Του άρεσαν πάντα τα χρώματα των δειλινών. Όσο μεγάλωνε τόσο πιο πολύ τα έδινε σημασία. Όπως και εκείνες τις πίκρες που συσσώρευε πιστεύοντας – αφελώς- ότι κοινές αξίες (στα λόγια) μπορούσαν να σημαίνουν και κοινές ‚ανθρώπινες, στάσεις.
Είχε κουραστεί από τις υποκριτικές ευσπλαχνίες απ’ όσους, μιλούσαν για τα προβλήματα των άλλων, έχοντας φροντίσει με κάθε τρόπο να λύσουν πρώτα τα δικά τους.
Το καλοκαίρι προχωρούσε με υποσχέσεις για νέα ξεκινήματα σαν εκείνα τα βραδινά φορέματα που έχουν ετοιμάσει την Άνοιξη οι γυναίκες περιμένοντας προσκλήσεις για αξέχαστα καλοκαιρινά βράδια.
Προσθέσεις και αφαιρέσεις ήταν ζωή του, με τις δεύτερες να κυριαρχούν.
Μάζεψε σε ένα μπόγο όνειρα, ελπίδες, απελπισίες, απογοητεύσεις, μπήκε στη βάρκα και ξανοίχτηκε στην ήρεμη θάλασσα αφήνοντας μικρούς κυματισμούς. Και το δειλινό ήταν κατακόκκινο.
Αρκετοί έγραψαν μέρες μετά που δεν τον ξανάδαν, ότι αυτός, έφυγε για να μην ξανάρθει.
Μα η θάλασσα δεν είναι λίμνη. Και οι μικροί κυματισμοί, απλά προαναγγέλλουν τα μεγάλα κύματα. Οι βαρκάδες στο φεγγαρόφωτο είναι πάντα ένα ταξίδι στη ζωή που δεν ζήσαμε, μία σιωπηλή υποδοχή στην ημέρα που έρχεται.
Και τα τζιτζίκια δεν είπαν ακόμη το τελευταίο τους τραγούδι.