Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Το … «μωρό της»

Για μία ακό­μη φορά δεν άκου­σε τον πατέ­ρα του. Πολ­λές φορές, όσο μεγά­λω­νε και δήλω­νε «εργέ­νης», τον συμ­βού­λευε: «Τους γερο­ντι­κούς έρω­τες να φοβάσαι».

Αλλά πού αυτός; Καλο­στε­κού­με­νος στα πενή­ντα του, έκα­νε τη ζωή του. Με λυμέ­να τα οικο­νο­μι­κά του προ­βλή­μα­τα, με από­φα­ση ζωής να παρα­μέ­νει αδέ­σμευ­τος, αρκού­νταν σε δεσμούς μικρής διάρ­κειας, «έτσι για να μην παίρ­νουν θάρ­ρος οι γυναί­κες και του ζητούν και στε­φά­νι» απα­ντού­σε στους παντρε­μέ­νους φίλους του, που συνέ­χεια τον «κολ­λού­σαν» για να «νοι­κο­κυ­ρευ­τεί».

Η γνω­ρι­μία τους, τυχαία, σε εκδή­λω­ση, μέσω κοι­νών γνω­στών. Τι ήθε­λε και κοί­τα­ξε εκεί­να τα γαλά­ζια, μεγά­λα σαν τον ωκε­α­νό, μάτια της; Αυτός ο εργέ­νης από πεποί­θη­ση ένοιω­σε να τα χάνει και να θέλει να βυθι­στεί μέσα τους και ας ήταν αιώ­νιος ναυα­γός σ’αυτά.

Η επι­θυ­μία του να τη βλέ­πει καθη­με­ρι­νά πια, ερχό­ταν σε σύγκρου­ση με τα δικά της θέλω. Σαρα­ντα­πε­ντά­ρα, δια­ζευγ­μέ­νη με μία κόρη, που συχνά λόγω της πολύ­ω­ρης εργα­σί­ας της, τη φρό­ντι­ζε η μητέ­ρα της.

Στα τηλέ­φω­να του απα­ντού­σε αμέ­σως, κάτι που τόνω­νε τον ανδρι­κό του εγω­ι­σμό, όμως στις αλλε­πάλ­λη­λες προ­τά­σεις του για «καφέ» απα­ντού­σε με φει­δώ οχυ­ρω­μέ­νη στο «τι θα πει ο κόσμος» αν και βρι­σκό­με­νη στην επαρ­χια­κή πόλη μόλις τα τελευ­ταία δύο χρόνια…

Το πρώ­το τους ραντε­βού, για φαγη­τό, κύλη­σε υπέ­ρο­χα. Η συζή­τη­ση απέ­δει­ξε ότι είχαν πολ­λά κοι­νά ενδια­φέ­ρο­ντα. Και εκεί­νο «τον δεν θέλω ξανά να πλη­γω­θώ» που του είπε τον σκλά­βω­σε. Όμως οι συνε­χείς ανα­φο­ρές για το «μωρό της» τον είχαν προ­βλη­μα­τί­σει. «Μου αρέ­σει να ξυπνώ πρωί να το βλέ­πω και να του μιλώ», «να το πλέ­νω», «να κοι­τώ φωτο­γρα­φί­ες του». Ενώ η μαχαι­ριά ήταν όταν του έλε­γε και σε επό­με­να ραντε­βού τους πως «είναι θείο δώρο του άνδρα μου, ένας ακα­τά­λυ­τος δεσμός μαζί του». Σ’αυτή την ηλι­κία άλλω­στε το σαρά­κι της ζήλειας παίρ­νει δια­στά­σεις …μαμούθ.

Οι συνα­ντή­σεις τους έγι­ναν πυκνό­τε­ρες όπως και τα τηλε­φω­νή­μα­τα και οι αφιε­ρώ­σεις τρα­γου­διών στο fb. Αλλά αυτές οι διαρ­κείς ανα­φο­ρές για «το μωρό της» σαν μαχαι­ριές τον τραυ­μά­τι­ζαν αργά, βασανιστικά…

Κατα­λά­βαι­νε ότι αυτή η γυναί­κα ήρθε στη ζωή του για να τον αλλά­ξει. Κυρί­ως για να του αλλά­ξει τον τρό­πο που έβλε­πε μέχρι τώρα μια σει­ρά ζητή­μα­τα. Όπως για παρά­δειγ­μα τη χαρά του να δίνεις, χωρίς να ζητάς τίπο­τε για σένα. Την ανά­γκη «το καλη­νύ­χτα» να το συνο­δεύ­εις πάντα με το «καλό ξημέρωμα».

Δίστα­ζε να κάνει το επό­με­νο βήμα. Ένοιω­θε βαθιά μέσα του ότι ίσως να ήταν και αυτό που θα έβα­ζε τέλος στην εργέ­νι­κη ζωή του. Και αυτή όμως, κυρία με τα όλα της. Κάποια αγγίγ­μα­τα δήθεν αθώα, κάποια πετα­χτά φιλά και αυτά κοντά στην περιο­χή των χει­λιών του (λες και έπαι­ζε με τον …πόνο του) και τίπο­τε παρα­πά­νω. Και αυτός, τι να κάνει; Της φερό­ταν σαν πολύ­τι­μη πορ­σε­λά­νη που φοβό­ταν μήπως πέσει και την χάσει. Και δεν θα άντε­χε κάτι τέτοιο…

Το πρω­ι­νό της τηλε­φώ­νη­μα τον ξάφ­νια­σε. Δεν το είχε ξανα­κά­νει, ποτέ τόσο νωρίς. Η φωνή της τρο­μαγ­μέ­νη, σπα­σμέ­νη από το κλάμα:

«Χτύ­πη­σε το μωρό μου. Δεν το αντέ­χω» του είπε και έκλει­σε το τηλέφωνο.

Δεν το πολυ­σκέ­φτη­κε. Πετά­χτη­κε από το κρε­βά­τι, ντύ­θη­κε και οδή­γη­σε το αυτο­κί­νη­το του στο νοσο­κο­μείο της πόλης. Την έψα­ξε πρώ­τα στα επεί­γο­ντα, χωρίς απο­τέ­λε­σμα. Στη συνέ­χεια, ανέ­βη­κε δύο- δύο τα σκα­λιά μέχρι να φτά­σει στο παι­δια­τρι­κό τμή­μα. Ούτε και εκεί την βρή­κε . Μαύ­ρες σκέ­ψεις άρχι­σαν να τον κυριεύ­ουν. Μήπως τα πράγ­μα­τα είναι πιο σοβα­ρά απ’ ότι πίστευε και τελι­κά οδή­γη­σαν το «μωρό της» σε μεγα­λύ­τε­ρο εξει­δι­κευ­μέ­νο νοσο­κο­μείο της συμπρωτεύουσας;

Αισθάν­θη­κε να δια­λύ­ε­ται. Οπλι­σμέ­νος με ότι θάρ­ρος του απέ­μει­νε της τηλε­φώ­νη­σε. Η φωνή της πιο ήρε­μη αυτή τη φορά:

«Ευτυ­χώς η βλά­βη όπως μου είπαν στο συνερ­γείο, δεν είναι τόσο μεγά­λη. Και εγώ απρό­σε­κτη, δεν είδα το μπρο­στι­νό μου αυτο­κί­νη­το. Θα ξανα­γί­νει καλά το αυτο­κί­νη­τό , το μωρό μου».
Δεν της απά­ντη­σε. Έκλει­σε το τηλέ­φω­νο. Είχε πάρει την από­φα­σή του. Την αγα­πού­σε και θα έκα­νε το επό­με­νο βήμα.

_________________________________________________________________________________________________

Αλέκος Α. Χατζηκώστας  Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 7 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο