Δεν αναζητούσε πρόσκαιρες δόσεις ευτυχίας
που θα έλιωναν με το πρώτο άγγιγμα
σαν εκείνες τις νιφάδες
που πέφτουν αθόρυβα, αδιάκοπα
σαν τα παγωμένα περιστέρια
όταν χάσουν το ταίρι τους
Δεν ήθελε να βάφει στα λευκά
την άχρωμη χαρά της μοναξιάς του
Περίμενε να δει άσπρες μέρες
χωρίς όμως χιόνι και γεμάτες σιωπή.
Φοβόταν άλλωστε τους χιονάνθρωπους
εξαιτίας του προσωρινού της ύπαρξης τους
Στα χιονισμένα τοπία της μνήμης
έψαχνε το βαθύ γαλάζιο του ουρανού
ενός ατέλειωτου ίσως χειμωνιάτικου μέλλοντος
και ας είχε γράψει ο ποιητής πως
«το χιόνι είναι άσπρο και μαλακό
σαν τελειωμένος έρωτας»
Αλέκος Χατζηκώστας