Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: «Μικρές ιστορίες μεγάλα όνειρα»

* Γρά­φει ο Σίμος Ανδρο­νί­δης* //
υπο­ψή­φιος διδά­κτο­ρας στο τμή­μα Πολι­τι­κών Επι­στη­μών του ΑΠΘ

«Η πόρ­τα μου ανοι­χτή χωρίς σύρ­τη για τις κραυ­γές των που­λιών και για τον ερχο­μό σου» (Σέφης Ανα­στα­σά­κος, ‘Εχθρός εντός’).

Η Τρί­τη σει­ρά διη­γη­μά­των του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα έχει τον τίτλο ‘Μικρές ιστο­ρί­ες μεγά­λα όνει­ρα’. Ένας τίτλος που παρα­πέ­μπει στις εγγρα­φές μίας ανθρώ­πι­νης μικροϊ­στο­ρί­ας που προσ­διο­ρί­ζει τα δικά της συμ­βά­ντα στο χώρο και στο χρό­νο, επι­φέ­ρο­ντας, άλλο­τε ως ψίθυ­ρο και άλλο­τε ως κραυ­γή, τις εκφάν­σεις της επι­διω­κό­με­νης πραγ­μά­τω­σης της ιδιαί­τε­ρης ουτο­πί­ας, τις όψεις της «αθω­ό­τη­τας ενός συγκε­κρι­μέ­νου ορά­μα­τος», όπως γρά­φει ο Αιγύ­πτιος ποι­η­τής Φαρούκ Σού­σα.[1]

Διαρ­θρω­μέ­νη σε τρεις επι­μέ­ρους ενό­τη­τες, η σει­ρά διη­γη­μά­των του Βεροιώ­τη δημο­σιο­γρά­φου και συγ­γρα­φέα  συναρ­θρώ­νει την καθη­με­ρι­νό­τη­τα με τις λογο­τε­χνι­κές  ανα­φο­ρές σε αυτήν, εναλ­λάσ­σε­ται-μετα­το­πί­ζε­ται μετα­ξύ μίας διαρ­κούς κατα­γρα­φής της ιστο­ρί­ας και της ιστο­ρι­κής μνή­μης με τις όψεις της φανε­ρής ή κεκα­λυμ­μέ­νης πολι­τι­κής κρι­τι­κής, μετα­ξύ βιώ­μα­τος και επε­νέρ­γειας του στο ‘τώρα’, αξιώ­νο­ντας παράλ­λη­λα το σημαί­νον της απο­κά­λυ­ψης: κάθε ιστο­ρία φέρει το δικό της ιδιαί­τε­ρο βάρος, προ­σι­διά­ζο­ντας προς την συγκρό­τη­ση μίας γωνί­ας θέα­σης ενός γίγνε­σθαι ρηγ­μά­των, προ­θέ­σε­ων & αντιθέσεων..

Στο πρώ­το μέρος τα διη­γή­μα­τα εγγρά­φουν χαρα­κτη­ρι­στι­κά διεκ­δί­κη­σης μίας άλλης ζωής, καθί­στα­νται έκκε­ντρα, φέρο­ντας το ‘βάρος’ της απο­κά­λυ­ψης τους: τον έρω­τα ως σήμαν­ση, ως πρό­θε­ση επα­νε­πι­νό­η­σης και υπέρ­βα­σης μίας κατά­στα­σης ορια­κό­τη­τας (ή του ορί­ου), ένας έρω­τας που, συναρ­θρω­μέ­νος με κοι­νω­νι­κές ανα­φο­ρές, προσ­διο­ρί­ζε­ται άλλο­τε χαμη­λό­φω­να και άλλο­τε έντονα..

Άλλω­στε, ο συγ­γρα­φέ­ας, στην προ­με­τω­πί­δα του πρώ­του μέρους δει­κνύ­ει τις προ­θέ­σεις του, παρα­πέ­μπο­ντας  στον ‘Σάρ­κι­νο λόγο’ του Γιάν­νη Ρίτσου, εκεί όπου η ομορ­φιά συνα­ντά τον πόθο και την γλώσ­σα που ανα­πα­ρι­στά μία στιγ­μή ελέ­ους: «και σου δέο­μαι: κρύψου».

Με μία γλώσ­σα δοτι­κή, δηλω­τι­κή προ­θέ­σε­ων, ο συγ­γρα­φέ­ας συγκρο­τεί ιστο­ρί­ες μίας καθη­με­ρι­νό­τη­τας που δια­σταυ­ρώ­νε­ται με την επι­θυ­μία και τις πολι­τι­κές αλλα­γές-ανα­τρο­πές και σχέ­σεις, καθί­στα­ται ‘συμ­μέ­το­χος’ σε ένα ‘παί­γνιο’ ακρο­ά­σε­ων, εκεί όπου τα πρό­σω­πα, δοσμέ­να στο πριν  και στο τώρα, αξιώ­νουν την λέξη που ειπώ­νε­ται, που εγγρά­φε­ται διαρ­κώς: αίσθη­ση, αίσθη­ση των πραγ­μά­των, ανα­ζή­τη­ση μίας ‘συνω­μο­τι­κής’ εμπι­στο­σύ­νης, της ερω­τι­κής τομής σε ένα γίγνε­σθαι αμφι­ση­μιών, σε ένα γίγνε­σθαι κρί­σης ή προσ­διο­ρι­σμού της κρί­σης ως ‘φίλ­τρο’ μέσα από το οποίο τέμνο­νται και ‘επι­κοι­νω­νούν’ καθη­με­ρι­νό­τη­τες και ενοχές.

Μετα­ξύ τύποις ‘απα­γο­ρευ­μέ­νης’ ηλι­κί­ας και αγχω­τι­κής, εργα­σια­κής  καθη­με­ρι­νό­τη­τας, απου­σιών  και ‘νέων’ συνα­ντή­σε­ων, πρώ­των ερώ­των και ‘τελειω­τι­κών’ επα­φών,  στο πεδίο ή στον καμ­βά των καθη­με­ρι­νών απο­φάν­σε­ων, μετα­ξύ δια­ψεύ­σε­ων και προσ­δο­κιών, φαντα­σιώ­σε­ων και κίνη­σης υπέρ­βα­σης της της συμ­βο­λι­κής και συμ­βα­τι­κής νόρ­μας, ο έρω­τας ενσκή­πτει στην από­στα­ση μετα­ξύ Βόλου και Λάρι­σας, στα σώμα­τα που επι­διώ­κουν να ‘εμβα­πτι­στούν’ στα νάμα­τα της πρω­ταρ­χι­κής αφής και δι-επα­φής, στο βλέμ­μα ή στα βλέμ­μα­τα που ‘οπτι­κο­ποιεί’ συναι­σθή­μα­τα πρώ­της και μη φοράς, στην πραγ­μά­τω­ση και στην ματαί­ω­ση, στην ελπι­δο­φό­ρα προ­ο­πτι­κή της συμ­βί­ω­σης και στη μετα­φο­ρά  προς το Α’ Νεκρο­τα­φείο, (στο διή­γη­μα ‘Τα SMS’),  εκεί όπου ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας κλεί­νει την πρώ­τη ενότητα.

Ο έρω­τας ανα­φέ­ρε­ται  ως βίω­μα και ως μνή­μη, ως προ­βο­λή στο χρό­νο, ως  ‘ανά­γνω­ση’ και ιδιαί­τε­ρη επα­νε­πι­νό­η­ση του πραγματικού..

Ο θάνα­τος υπεν­θυ­μί­ζει, επι-φέρει την ‘ανα­λα­μπή’, εγγρά­φει την μνή­μη ως ‘κατα­φυ­γή’ αυτού που υπήρ­ξε, που έλα­βε χώρα, που επι­τε­λέ­στη­κε και δια­μέ­σου του έρω­τα & της αμφιβολίας..

Μία μετα­φο­ρά ωσάν πρό­θε­ση μίας εκ νέου εννοιο­λό­γη­σης, με τον συγ­γρα­φέα να ενσω­μα­τώ­νει στιγ­μής, ‘δια-μοί­ρα­ζο­ντας’ τον χρό­νο στην κοι­νή και στην ‘κρυ­φή’ ζωή, στα συμ­βά­ντα της έκκλη­σης στο σώμα, στην από­στα­ση και στον έρω­τα, με τον θάνα­το να ‘συμ­βο­λο­ποιεί­ται’ ως η από­στα­ση που δύνα­ται να καλυ­φθεί έως το Α’ Νεκρο­τα­φείο, εκεί όπου ο χώρος αφή­νε­ται στις αντι­νο­μί­ες του, στην απου­σία ως ‘παρου­σία’ της ανά­γκης, στη γλώσ­σα που ανα­πα­ρά­γει προ­τά­σεις άφε­σης. Όπως τονί­ζει ο Γιάν­νης Ρίτσος στα ‘Ερω­τι­κά’ του: «Ύστε­ρα νύχτω­σε δυο ξύλι­νες καρέ­κλες στο φεγ­γά­ρι πάνω στις καρέ­κλες οι δυο τους ξυπό­λη­τοι αντι­κρυ­στά αγγί­ζο­ντας μόλις τα δυο μεγά­λα δάχτυ­λα των ποδιών τους».[2]

Με τον τρό­πο του συγ­γρα­φέα που ενσω­μα­τώ­νει επάλ­λη­λες στιγ­μές, που ‘διεισ­δύ­ει’ στα περι­βάλ­λο­ντα της ‘ιερής’ και της ‘ανί­ε­ρης’ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας δια­μορ­φώ­νει τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις ανά­δυ­σης μικρο-ιστο­ριών που ακούν τους ίδιους φόβους τους, τέμνο­ντας τις εκφάν­σεις της απλής ‘επι­βε­βαί­ω­σης’ και ενέ­χο­ντας ονό­μα­τα που, εντός της απο­ρί­ας, επι­ζη­τούν να βιώ­σουν, να αισθαν­θούν τις απο­λή­ξεις του και­ρού στη μορ­φή ενός γειω­μέ­νου ερω­τι­σμού του ερω­τι­κού σώμα­τος, να συν­διαλ­λα­γούν με μία καθη­με­ρι­νό­τη­τα εντατική.

Ο συγ­γρα­φέ­ας μοιά­ζει να ανα­ρω­τιέ­ται ‘υπό­γεια’ και μη, για το ποιος oμι­λεί, ανα­φέ­ρει, για το τι  δύνα­ται να σημά­νει  το όριο, για το τι σημαί­νει η κίνη­ση της ‘ασύγ­γνω­στης’ επα­να­λη­πτι­κό­τη­τας σε επο­χές ‘φετι­χο­ποί­η­σης’ της εικό­νας, μεγέ­θυν­σης της ‘τάξης’ του συμ­βο­λι­κού, επι­φέ­ρο­ντας τις όψεις της ρήξης με αυτή την εικό­να: ο έρω­τας συνι­στά τον ίδιο τον λόγο της φυγής και της παρέμ­βα­σης όχι ως στα­τι­κή ανα­φο­ρά-πλαι­σί­ω­ση, αλλά ως απεύ­θυν­ση και ως  «το ανθρώ­πι­νο μέσα στον άνθρω­πο», για να παρα­πέμ­ψου­με στα  λόγια του Σάβ­βα Μιχα­ήλ».[3]

Η κάθε ιστο­ρία προσ­διο­ρί­ζει και προσ­διο­ρί­ζε­ται από  τα ίδια της τα ‘τραύ­μα­τα’ και τα χάσμα­τα, με το όνο­μα να δια-κρα­τεί ανα­φο­ρές, κοι­νω­νι­κές, επαγ­γελ­μα­τι­κές, πολι­τι­κές & κρι­σια­κές,  επι­χει­ρώ­ντας παράλ­λη­λα το ‘άλμα’ με τον τρό­πο που το θέτει ο Γάλ­λος φιλό­σο­φος Ζακ Ντερ­ρι­ντά στην ανά­λυ­ση του για το Σαιξ­πη­ρι­κό έργο ‘Ρωμαί­ος και Ιου­λιέτ­τα’: «Να εφευ­ρε­θείς πέραν του ονό­μα­τος, να εφευ­ρε­θείς στο όνο­μα του άλλου».[4]

Στο όνο­μα της παύ­σης και της αγω­νί­ας, στο όνο­μα των κοι­νών και μη, προσ­δο­κιών,  στο όνο­μα ως ανοι­χτό­τη­τα και   άλλη δια­λε­κτι­κή της γνώ­σης.. Οι ερω­τι­κές, οι ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις, ανα­πτύσ­σο­νται, όχι στα «χρό­νια της χολέ­ρα», όπως το έθε­σε ο Κολομ­βια­νός συγ­γρα­φέ­ας Γκα­μπριέλ Γκαρ­σία Μάρ­κες, αλλά στα χρό­νια μίας οικο­νο­μι­κής κρί­σης που διαρκεί.

Δια­μέ­σου του λογο­τε­χνι­κού πλαι­σί­ου της οικειο­ποί­η­σης συμ­βο­λι­σμών, ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας περ­νά στο 2ο μέρος της συλ­λο­γής διη­γη­μά­των του ‘Μικρές ιστο­ρί­ες μεγά­λα όνει­ρα’. Το εκτε­τα­μέ­νο αυτή την φορά διή­γη­μα έχει τον τίτλο ‘Το Βερά­νι’ και απο­τε­λεί, όπως ανα­φέ­ρει ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας, επε­ξερ­γα­σμέ­νη και πιο εκτε­τα­μέ­νη εκδο­χή ενός διη­γή­μα­τος που πρω­το­δη­μο­σιεύ­θη­κε στη σει­ρά διη­γη­μά­των του με τίτλο ‘Δυτι­κά του Αλιάκ­μο­να’, το 2012.

Εγγρά­φο­ντας στοι­χεία μίας ευρύ­τε­ρης λογο­τε­χνι­κό­τη­τας που παρα­πέ­μπουν και στο αμέ­σως  προη­γού­με­νο διή­γη­μα του με τίτλο ‘Το παρελ­θόν διαρ­κεί πολύ’, ο συγ­γρα­φέ­ας φέρει το ιστο­ρι­κό παρελ­θόν στο επώ­δυ­νο παρόν, συνυ­φαί­νο­ντας τα  χαρα­κτη­ρι­στι­κά λογο­τε­χνι­κών απο­δό­σε­ων-δυνα­μι­κών με την ίδια δυνα­τό­τη­τα κατα­γρα­φής της ιστο­ρι­κής μνή­μης πάνω στον άξο­να ενός αστυ­νο­μι­κού ‘δαι­μο­νί­ου’.

Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κός ο τρό­πος με τον οποίο ανα­πτύσ­σει, ελλει­πτι­κά σχε­δόν, τις ιστο­ρί­ες του ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας: αντλώ­ντας υλι­κό από τις ‘απο­σιω­πή­σεις’ της ιστο­ρί­ας, εντός και συνά­μα εκτός της επί­ση­μης ιστο­ρι­κής κατα­γρα­φής ωσάν ερευ­νη­τής ιστο­ρι­κών αρχεί­ων. Πάνω στα πλαί­σια της κατα­στρο­φής από πυρ­κα­γιά ενός δια­τη­ρη­τέ­ου οικι­σμού της πόλης, ο νεα­ρός δημο­σιο­γρά­φος (alter ego του συγ­γρα­φέα;), σπεύ­δει να καλύ­ψει το γεγο­νός για  λογα­ρια­σμό της τοπι­κής εφη­με­ρί­δας στην οποία εργά­ζε­ται, «της αρχαιο­τέ­ρας του νομού»[5], όπως ανα­γρά­φε­ται στην αρχή του διηγήματος.

Η απου­σία του ονό­μα­τος του ιδιο­κτή­τη της οικί­ας  από τα σχε­τι­κά δημο­σιο­γρα­φι­κά άρθρα, παρα­κι­νεί το νεα­ρό δημο­σιο­γρά­φο να ανα­ζη­τή­σει πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κά με τον κάτο­χο. Προσ­διο­ρί­ζο­ντας το ίδιο το συμ­βάν, επέρ­χε­ται η συμ­βο­λι­κή, αστυ­νο­μι­κού τύπου και ιστο­ρι­κής χροιάς, εκκί­νη­ση.. Νοη­μα­το­δο­τώ­ντας μία ιστο­ρία παράλ­λη­λων προ­ε­κτά­σε­ων, εκεί όπου το «παρελ­θόν διαρ­κεί πολύ», για να παρα­πέμ­ψου­με στο προη­γού­με­νο διή­γη­μα του συγ­γρα­φέα, σε ένα ‘παί­γνιο’ ανα­φο­ρών, λαμ­βά­νει χώρα η ‘μυστη­ριώ­δης’ ανα­ζή­τη­ση του κατό­χου της δια­τη­ρη­τέ­ας οικίας.

‘Διεισ­δύ­ο­ντας’ στο φαι­νο­με­νι­κά ‘άρρη­το’, ο δημο­σιο­γρά­φος, ένα πρό­σω­πο της κρι­σια­κής γενιάς του, εντα­τι­κά και επώ­δυ­να, ανα­δει­κνύ­ει τους όρους ανα­σύν­θε­σης της ιστο­ρι­κής μνή­μης, της επί­ση­μης ιστο­ρι­κής μνή­μης,  δια­περ­νώ­ντας τις εκφάν­σεις των απο­σιω­πή­σε­ων της..

‘Ανα­μο­χλεύ­ο­ντας’ διαρ­κώς το παρελ­θόν, ο δημο­σιο­γρά­φος-ιδιαί­τε­ρος ντε­τέ­κτιβ, ανα­σύ­ρει στην επι­φά­νεια το όνο­μα του ιδιο­κτή­τη της οικί­ας, συγκρο­τεί στα­δια­κά την πορεία ενός προ­σώ­που δια­μέ­σου της ιστο­ρί­ας και των μετα­το­πί­σε­ων της, ‘προ­φέ­ρο­ντας’, την ίδια στιγ­μή το όνο­μα υπό το πρί­σμα της γλώσ­σας της μαρ­τυ­ρί­ας: Γιώρ­γος Χρη­στί­δης ο ιδιο­κτή­της της οικί­ας, η μορ­φή των διαρ­κών ‘εμβα­πτί­σε­ων’ στα εθνι­κώς ορθά πρό­τυ­πα, η μορ­φή των εμπρό­θε­των συμβολισμών..

Δια-κρα­τώ­ντας το στοι­χείο της ιδιαί­τε­ρης λογο­τε­χνι­κής αγω­νί­ας, ο συγ­γρα­φέ­ας, δια­μέ­σου της δημο­σιο­γρα­φι­κής γλώσ­σας, της λογο­τε­χνι­κής φοράς και της ιστο­ρι­κής μαρ­τυ­ρί­ας, εμφα­νί­ζει την κίνη­ση του Γιώρ­γου Χρη­στί­δη, κίνη­ση που δια­πλέ­κε­ται και συναρ­θρώ­νε­ται με δοσμέ­νη ιστο­ρι­κή αντί­λη­ψη, με τις όψεις της συγκυ­ρί­ας, με την ‘ορθή’ εθνική΄-ελληνική ιστο­ρία που ‘ρηγ­μα­τώ­νε­ται’ αλλά και ‘ρηγ­μα­τώ­νει’: από τη συμ­με­το­χή του σε δωσι­λο­γι­κά  δίκτυα στην περί­ο­δο της κατο­χής, στις δίκες των δωσί­λο­γων και στην απο­φυ­λά­κι­ση του με βασι­λι­κή βού­λα, πάνω στο όνο­μα και στο επί­δι­κο της εθνι­κής ‘συστρά­τευ­σης’ και της αντι­με­τώ­πι­σης του ‘επά­ρα­του’ κομ­μου­νι­σμού, από την μετεμ­φυ­λια­κή του πορεία, μετά την νίκη του εθνι­κού στρα­τού στον ελλη­νι­κό εμφύ­λιο πόλε­μο την τριε­τία 1946–1949.

Από  τη μετεμ­φυ­λια­κή του πορεία ως ‘επι­φα­νούς’ πολί­τη, στα νάμα­τα της πρω­ταρ­χι­κής ‘εθνι­κο­φρο­σύ­νης’,  στην ‘αγκά­λη’ της ελλη­νι­κής «καχε­κτι­κής δημο­κρα­τί­ας», για να παρα­πέμ­ψου­με στον τίτλο του γνω­στού βιβλί­ου του Ηλία Νικο­λα­κό­που­λου, καθώς και στην κατά­δο­ση «ύπο­πτων» για σχέ­ση με την Αρι­στε­ρά, στη νόμι­μη και στην παρά­νο­μη εκδο­χή της. Από την πολι­τι­κή του ανέ­λι­ξη την περί­ο­δο της επτά­χρο­νης δικτα­το­ρί­ας των συνταγ­μα­ταρ­χών, στη Μετα­πο­λι­τευ­τι­κή του παρου­σία στον ευρύ­τε­ρο χώρο της συντη­ρη­τι­κής παρά­τα­ξης, φέρο­ντας μαζί την τομή, το χάσμα και το ‘τραύ­μα’ του Εμφυ­λί­ου πολέ­μου το οποίο ανα-καλεί­ται ως συμ­βο­λι­σμός, ως ιδιαί­τε­ρη μαρ­τυ­ρία δια της σιω­πής, δια του ψυχι­κού τραύ­μα­τος και του εγκλει­σμού σε ψυχια­τρείο της κόρης του, Ελένης.

Στο πρό­σω­πο του ‘ενσαρ­κώ­νε­ται’ η πολι­τι­κή συγκρό­τη­ση μίας μνη­μειώ­δους εθνι­κής κοι­νό­τη­τας, κατά την διάρ­κεια και μετά τον εμφύ­λιο πόλε­μο, η δια­μόρ­φω­ση των πλαι­σιώ­σε­ων του μετα­πο­λε­μι­κού συνα­σπι­σμού εξου­σί­ας. Ο Γιώρ­γος Χρη­στί­δης προσ­διο­ρί­ζει εκ νέου μία  πρό­σλη­ψη του εθνι­κού φαντα­σια­κού, εκεί όπου το έθνος ως εδα­φι­κό­τη­τα &  γενε­α­λο­γία,  ανα-πλαι­σιώ­νε­ται διαρ­κώς, δια­μορ­φώ­νο­ντας τον χώρο και τον ίδιο τον «εχθρό» εντός των τει­χών..  Οι μετα­πο­λε­μι­κές πολι­τι­κές-οικο­νο­μι­κές ελίτ, ανα­προσ­διο­ρί­ζο­νται, την στιγ­μή όπου εκφέ­ρο­νται όψεις και ενός ιδιαί­τε­ρου αντι-ελι­τί­στι­κου λόγου..

Δια­μέ­σου πολι­τι­κών-οικο­νο­μι­κών αρθρώ­σε­ων και συμ­φε­ρό­ντων, «φτιά­χνει» το όνο­μα του, ο Γιώρ­γος Χρη­στί­δης, ο ‘ευυ­πό­λη­πτος’ κύριος Χρη­στί­δης, εθνι­κά ορθός, κοι­νω­νι­κά-πολι­τι­κά άξιος, χρι­στια­νι­κά φιλάν­θρω­πος, κάτω «από το νεφε­λώ­δες λάβα­ρο του ελλη­νο­χρι­στια­νι­κού πολι­τι­σμού»[6], όπως το θέτει με ενάρ­γεια ο Γάλ­λος πολι­τι­κός επι­στή­μο­νας Jean Meynaud.

Η εννοιο­λό­γη­ση και πολι­τι­κή-ιδε­ο­λο­γι­κή «κατα­σκευή» της ιδα­νι­κής ελλη­νι­κής ταυ­τό­τη­τας-εθνι­κό­τη­τας επι­τε­λεί­ται με όρους ‘ανή­κειν’, με όρους δόμη­σης αυτού που η Δέσποι­να Παπα­δη­μη­τρί­ου απο­κα­λεί, θεω­ρη­τι­κά και επι­στη­μο­νι­κά,  «έθνος των εθνι­κο­φρό­νων». Όπως ανα­φέ­ρει η ίδια: «Η ιδε­ο­λο­γία της εθνι­κο­φρο­σύ­νης αντί­θε­τα προ­σλαμ­βά­νει μετα­πο­λε­μι­κά το ιστο­ρι­κό της περιε­χό­με­νο ως ιδε­ο­λο­γία του απο­κλει­σμού, του εξο­βε­λι­σμού των κομ­μου­νι­στών από το εθνι­κό σώμα». [7]

Πάνω σε αυτό το έδα­φος ανα­πτύσ­σε­ται η δρά­ση και η κίνη­ση του Γιώρ­γου Χρη­στί­δη, με συγκλί­σεις και απο­κλί­σεις,  δια-κρα­τώ­ντας και δια­περ­νώ­ντας την ιστο­ρι­κή πρό­σλη­ψη και την επί­ση­μη ιστο­ρι­κή κατα­γρα­φή, συναρ­θρώ­νο­ντας το ατο­μι­κό εντός του εθνι­κά συλ­λο­γι­κού-κοι­νο­τι­κού, και επα­νεγ­γρά­φο­ντας την θεω­ρία, τον ιδε­ό­τυ­πο και την ανα­πα­ρα­γω­γή του κομ­μου­νι­στι­κά ορια­κά  «τερα­τώ­δους»,[8] για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με και έναν όρο της Rosi Braidotti..

Δια­φο­ρε­τι­κά ειπω­μέ­νο, η ‘φορ­τι­σμέ­νη’ όσο και ιδε­ο­λο­γι­κή  ανα­πα­ρά­στα­ση του «προ­δο­τι­κού» και «απε­χθούς», του «ανθελ­λη­νι­κού» κομ­μου­νι­σμού λαμ­βά­νει χώρα, σημα­σιο­δο­τεί­ται πολι­τι­κά με όρους μίας ορια­κής «τερα­τό­τη­τας» που πλήτ­τει, που δύνα­ται να ‘απει­λή­σει’ την εξι­δα­νι­κευ­μέ­νη εκδο­χή της γενε­α­ο­λο­γι­κής ‘εθνι­κο­φρο­σύ­νης’, έτσι όπως εκφρά­ζε­ται και δια­μέ­σου του κρά­τους,  των μηχα­νι­σμών και των πρα­κτι­κών του. «Όλοι εκεί­νοι που υπό­κει­νται σε έλεγ­χο εξα­το­μι­κεύ­ο­νται»[9], όπως θα έλε­γε ο Michel Foucault.

Ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας, με το προ­σω­πείο του δημο­σιο­γρά­φου-ερευ­νη­τή,   λογο­τε­χνι­κά και αστυ­νο­μι­κά, πολι­τι­κά και συναι­σθη­μα­τι­κά, αξιώ­νει την ίδια την ιστο­ρι­κό­τη­τα και την ιστο­ρι­κή μνή­μη, δύνα­ται να ανα­δεί­ξει τα διά-κενα της, ανα­φέ­ρε­ται στις εγγρα­φές της  στο τοπι­κό επί­πε­δο, στο επί­πε­δο της πόλης, εκκι­νώ­ντας από την εγκάρ­σια τομή: την ‘φορ­τι­σμέ­νη’ δεκα­ε­τία του 1940, προ­βαί­νο­ντας όχι σε μία απλή και στα­τι­κή απα­ρίθ­μη­ση αλλά στους έντο­νους κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κούς μετα­σχη­μα­τι­σμούς και μετα­το­πί­σεις που έλα­βαν χώρα, θέτο­ντας παράλ­λη­λα στο επί­κε­ντρο τα δια­κυ­βεύ­μα­τα και τις δια-πάλες της, δια­πραγ­μα­τευό­με­νος με το περιε­χό­με­νο της ελλη­νι­κής ιστορίας.

Η λογο­τε­χνι­κή του γλώσ­σα, με ανθρω­πο-κεντρι­κό βλέμ­μα,  δοσμέ­νη στην οικειό­τη­τα της αρχι­κής, αστυ­νο­μι­κής της χροιάς, δεν επα­να­παύ­ε­ται στις ‘δάφ­νες’ των ανα­κα­λύ­ψε­ων, σημα­σιο­δο­τεί τις επι­πτώ­σεις της κρί­σης και της πολι­τι­κής-μνη­μο­νια­κής της δια­χεί­ρι­σης στους χώρους εργα­σί­ας, στο κοι­νω­νιο-περι­βάλ­λον της δημο­σιο­γρα­φί­ας,  θέτει διε­ρω­τή­σεις για να ‘ρηγ­μα­τώ­σει τα ‘καθε­στώ­τα’ της αλή­θειας, της μονα­δι­κής ή της μονα­δι­κά εκφε­ρό­με­νης αλή­θειας,  σημαί­νο­ντας την ίδια στιγ­μή, τις ατο­μι­κές του ανα­φο­ρές, τις αρι­στε­ρές πολι­τι­κές-ιδε­ο­λο­γι­κές του στρα­τεύ­σεις, ανα­δει­κνύ­ο­ντας ιστο­ρι­κά χάσμα­τα, με τον τρό­πο της παρά­θε­σης, σε ένα τέλος  επώ­δυ­νης υπεν­θύ­μι­σης, του εμπρό­θε­του έρω­τα, μέσα στην ιστο­ρι­κή ‘θύελ­λα’, δύο νεα­ρών παι­διών, δύο τύποις ‘εχθρών’, του μαχη­τή του ΔΣΕ Κώστα και της κόρης του Γιώρ­γου Χρη­στί­δη, ο οποί­ος, δεν απο­δέ­χε­ται παρά την δική του μαρ­τυ­ρία, τον δικό του περί­γυ­ρο, σκο­τώ­νο­ντας τον μαχη­τή του ΔΣΕ, επι­διώ­κο­ντας να ‘φονεύ­σει’ την αξια­κή του γλώσ­σα, ‘φονεύ­ο­ντας’ παράλ­λη­λα και την κόρη του.

Ο σκε­λε­τός που βρέ­θη­κε στο ερει­πω­μέ­νο και γκρε­μι­σμέ­νο σπί­τι του Γιώρ­γου Χρη­στί­δη, με έναν ιδιαί­τε­ρο τρό­πο, ‘μιλά­ει’ για το παρελ­θόν, αξιώ­νο­ντας την ‘απο­λύ­τρω­ση’ δια­μέ­σου της ανα­φο­ράς σε αυτόν..

Τα ‘φαντά­σμα­τα’ επι­στρέ­φουν για να ανα­φέ­ρουν, να ανα­συν­θέ­σουν αυτό που ειπώ­θη­κε, εκεί όπου το τέλος καθί­στα­ται αρχή, ανά­θε­ση, δήλω­ση προ­θέ­σε­ων, τάση ανά-κλη­σης του σώμα­τος και του αίμα­τος, της εμφυ­λια­κής ελλη­νι­κό­τη­τας εντός των απο­λή­ξε­ων του αίμα­τος. Ο νεα­ρός δημο­σιο­γρά­φος με την σημα­ντι­κή συν­δρο­μή του   παλαί­μα­χου μαχη­τή του ΔΣΕ, βρί­σκουν τον μίτο. Η ιστο­ρία και το αίμα των απο­δό­σε­ων,  φθά­νουν στο ίδιο το σπί­τι.. Και αυτό που μένει, είναι μία τρα­γι­κή Ελέ­νη από το δοκι­μα­σμέ­νο της παρελ­θόν.. Μία φωνή ενώ­πιον του καθρέφτη.

Η κραυ­γή εστιά­ζει: «Μη πατέ­ρα, μην σκο­τώ­νεις τον Κώστα, τον αγα­πάω!».[10] Η ιστο­ρία ξεκι­νά, ο σκε­λε­τός ‘μίλη­σε’.  Δια­φο­ρε­τι­κά, η ποί­η­ση του Τόμας Έλιοτ, από το ‘Burnt Norton’ των ‘Τεσ­σά­ρων Κουαρ­τέ­των’, προσ­διο­ρί­ζει: «Ό,τι μπο­ρού­σε να ήταν και ό,τι έγι­νε Στο­χεύ­ουν σ’ ένα τέλος που είναι πάντο­τε παρόν».[11]  Και η ιστο­ρία συνεχίζεται.

Όπως συνε­χί­ζο­νται και τα υπό­λοι­πα διη­γή­μα­τα της δεύ­τε­ρης ενό­τη­τας. Με μία διά­θε­ση ανα­λυ­τι­κή ή ανα­λυ­τι­κά κρι­τι­κή, σε μία ιστο­ρία με κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές & νομι­κές προ­ε­κτά­σεις, ο συγ­γρα­φέ­ας εστιά­ζει στις εκφάν­σεις της δια­φθο­ράς, μέσω της ιστο­ρί­ας ενός εισαγ­γε­λέα  ο οποί­ος μετα­τί­θε­ται σε μία επαρ­χια­κή πόλη, και καλεί­ται, από την πρώ­τη στιγ­μή να εξε­τά­σει και να εμβα­θύ­νει σε μία υπό­θε­ση η οποία περι­λαμ­βά­νει πολ­λές πτυχές.

Ο ανα­γνώ­στης παρα­κο­λου­θεί τις εσω­τε­ρι­κές μετα­το­πί­σεις-ρήξεις του εισαγ­γε­λέα καθώς καλεί­ται να αξιο­λο­γή­σει πρό­σω­πα και κατα­στά­σεις, λαμ­βά­νο­ντας την βοή­θεια του ιδιαί­τε­ρου «από μηχα­νής θεού»: του μπο­για­τζή του δικα­στι­κού μεγά­ρου που δια-κρα­τεί το ίδιο το εύρος της υπόθεσης..

Παρα­κο­λου­θώ­ντας τις εντά­σεις και τις αμφι­βο­λί­ες του εισαγ­γε­λέα, παρα­κο­λου­θού­με την ιστο­ρία του σημα­ντι­κού μετα­να­στευ­τι­κού ρεύ­μα­τος προς την Ελλά­δα, στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1990, την πορεία των μετα­να­στευ­τι­κών πλη­θυ­σμών (και Αλβα­νι­κής προ­έ­λευ­σης) και τις μετα­βο­λές που έχουν επέλ­θει στη σύν­θε­ση του, χρό­νια μετά το συν­θη­μα­το­λο­γι­κό και ρατσι­στι­κό υπό­δειγ­μα του «δεν θα γίνεις Έλλη­νας ποτέ, Αλβα­νέ, Αλβανέ».

Απο­κα­λύ­πτο­ντας τις εκφάν­σεις μίας δημό­σιας σφαί­ρας διά­στι­κτης από συμ­βά­ντα, ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας, στις πλαι­σιώ­σεις της δημο­σιο­γρα­φί­ας και δη της ερευ­νη­τι­κής δημο­σιο­γρα­φί­ας ανα­φέ­ρε­ται στις σχέ­σεις μετα­ξύ δημό­σιου και ιδιω­τι­κού, προσ­διο­ρί­ζει εννοιο­λο­γι­κά το φαι­νό­με­νο της δια­φθο­ράς, φαι­νό­με­νο που ανα­πα­ρά­γε­ται πάνω στο δια­κύ­βευ­μα των συγκλί­σε­ων και των πρω­ταρ­χι­κών ιεραρ­χή­σε­ων, παρά­γο­ντας τους όρους για την δια­μόρ­φω­ση  αυτού που θα απο­κα­λού­σα­με ως μία παρα­γο­ντι­κή, ‘εργα­λεια­κή καρ­τε­λο­ποί­η­ση’ ομά­δων,  ή δια­φο­ρε­τι­κά, μία συγκρό­τη­ση ομά­δων με στο­χεύ­σεις την ‘διαρ­πα­γή’ και ανα­πα­ρα­γω­γή υλι­κών πόρων, την παρα­μο­νή σε μία δοσμέ­νη κατάσταση..

Με τις απα­ραί­τη­τες δόσεις μυστη­ρί­ου και σεξ έτσι όπως εγγρά­φε­ται στη μορ­φή της ‘μοι­ραί­ας’ γυναί­κας από τα Γρε­βε­νά, με τις όψεις λει­τουρ­γί­ας ενός ιδιαί­τε­ρου ‘βαθέ­ος κρά­τους’,  καθί­στα­ται οικεία η δια­φο­ρι­κή ‘κίνη­ση’ της δια­φθο­ράς ως κινη­τι­κού φαι­νο­μέ­νου,  εντός και εκτός κρα­τι­κών μηχα­νι­σμών, εκεί όπου ο «καθω­σπρέ­πει κόσμος»[12], όπως ανα­φέ­ρει χαρα­κτη­ρι­στι­κά, αποκαλύπτεται.

Η δια­φθο­ρά ως υπό­δειγ­μα δρά­σης συγκρο­τεί σχέ­σεις, με τον εισαγ­γε­λέα να είναι απο­φα­σι­σμέ­νος να προ­χω­ρή­σει σε μία ‘τρα­γι­κή κάθαρ­ση’ της υπό­θε­σης, εκεί όπου τα ‘ερεί­πια’ θα αναδειχθούν..

Με ιντρι­γκα­δό­ρι­κο λογο­τε­χνι­κό  ύφος και ήθος ανα­ζή­τη­σης ή ανα­ζη­τή­σε­ων στοι­χεί­ων ‘μύη­σης’,  ο Βεροιώ­της συγ­γρα­φέ­ας συναρ­θρώ­νει το Βαλ­κα­νι­κό φαντα­σια­κό του εύκο­λου και γρή­γο­ρου πλου­τι­σμού με την ανα­πα­ρά­στα­ση του κοι­νω­νι­κού και πολι­τι­κού «καθω­σπρε­πι­σμού» που περι­λαμ­βά­νει μηχα­νι­σμούς του κρά­τους,  την απα­ραί­τη­τη στη συνο­χή και στην εξέ­λι­ξη της ιστο­ρί­ας, θελ­κτι­κή γυναί­κα, καθώς και τους δυνα­μι­κούς δικη­γό­ρους, ξετυ­λί­γο­ντας τον καμ­βά της ιστο­ρί­ας του πάνω στους διτ­τούς άξο­νες της ανά­πτυ­ξης της δια­φθο­ράς και της εισαγ­γε­λι­κής ‘μάχης’ έως το τέλος, εκτός των ορί­ων του θεω­ρού­με­νου ως κανονικού..

Όπως την δική της μάχη θα δώσει και η αδελ­φή του νεκρού πολι­τι­κού μηχα­νι­κού Γιώρ­γου Πεσί­δη, στο διή­γη­μα με τίτλο ‘Οι μέλισ­σες δεν είναι… κατοι­κί­δια’. Ο «τυχαί­ος» θάνα­τος του από τσί­μπη­μα μελισ­σών θα στα­θεί η αφορ­μή ώστε η αδελ­φή του,  αστυ­νο­μι­κός στο επάγ­γελ­μα, με επαγ­γελ­μα­τι­κή υπο­μο­νή και γυναι­κεία διαί­σθη­ση, με στρα­τη­γι­κές κινή­σεις,   να φθά­σει στους ηθι­κούς και  φυσι­κούς αυτουρ­γούς του θανά­του του.. Ο θάνα­τος του μόνο «τυχαί­ος» δεν υπήρξε..

Κινού­με­νος ακτι­βι­στι­κά ενα­ντί­ον της κατα­σκευ­ής αιο­λι­κού πάρ­κου στο βου­νό της περιο­χής, μετέ­χο­ντας σε συλ­λο­γι­κό­τη­τες και ενσω­μα­τώ­νο­ντας ‘ρεπερ­τό­ρια’ δρά­σης ενα­ντί­ον της κατα­σκευ­ής αιο­λι­κού πάρ­κου και κατα­στρο­φής της βιο-ποι­κι­λό­τη­τας της περιο­χής, ο Γιώρ­γος Πεσί­δης συμπύ­κνω­σε μία ιδιαί­τε­ρα εμπρο­σθο­βα­ρή κίνη­ση,  στην επι­χει­ρη­μα­τι­κή ‘επι­θυ­μία’ αντι­πα­ρέ­βαλ­λε τα δικά του ‘για­τί’, στη­λι­τεύ­ο­ντας τους όρους της σιω­πής ως πρα­κτι­κή πρό­σλη­ψης του κοι­νω­νι­κού, και θέτο­ντας στο επί­κε­ντρο την  χωρι­κή ‘μήτρα’ της περιο­χής, το βουνό-‘τροφό’, το βου­νό-δέκτη το οποίο εγγρά­φει ιστο­ρι­κές και πολι­τι­σμι­κές μνή­μες της περιοχής..

Με όρους συγ-κίνη­σης, και συγκρο­τώ­ντας ένα προ­σω­πείο το οποίο εκθέ­τει ακό­μη και μετά θάνα­τον, ο  συγ­γρα­φέ­ας της σει­ράς,  τέμνει εγκάρ­σια τις συναρ­θρώ­σεις μετα­ξύ πολι­τι­κών και οικο­νο­μι­κών ελίτ, τους όρους και τα όρια πραγ­μα­το­ποί­η­σης των επεν­δύ­σε­ων-ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σε­ων  στη σημε­ρι­νή κρι­σια­κή Ελλά­δα, επεν­δύ­σεις και ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις  που ‘ενδύ­ο­νται’ τον ‘μαν­δύα’ της ‘σωτη­ριο­λο­γι­κής’ τομής, της ευρύ­τε­ρης ‘σωτη­ρί­ας’ από τις ατρα­πούς της οικο­νο­μι­κής κρί­σης, ‘διεισ­δύ­ο­ντας’ στο πρό­ταγ­μα ενός ‘βίαιου’ οικο­νο­μι­σμού που δύνα­ται να εγγρα­φεί στο χώρο, στο φυσι­κό περι­βάλ­λον ως εκ νέου στάθ­μι­ση του..

Φέρο­ντας εγγύ­τε­ρα στον αδελ­φό  της  την όμορ­φη αστυ­νο­μι­κό που κατα­στρώ­νει τα σχέ­δια της, που περι­βάλ­λει με εμπι­στο­σύ­νη τον ίδιο τον θάνα­το, το σώμα του αδελ­φού της,   ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας, δίχως διά­θε­σης λογο­τε­χνι­κής συνω­μο­σιο­λο­γί­ας,  ανα­φέ­ρε­ται με έντα­ση και ιδιαί­τε­ρη ενάρ­γεια σε πολι­τι­κές μίας, με όρους Κωστή Χατζη­μι­χά­λη, ‘υφαρ­πα­γών γης’, νοη­μα­το­δο­τώ­ντας παράλ­λη­λα συμ­βά­ντα, συμ­βο­λι­κές και μη αξιώ­σεις, τα πλαί­σια της ‘ανα­γκαί­ας’ οικο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης-συσ­σώ­ρευ­σης στην κρι­σια­κή Ελλά­δα με επί­δι­κο ακρι­βώς την έξο­δο από την κρί­ση. Κατε­ξο­χήν πρό­σω­πο που απο­φαί­νε­ται, η αστυ­νο­μι­κός Σόνια, ‘διεισ­δύ­ει’ στις συνυ­φάν­σεις πολι­τι­κού και οικο­νο­μι­κού στοιχείου..

Σε μία ανα­πα­ρά­στα­ση της επω­δυ­νό­τη­τας και του επώ­δυ­νου θανά­του του πολι­τι­κού μηχα­νι­κού, σε μία επα­νε­πι­νό­η­ση του ακτι­βι­σμού ως καθη­με­ρι­νή πρα­κτι­κή & ‘γλώσ­σα’ ενα­ντί­ω­σης, δια-κρα­τεί­ται το περί­γραμ­μα ενός βίου: «οι μέλισ­σες δεν είναι … κατοι­κί­δια»,  παρά ίδια αίσθη­ση που εδρά­ζε­ται σε  έναν βίο που ζητεί τον κατά Αθη­νά Αθα­να­σί­ου ‘αξιο­βί­ω­το βίο’..

Τα διη­γή­μα­τα της 3ης ενό­τη­τας, ενέ­χουν τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά μικρών λογο­τε­χνι­κών σκα­ρι­φη­μά­των, ίσης ανα­λο­γί­ας μετα­ξύ λογο­τε­χνι­κού περιε­χο­μέ­νου και λογο­τε­χνι­κής γρα­φής, με τον συγ­γρα­φέα να μετα­το­πί­ζε­ται μετα­ξύ της μνή­μης και της εγγρα­φής της, απο­δί­δο­ντας προ­σω­πι­κά, ατο­μι­κά βιώ­μα­τα και ιστο­ρί­ες με την μορ­φή ενί­ο­τε σπαρ­τα­ρι­στών ανα­φο­ρών, όπως δια­φαί­νε­ται στο χαρα­κτη­ρι­στι­κό περι­στα­τι­κό με τις ‘εξω­τι­κές’  μπα­νά­νες[13] που υπεν­θυ­μί­ζει την γενε­α­λο­γία και τον ‘μύθο’ της  Καπο­δι­στρια­κής πατά­τας και της υπο­δο­χής της στο μετε­πε­να­στα­τι­κό Ναύπλιο..

Μετα­ξύ βιω­μά­των, ανά­κλη­σης της μορ­φής του πατέ­ρα σε δύσκο­λες ιστο­ρι­κές περιό­δους, μετα­ξύ νεα­νι­κών ερώ­των και ‘ατα­ξί­ας’,  μετα­ξύ κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης και πολι­τι­κής στρά­τευ­σης στην Αρι­στε­ρά, μετα­ξύ οικο­νο­μι­κής-πολι­τι­κής κρί­σης και πρώ­της ή πρω­το­δεύ­τε­ρης φοράς Αρι­στε­ρά του ΣΥΡΙΖΑ, ο συγ­γρα­φέ­ας σπεύ­δει να κατα­θέ­σει την λέξη ως μνή­μη ή το ‘άλλο’ πρό­σω­πο της μνή­μης, της μνή­μης και της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που τεί­νουν προς την συγκρό­τη­ση-διά­θε­ση: ‘Μικρές ιστο­ρί­ες μεγά­λα όνει­ρα’.  Ο τρό­πος του, μία εξο­μο­λό­γη­ση ενώ­πιον του χρό­νου που πέρα­σε, μία εκ νέου εξο­μο­λο­γη­τι­κή απεύ­θυν­ση και στον μερο­κα­μα­τιά­ρη πατέρα..

H λογο­τε­χνι­κή γρα­φή του,  με τον τρό­πο που δια­φαί­νε­ται και στις ‘Μικρές ιστο­ρί­ες μεγά­λα όνει­ρα’, προσ­διο­ρί­ζει την αίσθη­ση του επεί­γο­ντος, την γρα­φή, που συναρ­θρώ­νο­ντας την μνή­μη με τις απο­τυ­πώ­σεις της, ανα­ζη­τεί μία αλή­θεια όχι ως από­λυ­το ‘θέσφα­το’ αλλά ως εγγρα­φή στον ιστο­ρι­κό ‘χωρο­χρό­νο’, αμφι­σβη­τώ­ντας παράλ­λη­λα ιστο­ρι­κές ανα­φο­ρές.  Μετα­ξύ των φωνών που εναλ­λάσ­σο­νται, η λογο­τε­χνία των προ­θέ­σε­ων και της εμπλο­κής σε μία ιστο­ρία που ανα­πα­ρί­στα­ται ‘εκτυ­φλω­τι­κά’.

Η θύρα πλέ­ον έχει παρα­βια­στεί: και μένουν, μόνο πρό­σω­πα ‘ενσαρ­κώ­σεις’ του πραγ­μα­τι­κού αλλά και του δυνη­τι­κού, πρό­σω­πα που χωρούν περισ­σό­τε­ρα από αυτά που δεί­χνουν: ‘Μικρές ιστο­ρί­ες μεγά­λα όνειρα’.

Ο συγ­γρα­φέ­ας γίνε­ται δέκτης της λογο­τε­χνι­κής ‘πίστης’ με τον τρό­πο που το θέτει η Pascale Casanova: «Αυτή η πίστη θεμε­λιώ­νει ολό­κλη­ρη τη λει­τουρ­γία του λογο­τε­χνι­κού σύμπα­ντος: το κοι­νό στοι­χείο όλων των παι­κτών είναι η πίστη τους στο ίδιο δια­κύ­βευ­μα, το οποίο δεν κατέ­χουν όλοι, ή του­λά­χι­στον όχι στον ίδιο βαθ­μό, αλλά για την κατο­χή του οποί­ου όλοι θα αγω­νι­στούν».[14]

Ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας είναι συγ­γρα­φέ­ας μίας, Βεμπε­ρια­νού τύπου, «συναί­σθη­σης», απο­δί­δο­ντας ‘μικρές ιστο­ρί­ες μεγά­λα όνει­ρα’ δοτι­κών ανθρώ­πων. Και όπως επι­ση­μαί­νει ο Φραντς Κάφ­κα στο ‘Γράμ­μα στον πατέ­ρα’: «η ζωή είναι κάτι περισ­σό­τε­ρο από ένα παι­χνί­δι υπο­μο­νής».[15] Και αυτό το πλαί­σιο, το γνω­ρί­ζει ο συγγραφέας.

________________________________________

[1] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Σού­σα Φαρούκ, ‘Οπι­σθο­χω­ρώ’, ‘Ανθο­λο­γία Σύγ­χρο­νης Αρα­βι­κής ποί­η­σης’, Έρευ­να, επι­λο­γή, επι­μέ­λεια & μετά­φρα­ση από τα Αρα­βι­κά: Κου­μού­τση Πέρ­σα, Εκδό­σεις ΑΩ, Αθή­να, 2016, σελ. 22.

[2] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Ρίτσος Γιάν­νης, ‘Μικρή σαΐ­τα σε κόκ­κι­νο μεί­ζον’ ‘Τα Ερω­τι­κά’, Εκδό­σεις Κέδρος, Αθή­να, 1981, σελ. 25.

[3] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Μιχα­ήλ Σάβ­βας, (επιμ.), ‘Ελευ­θε­ρία:… Not ut Legem, Sed ex Amore’, στο: Μιχα­ήλ Σάβ­βας, (επιμ.), ‘Homo Liber: Δοκί­μια για την Επο­χή, την Ποί­η­ση και την Ελευ­θε­ρία’, Εκδό­σεις Άγρα, Αθή­να, 2016, σελ. 15.

[4] Ανα­φέ­ρε­ται στο: Μιχα­ήλ Σάβ­βας, ‘Ο Ρωμαί­ος, η Ιου­λιέτ­τα και τα φαντά­σμα­τα των ταυ­το­τή­των’, στο: Μιχα­ήλ Σάβ­βας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκί­μια για την Επο­χή, την Ποί­η­ση και την Ελευ­θε­ρία’, Εκδό­σεις Άγρα, Αθή­να, 2016, σελ. 161.

[5] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Χατζη­κώ­στας Αλέ­κος, ‘Το Βερά­νι’, Σει­ρά Διη­γη­μά­των, ‘Μικρές ιστο­ρί­ες μεγά­λα όνει­ρα’, 2018, σελ. 31.

[6] Bλέ­πε σχε­τι­κά, Meynaud Jean, ‘Οι πολι­τι­κές δυνά­μεις στην Ελλάδα/ Βασι­λι­κή εκτρο­πή και στρα­τιω­τι­κή δικτα­το­ρία’, Β’ Τόμος, Μετά­φρα­ση: Μερ­λό­που­λος Π., Εκδό­σεις Σαβ­βά­λας, Αθή­να, 2002, σελ. 328.

[7] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Παπα­δη­μη­τρί­ου Δέσποι­να, ‘Από τον λαό των νομι­μο­φρό­νων στο έθνος των εθνι­κο­φρό­νων. Η Συντη­ρη­τι­κή σκέ­ψη στην Ελλά­δα 1922–1967. Εκδό­σεις Σαβ­βά­λας, Αθή­να, 2006, σελ. 178.

[8] Aνα­φέ­ρε­ται στο: Αθα­να­σί­ου Αθη­νά, ‘Μετα­ξύ τερά­των και συμ­βά­ντων: Τεχνο­λο­γί­ες του έμφυ­λου σώμα­τος, ανα­πλαι­σιώ­σεις του ανθρώ­πι­νου’, στο: Αθα­να­σί­ου Αθη­νά, (επιμ.), ‘Ζωή στο όριο. Δοκί­μια για το σώμα, το φύλο και τη βιο­πο­λι­τι­κή’, Εκδό­σεις Εκκρε­μές, Αθή­να, 2007, σελ. 167.

[9] Aνα­φέ­ρε­ται στο: Hall Stuart, ‘Το ζήτη­μα της πολι­τι­στι­κής ταυ­τό­τη­τας’, στο: Hall Stuart, Held David & Mc Grew Anthony, ‘Η νεω­τε­ρι­κό­τη­τα σήμερα/Οικονομία, κοι­νω­νία, πολι­τι­κή, πολι­τι­σμός΄, Μετά­φρα­ση: Τσα­κί­ρης Θανά­σης & Τσα­κί­ρης Βίκτω­ρας, Εκδό­σεις Σαβ­βά­λας, Αθή­να, 2003, σελ. 424.

[10] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Χατζη­κώ­στας Αλέ­κος, ‘Το Βεράνι…ό.π., σελ. 64.

[11] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Έλιοτ Τόμας, ‘Burnt Norton’, ‘Τέσ­σε­ρα Κουαρ­τέ­τα’,  ‘Άπα­ντα τα Ποι­ή­μα­τα’, Ελλη­νι­κή μετα­γλώτ­τι­ση-εισα­γω­γή: Νικο­λαϊ­δης Αρι­στο­τέ­λης, Εκδό­σεις Κέδρος, Αθή­να, 1983, σελ. 215.

[12] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Χατζη­κώ­στας Αλέ­κος, ‘Ο μπο­για­τζής ήξε­ρε πολλά…ό.π., σελ. 75.

[13] Η μπα­νά­να ως ο συμ­βο­λι­σμός του ‘εξω­τι­κού άλλου’.

[14] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Casanova Pascale, ‘Η παγκό­σμια πολι­τεία των γραμ­μά­των’, Μετά­φρα­ση: Γιαν­νο­πού­λου Έφη, Εκδό­σεις Πατά­κη, Αθή­να, 2011, σελ. 38.

[15] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Κάφ­κα Φραντς, ‘Γράμ­μα στον πατέ­ρα’, Μετά­φρα­ση: Καλα­μά­ρας Φαί­δων, Εκδό­σεις Νεφέ­λη, 1987, σελ. 89.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο