Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκα Παπαρήγα για Κ. Καζάκο: Οι κομμουνιστές δεν αισθανόμαστε μόνο μεγάλη λύπη, μας συντροφεύει και ένα είδος περηφάνιας

Σε κλί­μα μεγά­λης συγκί­νη­σης, αλλά και περη­φά­νιας για την προ­σφο­ρά του, γίνε­ται αυτή την ώρα στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ η τελε­τή απο­χαι­ρε­τι­σμού του αξέ­χα­στου ηθο­ποιού Κώστα Καζάκου.

Εκ μέρους της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής του Κόμ­μα­τος, τον σύντρο­φο απο­χαι­ρέ­τη­σε η Αλέ­κα Παπα­ρή­γα, σημειώνοντας:

«Σύντρο­φε Κώστα, για έναν άνθρω­πο σαν εσέ­να, παρά τη φυσι­κή ηλι­κία σου, δεν μπο­ρεί να ειπω­θεί ότι φεύ­γεις πλή­ρης ημε­ρών. Η ενερ­γή παρου­σία σου στην καλ­λι­τε­χνι­κή και κοι­νω­νι­κή ζωή, μέχρι την τελευ­ταία στιγ­μή, δικαιο­λο­γεί να θεω­ρού­με το χαμό σου σαν κάτι απροσδόκητο.

Με βαθιά θλί­ψη, Κώστα, σε απο­χαι­ρε­τά η ΚΕ, τα μέλη, οι φίλοι του Κόμ­μα­τος, ο λαϊ­κός κόσμος που τον αγά­πη­σες πολύ. Σε απο­χαι­ρε­τά­με ως τον σπου­δαίο κομ­μου­νι­στή καλ­λι­τέ­χνη, τον αγα­πη­μέ­νο, τον πολύ­τι­μο σύντρο­φό μας στα μικρά και τα μεγά­λα, στα εύκο­λα και τα δύσκο­λα, στις χαρές και τις πίκρες της ζωής και του αγώ­να. Απο­χαι­ρε­τά­με, μα δεν θα ξεχά­σου­με εσέ­να τον προι­κι­σμέ­νο ηθο­ποιό, σκη­νο­θέ­τη και μετα­φρα­στή θεα­τρι­κών έργων. Οι κομ­μου­νι­στές και κομ­μου­νί­στριες δεν αισθα­νό­μα­στε μόνο μεγά­λη λύπη, μας συντρο­φεύ­ει και ένα είδος χαράς, ικα­νο­ποί­η­σης, περη­φά­νιας για­τί επτά, παρά κάτι, δεκα­ε­τί­ες είχα­με την τύχη να είσαι ένας από εμάς, ένας μέσα στις εργα­τι­κές — λαϊ­κές μάζες, φωνά­ξα­με τα ίδια συν­θή­μα­τα, παλέ­ψα­με με τις ίδιες ιδέ­ες, νιώ­σα­με με τον ίδιο τρό­πο τα λαϊ­κά βάσα­να και τις ανά­γκες, είχα­με τα ίδια ορά­μα­τα και ιδανικά.

Τα επό­με­να χρό­νια θα ζήσου­με νέες μεγά­λες στιγ­μές, θα έλθουν νέοι μεγά­λοι αγώ­νες, σημα­ντι­κά γεγο­νό­τα, πάντα με ανη­φό­ρες, αλλά και κάποια στιγ­μή και περι­στα­σια­κές κατη­φό­ρες, τελι­κά η ιστο­ρι­κή κίνη­ση θα είναι προ­ω­θη­τι­κή. Τότε θα σκε­φτού­με, κρί­μα που εσύ Κώστα λεί­πεις, όπως πολ­λές φορές το έχου­με πει για τους κομ­μου­νι­στές, τις κομ­μου­νί­στριες που έφυ­γαν από τη ζωή, θα λεί­πουν και κάποιοι άλλοι.

Η μακρο­χρό­νια προ­σφο­ρά της γεν­ναιο­ψυ­χί­ας σου, της χαρι­σμα­τι­κής προ­σω­πι­κό­τη­τάς σου με το διεισ­δυ­τι­κό στο­χα­σμό και τη βαθιά συνεί­δη­ση της κοι­νω­νι­κής απο­στο­λής της Τέχνης δεν έλη­ξε τη μέρα του θανά­του σου. Η προ­σφο­ρά σου θα συνε­χί­σει για πολ­λά — πολ­λά χρό­νια, θα επη­ρε­ά­ζεις, θα πεί­θεις, θα προ­βλη­μα­τί­ζεις, θα προ­κα­λείς δημιουρ­γι­κό διά­λο­γο, με το ίδιο σου το έργο, ανά­με­σα σ’ αυτούς που θα γεν­νη­θούν αύριο και πολύ μετά.

Το ταλέ­ντο του Κώστα ξεχώ­ρι­σε από την πρώ­τη του θεα­τρι­κή εμφά­νι­ση μετά την απο­φοί­τη­σή του από τη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Θεά­τρου Τέχνης του Κάρο­λου Κουν, στο έργο του Μπέρ­τολτ Μπρεχτ ”Ο κύκλος με την κιμω­λία”. Συνε­χί­στη­κε μέσα από τα έργα σπου­δαί­ων συγ­γρα­φέ­ων, καθώς κατόρ­θω­σε να ”δαμά­σει” με καθα­ρό, και γι’ αυτό, ουσια­στι­κά λαϊ­κό τρό­πο, θεα­τρι­κά κεί­με­να ‑κλα­σι­κής και σύγ­χρο­νης δρα­μα­τουρ­γί­ας- που απευ­θύ­νο­νται στα πιο μύχια συναι­σθή­μα­τα και στις πιο υψη­λές σκέ­ψεις της ανθρω­πό­τη­τας. Επέ­λε­ξε έργα προ­σε­κτι­κά, με κρι­τή­ριο να είναι κοι­νω­νι­κά και ιστο­ρι­κά χρή­σι­μα, όπως η παρά­στα­ση-σύμ­βο­λο του αντι­δι­κτα­το­ρι­κού αγώ­να “Το μεγά­λο μας τσίρκο”.

Μακρύς είναι ο κατά­λο­γος των ρόλων που ενσάρ­κω­σε σε έργα σπου­δαί­ων συγ­γρα­φέ­ων, όπως ο Ιάκω­βος Καμπα­νέλ­λης, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Κάρ­λο Γκολ­ντό­νι, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Τενε­σί Ουί­λιαμς, έργα του Σοφο­κλή και του Αρι­στο­φά­νη στο Θέα­τρο Τέχνης και άλλους θιάσους.

Στον κινη­μα­το­γρά­φο πρώ­τη φορά εμφα­νί­στη­κε το 1956, στη σατι­ρι­κή ται­νία του Γρη­γό­ρη Γρη­γο­ρί­ου “Η αρπα­γή της Περ­σε­φό­νης”, σε σενά­ριο του Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη και έπει­τα σε άλλες ται­νί­ες, όπως “Το μπλό­κο” του Άδω­νι Κύρου, “Ιφι­γέ­νεια” του Μιχά­λη Κακο­γιάν­νη, “Ο άνθρω­πος με το γαρύ­φαλ­λο” του Νίκου Τζί­μα, το “Κον­τσέρ­το με τα πολυ­βό­λα”, που ήταν και η ευκαι­ρία να γνω­ρι­στεί με την Τζέ­νη Καρέ­ζη, να φτιά­ξει μια όμορ­φη οικο­γέ­νεια με τον γιο τους Κωνσταντίνο.

Είναι βέβαιο ότι ο Κώστας Καζά­κος επη­ρε­ά­στη­κε από τα βιώ­μα­τα της οικο­γέ­νειάς του, στα χρό­νια της Κατο­χής, από την περί­ο­δο του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας, από τον αγω­νι­στή πατέ­ρα του, που του τον στέ­ρη­σαν για πολ­λά χρό­νια, καθώς ‑λόγω της ΕΑΜι­κής δρά­σης του- διώ­χτη­κε, εκτο­πί­στη­κε σε Ικα­ρία, Άη Στρά­τη, Μακρό­νη­σο, το “Πανε­πι­στή­μιο του Αιγαί­ου”, όπως έλε­γες… Δεκα­τριών ετών μαζί με τη μητέ­ρα του, την 15χρονη αδελ­φή του και τα νήπια αδελ­φά­κια του, κάλυ­ψαν με τα πόδια την από­στα­ση από τον Πύρ­γο της Ηλεί­ας μέχρι την Αθή­να, για να ξεφύ­γουν από το κυνη­γη­τό της Ασφά­λειας. Μικρό παλι­κα­ρά­κι, έπρε­πε να συντη­ρή­σει την οικο­γέ­νειά του και να πηγαί­νει και στο Νυχτε­ρι­νό Σχο­λείο στο Παγκράτι.

Εσύ Κώστα αγα­πού­σες τα βιβλία, το διά­βα­σμα και παρό­τι ήσουν άρι­στος μαθη­τής και είχες υπο­τρο­φία για σπου­δές στη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή, η Ασφά­λεια σου απα­γό­ρευ­σε να δώσεις εισα­γω­γι­κές εξε­τά­σεις, για­τί δεν διέ­θε­τες πιστο­ποι­η­τι­κό κοι­νω­νι­κών φρο­νη­μά­των. Σου στέ­ρη­σαν το όνει­ρο, για να σε εμπο­δί­σουν να γίνεις δάσκα­λος και να “μολύ­νεις”, όπως ισχυ­ρί­ζο­νταν, με τη σκέ­ψη σου τα παι­διά. Μα μπο­ρεί κανείς να βάλει φραγ­μό στον χείμαρρο;

Αλλά­ζο­ντας πορεία, με πεί­να, στε­ρή­σεις και σκλη­ρή δου­λειά τέλειω­σες τη Σχο­λή Κινη­μα­το­γρά­φου Λυκούρ­γου Σταυ­ρά­κου (1953–1956) και έπει­τα τη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Θεά­τρου Τέχνης, του Κάρο­λου Κουν (1954–1957). Σου στέ­ρη­σαν το όνει­ρο, όμως αυτό που κατά­φε­ραν τελι­κά ήταν να χαρί­σουν σε όλους μας ένα μεγά­λο δάσκα­λο στην Τέχνη, το θέα­τρο, τη ζωή.

Όλα αυτά τα τόσο σημα­ντι­κά που ανα­φέρ­θη­καν, δεν οδη­γού­σαν υπο­χρε­ω­τι­κά, ανα­πό­τρε­πτα, στην επι­λο­γή να γίνει ο Κώστας αυτό που έγι­νε, ως το τέλος του, καθώς επέ­λε­ξε το δικό του βασι­κό αγω­νι­στι­κό μετε­ρί­ζι της Τέχνης, του Πολι­τι­σμού. Η πεί­ρα έχει δεί­ξει ότι δεν πήραν όλα τα παι­διά των αγω­νι­στι­κών οικο­γε­νειών τη σκυ­τά­λη για να συνε­χί­σουν, έχου­με και το αντί­θε­το, παι­διά από οικο­γέ­νειες συντη­ρη­τι­κές ως και αντι­δρα­στι­κές παρέ­λα­βαν τη δική τους σκυ­τά­λη από τον συνά­δελ­φό τους, από τον κοι­νω­νι­κό περίγυρο.

Ο εργά­της και η εργά­τρια, ο βιο­πα­λαι­στής αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νος στα μικρο­μά­γα­ζα, στο χωρά­φι, στην ύπαι­θρο, γενι­κά, έχουν κάποιες ευκαι­ρί­ες ‑βέβαια μέσα από πολ­λά πολ­λά εμπό­δια- να κατα­λά­βουν τι σημαί­νει εκμε­τάλ­λευ­ση και κατα­πί­ε­ση, τι σημαί­νει καπι­τα­λι­στι­κή ιδιο­κτη­σία και αστι­κή πολι­τι­κή εξου­σία. Στον χώρο του Πολι­τι­σμού τα πράγ­μα­τα έχουν ιδιαι­τε­ρό­τη­τες, πολυ­πλο­κό­τη­τα. Είναι ένας χώρος, ας το πού­με έτσι, που ενώ στη­ρί­ζε­ται στη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, τελι­κά αυτό που φαί­νε­ται πιο πολύ και ξεχω­ρί­ζει είναι ο πρω­τα­γω­νι­στής, η πρω­τα­γω­νί­στρια και όχι πάντα σε αντι­στοι­χία με το ταλέ­ντο, είναι ο χώρος που προ­βάλ­λει στον ύψι­στο βαθ­μό το ρόλο της προσωπικότητας.

Βεβαί­ως η Τέχνη, ο Πολι­τι­σμός δεν γλί­τω­σε ούτε από διώ­ξεις, ούτε από συλ­λή­ψεις, βασα­νι­στή­ρια, εκτε­λέ­σεις, από τη γνω­στή λογο­κρι­σία και τα πιστο­ποι­η­τι­κά κοι­νω­νι­κών φρο­νη­μά­των στον Μεσο­πό­λε­μο, στα χρό­νια της Κατο­χής, στις 33 μέρες του Δεκέμ­βρη του ‘44, στα χρό­νια του ΔΣΕ, στα χρό­νια με τους νόμους 509 και 375, την απα­γό­ρευ­ση της δρά­σης του ΚΚΕ και μετά στα χρό­νια της στρα­τιω­τι­κής δικτα­το­ρί­ας ’67-’74.

Τότε, στη δικτα­το­ρία κυνη­γή­θη­καν, συνε­λή­φθη­σαν, ο Κ. Καζά­κος και η Τζέ­νη Καρέ­ζη, εξαι­τί­ας της παρά­στα­σης “Το Μεγά­λο μας Τσίρ­κο”, το 1973, αφού κάθε παρά­στα­ση μετα­τρε­πό­ταν σε λαϊ­κή δια­δή­λω­ση. Αυτές τις μέρες, στα κινη­τά μας έφθα­σε ένα έγγρα­φο, με τον τίτλο απόρ­ρη­το και ημε­ρο­μη­νία 20 Ιου­νί­ου 1972, που υπέ­γρα­φε ο χου­ντι­κός αντι­στρά­τη­γος Θεο­φά­νης Μου­ρί­κης, υπαρ­χη­γός, με κοι­νο­ποί­η­ση προς την γνω­στή ΓΔΕΑ του χου­ντι­κού υπουρ­γεί­ου Δημό­σιας Τάξης. Στο έγγρα­φο αυτό κατα­δί­δο­νταν 52 ονό­μα­τα ηθο­ποιών, καλ­λι­τε­χνών, όλοι τους ήταν πλα­τιά γνω­στοί. Σύμ­φω­να με το έγγρα­φο, είχαν υπο­βά­λει υπό­μνη­μα για να χορη­γη­θεί αμνη­στία στους πολι­τι­κούς κρα­τού­με­νους της χού­ντας. Πρώ­τος με αριθ­μό 1 ο Κώστας Καζά­κος, στην 6η θέση η Τζέ­νη Καρέζη.

Εκτός, λοι­πόν, από τα οικο­γε­νεια­κά εφό­δια και τις υπο­κει­με­νι­κές δυνα­τό­τη­τες που ανέ­πτυ­ξε, ο Κώστας Καζά­κος πέρα­σε σε νέα φάση ωρί­μαν­σης όταν η αγω­νι­στι­κό­τη­τά του τον οδή­γη­σε στη συνά­ντη­ση με το ΚΚΕ, με τους αγώ­νες και την ιδε­ο­λο­γία του, την ιστο­ρι­κή επι­και­ρό­τη­τα και ανα­γκαιό­τη­τα περά­σμα­τος από τον καπι­τα­λι­σμό στο σοσια­λι­σμό — κομ­μου­νι­σμό. Έτσι ο Κώστας πιο απο­φα­σι­στι­κά διά­λε­γε συνε­χώς να περ­νά­ει σε νέα καλ­λι­τε­χνι­κά και αγω­νι­στι­κά επί­πε­δα για να βοη­θά τον λαό να αξιο­ποιεί το ηθι­κό του πλε­ο­νέ­κτη­μα, “για να απο­κε­φα­λί­σου­με το ανθρω­πό­μορ­φο τέρας που μας κατα­στρέ­φει τη ζωή”, όπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά έλεγε.

Αγα­πη­μέ­νε σύντρο­φε Κώστα, υπη­ρέ­τη­σες με πίστη και πάθος την προ­ο­δευ­τι­κή δρα­μα­τι­κή τέχνη, με πυρή­να τη βαθιά εκτί­μη­ση για τη δια­παι­δα­γω­γη­τι­κή δύνα­μή της, την άπο­ψή σου ότι το θέα­τρο “παρέ­χει παι­δεία και είναι η πιο λαϊ­κή, επί­και­ρη, άμε­σα κατα­νοη­τή και ζωντα­νή τέχνη”, την πεποί­θη­σή σου ότι “το θέα­τρο σίγου­ρα δεν μπο­ρεί να αλλά­ξει τον κόσμο, μπο­ρεί όμως να αλλά­ζει τους ανθρώ­πους”, έτσι έλε­γες. Γι’ αυτό η επι­λο­γή των έργων σου, ως θια­σάρ­χης και σκη­νο­θέ­της, δεν ήταν καθό­λου τυχαία.

Σε θυμό­μα­στε στο Φεστι­βάλ της ΚΝΕ το 1981, όταν σκη­νο­θέ­τη­σες, στη λογι­κή του θεα­τρι­κού είδους-ντο­κου­μέ­ντο, μία παρά­στα­ση για την απερ­γία των εργα­τών στο εργο­στά­σιο κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ας “ΜΠΑΡΚΟ”. Οι εργά­τες έρχο­νται αντι­μέ­τω­ποι με τα αφε­ντι­κά, αλλά και το πολι­τι­κό προ­σω­πι­κό τους, τους υπουρ­γούς, τους εκπρο­σώ­πους της ΕΟΚ, σε μία παρά­στα­ση κατά τα πρό­τυ­πα των παρα­στά­σε­ων που ανέ­βα­ζαν οι Σοβιε­τι­κοί εργά­τες για να μιλή­σουν για τη ζωή και τους αγώ­νες τους.

Μαζί με έναν δια­λε­χτό θία­σο το 2010, λίγο πριν το ξέσπα­σμα της κρί­σης, προ­σπά­θη­σες να δια­δώ­σεις στη σκη­νή τον σωτή­ριο λόγο του Μπρεχτ, στο έργο “Ο αφέ­ντης Πού­ντι­λα και ο δού­λος του Ματ­τί”. Ο αφέ­ντης Πού­ντι­λα απο­κά­λυ­πτε όλες τις μικρές και μεγά­λες αλή­θειες του ανθρω­πο­φά­γου θεριού της πλουτοκρατίας.

Λίγο αργό­τε­ρα, το 2014, σε μια περί­ο­δο που φασι­στι­κά, ναζι­στι­κά κόμ­μα­τα έκα­ναν και πάλι την εμφά­νι­ση τους στην Ευρώ­πη και την Ελλά­δα, διά­λε­ξες να ανε­βά­σεις την παρά­στα­ση “Ανά­κρι­ση” του Πέτερ Βάις, όχι απλά για να κρα­τή­σεις ζεστή τη μνή­μη των ναζι­στι­κών εγκλη­μά­των, αλλά για να υπο­γραμ­μί­σεις ότι το σύστη­μα που γέν­νη­σε το τέρας του φασι­σμού εξα­κο­λου­θεί να ορί­ζει τις ζωές μας, ότι “η μηχα­νή εξό­ντω­σης των ανθρώ­πων συνε­χί­ζει να λει­τουρ­γεί με άλλους τρό­πους, με άλλα μέσα πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά”, όπως μας έλε­γες, καλώ­ντας τα εκα­τομ­μύ­ρια των ανθρώ­πων να πάψουν “να παρα­κο­λου­θούν βου­βά, παθη­τι­κά τη σημε­ρι­νή αργή κι αδή­λω­τη εξό­ντω­σή τους”.

Μα και στις εξέ­δρες των δια­δη­λώ­σε­ων έφε­ρες την Τέχνη σου. Εχθροί και φίλοι ακό­μα δεν μπο­ρούν να ξεχά­σουν το “Δικα­στή­ριο των λαών” στο Σύνταγ­μα, με εσέ­να πρω­τα­γω­νι­στή και πρό­ε­δρό του, στις μεγά­λες κινη­το­ποι­ή­σεις ενά­ντια στα εγκλή­μα­τα των ΗΠΑ στη Γιου­γκο­σλα­βία το 1999, όταν ο Μπιλ Κλί­ντον επρό­κει­το να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει επί­ση­μη επί­σκε­ψη στην Αθήνα.

Πέρυ­σι γύρι­σες τη μου­σι­κο­θε­α­τρι­κή παρά­στα­ση “Πώς να σωπά­σω;” και φέτος συμ­με­τεί­χες στην προ­ε­τοι­μα­σία της παρά­στα­σης του Δημο­τι­κού Θεά­τρου Πει­ραιά “Ματω­μέ­να Χώμα­τα” της Διδώς Σωτη­ρί­ου, στην οποία τελι­κά δεν κατά­φε­ρες να παίξεις.

Το Θέα­τρο “Τζέ­νη Καρέ­ζη” ήταν χώρος συνα­ντή­σε­ων μεγά­λων καλ­λι­τε­χνών, άνθρω­ποι των Γραμ­μά­των και του Πνεύ­μα­τος αντάλ­λασ­σαν σκέ­ψεις, στις πρε­μιέ­ρες των παρα­στά­σε­ων που κάθε φορά απο­τε­λού­σαν σπου­δαία πολι­τι­στι­κά γεγο­νό­τα και μετά από τις πολύ­ω­ρες πρό­βες και τις θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις. Σε αυτόν τον φιλό­ξε­νο χώρο πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν πολ­λές φορές σημα­ντι­κές συνα­ντή­σεις του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, εκδη­λώ­σεις και άλλες δραστηριότητες.

Επι­τρέ­ψα­τε μου, τώρα, να ανα­φερ­θώ σε κάποιες από τις στιγ­μές συνά­ντη­σης με τον Κώστα, μακριά από τη δημο­σιό­τη­τα και τις κάμε­ρες, τις ζήσα­με σε ένα δωμά­τιο, σε ένα γρα­φείο. Απο­δει­κνύ­ουν ότι ο Κώστας τη σχέ­ση του με το Κόμ­μα δεν την ένιω­θε ως σχέ­ση εξω­τε­ρι­κή, παράλ­λη­λη με τις προ­σω­πι­κές, οικο­γε­νεια­κές, καλ­λι­τε­χνι­κές ανά­γκες που του έβα­ζε διλήμ­μα­τα πώς όλα αυτά να συνε­ται­ρι­στούν, πού και πώς μπο­ρούν να συνα­ντη­θούν. Η κομ­μου­νι­στι­κή του ταυ­τό­τη­τα είχε γίνει τρό­πος και στά­ση ζωής, σχέ­ση βαθύ­τα­τα εσωτερική.

Πρώ­τη στιγ­μή: Λίγο μετά το 13ο Συνέ­δριο, καθώς η καται­γί­δα της αντε­πα­νά­στα­σης, της βαθιάς κρί­σης του Κόμ­μα­τος ήταν στο απο­κο­ρύ­φω­μα, δυνά­μω­νε η αντι­κομ­μου­νι­στι­κή — αντι­σο­σια­λι­στι­κή επί­θε­ση, ο Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης ένα πρωί μου είπε ότι του τηλε­φώ­νη­σε ο Κώστας, ήθε­λε να τον επι­σκε­φτεί μαζί με την Τζέ­νη Καρέ­ζη. Μου πρό­τει­νε να πάω και εγώ στη συνά­ντη­ση, να δού­με τι θέλει ο Κώστας, τι σκέ­πτε­ται. Εκεί­νη τη μέρα τους περι­μέ­να­με με αγω­νία. Μπή­κε ο Κώστας στο σπί­τι, αγκά­λια­σε σφι­κτά τον Χαρί­λαο, με χαι­ρέ­τη­σε και μένα θερ­μά. Μα στη συνέ­χεια, όρθιος όπως ήτα­νε, έβγα­λε ένα παρά­πο­νο μάλ­λον και με λίγο θυμό. Απευ­θύν­θη­κε αμέ­σως πριν απ’ όλα στον Χαρί­λαο, λέγο­ντας ότι “εσείς καλεί­τε τους κομ­μου­νι­στές και τις κομ­μου­νί­στριες να στα­θούν στο πλευ­ρό του Κόμ­μα­τος, καλεί­τε ακό­μα να συμπα­ρα­στα­θούν και εκεί­νοι που δεν υπήρ­ξαν κομ­μου­νι­στές, σέβο­νταν όμως, ανα­γνώ­ρι­ζαν τον ρόλο του στους αγώ­νες. Εμέ­να δεν μου κάνα­τε ούτε ένα τηλέ­φω­νο, δεν με χρειά­ζε­στε;”. Ο Χαρί­λα­ος, θυμά­μαι καλά, του εξή­γη­σε ότι “σε τέτοιες στιγ­μές δεν είναι πάντα πρα­κτι­κό να παίρ­νεις τηλέ­φω­νο και να ρωτάς εσύ με ποια πλευ­ρά είσαι;”. Ο Κώστας πάλι αντά­ρια­σε, “τι να με ρωτή­σε­τε, δεν ξέρα­τε ότι εγώ δεν θα μπο­ρού­σα να είμαι που­θε­νά αλλού εκτός από εδώ; Με το ΚΚΕ”. Δίπλα η Τζέ­νη συμ­φω­νού­σε με το παρά­πο­νο του Κώστα. Ύστε­ρα από λίγο ξεκα­θα­ρί­στη­καν τα πράγ­μα­τα, ησύ­χα­σε ο Κώστας και τότε μαζί με την Τζέ­νη πήραν τον λόγο, σαν χεί­μαρ­ρος, μας ενη­μέ­ρω­σαν ότι εν μέσω καται­γί­δας της λεγό­με­νης περε­στρόι­κα, οδι­κώς, οδη­γώ­ντας δηλα­δή το αυτο­κί­νη­τό τους, έφθα­σαν στη Μόσχα για­τί δεν ήθε­λαν να χάσουν άλλο χρό­νο. Ήθε­λαν να γνω­ρί­σουν άμε­σα τους ανθρώ­πους, τους συντε­λε­στές του Θεά­τρου Βαγκ­ντά­κoφ, που ιδρύ­θη­κε από τον πρω­το­πό­ρο σκη­νο­θέ­τη Ευγέ­νιο Βαγκ­ντά­κοφ, τρία χρό­νια μετά την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, το 1921. Μίλη­σαν με ενθου­σια­σμό για το σοσια­λι­στι­κό θέα­τρο, τον δρό­μο που είχε δια­νύ­σει στην πορεία της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης… Αυτός ήταν ο Κώστας.

Δεύ­τε­ρη στιγ­μή: Λίγα χρό­νια αργό­τε­ρα ο Κώστας ζήτη­σε συνά­ντη­ση, όπως είπε στο τηλέ­φω­νο, ήθε­λε να ακού­σει κάποιες γνώ­μες σε ζητή­μα­τα που τον απα­σχο­λού­σαν προ­σω­πι­κά. Με το τσι­γκέ­λι έβγα­λε ύστε­ρα από ερω­τή­σεις τις τερά­στιες δυσκο­λί­ες που συνα­ντού­σε στο έργο του, στις υψη­λές του φιλο­δο­ξί­ες, προ­βλή­μα­τα οικο­νο­μι­κά, παρά­πλευ­ρες απώ­λειες, χτυ­πή­μα­τα κάτω από τη ζώνη, σε μια περί­ο­δο μάλι­στα που είχαν αυξη­θεί οι ευθύ­νες του στην οικο­γέ­νεια. Δεν ζήτη­σε εννο­εί­ται καμία βοή­θεια. Εκεί­νο που τον βασά­νι­ζε ήταν ότι είχε δεχθεί προ­τά­σεις να παί­ξει σε μεγά­λους ρόλους, του είχαν δοθεί σενά­ρια, αλλά δεν ήταν σίγου­ρος ότι αντα­πο­κρί­νο­νταν πλή­ρως σε αυτό που ο ίδιος έκα­νε ως τότε. Ήθε­λε μια γνώ­μη. Η απά­ντη­σή μας ήταν συγκε­κρι­μέ­νη. Δεν ήταν δυνα­τόν να γίνου­με κρι­τές, να δώσου­με έγκρι­ση στην μια ή την άλλη επι­λο­γή που θα έκα­νε ανά­με­σα σε προ­τά­σεις και σενά­ρια. Ήμα­σταν βέβαιοι ότι εκεί­νος ήξε­ρε καλά, μπο­ρού­σε να απο­φα­σί­σει παίρ­νο­ντας υπό­ψη και τη διά­στα­ση των προ­σω­πι­κών, οικο­γε­νεια­κών ανα­γκών. Αυτός ήταν ο Κώστας.

Τρί­τη στιγ­μή: Ο Κώστας δυο φορές είχε εκλε­γεί βου­λευ­τής με την πρώ­τη θέση που είχε στο ψηφο­δέλ­τιο Επι­κρα­τεί­ας, το 2007 και το 2009. Εννο­εί­ται ότι μας ήταν καθα­ρό ότι οι υπο­χρε­ώ­σεις του στο Κοι­νο­βού­λιο δεν θα έπρε­πε να είναι απα­γο­ρευ­τι­κές, εμπό­διο στο βασι­κό μέτω­πο προ­σφο­ράς του, στην Τέχνη, στο θέα­τρο. Η νέα όμως εκλο­γι­κή ανα­μέ­τρη­ση στις συγκε­κρι­μέ­νες συν­θή­κες έβα­ζε μπρο­στά μας και­νούρ­γιες απαι­τή­σεις, επέ­βα­λε και νέους κατα­με­ρι­σμούς στην Κοι­νο­βου­λευ­τι­κή Ομά­δα. Έτσι πριν κατα­λή­ξει η ΚΕ απο­φα­σί­σα­με να συζη­τή­σου­με τις σκέ­ψεις μας μαζί του, αυτή τη φορά να ήταν υπο­ψή­φιος αλλά σε Περι­φέ­ρεια όπως ήταν η γενέ­τει­ρά του, ο Νομός Ηλεί­ας, που ήταν βέβαιο και λόγω του εκλο­γι­κού νόμου ότι δεν θα έβγα­ζε βου­λευ­τή. Ξεκί­νη­σα τη συζή­τη­ση μαζί του με ένα κόμπο στο λαι­μό, φοβό­μου­να ότι υπήρ­ξε η πιθα­νό­τη­τα να σκε­φτεί ότι η προ­σφο­ρά του στο Κοι­νο­βού­λιο ίσως δεν ήταν ικα­νο­ποι­η­τι­κή, πράγ­μα βεβαί­ως που δεν ίσχυε. Ακό­μα σκε­πτό­μα­σταν ότι ο ίδιος θα ήταν αντι­μέ­τω­πος με ερω­τή­μα­τα ή θα δέχο­νταν την ειρω­νεία ή και το υπο­κρι­τι­κό χάι­δε­μα εκεί­νων που τον είχαν πολε­μή­σει, λέγο­ντας του ότι το Κόμ­μα τον πέτα­ξε έξω από την Κοι­νο­βου­λευ­τι­κή Ομάδα.

Πριν προ­λά­βω να ολο­κλη­ρώ­σω αυτά που είχα προ­ε­τοι­μά­σει να του πω, με διέ­κο­ψε γελώ­ντας. “Βρε συντρό­φισ­σα, τι τα θέλεις όλα αυτά τα λόγια; Πες γρή­γο­ρα, τι να κάνω για να βοη­θή­σω, τι πρα­κτι­κή δου­λειά χρειά­ζε­ται”. Διευ­κρί­νι­σα ότι ήθε­λα να του εξη­γή­σω πώς σκε­φτή­κα­με και για­τί δεν θα μπο­ρού­σε για μια ακό­μα φορά να είναι βου­λευ­τής. Γελώ­ντας με όλη του την καρ­διά, είπε ότι “στον αγώ­να δεν προ­σφέ­ρουν μόνο οι βου­λευ­τές, γι’ αυτόν δεν σημαί­νει τίπο­τε το άλφα ή το βήτα αξί­ω­μα”, με την έννοια ότι δεν εξαρ­τού­σε την προ­σφο­ρά του από τον ένα ή τον άλλο τίτλο. Αυτός ήταν ο Κώστας.

Κώστα, στη δια­δρο­μή σου, με το μυα­λό και την καρ­διά, χωρίς ταλα­ντεύ­σεις και αμφι­ση­μί­ες, είχες πυξί­δα σου την κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία. Αντα­πο­κρί­θη­κες επά­ξια στην ιστο­ρι­κή ανα­γκαιό­τη­τα της επο­χής μας, στην πρώ­τη γραμ­μή, με το ΚΚΕ, πάντα παρών σε όλους τους αγώ­νες του εργα­τι­κού — ταξι­κού και του αντι­πο­λε­μι­κού αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κού κινή­μα­τος. Τα στερ­νά σου τίμη­σαν τα πρώτα.

Όσοι, όσες είχα­με την ευκαι­ρία να γνω­ρί­σου­με περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο την οικο­γέ­νειά σου, την αγα­πη­μέ­νη σου σύντρο­φο Τζέ­νη, με την οποία μοι­ρα­στή­κα­τε όλες τις χαρές και τις δυσκο­λί­ες της ζωής και της Τέχνης σας, τα παι­διά σου, βλέ­πα­με ότι η αύρα σου, ο τρό­πος ζωής σου τους επη­ρέ­α­σε. Σκε­πτό­μα­στε ότι αυτό δεν έγι­νε ούτε με επι­βο­λή, ούτε με έναν κατά­λο­γο τι πρέ­πει και δεν πρέ­πει. Το προ­σω­πι­κό παρά­δειγ­μα, ο διά­λο­γος, η συζή­τη­ση, ήταν ο δικός σου δρό­μος. Τους καμά­ρω­νες, έλα­μπαν τα μάτια σου όταν ανα­φε­ρό­σουν σ’ αυτούς.

Μόλις αναγ­γέλ­θη­κε ο θάνα­τος του Κώστα, οι οθό­νες και ο τύπος, σχό­λια στο δια­δί­κτυο, γέμι­σαν από υλι­κό που αυτός δημιούρ­γη­σε με χαρα­κτη­ρι­στι­κό το “Μεγά­λο Τσίρκο”.

Κώστα, ακό­μα και εκεί­νοι που σε ειρω­νεύ­τη­καν, ακό­μα και μερι­κοί που σε πολέ­μη­σαν, υπο­χρε­ώ­θη­καν, αφού ρωτή­θη­καν, να πουν καλές κου­βέ­ντες. Το πιο σημα­ντι­κό, όμως, ήταν ότι, ανε­ξάρ­τη­τα από­ψε­ων, είπαν το ίδιο πράγ­μα, ότι ο Κώστας Καζά­κος έζη­σε, έδρα­σε, έπαι­ξε, σκη­νο­θέ­τη­σε σε αντι­στοι­χία με την ιδε­ο­λο­γία και τις αξί­ες που υπε­ρα­σπί­ζο­νταν. Η ενό­τη­τα των λόγων και των έργων σου είναι μεγά­λος τίτλος τιμής που επά­ξια κατέκτησες.

Συμ­με­ρι­ζό­μα­στε τη θλί­ψη της οικο­γέ­νειας, της Τζέ­νης, του Αλέ­ξαν­δρου, της Ηλέ­κτρας και της Μάγιας, του Κων­στα­ντί­νου, όλων των συγ­γε­νών και των καρ­δια­κών φίλων. Θα έλθουν στιγ­μές, που η θλί­ψη θα εναλ­λάσ­σε­ται με την ευχά­ρι­στη ανά­μνη­ση της κοι­νής ζωής σας, με την ανά­μνη­ση ακό­μα και γεγο­νό­των που σας έκα­ναν να γελά­σα­τε με την καρ­διά σας. Θα σας παρη­γο­ρεί ότι το έργο που άφη­σες θα καρ­πί­σει σίγου­ρα, ότι μαζί με εσάς χιλιά­δες, εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες θα τον θυμό­μα­στε, θα ανα­πο­λού­με τις στιγ­μές που ζήσα­με μαζί του στο θέα­τρο, στον κινη­μα­το­γρά­φο, στα ντο­κι­μα­ντέρ, με τη βρο­ντώ­δη θερ­μή φωνή του, στον κοι­νό μας αγώνα.

Αντίο αγα­πη­μέ­νε σύντρο­φε, θα συνε­χί­σου­με κου­βα­λώ­ντας στους ώμους μας την ανά­μνη­ση και ό,τι κερ­δί­σα­με και απο­λαύ­σα­με από την προ­σφο­ρά σου».

 

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο