Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Η … «Αννούλα του χιονιά»

Στο μικρό φυλά­κιο στα Ελλη­νο­βουλ­γα­ρι­κά σύνο­ρα – εκεί στα μέσα του ’80- ο χρό­νος φαι­νό­ταν να είχε σταματήσει.

Οι τρεις φαντά­ροι με τον επι­κε­φα­λής δεκα­νέα τους, όσο και να προ­σπα­θού­σαν να «σκο­τώ­σουν» τον και­ρό τους αυτός φάντα­ζε αθά­να­τος, ατέλειωτος.

Σαν εκεί­νη τη μόνι­μη πρω­ι­νή έπαρ­ση της σημαί­ας και την απο­γευ­μα­τι­νή της υπο­στο­λή για να τους θυμί­ζει ίσως επί­μο­να, μονό­το­να, σε ποια χώρα βρισκόταν.

Εδώ και μήνες μόνη τους επα­φή, το τζιπ του λοχα­γού τους που τους επι­σκε­πτό­ταν τακτι­κά, καθώς και οι κυνη­γοί που ερχό­ταν για αγριο­γού­ρου­να τις Κυριακές.

Μα και τα ενδια­φέ­ρο­ντα τους αντι­κει­με­νι­κά περιο­ρι­σμέ­να. Στη χιο­νι­σμέ­νη , παγω­μέ­νη, βου­νο­κορ­φή λίγα πράγ­μα­τα θα μπο­ρού­σε άλλω­στε να κάνει κανείς.

Ακό­μη και το διά­βα­σμα γινό­ταν για όσους το είχαν ως χόμπι, βασα­νι­στι­κό, μια και το ηλε­κτρι­κό ρεύ­μα δεν είχε φαί­νε­ται ανα­κα­λυ­φτεί ακό­μη και ο ανά­γκες τους εξυ­πη­ρε­τού­ταν με γκαζόλαμπες.

Ο «νόμος» υπο­χρέ­ω­νε να λεί­πει μόνο ένας με άδεια από το φυλά­κιο με απο­τέ­λε­σμα οι άδειες να δίνο­νται με το στα­γο­νό­με­τρο. Όμως κάθε επι­στρο­φή αδειού­χου ήταν σαν γιορ­τή για τους παρα­μέ­νο­ντες, ένα παρά­θυ­ρο στο τι γίνε­ται στον έξω κόσμο, αλλά και ένα ακό­μη παρα­μύ­θι σε συνέ­χειες από την πλευ­ρά του αδειού­χου, για τα ατέ­λειω­τα βρά­δια τους.

Τηλε­ό­ρα­ση δεν υπήρ­χε και εκεί­νο το ραδιο­φω­νά­κι μόνο ξένους σταθ­μούς έπια­νε εκεί στα ορεινά.

Η επι­στρο­φή του Γ. του Σαλο­νι­κιού- με το τζιπ του λοχα­γού- είχε κάτι το μεγα­λο­πρε­πές αυτή τη φορά. Εκτός από το σάκο του έφερ­νε και ένα μεγά­λο κου­τί. Το άνοι­ξε με αργές κινή­σεις και τότε ξεπρό­βαλ­λε στα έκπλη­κτα μάτια των συνα­δέλ­φων του ένα τερά­στιο υπερ­μο­ντέρ­νο ραδιοκασετόφωνο.

Αφού ύψω­σε την κεραία του και άνοι­ξε τα παρά­θυ­ρα, παρά τη παγω­νιά που έκα­νε, έβα­λε όλο χαμό­γε­λο την κασέ­τα που είχε στη τσέ­πη του.

Η φωνή του Αντώ­νη Καλο­γιάν­νη ξεπή­δη­σε σε όλη της την ένταση:

«Το τοπίο είναι χακί, τρώ­ει την καρ­διά σου
Σε λευ­κό χαρ­τί τη νύχτα ξανα­γρά­φω σ’ αγαπώ
στη σκο­πιά παρα­μι­λάω τ’ όνο­μά σου

Αχ, Αννού­λα του χιονιά
δε θα είμαι πια μαζί σου
στου Δεκέμ­βρη τις εννιά
που έχεις Άννα τη γιορ­τή σου.»

Το έβα­ζε και το ξανα­έ­βα­ζε το τρα­γού­δι αυτό, σπά­ζο­ντας τα νεύ­ρα των υπό­λοι­πων. Όμως φρό­ντι­σε να τους εξη­γή­σει τον λόγο στη συνέ­χεια κατε­βά­ζο­ντας τη μία ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑ μετά τη άλλη.

«Άννα το όνο­μα της και έγι­νε πλέ­ον το κορί­τσι μου κατά τα διάρ­κεια της βδο­μα­διά­τι­κης του άδειας», όπως εξήγησε.

Τι πρώ­τες μέρες που ακο­λού­θη­σαν τα γράμ­μα­τα που λάμ­βα­νε από εκεί­νη, με το ταχυ­δρο­μείο που έφτα­νε μία φορά την εβδο­μά­δα, ήταν άφθο­να και γεμά­τα καρ­δού­λες, όπως επε­δεί­κνυε όλο καμά­ρι. Και τα φιλού­σε σαν φυλα­κτό στον κόρ­φο του εξη­γώ­ντας ότι έτσι την αισθά­νε­ται κοντά της και μυρί­ζει το άρω­μα του κορ­μιού της.

Όμως τα γράμ­μα­τα άρχι­σαν να αραιώ­νουν και η καζού­ρα από τους υπό­λοι­πους ξεκίνησε.

Ώσπου έφτα­σε το άσχη­μο μαντά­το. Το κατά­λα­βαν όλοι αργό­τε­ρα. Όταν η κασέ­τα που είχε λιώ­σει από το πολύ παί­ξι­μο στο κασε­τό­φω­νο, πετά­χτη­κε επι­δει­κτι­κά και όλα βρι­σιές από μέρους του.

Τη θέση της πήρε μία άλλη που είχε ως μεγά­λη επι­τυ­χία το περίφημο:

«Μα όλες είσα­στε ίδιες
στη καρ­διά, τη ψυχή, τις συνήθειες»

Τέλειω­σε και η θητεία τους – τα μπου­κά­λια της ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑΣ όμως έμει­ναν εκεί για να θυμί­ζουν ίσως στους επό­με­νους τις χαμέ­νες αγά­πες- και ο καθέ­νας τρά­βη­ξε για τον τόπο του. Παρά τις υπο­σχέ­σεις τους να ξανα­βρε­θούν φανή­καν όλοι ασυνεπείς.

Τα χρό­νια πέρα­σαν, χάθη­καν τα ίχνη τους. Ήταν πια στα 2010 και ο δεκα­νέ­ας του φυλα­κί­ου βρέ­θη­κε στα ΚΤΕΛ της Θεσσαλονίκης.

Η φωνή που τον κάλε­σε με το όνο­μα του, φάνη­κε σαν γνω­στή. Δεν τον ανα­γνώ­ρι­σε. Άλλω­στε αυτόν που αντί­κρι­σε με μία ευτρα­φή γυναί­κα και έναν φρε­σκο­κου­ρε­μέ­νο νέο, δεν μπο­ρού­σε να τον ταυ­τί­σει με τον συνά­δελ­φο του σε εκεί­νο το φυλάκιο-αετοφωλιά.

«Να σου συστή­σω την γυναί­κα μου του είπε, αφού τον αγκά­λια­σε θερ­μά. Είναι η Άννα, θυμάσαι;»

Την κοί­τα­ξε και της είπε: «Αχ και νάξε­ρες Αννού­λα του …χιο­νιά, τι τρα­βή­ξα­με έξι μήνες εξαι­τί­ας σου…»

Ενώ αυτός συνέ­χι­σε απτό­η­τος: «Και από εδώ σει­ρά, ο γιός μου. Μετά το Κέντρο του ήλθε μετά­θε­ση στα Ελλη­νο­βουλ­γα­ρι­κά σύνο­ρα για τον συνο­δέ­ψα­με στα ΚΤΕΛ για να πάρει το λεω­φο­ρείο του»…

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο