Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Πούλος: Μάνα του Ιράκ (Ποίημα)

Τις μέρες εκεί­νες της αλου­λού­δια­στης άνοιξης
που μαύ­ροι δράκοι
αναρ­ρι­χή­θη­καν στους ουρανούς
διαλύοντας
και το τελευ­ταίο οδό­φραγ­μα του ήλιου
γεμί­ζο­ντας φωτιά και κατάρα
έναν Ευφρά­τη δάκρυα
κι έναν και­νούρ­γιο Τίγρη αίματα,
γυναί­κα ξυπό­λη­τη κι αναμαλλιασμένη
μπου­γά­δα στέ­γνω­νε στων ποτα­μών τις όχθες
με ρού­χα παιδικά.
………
Έπαι­ζαν στην πίσω αυλή με τις ροδοδάφνες
στον ουρα­νό την γλώσ­σα τους βγάζοντας
περι­παί­ζο­ντας την αδυ­να­μία του
τα στο­λί­δια του να προστατέψει
κι άφη­σε τον ήλιο να σβήσει
και το φεγ­γά­ρι αγκομαχώντας
να ψάχνει σύν­νε­φο να κρυφτεί.
………
Ούρ­λια­ζαν οι μαύ­ροι δράκοι
δια­λύ­ο­ντας το χρώ­μα τ’ ουρανού,
χέρια αρμα­τω­μέ­να θάνα­το απλώνονταν
εκτο­πί­ζο­ντας τις αχτί­νες του ήλιου,
συντρί­βο­νταν οι αυλές
που έπαι­ζαν κι ονει­ρεύ­ο­νταν τα παιδιά,
πάγω­νε το γάλα στα στή­θη της μάνας
και το αίμα μύριζε
άγριο τρια­ντά­φυλ­λο της Μεσοποταμίας.
…………
Τα γέλια των παιδιών
που συνω­μο­τού­σαν στην πίσω αυλή
παί­ζο­ντας τους νικη­τές λαούς
ερέ­θι­ζαν τα γυά­λι­να μάτια τους
και με γλώσ­σες κεραυνών
την πίσω αυλή
που κάστρο της Βαβυ­λώ­νας την είχαν κάνει
ο Αζίζ και η Χατιζέ
την κούρ­σε­ψαν από τους θησαυ­ρούς τους.
……….
Δέκα μέρες έχουν περάσει
που φορ­τω­μέ­να τον ηρω­ι­κό ρυθ­μό της φυλής τους
διά­βη­καν την είσο­δο των ηρώων
μ’ ένα ξέγνοια­στο χαμό­γε­λο στα χείλη
και η μάνα η τρελή
στις όχθες του Ευφράτη
τα γιορ­τι­νά τους ρού­χα πλένει
να τ’ αλλάξει
όταν απ’ το παι­χνί­δι τους γυρίσουν.

Αλέ­κος Πούλος

Πίνα­κες: Δέσποι­να Κουτούφαρη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο