Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Ο… «Σπάρτακος» (Διήγημα)

«Η νέα χρο­νιά μυρί­ζει θανα­τι­κό» είχε πει στη σύζυ­γό του μετά το θάνα­το της μητέ­ρας του. Άλλω­στε μέσα σε δύο βδο­μά­δες και άλλα γνω­στά του πρό­σω­πα «εγκα­τέ­λει­ψαν τον μάταιο τού­το κόσμο», απο­δει­κνύ­ο­ντας έμπρα­κτα τον στί­χο τρα­γου­διού (και ας τον κορόι­δευε ότι ήταν «σκυ­λά­δι­κο») ότι «αυτός που μένει αθάνατος/ είναι μονά­χο ο θάνατος».

Η αγα­πη­μέ­νη του συνή­θεια , από τα χαρά­μα­τα να ενη­με­ρώ­νε­ται μέσα από τις διά­φο­ρες ιστο­σε­λί­δες, δεν του βγή­κε σε καλό. Η είδη­ση μαζί με την κλα­σι­κή φωτο­γρα­φία της ται­νί­ας που πρω­τα­γω­νι­στού­σε ήταν λιτή και σαφής;

«Πέθα­νε την Τετάρ­τη 5 Φλε­βά­ρη ο θρυ­λι­κός Σπάρ­τα­κος του σινε­μά Κερκ Ντά­γκλας σε ηλι­κία 103 ετών. Είχε πρω­τα­γω­νι­στή­σει στην ται­νία «Σπάρ­τα­κος» σε σκη­νο­θε­σία Στάν­λεϊ Κιού­μπρικ και σενά­ριο Ντάλ­τον Τρά­μπο, ο οποί­ος βρι­σκό­ταν στην περί­φη­μη «μαύ­ρη λίστα» των δέκα καλ­λι­τε­χνών του Χόλι­γουντ κατά τη διάρ­κεια του Μακαρ­θι­σμού με τις κατη­γο­ρί­ες ότι συμπα­θού­σαν ή ήταν συν­δε­δε­μέ­νοι με το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα ΗΠΑ.»

Ένα δάκρυ κύλη­σε από τα μάτια του. Άλλω­στε την περί­ο­δο αυτή, είχε γίνει εξαι­ρε­τι­κά ευσυ­γκί­νη­τος σε κάθε τι που του θύμι­ζε το παρελ­θόν και ιδιαί­τε­ρα την παι­δι­κή του ηλικία…

Πίε­σε τον εαυ­τό του να θυμη­θεί πότε πρω­το­εί­δε την ται­νία. Πάντως δεν ήταν όταν προ­βλή­θη­κε για πρώ­τη φορά στην μικρή επαρ­χια­κή του πόλη τη δεκα­ε­τία του ‘60. Οι γονείς του αυτή την φορά-παρά το γεγο­νός ότι συνή­θι­ζαν να τον παίρ­νουν με τη μεγά­λη του αδελ­φή τις Κυρια­κές στον Κινη­μα­το­γρά­φο και μετά για πάστα στο κεντρι­κό ζαχα­ρο­πλα­στείο της πόλης- δεν τους πήραν για­τί θεώ­ρη­σαν ότι η ται­νία ήταν ακα­τάλ­λη­λη για την ηλι­κία τους. Αργό­τε­ρα την δεκα­ε­τία του ‘70 , ήταν τυχε­ρός και την πρω­το­εί­δε φοι­τη­τής στην πρω­τεύ­ου­σα σε αφιέ­ρω­μα για τον σκη­νο­θέ­τη Στάν­λεϊ Κιού­μπρικ και από τότε αξιώ­θη­κε να την δει πολ­λές φορές παρά την τρί­ω­ρη διάρ­κεια της.

Όμως δεν ήταν η ται­νία αυτή που τον σημά­δε­ψε αλλά το ομώ­νυ­μο βιβλίο που η επιρ­ροή του ήταν μεγά­λη στα παι­δι­κά παι­χνί­δια όταν στους «πολέ­μους» με την άλλη γει­το­νιά διά­λε­γε πάντα τον ρόλο του Σπάρτακου…

Ήταν λίγους μήνες πριν την επι­βο­λή της στρα­τιω­τι­κής δικτα­το­ρί­ας, όταν για μία ακό­μη φορά ο πλα­νό­διος πωλη­τής βιβλί­ων (παλιός εξό­ρι­στός, όπως έμα­θαν τα κατο­πι­νά χρό­νια) έφτα­σε το βρά­δυ της Παρα­σκευ­ής με αρκε­τές προ­φυ­λά­ξεις για να δειγ­μα­τί­σει και να που­λή­σει τα νέα του βιβλία. Τα χαρ­τό­δε­τα της κλασ­σι­κής λογο­τε­χνί­ας από τις εκδό­σεις ΔΑΡΕΜΑ και τα πολι­τι­κά-ιστο­ρι­κά (και συνή­θως δερ­μα­τό­δε­τα) από τις εκδό­σεις ΜΟΡΦΩΣΗ. Ο πατέ­ρας παρά τις λίγες γραμ­μα­τι­κές γνώ­σεις διέ­θε­τε ένα μονα­δι­κό ένστι­κτο στην επι­λο­γή τους. Ίσως να «έφται­γε» και η ΑΥΓΗ που διά­βα­ζε τότε με χίλιες- δυο προ­φυ­λά­ξεις, που τα πρότεινε.

Πάντως το αγό­ρα­σε και όλο καμά­ρι και προ­σφέ­ρο­ντας το ως δώρο στο γιό του, είπε: «Διά­βα­σε το. Είναι η ζωή ενός μεγά­λου επα­να­στά­τη που τα έβα­λε με τη ρωμαϊ­κή αυτο­κρα­το­ρία. Θα σε βοη­θή­σει να δεις τον κόσμο με άλλα μάτια»

Το επό­με­νο διά­στη­μα έγι­νε το αγα­πη­μέ­νο του βιβλίο. Και οι ΦΩΤΟ που είχε από την ται­νία έκα­ναν τη φαντα­σία του να καλ­πά­ζει θέλο­ντας και αυτός να μοιά­σει τον Σπάρ­τα­κο. Ακό­μη θυμά­ται με χαμό­γε­λο ότι ήταν από τα βιβλία που έθα­ψαν στο χωρά­φι μέσα σ’ένα τσου­βά­λι όταν ξέσπα­σε στις 21 του Απρί­λη η Χού­ντα των Συνταγματαρχών…

Στα φοι­τη­τι­κά του χρό­νια ήταν από τα βιβλία που πήρε μαζί του για συντρο­φιά, ενώ είχε μάθει και για τη ζωή του μεγά­λου συγ­γρα­φέα που το δημιούρ­γη­σε του Χάουαρντ Φαστ και ας κάποιοι τον έκα­ναν κρι­τι­κή για τις επι­λο­γές του, για­τί δίπλα στα βιβλία του ΜΑΡΞ και του ΛΕΝΙΝ έβλε­παν στη μικρή φοι­τη­τι­κή του βιβλιο­θή­κη και αυτό το «παλιο­μο­δί­τι­κο» όπως του έλε­γαν οι φίλοι του.

Μετά τον πρω­ι­νό καφέ με τη σύζυ­γο, λες και το είχε τάμα στη νιό­τη του, κατευ­θύν­θη­κε στο πατρι­κό του σπί­τι. Η νεα­νι­κή του βιβλιο­θή­κη ήταν εκεί με βιβλία που πολ­λές φορές είχε δια­βά­σει και που όμως ο έγγα­μος βίος τον είχε απο­μα­κρύ­νει απ’ αυτά. Άλλω­στε τώρα που ο βιο­λο­γι­κός «ομφά­λιος λώρος» είχε κοπεί ορι­στι­κά κάθε επί­σκε­ψη τον πλήγωνε.

Το είδε. Ήταν στα­θε­ρά δίπλα στο πολύ­το­μο «ΣΤ’ ΑΡΜΑΤΑ ΣΤ’ΑΡΜΑΤΑ». Το πήρε τρυ­φε­ρά στα χέρια του. Το άνοι­ξε. Βρή­κε μέσα ακό­μη και τα χαρ­τά­κια για να μην χάνει τις σελί­δες (για τσα­λά­κω­μα ή σημειώ­σεις ούτε λόγος!).

Θυμή­θη­κε τις αντι­πα­ρα­θέ­σεις που είχε στα φοι­τη­τι­κά του χρό­νια για την μαρ­ξι­στι­κή αντί­λη­ψη του Φάστ για τη δου­λεία. Ξανα­διά­βα­σε τις αγα­πη­μέ­νες του σελί­δες όπου ο Κράσ­σος επι­δει­κνύ­ει σε φίλους το αρω­μα­το­ποιείο του οποί­ου ήταν ιδιο­κτή­της. όπου αυτοί που εργά­ζο­νταν δεν ήτα­νε δού­λοι αλλά εργά­τες, οι περισ­σό­τε­ροι Σύριοι, Αιγύ­πτιοι, Έλλη­νες και Ιου­δαί­οι και τους λέει: «Και τώρα θα με ρωτή­σε­τε, δου­λεύ­ουν; Ναι, μόνο όμως μέχρι που να μαζέ­ψουν αρκε­τές οικο­νο­μί­ες για να αγο­ρά­σουν την ιδιό­τη­τα του ρωμαί­ου πολί­τη». (σελ. 376). Καθώς και στη συνέ­χεια που μπρο­στά στους κατά­πλη­κτους φιλο­ξε­νού­με­νους ο Κράσ­σος εξη­γεί: «Ένας δού­λος σας κατα­ξο­δεύ­ει να τον τρέ­φε­τε, κι ύστε­ρα πεθαί­νει. Ετού­τοι εδώ όμως – κι έδει­ξε τους εργά­τες – καθέ­νας τους γίνε­ται χρυ­σά­φι. Ούτε σκο­τί­ζο­μαι για να τους τρέ­φω και να τους σταυ­λί­ζω». (σελ. 379).

Το έκλει­σε μετά από ώρα. Σκέ­φτη­κε για μια ακό­μη φορά τη ζωή του. Το πήρε μαζί του. Το μεση­μέ­ρι το έκα­νε δώρο στο γιο του που είχε σχο­λά­σει από το σχολείο.

«Πάρ­το παι­δί μου. Διά­βα­σε το προ­σε­κτι­κά και άσε λίγο το κινη­τό. Και σήμε­ρα η επο­χή μας έχει ανά­γκη από Σπάρτακους».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο