­σω­πο­γρα­φί­ες σει­σμι­κών ψυχι­κών επι­θυ­μιών, με νέα εξαρ­θρω­μέ­να ξεκι­νή­μα­τα στη ζωή, με τη δική του ηλιο­τρό­πια ή αγω­νιώ­δη και αισθη­μα­τι­κή – αισθη­τι­κή λυτρω­τι­κή από­λη­ξη, με την επα­να­στα­τη­μέ­νη και ζωγρα­φι­κή χρω­μα­τι­κή παρου­σία, στο σχέ­διο, στην απει­κό­νι­ση, στην και­νο­το­μία και στην εξε­ρευ­νη­τι­κή (ποι­η­τι­κής υφής πάντα) ρευ­στό­τη­τα των πραγ­μά­των, των ανα­ζη­τή­σε­ων και των προσ­δο­κιών στη ζωή, κάνει την ποί­η­ση του ένα μνη­μείο στο χρό­νο, γίνε­ται ένα δια­χρο­νι­κό θυσια­στή­ριο του νου, της γλώσ­σας, του πόθου, της αγά­πης, της αέναης αναζήτησης.

euaggelostos1

ΑΛΕΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΝ, ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ. Κ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ

Γρά­φει στο «Επί­γραμ­μα»:

«Σώμα πηλός του δειλινού
ανά­γλυ­φο ρευ­στό της γλώσσας
Βυθός ανε­ξε­ρεύ­νη­τος του νου
βάρ­κες τα θέλ­γη­τρα του πόθου
ανά­σκε­λα βου­νά και πεδιάδες
σε στρώ­μα το μνη­μείο της Αγάπης»

Τόσο η ποί­η­ση δεκα­ε­τιών, όσο και ο χρω­στή­ρας, κάνουν να δια­φαί­νε­ται ένα συναί­σθη­μα, ανε­ξε­ρεύ­νη­της φοράς και πορεί­ας, που πυρώ­νε­ται και μεγα­λύ­νε­ται από τη βιω­μέ­νη στάθ­μη της ζωής, πρω­τό­τυ­πα, ορα­μα­τι­κά, με γυμνές αλή­θειες, που συγκλο­νί­ζουν για την θανά­σι­μη και ανα­παλ­λο­τρί­ω­τη αθω­ό­τη­τα του δημιουργού.

Έχεις την αίσθη­ση, ότι ψυχές εικο­νι­κών μορ­φών, με λει­τουρ­γι­κή – προ­σευ­χη­τι­κή συνέ­πεια, συν­δη­μιουρ­γούν όλο το παζλ αυτής της ευω­δια­στής – ψυχι­κής και πνευ­μα­τι­κής κατά­θε­σης. Δεν απα­λύ­νε­ται ο πόνος ή το σπά­ραγ­μα του νου – κατά την ανά­γνω­ση, ούτε βεβαί­ως εκτο­ξεύ­ε­ται η διά­θε­ση χωρίς το δια­χρο­νι­κό καθρέ­φτι­σμα, που κρύ­βουν οι στί­χοι, για­τί, ο ποι­η­τής, ζωγρά­φος, ο σκι­τσο­γρά­φος, ο αυτο­θυ­σια­ζό­με­νος δημιουρ­γός, μπρο­στά στο κάλος της υπερ­βα­τι­κής του σύλ­λη­ψης, παρά­γει την πλού­σια απο­σκευή της ενδο­χώ­ρας του, μ’ ένα μελ­λο­ντι­κό ξόρ­κι­σμα γαλή­νης και φωτί­ζου­σας ελευθερίας.

euaggelostos3

Κ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ, ΑΛΕΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΝ.Α

Γρά­φει:   «Το μόνο θάψι­μο που γίνε­ται πρό­θυ­μα και δωρεάν

είναι το εν ζωή».

«Ενώ επί ώρες προ­σπα­θώ να συνα­θροί­σω το κενό 

σκυμ­μέ­νος στα χαρ­τιά μου, 

απο­φα­σί­ζω να υπο­φέ­ρω τον παράδεισο».

Το ποι­η­τι­κό αδιέ­ξο­δο, δεν δια­φέ­ρει από το εικα­στι­κό, και ο φόβος του κενού που σπου­δά­ζει ο εικα­στι­κός (εφ’ όρου ζωής) γίνε­ται φόβος μίμη­σης, φόβος απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νης ύπαρ­ξης, φόβος αγω­νιώ­δους διε­ξό­δου της ιδέ­ας, που κάπο­τε – κάπο­τε δεν γνω­ρί­ζεις ούτε ο ίδιος το από­λυ­το περιε­χό­με­νο της εκφρα­στι­κής της παρου­σί­ας. Και όσο διαρ­κεί η αγω­νιώ­δης ανα­ζή­τη­ση της πιστό­τη­τας της ιδέ­ας και η εξου­σια­στι­κή – συναι­σθη­μα­τι­κή και αισθη­τι­κή φόρ­τι­ση της απει­κό­νι­σης, τόσο ο ποι­η­τής – εικα­στι­κός δημιουρ­γός ταλα­νί­ζε­ται στις λεω­φό­ρους της προ­σω­πι­κής του μορ­φι­κής και ιδε­ό­λη­πτης και εικο­νο-λογο­τε­χνι­κής του εργα­σί­ας. Κι αν αυτή η εμμο­νή της έκφρα­σης, πολ­λα­πλα­σια­στεί από πλή­θιες εμπνευ­στι­κές έκστα­σης ή πυρί­μα­χης έκλαμ­ψης ιδε­ών, που τότε μόνο (αν μπο­ρεί αυτό να επι­βε­βαιω­θεί χρο­νι­κά) δια­σφα­λί­ζει το ιδιό­τυ­πο προ­σω­πι­κό του πέρα­σμα στη ζωή.

euaggelostos4

Κ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ, ΑΛΕΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΝ. Β

Γρά­φει:

«Ηρω­ι­κή γυμνό­τη­τα αιώ­νων // σώμα πηγή αχτί­στου δόξης
χάλ­κι­νη μήτρα έλα­σμα ασπί­δας // ανα­το­μί­ας νυστέ­ρια και αρμονία
μέλη χυτά στην πώρι­νη κοι­λά­δα // ναός που καθρε­φτί­ζε­ται η χτίση
άλγος αφής και έλλαμ­ψη της νιό­της // γήι­νη χάρις της αμέ­θε­κτης ακτίνας»

Το ποί­η­μα δίνει την εντύ­πω­ση ότι μεγα­λό­φω­να (στην απέ­ρα­ντη σιγή ενός τερά­στιου μου­σεί­ου αρχαί­ων μνη­μεί­ων) δια­βά­ζε­ται ή ανα­κρού­ο­ντας τις σιω­πές των αιώ­νων, την μεθυ­στι­κή (απο­λαμ­βά­νεις) διαύ­γεια της ελλη­νι­κής σωμα­τι­κής ανα­το­μί­ας, την άχτι­στη δόξα χιλιά­δων ανθρώ­πων, που σμί­λε­ψαν μάρ­μα­ρο – ψυχή  και σώμα, για να υπάρ­χου­με σήμε­ρα ως πολι­τι­σμός. Η ποί­η­ση απο­δί­δει και μας απο­δί­δε­ται στην ομορ­φιά της γήι­νης σάρ­κας των πραγ­μά­των, στην αφή των αισθή­σε­ων και στις προ­σλαμ­βά­νου­σες αύρες των δημιουρ­γών ανά τους αιώνες. 

Ο ποι­η­τής – εικα­στι­κός Κώστας Ευαγ­γε­λά­τος, ευαγ­γε­λί­ζε­ται την αθω­ό­τη­τα, την αγά­πη, τον σαρ­κα­στι­κό υπαι­νιγ­μό της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, «την  κάθε ώρα (της) τρυ­φε­ρής ανα­πνο­ής».

euaggelostos5

K. EYΑΓΓΕΛΑΤΟΥ, ΑΛΕΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΝ.Γ

Ο αυτο­σχε­δια­σμός του στί­χου, είναι ο διαρ­κής κρύ­σταλ­λος που διυ­λί­ζε­ται το βίω­μα, χωρίς ανα­στο­λές, άσκο­πες περι­πά­θειες, ή μικρό­νο­ες κατα­γρα­φές. Οδοι­πο­ρεί ασθμαί­νο­ντας για την όσο καλύ­τε­ρη απο­τύ­πω­ση της εικό­νας, του στί­χου και του ορά­μα­τος. Δεν απο­λο­γεί­ται με την έννοια της όποιας κοι­νω­νι­κής κρί­σης των άλλων, την οποία και δεν προ­κα­λεί. Απο­λο­γεί­ται ως ποι­η­τής με την καθο­λι­κό­τη­τα του συναι­σθή­μα­τος που παίρ­νει σάρ­κα και οστά ο στί­χος, στην καθη­με­ρι­νή κορί­ντα της προ­σκαι­ρό­τη­τας. Το πρό­σκαι­ρο, το τυχαίο, το αμε­λη­τέο, το παρα­τρε­χά­με­νο γεγο­νός (για τους πολ­λούς) εδώ σαρ­κώ­νε­ται σε εικό­να, σε στί­χο, σε ποί­η­μα ολκής και ζωής που την δεξιό­τη­τα της σύλ­λη­ψης και κατα­γρα­φής την προ­σμε­τρά­με – κάπο­τε – μεταχρονικά.

euaggelostos6

Κ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ, ΑΛΕΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΝ. Δ.

Ο ποι­η­τής είναι παρών. Το συναί­σθη­μα, η αίσθη­ση του κάλ­λους, έχουν ένα μόνι­μο αφυ­πνι­στι­κό στοι­χείο προ­σμέ­τρη­σης, των πάντων.

Γρά­φει:

«Ποιος νιώ­θει το ορα­τό // ποιος βλέ­πει; // ποιος ακούει;
Τα όστρα­κα με πνί­γουν // και θάβο­μαι σαν άγαλμα»

Θα μπο­ρού­σα να πω πως πάμπολ­λοι στί­χοι είναι ο λυρι­σμός της ματαιό­τη­τας, της απέλ­πι­δης ανα­ζή­τη­σης, ψυχι­κών – κυρί­ως – κατα­στά­σε­ων, που μορ­φο­ποιούν την ποί­η­σή του, δίνο­ντάς της, έναν ιδιό­τυ­πο λυρι­κό τόνο και μια γνη­σιό­τη­τα που σε ξαφ­νιά­ζει ευχά­ρι­στα ο εσω­τε­ρι­κός μονό­λο­γος, η πλη­θω­ρι­κή μνή­μη, η φαι­νο­με­νι­κά ατα­χτο­ποί­η­τη φρο­ντί­δα της προ­βο­λής κοι­νω­νι­κών μηνυ­μά­των (που δεν υπάρ­χει ποί­η­μα ξεκομ­μέ­νο από το κοι­νω­νι­κό γίγνε­σθαι ως ερέ­θι­σμα – ως κατα­γρα­φή, και καθα­ρά προ­σω­πι­κό, που να μην αγγί­ζει ή να αντα­να­κλά πτυ­χές του κοι­νω­νι­κού γίγνεσθαι).

Απε­λεύ­θε­ρος από την γυμνό­τη­τα της επο­χής, που η τέχνη παύ­ει να ναι μυρό­χρι­στη και ιδε­ο­στό­λι­στη, τολ­μά την από­λυ­τη ελευ­θε­ρία του νου, στη μυστη­ρια­κή σύλ­λη­ψη της εικό­νας και του στί­χου, και στην παντο­δύ­να­μη ειλι­κρί­νεια και συγκο­μι­δή του καλή­λο­γου ή του εικα­στι­κού – ποι­η­τι­κού λυρισμού.

euaggelostos7

Κ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ, ΑΛΕΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΝ. Δ.

Γρά­φει:

«Κυκλο­φο­ρεί οδύ­νη σήμε­ρα // τρί­ζουν άρο­τρα σαν τύψεις.
Πλή­ρες δοχείο νυκτός // λασπω­μέ­να πέδιλα
στο χαλί ανά­σκε­λα // η αυτοβιογραφία».

Η πυκνή ακο­λου­θία των σκί­τσων, με την πιστή απο­τύ­πω­ση, δια­πί­στω­ση, συντρι­βή, κάθαρ­ση, προ­σμο­νή και υπέρ­βα­ση πάθους, ερω­τι­κής καρ­τε­ρί­ας, μνη­μεία σώμα­τος και ψυχής, ματω­μέ­νης θλί­ψης, κύκνεια σπα­ράγ­μα­τα πόνου και ματαιό­τη­τας, εμβα­πτι­ζό­με­να με οίστρο και εικα­στι­κή – ποι­η­τι­κή έννοια και δημιουρ­γία – εκτι­μώ – στο απο­τε­λούν ένα πολύ εξαι­ρε­τι­κό σύνο­λο, επί­και­ρης ακε­ραιό­τη­τας και υπαρ­ξια­κής αγω­νί­ας, άρδευ­ση αξιών και μπό­λια­σμα ελπί­δων, για ένα ορα­μα­τό­δρο­μο ποί­η­σης και γρα­φής στους νεό­τε­ρους δημιουργούς.

Ο Κώστας Ευαγ­γε­λά­τος αξί­ω­σε από την τέχνη και τον Λόγο, να του δώσει τα πάντα, φτε­ρά πήγα­σου, η θαλασ­σι­νής και ιωδιού­χας έννοιας, και προ­σβά­σι­μης αλή­θειας που κλεί­ουν τα κοι­νά των ανθρώ­πων, και η τέχνη του αφή­νει σε μας ένα ποι­η­τι­κό – εικα­στι­κό ανθο­λό­γιο, από θέλ­γη­τρα συμπα­ντι­κού βυθί­σμα­τος, το δια­χρο­νι­κό σφρί­γος της ευρύ­τη­τας του πάθους, που στο­χά­ζε­ται, φυτρώ­νει, ψιθυ­ρί­ζει, παρέρ­χε­ται, ανα­φλε­γό­με­νο, και ιχνη­λα­τεί… την ύπαρ­ξη και τις ψυχι­κές πρα­μά­τειες των ανθρώ­πων.

«Ο Μεγά­λος Ζωο­λο­γι­κός Κήπος» του Νικο­λάς Γκι­γιέν, από­δο­ση Γιάν­νη Ρίτσου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο