Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλεξάνδρα Κολλοντάι — Κομμουνισμός και Οικογένεια

Η μπρο­σού­ρα της Αλε­ξάν­δρα Κολ­λο­ντάι (1872–1952) «Κομ­μου­νι­σμός και Οικο­γέ­νεια» πρω­το­δη­μο­σιεύ­θη­κε το 1920. Το κεί­με­νο που ακο­λου­θεί, μαζί με την Εισα­γω­γή, είναι από την ομώ­νυ­μη μπρο­σού­ρα των εκδό­σε­ων «Λάβα» του 1974, που έχει εξαντληθεί.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις αρχές του 20ού αιώ­να η Αλε­ξάν­δρα Κολο­ντάι μελε­τού­σε Μαρ­ξι­σμό με μια ομά­δα νέων συγ­γρα­φέ­ων που συμπε­ρι­λά­βαι­νε και τον Λένιν. Καθώς ανα­πτύσ­σο­νταν οι ιδέ­ες της πάνω στο σοσια­λι­σμό επη­ρε­ά­στη­κε από τον Κάου­τσκι και την Ρόζα Λου­ξε­μπουργκ και έγι­νε μπολ­σε­βί­κα. Το ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον της ήταν η κοι­νω­νι­κή και οικο­νο­μι­κή θέση των γυναικών.

Το φού­ντω­μα του αστι­κού φεμι­νι­στι­κού κινή­μα­τος τής ενέ­πνευ­σε την ιδέα να επε­ξερ­γα­στεί μια επα­να­στα­τι­κή ανά­λυ­ση της ανά­γκης για τη χει­ρα­φέ­τη­ση των γυναι­κών. Η ανά­λυ­ση αυτή παρου­σιά­στη­κε στο έργο της «Η βάση του γυναι­κεί­ου προ­βλή­μα­τος» στα 1906. Ενώ βρι­σκό­ταν στην εξο­ρία έκα­νε λεπτο­με­ρείς μελέ­τες πάνω στην κατά­στα­ση των γυναι­κών στη ρωσι­κή κοι­νω­νία και εργά­στη­κε κι αυτή, όπως και η Κλά­ρα Τσέτ­κιν, για να γίνει η χει­ρα­φέ­τη­ση της γυναί­κας ουσια­στι­κό μέρος του προ­γράμ­μα­τος του Μπολ­σε­βί­κι­κου Κόμματος.

Οι ιδέ­ες της Κολο­ντάι για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της γυναί­κας ξεχώ­ρι­ζαν ακρι­βώς επει­δή θεω­ρού­σε τον Κομ­μου­νι­σμό και το Φεμι­νι­σμό συν­δε­δε­μέ­να μετα­ξύ τους. Σε δυο άρθρα που είναι πολύ­τι­μα για την ιστο­ρι­κή πλη­ρο­φό­ρη­ση και ανά­λυ­ση της εργα­σί­ας της Κολο­ντάι, η Σίλα Ροου­μπό­θαμ περι­γρά­φει τις συν­θή­κες της πολι­τι­κής κατά­στα­σης μέσ’ από τις όποιες έφτα­σε η Κολο­ντάι να συν­δυά­σει αυτά τα δύο κινήματα.

«Η χει­ρα­φέ­τη­ση της γυναί­κας ήταν ένας από τους στό­χους της ριζο­σπα­στι­κής ιντε­λι­γκέν­τσιας. Ο φεμι­νι­σμός εμφα­νί­στη­κε με φυσι­κό τρό­πο μέσα από την επα­να­στα­τι­κή θεω­ρία που ανα­πτύ­χθη­κε στις δια­δο­χι­κές φάσεις του ρωσι­κού πολι­τι­κού κινή­μα­τος στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώ­να. Οργα­νω­τι­κά οι γυναί­κες κατέ­κτη­σαν σ’ ένα μεγά­λο βαθ­μό σεβα­σμό και ανε­ξαρ­τη­σία παί­ζο­ντας έναν ηρω­ι­κό και εξαι­ρε­τι­κά εξέ­χο­ντα ρόλο στον αγώ­να ενά­ντια στον Τσά­ρο. Δεν ανα­πτύ­χθη­κε ξεχω­ρι­στά φιλε­λεύ­θε­ρο φεμι­νι­στι­κό κίνη­μα, με την έννοια των σου­φρα­ζε­τών, παρά μόνο πολύ αργό­τε­ρα, όταν οι φεμι­νι­στι­κές επι­δρά­σεις είχαν ενερ­γή­σει σημα­ντι­κά μέσα στο γενι­κό κίνη­μα για κοι­νω­νι­κή επανάσταση».

Το «Κομ­μου­νι­σμός και Οικο­γέ­νεια» δημο­σιεύ­τη­κε το 1920 και έκα­νε την εμφά­νι­σή του στην Βρε­τα­νία τον Ιανουά­ριο της ίδιας χρο­νιάς. Με άδεια του Σοβιε­τι­κού Γρα­φεί­ου της Ν. Υόρ­κης δημο­σιεύ­τη­κε σέ τρία δια­δο­χι­κά τεύ­χη του περιο­δι­κού «The Worker» που ήταν η εφη­με­ρί­δα της Επι­τρο­πής των Σκω­τσέ­ζων Εργα­τών που έβγαι­νε στην Γλα­σκό­βη. Παρου­σιά­στη­κε με τον τίτλο «Η Οικο­γέ­νεια και το Κομ­μου­νι­στι­κό Κράτος».

Δυο μήνες αργό­τε­ρα η Σοσια­λι­στι­κή Ομο­σπον­δία Εργα­τών (W.S.F.) το εξέ­δω­σε με τη μορ­φή μπρο­σού­ρας και με τίτλο «Κομ­μου­νι­σμός και Οικο­γέ­νεια». Η W.S.F. προ­έ­κυ­ψε από την Ομο­σπον­δία Γυναι­κών για το δικαί­ω­μα Ψήφου της Σύλ­βιας Πάνκ­χορστ, μια ομά­δα της εργα­τι­κής τάξης που είχε τη βάση της στο East End, την εργα­τι­κή συνοι­κία του Λον­δί­νου, και που έβγα­ζε από το 1918 μέχρι το 1923 την εφη­με­ρί­δα «The Womens Dreadnought» (που το 1917 έγι­νε «The Worker Dreadnought») με συντά­κτη τη Σύλ­βια Πάνκ­χορστ. Ένα σύντο­μο σχό­λιο για τη νέα μπρο­σού­ρα δημο­σιεύ­τη­κε σ’ αυτή την εφη­με­ρί­δα στις 20 Μαρ­τί­ου 1920:

«Ακού­με πολ­λά για την προ­λε­τα­ρια­κή δικτα­το­ρία του Σοβιε­τι­κού Συστή­μα­τος για τις επι­τυ­χί­ες του Κόκ­κι­νου Στρα­τού και για τον αγώ­να να εξα­λει­φθεί ο καπι­τα­λι­σμός στη Ρωσία, αλλά πολύ λίγα για την οικο­γε­νεια­κή ζωή στην Κομ­μου­νι­στι­κή Δημο­κρα­τία. Οι γυναί­κες ιδιαί­τε­ρα φλέ­γο­νται να μάθουν πώς επι­δρά ο Κομ­μου­νι­σμός στο σπί­τι και στην οικογένεια.

Γι’ αυτό τον λόγο η θαυ­μά­σια μπρο­σού­ρα της Αλε­ξάν­δρας Κολο­ντάι, Υπουρ­γού Κοι­νω­νι­κής Πρό­νοιας της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης θα δια­βα­στεί με ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον. Η Κολο­ντάι δεί­χνει πώς η οικο­γέ­νεια, από την επο­χή που πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε και στη συνέ­χεια μέσα στον καπι­τα­λι­σμό, εξε­λίσ­σο­νταν στα­θε­ρά προς τον Κομμουνισμό.

Κάπο­τε η νοι­κο­κυ­ρά και η οικο­γέ­νεια παρή­γε μέσα στο σπί­τι όλα όσα χρεια­ζό­ταν η οικο­γέ­νεια. Μετά ήλθε το εργο­στά­σιο και επι­σκί­α­σε την οικια­κή παρα­γω­γή. Και λίγο – λίγο ή νοι­κο­κυ­ρά η ίδια ανα­γκά­στη­κε από τις οικο­νο­μι­κές πιέ­σεις ν’ αφή­σει το σπί­τι και να δου­λέ­ψει στο εργο­στά­σιο. Έτσι έφτα­σαν οι άνθρω­ποι να συνη­θί­ζουν όλο και περισ­σό­τε­ρο στην έλλει­ψη σπι­τι­κής ζωής, της σπι­τι­κής δου­λειάς και άνε­σης. Η μητέ­ρα και νοι­κο­κυ­ρά πάλευε κάτω από ένα αβά­στα­χτο φορ­τίο και τα παι­διά τα μεγά­λω­νε ο δρό­μος. Από τη χαο­τι­κή μιζέ­ρια και δυσφο­ρία που δημιούρ­γη­σε ο καπι­τα­λι­σμός, η ανθρω­πό­τη­τα ανα­πτύσ­σει το συλ­λο­γι­κό νοι­κο­κυ­ριό και την ευθύ­νη της κοι­νό­τη­τας για τη μόρ­φω­ση και ανα­τρο­φή των παι­διών. Στην Σοβιε­τι­κή Ένω­ση η κομ­μου­νι­στι­κή τάση έχει προ­ω­θη­θεί σε μεγά­λο βαθμό».

Η μπρο­σού­ρα συνά­ντη­σε σημα­ντι­κό ενδια­φέ­ρον και δια­βά­στη­κε ευρύ­τα­τα (η πρώ­τη έκδο­ση είχε εξα­ντλη­θεί μέχρι το καλο­καί­ρι του 1921). Γρά­φτη­κε στην αμέ­σως μετε­πα­να­στα­τι­κή περί­ο­δο στη Ρωσία, μια επο­χή στην οποία πραγ­μα­το­ποιού­νταν χωρίς αμφι­βο­λία μια έντο­νη δια­δι­κα­σία αλλα­γής στις προ­σω­πι­κές σχέ­σεις παράλ­λη­λα με μια μετα­μόρ­φω­ση στον τρό­πο που βλέ­παν τη γυναί­κα. Οι γυναί­κες κατα­κτού­σαν μια και­νούρ­για ελευ­θε­ρία και είχε εισα­χθεί νέα νομο­θε­σία που άλλα­ζε δρα­στι­κά τους νόμους περί γάμου και γενι­κά όλη την αντι­με­τώ­πι­ση της γυναί­κας και του παι­διού. Ωστό­σο η δια­δι­κα­σία δεν ήταν ολο­κλη­ρω­μέ­νη. Χρεια­ζό­ταν ακό­μα μια αλλα­γή στη συνεί­δη­ση της γυναί­κας για ν’ αλλά­ξει η μορ­φή της οικο­γέ­νειας. Σιγά – σιγά εμφα­νί­στη­κε η τάση που τόσο καλά γνω­ρί­ζου­με σήμε­ρα, να βγά­ζει το κρά­τος στα­τι­στι­κές που να δεί­χνουν το νέο ρόλο που παί­ζουν οι γυναί­κες σ’ όλα τα επί­πε­δα της παραγωγής.

Η Σίλα Ροου­μπό­θαμ γρά­φει γι’ αυτήν την τάση: «Η πραγ­μα­τι­κή ανε­πάρ­κεια της Μπολ­σε­βί­κι­κης Ορθο­δο­ξί­ας ήταν η αδυ­να­μία της να κρι­τι­κά­ρει συγκε­κρι­μέ­να συμ­πτώ­μα­τα του σεξουα­λι­κού κινή­μα­τος, δια­τη­ρώ­ντας όμως μια θετι­κή και κατα­φα­τι­κή στά­ση προς την απε­λευ­θέ­ρω­ση των ατο­μι­κών σχέσεων».

Η Κολο­ντάι έγρα­ψε το παρόν βιβλίο σαν μέρος του συνε­χούς αγώ­να της να τονί­σει την ανά­γκη για αλλα­γή συνεί­δη­σης σε άντρες και γυναί­κες για να μπο­ρέ­σουν να μετα­μορ­φω­θούν οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις. Εδώ την απα­σχο­λεί περισ­σό­τε­ρο η ανά­γκη για αλλα­γή στη δομή της οικο­γέ­νειας και μαζί στις άτο­μι­κές σχέ­σεις που υπο­νο­εί μια τέτοια δομή. Γνώ­ρι­ζε ότι αυτό ήταν ένα ουσια­στι­κό μέρος της γενι­κής πολι­τι­κής και οικο­νο­μι­κής αλλα­γής που είχε φέρει η επα­νά­στα­ση και που δεν είχε ακό­μα επι­τευ­χθεί στη Ρωσία.

Σκια­γρα­φεί την ανά­πτυ­ξη της οικο­γέ­νειας μέσα στο χρό­νο και τις επι­δρά­σεις που είχαν πάνω της οι αλλα­γές στις μέθο­δες παρα­γω­γής και ανα­λύ­ει τις αλλα­γές που πρέ­πει να υπο­στεί στην πορεία προς μια κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία. Πρό­βλε­ψε την ανά­γκη για συλ­λο­γι­κό νοι­κο­κυ­ριό, συλ­λο­γι­κή ευθύ­νη για τα παι­διά και, το πιο σπου­δαίο άπ’ όλα, ένα νέο σχή­μα σχέ­σε­ων ανά­με­σα στα δυο φύλα.

Πίστευε ότι στη δια­δι­κα­σία αλλα­γής είχε ήδη αρχί­σει: «… πάνω στα ερεί­πια της παλιάς οικο­γέ­νειας γρή­γο­ρα θα δού­με να υψώ­νε­ται ένα νέο σχή­μα, που θα συμπε­ρι­λα­βαί­νει εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κές σχέ­σεις ανά­με­σα σε άντρες και γυναί­κες και που θα είναι μια ένω­ση συμπά­θειας και συντρο­φι­κό­τη­τας, μια ένω­ση δυο ανθρώ­πων της κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας που θα είναι και οι δυο λεύ­τε­ροι, ανε­ξάρ­τη­τοι και εργαζόμενοι».

Εκεί­νη την περί­ο­δο η Κολο­ντάι αισθα­νό­ταν μεγά­λη χαρά για την επα­νά­στα­ση και μεγά­λη αισιο­δο­ξία για το μέλ­λον. Σύγ­χρο­να άρχι­ζε ήδη να δια­κρί­νει ότι μερι­κά σημεία της στρα­τη­γι­κής και των από­ψε­ων του κόμ­μα­τος ήταν λαθεμένα.

Το 1921 έγρα­ψε ένα γράμ­μα στην Ντό­ρα Μοντε­φιό­ρε (κάπο­τε ενερ­γό στοι­χείο στο κίνη­μα των σου­φρα­ζε­τών και της μη πλη­ρω­μής των φόρων και αργό­τε­ρα από τους ιδρυ­τές, μαζί με την Σύλ­βια Πάνκ­χορστ, του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος της Βρε­τα­νί­ας). Αυτό το γράμ­μα δημο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα «The Workers Dreadnought» τον Γενά­ρη του 1921 και ξανα­τυ­πώ­νε­ται εδώ στο τέλος της μπρο­σού­ρας. Το γράμ­μα αυτό δεί­χνει τα αισθή­μα­τά της για την κατά­στα­ση στην Ρωσία τότε και καθρε­φτί­ζει την αισιο­δο­ξία της και τις επι­φυ­λά­ξεις της. Οι από­ψεις της για την ανά­γκη μετα­μόρ­φω­σης της οικο­γέ­νειας έγι­ναν πηγή ενο­χλή­σε­ως για την ηγε­σία του κόμ­μα­τος και καθώς ανα­πτύσ­σο­νταν ιδέ­ες της πάνω στις σχέ­σεις των φύλων και την ηθι­κή, άρχι­σε εκστρα­τεία ενα­ντί­ον της. Τελι­κά την κατάγ­γει­λε ο Λένιν μετά από τον ρόλο που έπαι­ξε στην Εργα­τι­κή Αντιπολίτευση.

Η εργα­σία της είχε σημα­ντι­κό αντί­κτυ­πο στους άντρες και τις γυναί­κες που δού­λευαν με την Σύλ­βια Πάνκ­χορστ και το W.S.F. Στα χρό­νια που αγω­νί­ζο­νταν να οργα­νώ­σουν τις γυναί­κες της εργα­τι­κής τάξης και να πολε­μή­σουν τις ιδέ­ες του αστι­κού κινή­μα­τος, είχαν αρχί­σει να ανα­πτύσ­σουν και τις δικές τους ιδέ­ες πάνω στην ανά­γκη να αλλά­ξει η παρα­δο­σια­κή οικο­γε­νεια­κή ζωή. Αυτή η μπρο­σού­ρα της Κολο­ντάι ήταν μια καλο­δε­χού­με­νη προ­σφο­ρά στην ανά­πτυ­ξη της θεω­ρί­ας τους. Το ενδια­φέ­ρον τους για τις ιδέ­ες της είναι ολοφάνερο.

Την χρο­νιά που ακο­λού­θη­σε εμφα­νί­στη­καν αρκε­τά άρθρα της Κολο­ντάι στην «Worker Dreadnought»: ένα μεγά­λο άρθρο στις 30 Απρι­λί­ου 1921 με τίτλο «Διε­θνής αλλη­λεγ­γύη και η γυναί­κα του προ­λε­τα­ριά­του σήμε­ρα». Ένα άλλο σε δυο μέρη για τον «Αγώ­να ενά­ντια στην πορ­νεία» στις 27 Αύγου­στου και 24 Σεπτεμ­βρί­ου 1921, ένα άρθρο για την Εργα­τι­κή Αντιπολίτευση.

Το «Κομ­μου­νι­σμός και Οικο­γέ­νεια» έχει πολ­λά να προ­σφέ­ρει και σήμε­ρα, που ανα­πτύσ­σε­ται το κίνη­μα για την Γυναι­κεία Απε­λευ­θέ­ρω­ση. Είναι σημα­ντι­κό να μάθουν οι γυναί­κες την ίδια τους την ιστο­ρία —καθό­λου εύκο­λο έργο— και την ιστο­ρία της θεω­ρί­ας τους. Το βιβλίο αυτό περι­κλεί­νει ένα σημα­ντι­κό τμή­μα της σοσια­λι­στι­κής θεω­ρί­ας κατά τη διάρ­κεια και λίγο μετά από τη Ρωσι­κή Επα­νά­στα­ση. Και σήμε­ρα ακό­μα που οι σοσια­λι­στές προ­σπα­θούν να ανα­πτύ­ξουν την κατα­νό­η­ση για μια αλλα­γή στις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, έχει σημα­ντι­κό ρόλο να παίξει.

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

I. ΟΧΙ ΑΛΛΟ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ

Θα δια­τη­ρη­θεί η οικο­γέ­νεια στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κρά­τος; Θα είναι ακρι­βώς όπως και σήμε­ρα; Αυτή η ερώ­τη­ση βασα­νί­ζει τις γυναί­κες της εργα­τι­κής τάξης και τρα­βά­ει την προ­σο­χή των συντρό­φων τους, των ανδρών. Τώρα τελευ­ταία τού­το το πρό­βλη­μα ιδιαί­τε­ρα δημιουρ­γεί ταρα­χή στο μυα­λό της εργα­ζό­με­νης γυναί­κας κι αυτό δεν πρέ­πει να μας κάνει εντύ­πω­ση. Η ζωή αλλά­ζει μπρο­στά στα ίδια μας τα μάτια. Παλιές συνή­θειες και έθι­μα σιγά – σιγά εξα­φα­νί­ζο­νται. Ολό­κλη­ρη η ύπαρ­ξη της προ­λε­τα­ρια­κής οικο­γέ­νειας οργα­νώ­νε­ται με τρό­πο τόσο και­νούρ­γιο, τόσο άσυ­νή­θι­στο, τόσο «παρά­δο­ξο», που ήταν αδύ­να­το να τον προ­βλέ­ψει κανείς. Αυτό που κάνει τις γυναί­κες σήμε­ρα ν’ απο­ρούν περισ­σό­τε­ρο είναι το γεγο­νός ότι το δια­ζύ­γιο έχει γίνει πολύ πιο εύκο­λο στη Σοβιε­τι­κή Ρωσία. Πράγ­μα­τι, με το νόμο της 18ης Δεκεμ­βρί­ου 1919 το δια­ζύ­γιο έπα­ψε να είναι μια πολυ­τέ­λεια προ­σι­τή μόνο για τους πλού­σιους. Από δω και μπρος δε θα χρειά­ζε­ται η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα να κάνει αιτή­σεις και να περι­μέ­νει μήνες ή και χρό­νια για ένα χωρι­στό πιστο­ποι­η­τι­κό, που θα της δίνει το δικαί­ω­μα να είναι ανε­ξάρ­τη­τη από ένα σκλη­ρό ή μεθύ­στα­κα σύζυ­γο, συνει­θι­σμέ­νο να τη δέρ­νει. Από δω και μπρος το δια­ζύ­γιο μπο­ρεί ν’ απο­κτη­θεί απλά σέ μια ή δυο βδο­μά­δες το πολύ. Αλλά αυτή ακρι­βώς ή ευκο­λία του δια­ζυ­γί­ου, που είναι πηγή τόσης ελπί­δας για τις γυναί­κες που είναι δυστυ­χι­σμέ­νες με τη συζυ­γι­κή τους ζωή, ταυ­τό­χρο­να φοβί­ζει μερι­κές, ιδιαί­τε­ρα εκεί­νες που έχουν συνη­θί­σει να θεω­ρούν τον σύζυ­γο σαν «κου­βα­λη­τή», σαν το μονα­δι­κό στή­ριγ­μα στη ζωή και που δεν κατα­λα­βαί­νουν ακό­μα ότι η γυναί­κα πρέ­πει να συνη­θί­σει να ζητά­ει και να βρί­σκει αυτό το στή­ριγ­μα αλλού, όχι πιά στο πρό­σω­πο του άντρα αλλά στο πρό­σω­πο της κοι­νω­νί­ας, του κράτους.

II. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΓΟΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

Δεν υπάρ­χει λόγος να κρύ­βου­με την αλή­θεια από τον ίδιο μας τον εαυ­τό. Η συνη­θι­σμέ­νη οικο­γέ­νεια των περα­σμέ­νων χρό­νων, όπου ο άντρας ήταν το παν και η γυναί­κα τίπο­τα — αφού δεν είχε θέλη­ση δίκιά της — αυτή η οικο­γέ­νεια τρο­πο­ποιεί­ται μέρα με την μέρα. Ανή­κει σχε­δόν στο παρελ­θόν. Αλλά δεν πρέ­πει να μας τρο­μά­ζει αυτή η κατά­στα­ση. Είτε από λάθος, είτε από άγνοια είμα­στε έτοι­μοι να πιστέ­ψου­με ότι όλα γύρω μας μπο­ρούν να μεί­νουν αναλ­λοί­ω­τα, ενώ τα πάντα αλλά­ζουν. Πάντα έτσι ήταν και έτσι θα ‘ναι, λένε μερικοί.

Τίπο­τα πιο λαθε­μέ­νο απ’ αυτό. Δεν έχου­με παρά να δια­βά­σου­με πώς ζού­σαν οι άνθρω­ποι παλιά, για να δού­με αμέ­σως ότι τα πάντα αλλά­ζουν και ότι δεν υπάρ­χουν έθι­μα, ούτε πολι­τι­κές οργα­νώ­σεις, ούτε ηθι­κή που να παρα­μέ­νουν στα­θε­ρά και απα­ρα­βί­α­στα. Και η οικο­γέ­νεια στις διά­φο­ρες επο­χές της ζωής της ανθρω­πό­τη­τας έχει αλλά­ξει συχνά μορ­φή. Κάπο­τε ήταν εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή άπ’ αυτή που συνη­θί­σα­με να βλέ­που­με σήμε­ρα. Υπήρ­χε μια επο­χή όπου η μόνη κοι­νω­νι­κά παρα­δε­κτή μορ­φή οικο­γέ­νειας ήταν η πρω­τό­γο­νη μορ­φή, όπου μια γριά μητέ­ρα ήταν επι­κε­φα­λής και γύρω της συγκε­ντρώ­νο­νταν με κοι­νή ζωή και εργα­σία παι­διά, εγγό­νια και δισέγγονα.

Η πατριαρ­χι­κή οικο­γέ­νεια επί­σης ήταν κάπο­τε η μόνη παρα­δε­κτή. Αρχη­γός ήταν ο πατέ­ρας — κύριος της οικο­γέ­νειας. Και στις μέρες μας ακό­μη μπο­ρεί να βρει κανείς τέτοιες οικο­γέ­νειες χωρι­κών σέ χωριά της Ρωσί­ας. Και πράγ­μα­τι, σ’ αυτά τα μέρη η ηθι­κή και οι νόμοι της οικο­γέ­νειας δεν είναι ίδια όπως του εργά­τη της πόλης. Στην ύπαι­θρο υπάρ­χουν πολ­λά έθι­μα που δεν τα βρί­σκει κανείς στην οικο­γέ­νεια του προ­λε­τά­ριου της πόλης. Η μορ­φή της οικο­γέ­νειας, τα έθι­μα της ποι­κί­λουν ανά­λο­γα με την φυλή. Υπάρ­χουν λαοί, όπως οι Τούρ­κοι, οι Άρα­βες, οι Πέρ­σες στους όποιους επι­τρέ­πε­ται με νόμο να έχει ένας άντρας πολ­λές γυναί­κες. Υπήρ­ξαν και υπάρ­χουν ακό­μα και σήμε­ρα φυλές που έχουν το αντί­θε­το έθι­μο, δηλα­δή επι­τρέ­πουν στην γυναί­κα να έχει πολ­λούς άντρες. Η παρα­δο­σια­κή ηθι­κή του σημε­ρι­νού άντρα του επι­τρέ­πει να απαι­τεί από την κοπέ­λα να παρα­μέ­νει παρ­θέ­να μέχρι το γάμο της.

Αλλά υπήρ­χαν φυλές στις οποί­ες αντί­θε­τα η γυναί­κα το είχε για καμά­ρι να έχει πολ­λούς ερα­στές και στό­λι­ζε τα χέρια και τα πόδια της με κρί­κους για να δεί­ξει τον αριθ­μό τους… Τέτοιες συνή­θειες, που δεν μπο­ρεί παρά να μας εκπλήσ­σουν, συνή­θειες που θα μπο­ρού­σα­με ακό­μα και να τις χαρα­κτη­ρί­σου­με σαν ανή­θι­κες, βρί­σκου­με ότι σε άλλους λαούς είναι παρα­δε­κτές και ευλο­γη­μέ­νες ενώ αυτοί οι λαοί με τη σει­ρά τους θεω­ρούν τους δικούς μας νόμους και τα έθι­μα σαν «αμαρ­τω­λά». Δεν υπάρ­χει λόγος λοι­πόν να μάς τρο­μά­ζει το γεγο­νός ότι η οικο­γέ­νεια τρο­πο­ποιεί­ται, ότι λίγο – λίγο τα υπο­λεί­μα­τα από το παρελ­θόν, που έχουν ξεπε­ρα­στεί, καταρ­γού­νται, και ότι νέες σχέ­σεις εισά­γο­νται ανά­με­σα στον άντρα και την γυναίκα.

Δεν έχου­με παρά να ρωτή­σου­με: «τι έχει ξεπε­ρα­στεί στο σύστη­μα της οικο­γέ­νειας και ποια είναι τα δικαιώ­μα­τα και καθή­κο­ντα, στις σχέ­σεις του εργα­ζό­με­νου άντρα και της εργα­ζό­με­νης γυναί­κας, του χωρι­κού και της χωρι­κής που θα ταί­ρια­ζαν πιο αρμο­νι­κά με τις συν­θή­κες ζωής στην Και­νούρ­για Ρωσία, την Ρωσία των εργα­ζο­μέ­νων, όπως είναι τώρα η Σοβιε­τι­κή Ρωσία μας;». Κάθε τι το ται­ρια­στό και σύμ­φω­νο με την νέα αυτή κατά­στα­ση θα δια­τη­ρη­θεί. Όλα τ’ άλλα, όλα τ’ απαρ­χαιω­μέ­να σκου­πί­δια που μάς κλη­ρο­δό­τη­σε η κατα­ρα­μέ­νη επο­χή της δου­λεί­ας και της κατα­πί­ε­σης — που ήταν το χαρα­κτη­ρι­στι­κό των γαιο­κτη­μό­νων και των καπι­τα­λι­στών — θα σαρω­θούν στην άκρη μαζί με την εκμε­ταλ­λεύ­τρια τάξη και τους εχθρούς του προ­λε­τα­ριά­του και των φτωχών.

III. Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η οικο­γέ­νεια με την τωρι­νή της μορ­φή είναι επί­σης μια από τις κλη­ρο­νο­μιές του παρελ­θό­ντος. Στα­θε­ρή τα παλιά χρό­νια, αυτάρ­κης, αδιά­λυ­τη —διό­τι έτσι έβλε­παν τότε το γάμο που είχε ευλο­γή­σει ο παπάς— η οικο­γέ­νεια ήταν εξί­σου απα­ραί­τη­τη για όλα τα μέλη της. Αν δεν υπήρ­χε η οικο­γέ­νεια ποιος θα έτρε­φε, θα έντυ­νε και θα εκπαί­δευε τα παι­διά; Ποιος θα τα καθο­δη­γού­σε στη ζωή; Η μοί­ρα του ορφα­νού εκεί­νο τον και­ρό ήταν φρι­χτή. Στην οικο­γέ­νεια, έτσι όπως την έχο­με συνη­θί­σει, ο σύζυ­γος κερ­δί­ζει τα χρή­μα­τα και συντη­ρεί γυναί­κα και παιδιά.

Η σύζυ­γος με τη σει­ρά της ασχο­λεί­ται με το νοι­κο­κυ­ριό και την ανα­τρο­φή των παι­διών, όπως νομί­ζει καλύ­τε­ρα. Αλλά ήδη εδώ και έναν αιώ­να αυτή η συνη­θι­σμέ­νη εικό­να έχει υπο­βλη­θεί σέ μια βαθ­μιαία κατα­στρο­φή σε όλες τις χώρες όπου κυριαρ­χεί το κεφά­λαιο και ο αριθ­μός των εργο­στα­σί­ων πλη­θαί­νει με γορ­γό ρυθ­μό. Τα ήθη και έθι­μα της οικο­γέ­νειας αλλοιώ­νο­νται παράλ­λη­λα με τις γενι­κές συν­θή­κες της ζωής γύρω τους. Λυτό που συνέ­βα­λε περισ­σό­τε­ρο στη ριζι­κή αλλα­γή των οικο­γε­νεια­κών εθί­μων ήταν χωρίς αμφι­βο­λία η παγκό­σμια εξά­πλω­ση της γυναι­κεί­ας μισθω­τής εργα­σί­ας. Παλιά μόνο ο άνδρας εθε­ω­ρεί­το ο συντη­ρη­τής της οικογένειας.

Αλλά τα τελευ­ταία 50 ή 60 χρό­νια είδα­με στη Ρωσία (σέ άλλες χώρες ακό­μα νωρί­τε­ρα) το καπι­τα­λι­στι­κό καθε­στώς να ανα­γκά­ζει τη γυναί­κα να βρει μισθω­τή εργα­σία έξω από την οικο­γέ­νεια, έξω από το σπίτι.

IV. ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΗΚΩΝΟΥΝ ΔΙΠΛΟ ΒΑΡΟΣ

Όντας ανε­παρ­κής ο μισθός του συζύ­γου «κου­βα­λη­τή» να καλύ­ψει τις ανά­γκες της οικο­γέ­νειας, ανά­γκα­σε την σύζυ­γο να ψάξει για δου­λειά. Η μητέ­ρα επί­σης ανα­γκά­στη­κε να χτυ­πή­σει την πόρ­τα του εργο­στα­σί­ου. Και χρό­νο με το χρό­νο όλο και αυξα­νό­ταν ό αριθ­μός των γυναι­κών της εργα­τι­κής τάξης, που άφη­ναν τα σπί­τια τους για να ενι­σχύ­σουν τις μάζες των εργα­τών στα εργο­στά­σια ή να δου­λεύ­ουν μερο­κά­μα­το σαν πωλή­τριες, βοη­θοί σέ γρα­φεία, πλύ­στρες και

Μία στα­τι­στι­κή που έγι­νε πριν αρχί­σει ο παγκό­σμιος πόλε­μος στην Ευρώ­πη και την Αμε­ρι­κή, έδει­ξε ότι περί­που 60 εκα­τομ­μύ­ρια γυναί­κες βγά­ζα­νε το ψωμί τους δου­λεύ­ο­ντας. Κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου ο αριθ­μός αυτός αυξή­θη­κε σημα­ντι­κά. Σχε­δόν μισές άπ’ αυτές τις γυναί­κες είναι παντρε­μέ­νες, αλλά είναι εύκο­λο να δει κανείς τι είδους οικο­γε­νεια­κή ζωή θα κάνουν —μια οικο­γε­νεια­κή ζωή όπου η σύζυ­γος (μητέ­ρα) δου­λεύ­ει έξω από το σπί­τι οχτώ ώρες την ήμε­ρα, δέκα αν μετρή­σου­με και τη δια­δρο­μή. Το σπι­τι­κό της ανα­γκα­στι­κά παρα­με­λεί­ται. Τα παι­διά μεγα­λώ­νουν χωρίς μητρι­κή στορ­γή, μόνα τους, αφη­μέ­να σ’ όλους τους κιν­δύ­νους του δρό­μου, όπου περ­νούν το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του χρό­νου τους.

Η σύζυ­γος, η μητέ­ρα που είναι εργά­τρια, φτύ­νει αίμα για να εκπλη­ρώ­σει τρεις ρόλους συγ­χρό­νως: να εργα­σθεί όσες ώρες και ό άντρας της σε κάποιο εργο­στά­σιο ή άλλη επι­χεί­ρη­ση, μετά να αφιε­ρω­θεί όσο καλύ­τε­ρα μπο­ρεί στο σπι­τι­κό της και τέλος να φρο­ντί­σει τα παι­διά της. Ο καπι­τα­λι­σμός τοπο­θέ­τη­σε στους ώμους της γυναί­κας ένα φορ­τίο που την συν­θλί­βει. Την έκα­νε μισθω­τή εργά­τρια χωρίς να μειώ­σει τις ευθύ­νες της σαν νοι­κο­κυ­ράς και μητέ­ρας. Βρί­σκου­με λοι­πόν τη γυναί­κα να συν­θλί­βε­ται κάτω από το τρι­πλό αβά­στα­χτο φορ­τίο της, πνί­γο­ντας συχνά πριν καλά-καλά αρθρώ­σει την κραυ­γή του πόνου και μη μπο­ρώ­ντας να κατα­πιεί τα δάκρυα που ανε­βαί­νουν στα μάτια της.

Τα βάσα­να ήταν πάντα το ριζι­κό της γυναί­κας, αλλά ποτέ η μοί­ρα της δεν ήταν τόσο σκλη­ρή όσο σήμε­ρα αυτή των εκα­τομ­μυ­ρί­ων εργα­ζο­μέ­νων γυναι­κών κάτω από τον καπι­τα­λι­στι­κό ζυγό, ενώ η βιο­μη­χα­νία βρί­σκε­ται στην περί­ο­δο της μεγα­λύ­τε­ρης ανά­πτυ­ξής της.

V. ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΝΑ ΖΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Όσο περισ­σό­τε­ρο ξαπλώ­νε­ται η μισθω­τή εργα­σία της γυναί­κας, τόσο περισ­σό­τε­ρο προ­χω­ρεί η απο­σύν­θε­ση της οικο­γέ­νειας. Τι οικο­γε­νεια­κή ζωή μπο­ρεί να υπάρ­χει με τον άντρα και τη γυναί­κα να εργά­ζο­νται στο εργο­στά­σιο σε δια­φο­ρε­τι­κά τμή­μα­τα; Με την γυναί­κα να μην προ­λα­βαί­νει να ετοι­μά­σει ένα φαγη­τό της προ­κο­πής για τα παι­διά της. Τι οικο­γε­νεια­κή ζωή όταν ο πατέ­ρας και η μητέ­ρα από τις 24 ώρες της ημέ­ρας, οι περισ­σό­τε­ρες των οποί­ων περ­νούν με σκλη­ρή δου­λειά, δεν μπο­ρούν να δια­θέ­σουν ούτε λίγα λεπτά με τα παι­διά τους. Παλιά ήταν τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κά. Η μητέ­ρα, η κυρά του σπι­τιού, έμε­νε στο σπί­τι, απα­σχο­λη­μέ­νη με τα καθή­κο­ντα του νοι­κο­κυ­ριού και τα παι­διά της, που δεν έπαυε να τα παρα­κο­λου­θεί προ­σε­κτι­κά. Σήμε­ρα ξεκι­νά­ει από το σπί­τι, νωρίς το πρωί για να προ­λά­βει την σει­ρή­να της φάμπρι­κας και γυρ­νά­ει το βρά­δυ βια­στι­κά μετά τη δου­λειά για να ετοι­μά­σει τη σού­πα της οικο­γέ­νειας και να κάνει τις πιο ανα­γκαί­ες από τις δου­λειές του σπι­τιού της.

Μετά από ένα σύντο­μο ύπνο η μέρα της αρχί­ζει πάλι με την ίδια εξο­ντω­τι­κή ρου­τί­να. Αυτή η ζωή της παντρε­μέ­νης εργα­ζό­με­νης γυναί­κας είναι πραγ­μα­τι­κά κατα­να­γκα­στι­κά έργα. Δεν είναι λοι­πόν εκπλη­κτι­κό ότι κάτω άπ’ αυτές τις συν­θή­κες τα δεσμά της οικο­γέ­νειας όλο και χαλα­ρώ­νουν. Λίγο – λίγο όλ’ αυτά που παλιά έκα­ναν την οικο­γέ­νεια ένα σύνο­λο εξα­φα­νί­ζο­νται μαζί με τα στα­θε­ρά θεμέ­λιά της. Η οικο­γέ­νεια παύ­ει να είναι ανα­γκαία για τα μέλη της και για το κρά­τος. Οι παλιές μορ­φές της οικο­γέ­νειας γίνο­νται απλά εμπό­διο. Τι έκα­νε την οικο­γέ­νεια ισχυ­ρή την παλιά επο­χή; Πρώτ’ άπ’ όλα το γεγο­νός ότι ο σύζυ­γος και πατέ­ρας συντη­ρού­σε την οικογένεια.

Δεύ­τε­ρο, το σπι­τι­κό ήταν εξί­σου απα­ραί­τη­το για όλα τα μέλη της οικογένειας.

Τρί­το, τα παι­διά ανα­τρέ­φο­νταν από τους γονείς. Τι έχει μεί­νει απ’ όλα αυτά; Ο σύζυ­γος, όπως είδα­με, έπα­ψε να είναι το μονα­δι­κό οικο­νο­μι­κό στή­ριγ­μα της οικο­γέ­νειας. Η γυναί­κα του που εργά­ζε­ται επί­σης, έχει γίνει ίση μ’ αυτόν απ’ αυτή την άπο­ψη. Έμα­θε να βγά­ζει η ίδια το ψωμί της και συχνά των παι­διών της και του συζύ­γου της. Έτσι μένει ακό­μα σαν λει­τουρ­γία της οικο­γέ­νειας η ανα­τρο­φή και συντή­ρη­ση των παι­διών δσο ακό­μα είναι πολύ μικρά. Ας δού­με τώρα αν πρό­κει­ται να ανα­κου­φι­στεί η οικο­γέ­νεια κι από αυτό ακό­μα το καθή­κον, που μόλις αναφέραμε.

VI. ΟΙ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΠΑΥΟΥΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ

Υπήρ­χε επο­χή που ολό­κλη­ρη η ζωή της γυναί­κας στις φτω­χό­τε­ρες τάξεις, στην πόλη όπως και στην ύπαι­θρο, περ­νού­σε μέσα στην οικο­γέ­νεια. Πέρα από το κατώ­φλι του σπι­τιού της, η γυναί­κα δεν γνώ­ρι­ζε τίπο­τα και μάλ­λον δεν θα ‘θελε να γνω­ρί­ζει τίπο­τα. Σαν απο­ζη­μί­ω­ση γι’ αυτό είχε μέσα στο ίδιο της το σπί­τι μια μεγά­λη ποι­κι­λία ασχο­λιών απα­ραί­τη­τες και χρή­σι­μες όχι μόνο για την ίδια την οικο­γέ­νεια αλλά και για το κράτος.

Η γυναί­κα έκα­νε όλα όσα κάνει σήμε­ρα οποια­δή­πο­τε εργα­ζό­με­νη γυναί­κα η χωρι­κή— μαγεί­ρευε, έπλε­νε, καθά­ρι­ζε το σπί­τι, φύλα­γε και μπά­λω­νε τα ρού­χα της οικο­γέ­νειας. Αλλά δεν έκα­νε μόνο αυτά. Είχε επί­σης πάρα πολ­λά καθή­κο­ντα που δεν έχει σήμε­ρα. Έγνε­θε μαλ­λί και λινό. Ύφαι­νε ύφα­σμα, έρα­βε ρού­χα, έπλε­κε κάλ­τσες, έφτια­χνε δαντέ­λα και όσο επέ­τρε­παν τα υλι­κά που είχε, έφτια­χνε τα τουρ­σιά και τα καπνι­στά. Μάζευε και ξέραι­νε χαμο­μή­λι και τσάι, έφτια­χνε μόνη της τα κεριά. Πόσο πιο πολυ­σύν­θε­τα ήταν τα καθή­κο­ντα της γυναί­κας των περα­σμέ­νων χρόνων!

Έτσι πέρα­σαν τη ζωή τους οι μητέ­ρες μας, οι για­γιά­δες μας. Ακό­μα και στην επο­χή μας σέ μερι­κά απο­με­μα­κρυ­σμέ­να χωριά, μακριά από τη σιδη­ρο­δρο­μι­κή γραμ­μή και στα μεγά­λα ποτά­μια, μπο­ρεί ακό­μα να συνα­ντή­σει κανείς μέρη όπου αυτός ο τρό­πος ζωής της παλιάς καλής επο­χής έχει δια­τη­ρη­θεί με όλη του τη γνη­σιό­τη­τα. Εκεί η κυρά του σπι­τιού κάνει δου­λειές για τις όποιες η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα στις μεγά­λες πόλεις και τις βιο­μη­χα­νι­κές περιο­χές εδώ και πολύ και­ρό δεν έχει ιδέα.

VII. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΗΜΕΡΙΑ

Την επο­χή των για­γιά­δων μας όλη αυτή η σπι­τι­κή δου­λειά ήταν από­λυ­τα απα­ραί­τη­τη και χρή­σι­μη για­τί πάνω της στη­ρι­ζό­ταν η καλο­ζω­ία της οικο­γέ­νειας. Όσο περισ­σό­τε­ρο αφο­σιω­νό­ταν η νοι­κο­κυ­ρά στα καθή­κο­ντά της τόσο καλύ­τε­ρη ήταν η ζωή στο σπί­τι και τόσο περισ­σό­τε­ρη τάξη και άνε­ση παρου­σί­α­ζε. Ακό­μα και το κρά­τος μπο­ρού­σε να κερ­δί­σει από αυτή την δρα­στη­ριό­τη­τα της γυναί­κας σαν νοικοκυράς.

Για­τί η γυναί­κα εκεί­νης της επο­χής δεν περιο­ρι­ζό­ταν στο να ετοι­μά­ζει την πατα­τό­σου­πα για την οικο­γέ­νεια, αλλά τα χέρια της δημιουρ­γού­σαν επί­σης πολ­λά χρή­σι­μα προ­ϊ­ό­ντα όπως π.χ. ύφα­σμα, κλω­στή, βού­τυ­ρο κ.λπ. που μπο­ρού­σαν να προ­σφερ­θούν στην αγο­ρά σαν εμπο­ρεύ­μα­τα σαν πράγ­μα­τα αξίας.

Είναι αλή­θεια ότι την επο­χή των για­γιά­δων και προ­για­γιά­δων μας δεν υπο­λό­γι­ζαν τη δου­λειά της γυναί­κας με χρή­μα. Αλλά κάθε άντρας είτε χωρι­κός, είτε εργά­της γύρευε να πάρει για γυναί­κα του μια «χρυ­σο­χέ­ρα» για­τί οι οικο­νο­μι­κές δυνα­τό­τη­τες του άντρα μόνο «χωρίς την σπι­τι­κή εργα­σία της γυναί­κας» δεν θα ήταν αρκε­τές για να συντη­ρή­σουν το μελ­λο­ντι­κό τους σπιτικό.

Αλλά σ’ αυτό το σημείο τα συμ­φέ­ρο­ντα του κρά­τους συμπί­πτουν με του συζύ­γου: όσο πιο δρα­στή­ρια ήταν η γυναί­κα στην οικο­γέ­νεια, τόσο περισ­σό­τε­ρο και δια­φο­ρε­τι­κά προ­ϊ­ό­ντα παρή­γα­γε, ύφα­σμα, δέρ­μα, μαλ­λί από τα όποια που­λα­γε το περίσ­σευ­μα στην κοντι­νή αγο­ρά κι έτσι η οικο­νο­μι­κή ευη­με­ρία της χώρας αυξανόταν.

VIII. Η ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Αλλά ο καπι­τα­λι­σμός έχει αλλά­ξει αυτόν τον παλιό τρό­πο ζωής. Όλ’ αυτά που πρώ­τα παρά­γο­νταν μέσα στην οικο­γέ­νεια, παρά­γο­νται τώρα σε μεγά­λες ποσό­τη­τες στα εργα­στή­ρια και στα εργο­στά­σια. Η μηχα­νή αντι­κα­τέ­στη­σε τα δρα­στή­ρια δάχτυ­λα της γυναί­κας. Ποια νοι­κο­κυ­ρά θα ασχο­λιό­ταν τώρα να φτιά­χνει κεριά, να γνέ­θει μαλ­λί και να υφαί­νει; Όλ’ αυτά μπο­ρεί να τ’ αγο­ρά­σει από το διπλα­νό μαγα­ζί. Παλιά, κάθε νέο κορί­τσι μάθαι­νε να πλέ­κει κάλ­τσες. Βλέ­πε­τε ποτέ τώρα μια εργα­ζό­με­νη γυναί­κα να πλέ­κει η ίδια τις κάλ­τσες της; Πρώτ’ απ’ όλα δεν θα είχε χρόνο.

Ο χρό­νος είναι χρή­μα και κανείς δεν θέλει να σπα­τα­λή­σει χρή­μα με μη παρα­γω­γι­κό τρό­πο δηλ. χωρίς να βγά­ζει κάποιο κέρ­δος. Τώρα κάθε εργα­ζό­με­νη νοι­κο­κυ­ρά ενδια­φέ­ρε­ται περισ­σό­τε­ρο ν’ αγο­ρά­ζει έτοι­μες κάλ­τσες παρά να σπα­τα­λά­ει το χρό­νο της φτιά­χνο­ντάς τες μόνη της. Ελά­χι­στες είναι οι εργα­ζό­με­νες γυναί­κες που θα ξόδευαν το χρό­νο τους φτιά­χνο­ντας τουρ­σιά όταν ξέρουν ότι θα τα βρουν στο διπλα­νό μπα­κά­λι­κο. Ακό­μα και αν το προ­ϊ­όν που που­λιέ­ται στο κατά­στη­μα είναι κατώ­τε­ρης ποιό­τη­τας κι αν τα τουρ­σιά του εργο­στα­σί­ου δεν είναι τόσο καλά όσο αυτά που φτιά­χνει στο σπί­τι μια έμπει­ρη νοι­κο­κυ­ρά, η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα δεν έχει ούτε τον χρό­νο ούτε την δύνα­μη που πρέ­πει να κατα­να­λω­θούν σε τέτοιου είδους δου­λειές για το σπί­τι της.

Είναι πριν άπ’ όλα εργά­τρια, ανα­γκα­σμέ­νη να παρα­με­λεί το σπι­τι­κό της. Όπως και να ‘χει το πράγ­μα είναι γεγο­νός ότι η σύγ­χρο­νη γυναί­κα απε­λευ­θε­ρώ­νε­ται όλο και πιο πολύ από τις δου­λειές του σπι­τιού χωρίς τις όποιες οι για­γιά­δες μας δεν θα μπο­ρού­σαν να φαντα­στούν μια οικο­γέ­νεια. Αυτά που παλιά παρά­γο­νταν μέσα σ’ αυτήν παρά­γο­νται τώρα με την κοι­νή εργα­σία εργα­τών και εργα­τριών σε εργο­στά­σια και μαγαζιά.

IX. ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΤΟ ΑΤΟΜΙΚΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ

Η οικο­γέ­νεια κατα­να­λώ­νει αλλά δεν παρά­γει πιά. Οι ουσια­στι­κές δου­λειές της νοι­κο­κυ­ράς είναι τώρα τέσ­σε­ρις τον αριθ­μό. Καθα­ριό­τη­τα (σφουγ­γά­ρι­σμα, ξεσκό­νι­σμα κ.λπ.), μαγεί­ρε­μα, μπου­γά­δα και η φρο­ντί­δα του ρου­χι­σμού (μαντά­ρι­σμα κ.λπ.). Βαρε­τές και κου­ρα­στι­κές δου­λειές. Απορ­ρο­φούν όλο τον χρό­νο και την ενερ­γη­τι­κό­τη­τά της εργα­ζό­με­νης γυναί­κας που από πάνω είναι ανα­γκα­σμέ­νη να δου­λέ­ψει για το μερο­κά­μα­το στο εργοστάσιο.

Είναι όμως σίγου­ρο ότι τα καθή­κο­ντα των για­γιά­δων μας συμπε­ρι­λά­βαι­ναν πολύ περισ­σό­τε­ρες δου­λειές που είχαν μια ποιό­τη­τα που λεί­πει εντε­λώς από τις δου­λειές του σπι­τιού που κάνει σήμε­ρα η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα. Αυτές έχουν χάσει την ιδιό­τη­τα να είναι χρή­σι­μες στο κρά­τος από την άπο­ψη της εθνι­κής οικο­νο­μί­ας, για­τί δεν δημιουρ­γούν καμιά και­νούρ­για άξια, δεν συνει­σφέ­ρουν στην ευη­με­ρία της χώρας.

Η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα θα μπο­ρού­σε να ξοδέ­ψει μάταια όλη τη μέρα της άπ’ το πρωί μέχρι το βρά­δυ πλέ­νο­ντας και σιδε­ρώ­νο­ντας λινά, ανα­λώ­νο­ντας τον εαυ­τό της στην ατέ­λειω­τη προ­σπά­θεια να δια­τη­ρή­σει τα φθαρ­μέ­να ρού­χα σέ καλή κατά­στα­ση, ίσως σκο­τω­νό­ταν στην προ­σπά­θεια να ετοι­μά­σει με τα λιγο­στά της υλι­κά ένα φαΐ που θα της άρε­σε και παρ’ όλ’ αυτά τα βρά­δυ δεν θα έμε­νε ούτε ένα χει­ρο­πια­στό απο­τέ­λε­σμα από την δου­λειά όλης της μέρας και δεν θα είχε δημιουρ­γή­σει τίπο­τα με τ’ ακού­ρα­στα χέρια της που να θεω­ρεί­ται σαν αξία στην αγορά.

Και χίλια χρό­νια να ζού­σε μια εργα­ζό­με­νη γυναί­κα δεν θα έβλε­πε ποτέ μια αλλα­γή, θα υπήρ­χε πάντα ένα και­νούρ­γιο στρώ­μα σκό­νης για να το καθα­ρί­σει από τον μπου­φέ και ο άντρας της θα ερχό­ταν πάντα πει­να­σμέ­νος το βρά­δυ και τα παι­διά της θα κου­βα­λού­σαν πάντα λάσπη με τα παπού­τσια τους… Η δου­λειά του σπι­τιού που κάνει η γυναί­κα, γίνε­ται μέρα με την μέρα πιο άχα­ρη, πιο αντιπαραγωγική.

X. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟΥ

Το ατο­μι­κό νοι­κο­κυ­ριό παρακ­μά­ζει. Όλο και πιο πολύ το αντι­κα­θι­στά το συλ­λο­γι­κό νοι­κο­κυ­ριό. Η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα δεν θα χρειά­ζε­ται σέ λίγο να φρο­ντί­ζει μόνη της το σπί­τι της. Στην αυρια­νή κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία αυτή η δου­λειά θα γίνε­ται από μια ειδι­κή κατη­γο­ρία εργα­τριών που δεν θα κάνουν τίποτ’ άλλο. Οι γυναί­κες των πλου­σί­ων από και­ρό έχουν ελευ­θε­ρω­θεί άπ’ αυτά τα ενο­χλη­τι­κά και κου­ρα­στι­κά καθήκοντα.

Για­τί λοι­πόν να συνε­χί­ζει να τα εκτε­λεί η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα; Στη Σοβιε­τι­κή Ρωσία, η ζωή της εργα­ζό­με­νης γυναί­κας θα πρέ­πει να περι­βάλ­λε­ται με την ίδια άνε­ση, την ίδια ομορ­φιά που περι­βάλ­λει μέχρι τώρα τις γυναί­κες της πλού­σιας τάξης. Σε μια κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία, ή εργα­ζό­με­νη γυναί­κα δεν θα ανα­γκά­ζε­ται πιά να ξοδεύ­ει τις λιγο­στές ελεύ­θε­ρες ώρες της μαγει­ρεύ­ο­ντας αφού θα υπάρ­χουν δημό­σια εστια­τό­ρια και λαϊ­κά μαγει­ρεία όπου όλοι θα μπο­ρούν να πάνε για φαγη­τό. Ήδη αυξά­νο­νται σ’ όλες τις χώρες ακό­μα και κάτω από το καπι­τα­λι­στι­κό καθεστώς.

Εδώ και μισό αιώ­να τα εστια­τό­ρια και τα ζαχα­ρο­πλα­στεία πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται σέ όλες τις μεγά­λες πόλεις της Ευρώ­πης. Ξεπε­τά­γο­νται σαν τα μανι­τά­ρια μετά από μια φθι­νο­πω­ρι­νή βρο­χή. Αλλά ένώ κάτω από το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα μόνο οι άνθρω­ποι με τα φου­σκω­τά πορ­το­φό­λια μπο­ρούν να φάνε σ’ ένα εστια­τό­ριο, στην κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία οποί­ος θέλει έχει την δυνα­τό­τη­τα να φάει στα κεντρι­κά εστια­τό­ρια ή μαγει­ρεία. Το ίδιο θα γίνει με την μπου­γά­δα και τις άλλες δου­λειές. Η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα δεν θα είναι ανα­γκα­σμέ­νη άλλο να βυθί­ζε­ται σ’ έναν ωκε­α­νό βρω­μιάς ή να κατα­στρέ­φει τα μάτια της μαντά­ρο­ντας κάλ­τσες και μπα­λώ­νο­ντας σεντό­νια και πετσέτες.

Θα τα πηγαί­νει απλώς σ’ όλ’ αυτά τα κεντρι­κά πλυ­ντή­ρια κάθε βδο­μά­δα και θα τα ξανα­παίρ­νει πάλι κάθε βδο­μά­δα πλυ­μέ­να και σιδε­ρω­μέ­να. Έτσι θα έχει μια φρο­ντί­δα λιγό­τε­ρο ν’ αντι­με­τω­πί­σει. Και ειδι­κά μαγα­ζιά για μαντά­ρι­σμα ρού­χων θα της δώσουν την ευκαι­ρία να αφιε­ρώ­σει τα βρά­δια της σέ δια­φω­τι­στι­κό διά­βα­σμα σέ υγιει­νή ανα­ψυ­χή, αντί να τα περ­νά­ει όπως τώρα σέ εξου­θε­νω­τι­κή δου­λειά. Έτσι τα τέσ­σε­ρα τελευ­ταία καθή­κο­ντα που από­μει­ναν ακό­μα βάρος στην πλά­τη της γυναί­κας, όπως είδα­με πιο πάνω, θα εξα­φα­νι­στούν κι αυτά γρή­γο­ρα κάτω από το νικη­φό­ρο κομ­μου­νι­στι­κό καθεστώς.

Και η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα σίγου­ρα δεν θα έχει λόγο να μετα­νιώ­σει γι’ αυτό. Η κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία δεν θα έχει κάνει τίποτ’ άλλο από το να σπά­σει την οικια­κή δου­λεία της γυναί­κας για να κάνει την ζωή της πιο πλού­σια, πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νη, πιο ευτυ­χι­σμέ­νη και ελεύθερη.

XI. Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Αλλά τι θ’ απο­μεί­νει για την οικο­γέ­νεια όταν όλες αυτές οι δου­λειές του νοι­κο­κυ­ριού θα εξα­φα­νι­στούν; Έχου­με ακό­μα ν’ ασχο­λη­θού­με με τα παι­διά. Αλλά κι εδώ το κρά­τος των εργα­ζό­με­νων συντρό­φων θα έλθει να σώσει την οικο­γέ­νεια. Η κοι­νω­νία σιγά – σιγά θ’ ανα­λά­βει το βάρος που πέφτει ατούς γονείς. Κάτω από το καπι­τα­λι­στι­κό καθε­στώς η εκπαί­δευ­ση του παι­διού έπα­ψε να είναι καθή­κον των γονιών. Τα παι­διά τα διδά­σκουν σε σχο­λεία. Μόλις φτά­σει το παι­δί στην σχο­λι­κή ηλι­κία οι γονείς ανα­σαί­νουν πιο ελεύ­θε­ρα. Άπ’ αυτή τη στιγ­μή παύ­ει να είναι δική τους υπό­θε­ση η πνευ­μα­τι­κή ανά­πτυ­ξη του παιδιού.

Αλλά δεν τελειώ­νουν εκεί οι υπο­χρε­ώ­σεις της οικο­γέ­νειας για το παι­δί. Υπάρ­χει ακό­μα η υπο­χρέ­ω­ση να το ταΐ­σουν, να του αγο­ρά­σουν παπού­τσια, να το ντύ­σουν, να το κάνουν ειδι­κευ­μέ­νο και τίμιο εργά­τη που να μπο­ρεί, όταν έλθει η ώρα, να ζει τον εαυ­τό του και να συντη­ρεί τους γονείς του στα γερά­μα­τά τους. Η οικο­γέ­νεια του εργά­τη όμως σπά­νια μπο­ρεί να εκπλη­ρώ­σει όλες αυτές τις υπο­χρε­ώ­σεις για τα παι­διά της. Το χαμη­λό μερο­κά­μα­το δεν άφη­νε ούτε φαγη­τό να χορ­τά­σουν τα παι­διά, ενώ η έλλει­ψη ελεύ­θε­ρου χρό­νου δεν άφη­νε τους γονείς να δώσουν την προ­σο­χή που χρειά­ζε­ται για την μόρ­φω­σή της νέας γενιάς. Η οικο­γέ­νεια υπο­τί­θε­ται ότι ανά­τρε­φε τα παι­διά αλλά το κατά­φερ­νε στην πρά­ξη; Για την ακρί­βεια ο δρό­μος ανα­τρέ­φει τα παι­διά τού προλεταριάτου.

Τα παι­διά αυτά δεν ξέρουν τι θα πει οικο­γε­νεια­κή ατμό­σφαι­ρα, κάτι που εμείς χαι­ρό­μα­σταν ακό­μα με τους γονείς μας. Επι­πλέ­ον τα χαμη­λά μερο­κά­μα­τα των γονιών, η ανα­σφά­λεια, ακό­μα και η πεί­να, συχνά ανα­γκά­ζουν το παι­δί της προ­λε­τα­ρια­κής οικο­γέ­νειας να γίνει το ίδιο ανε­ξάρ­τη­τος εργά­της πριν καλά – καλά φτά­σει δέκα χρό­νων. Λοι­πόν, μόλις το παι­δί (αγό­ρι ή κορί­τσι) αρχί­σει να κερ­δί­ζει χρή­μα­τα, θεω­ρεί ότι έγι­νε κύριος του εαυ­τού του σε τέτοιο σημείο που τα λόγια και οι συμ­βου­λές των γονιών του παύ­ουν να έχουν επί­δρα­ση. Το κύρος των γονιών χάνε­ται και δεν υπάρ­χει υπακοή.

Καθώς οι σπι­τι­κές δου­λειές της οικο­γέ­νειας σβή­νουν μια – μια, όλες οι υπο­χρε­ώ­σεις συντή­ρη­σης και εκπαί­δευ­σης θα εκπλη­ρώ­νο­νται από την κοι­νω­νία στη θέση των γονιών. Κάτω από το καπι­τα­λι­στι­κό καθε­στώς, τα παι­διά ήταν συχνά, πολύ συχνά, ένα βαρύ κι ασή­κω­το φορ­τίο για την οικο­γέ­νεια του προλετάριου.

IX.ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Κι εδώ η κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία θα έλθει να βοη­θή­σει τους γονείς. Στη Σοβιε­τι­κή Ρωσία χάρη στις φρο­ντί­δες των υπουρ­γεί­ων Παι­δεί­ας και Κοι­νω­νι­κής Πρό­νοιας, γίνο­νται μεγά­λες πρό­ο­δοι και έχουν επι­τευ­χθεί ήδη πολ­λά για να διευ­κο­λύ­νουν το έργο της οικο­γέ­νειας στην ανα­τρο­φή και συντή­ρη­ση των παι­διών. Υπάρ­χουν ιδρύ­μα­τα για τα βρέ­φη, παι­δι­κοί σταθ­μοί, νηπια­γω­γεία, ανα­ρω­τή­ρια και κατα­σκη­νώ­σεις υγεί­ας για τα άρρω­στα παι­διά, εστια­τό­ρια, δωρε­άν γεύ­μα­τα και σχο­λεία, δωρε­άν βιβλία, ρού­χα και παπού­τσια για τους μαθητές.

Δεν είναι αυτά αρκε­τές απο­δεί­ξεις ότι το παι­δί ξεφεύ­γει από τον περιο­ρι­σμέ­νο κύκλο της οικο­γέ­νειας και το βάρος μετα­το­πί­ζε­ται από τους ώμους των γονιών σ’ αυτούς του συνό­λου; Η φρο­ντί­δα των γονιών για τα παι­διά χωρι­ζό­ταν σέ τρία δια­φο­ρε­τι­κά μέρη: 1) Η φρο­ντί­δα που αφιε­ρώ­νε­ται στα βρέ­φη, 2) η ανα­τρο­φή του παι­διού, 3) η εκπαί­δευ­ση του παι­διού. Όσο για την εκπαί­δευ­ση των παι­διών στο δημο­τι­κό και αργό­τε­ρα στο γυμνά­σιο και το πανε­πι­στή­μιο έχει γίνει καθή­κον του κρά­τους ακό­μα και στην καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία. Οι ασχο­λί­ες της εργα­τι­κής τάξης, οι συν­θή­κες ζωής της έκα­ναν επι­τα­κτι­κή ανά­γκη ακό­μα και για την καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία, τη δημιουρ­γία παι­δι­κών σταθ­μών, ιδρυ­μά­των κλπ.

Όσο περισ­σό­τε­ρο συνει­δη­το­ποι­ή­σουν τα δικαιώ­μα­τά τους οι εργά­τες, όσο καλύ­τε­ρα ήταν οργα­νω­μέ­νοι σ’ ένα κρά­τος, τόσο έδει­χνε να ενδια­φέ­ρε­ται η κοι­νω­νία για την ανα­κού­φι­ση της οικο­γέ­νειας από την φρο­ντί­δα των παι­διών. Αλλά η αστι­κή κοι­νω­νία φοβό­ταν να προ­χω­ρή­σει πολύ σ’ αυτό το θέμα ικα­νο­ποί­η­σης της εργα­τι­κής τάξης, μήπως και μ’ αυτό τον τρό­πο συνει­σφέ­ρει στην απο­σύν­θε­ση της οικο­γέ­νειας. Οι ίδιοι οι καπι­τα­λι­στές δεν αγνο­ούν το γεγο­νός ότι η παλιά οικο­γέ­νεια, με τη γυναί­κα σκλά­βα και τον άντρα υπεύ­θυ­νο για τη συντή­ρη­ση της οικο­γέ­νειας είναι το καλύ­τε­ρο διπλό για να πνί­ξουν την προ­λε­τα­ρια­κή προ­σπά­θεια για ελευ­θε­ρία, ν’ απο­δυ­να­μώ­σουν το επα­να­στα­τι­κό πνεύ­μα του εργα­ζό­με­νου άντρα και της εργα­ζό­με­νης γυναίκας.

Η ανη­συ­χία για την οικο­γέ­νεια του χαλα­ρώ­νει την γρο­θιά του εργά­τη, τον ανα­γκά­ζει να αψι­μα­χεί διστα­κτι­κά με το κεφά­λαιο. Και τι δεν θα δεχτούν ο πατέ­ρας και η μάνα όταν τα παι­διά τους πει­νά­νε… Αντί­θε­τα με την καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία, που δεν μπό­ρε­σε να μετα­τρέ­ψει τη μόρ­φω­ση της νεο­λαί­ας σε πραγ­μα­τι­κή κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία, κρα­τι­κή δου­λειά, η κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία θα δει την κοι­νω­νι­κή παι­δεία της νέας γενιάς σαν την ίδια την βάση των νόμων και των εθί­μων της, σαν τον θεμέ­λιο λίθο της νέας δομής.

Η οικο­γέ­νεια του παρελ­θό­ντος, μικρή και στε­νή, με τους καυ­γά­δες των γονιών, με το απο­κλει­στι­κό ενδια­φέ­ρον στα δικά της παι­διά, δεν θα πλά­σει τον άνθρω­πο της αυρια­νής κοι­νω­νί­ας. Τον νέο άνθρω­πο στη νέα μας κοι­νω­νία θα τον πλά­σουν οι κοι­νω­νι­κές οργα­νώ­σεις, όπως οι παι­δι­κές χαρές, οι κήποι, οι σταθ­μοί και πολ­λά άλλα τέτοια ιδρύ­μα­τα, όπου θα περ­νά­ει το παι­δί το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της μέρας του και όπου φωτι­σμέ­νοι εκπαι­δευ­τι­κοί θα τον κάνουν πολί­τη με συναί­σθη­ση του μεγα­λεί­ου αυτού του ιερού μοτί­βου: αλλη­λεγ­γύη, συντρο­φι­κό­τη­τα, αλλη­λο­βο­ή­θεια, αφιέ­ρω­ση στη συλ­λο­γι­κή ζωή…

XIII. ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΑ ΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΖΗΝ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ

Αλλά τώρα που έφυ­γε η ανα­τρο­φή και η εκπαί­δευ­ση τι θ’ απο­μεί­νει από αυτά τα καθή­κο­ντα της οικο­γέ­νειας για τα παι­διά της; Αφού θα έχει απαλ­λα­γεί κι από το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της υλι­κής φρο­ντί­δας, τι άλλο θ’ απο­μεί­νει από την φρο­ντί­δα του μωρού, που χρειά­ζε­ται την προ­σο­χή της μητέ­ρας του και γαν­τζώ­νε­ται στη φού­στα της για να μάθει να περ­πα­τά… Κι εδώ πάλι το κομ­μου­νι­στι­κό κρά­τος σπεύ­δει σε βοή­θεια της εργα­ζό­με­νης μητέρας.

Η γυναί­κα με το μωρό στην αγκα­λιά δεν θα σκύ­βει πλέ­ον κάτω από το βάρος της φρο­ντί­δας. Το εργα­τι­κό κρά­τος ανα­λαμ­βά­νει το καθή­κον να εξα­σφα­λί­σει τα προς το ζειν για κάθε μητέ­ρα, παντρε­μέ­νη ή όχι, όσο διά­στη­μα θηλά­ζει το μωρά, να δημιουρ­γή­σει παντού «οίκους μητρό­τη­τας», να ιδρύ­σει σέ κάθε πόλη και χωριό, ημε­ρή­σιους παι­δι­κούς σταθ­μούς και άλλα παρό­μοια, για να επι­τρέ­πει έτσι στη γυναί­κα να είναι χρή­σι­μη για το κρά­τος και συγ­χρό­νως να είναι μητέρα.

XIV. ΟΧΙ ΠΙΑ ΑΛΥΣΙΔΑ Ο ΓΑΜΟΣ

Ας καθη­συ­χά­σου­με την εργα­ζό­με­νη μητέ­ρα. Η κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία δεν σκο­πεύ­ει να πάρει τα παι­διά από τους γονείς, ούτε ν’ αρπά­ξει το μωρό από την αγκα­λιά της μητέ­ρας. Ούτε σκο­πεύ­ει να κατα­φύ­γει στην βία για να κατα­στρέ­ψει την οικο­γέ­νεια. Τίπο­τα τέτοιο. Δεν είναι αυτοί οι στό­χοι της κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας. Τι παρα­τη­ρού­με σήμε­ρα; Η οικο­γέ­νεια δια­λύ­ε­ται. Λίγο – λίγο απε­λευ­θε­ρώ­νε­ται από όλες τις σπι­τι­κές εργα­σί­ες που παλιά ήταν οι κολώ­νες που στή­ρι­ζαν την οικο­γέ­νεια σαν κοι­νω­νι­κή μονά­δα. Το νοι­κο­κυ­ριό; Φαί­νε­ται να έχει ξεπε­ρα­στεί. Τα παι­διά; Οι προ­λε­τά­ριοι γονείς ήδη δεν μπο­ρούν να τα φρο­ντί­σουν. Δεν μπο­ρούν να τους εξα­σφα­λί­σουν ούτε δια­τρο­φή, ούτε μόρφωση.

Σ’ αυτές τις συν­θή­κες και οι γονείς και τα παι­διά υπο­φέ­ρουν το ίδιο. Η κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία λοι­πόν πλη­σιά­ζει τον εργα­ζό­με­νο άντρα και την εργα­ζό­με­νη γυναί­κα και τους λέει: «Είσα­στε νέοι, αγα­πιό­σα­στε. Η ευτυ­χία είναι δικαί­ω­μα όλων. Λοι­πόν ζήστε τη ζωή. Μην απο­φεύ­γε­τε την ευτυ­χία… Μην φοβά­στε τον γάμο, έστω κι αν ο γάμος ήταν πράγ­μα­τι μια αλυ­σί­δα για τον εργα­ζό­με­νο της καπι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας. Πάνω άπ’ όλα, μη φοβά­στε, έτσι γεμά­τοι νιά­τα και υγεία, να δώσε­τε στη χώρα σας και­νούρ­γιους εργά­τες, και­νούρ­για παι­διά. Η κοι­νω­νία των εργα­τών χρειά­ζε­ται νέες εργα­τι­κές δυνά­μεις. Χαι­ρε­τί­ζει κάθε και­νούρ­γιο νεο­γέν­νη­το. Και μην ανη­συ­χεί­τε για το μέλ­λον του παι­διού σας. Δεν θα γνω­ρί­σει ούτε πεί­να, ούτε κρύο. Δεν θα είναι δυστυ­χι­σμέ­νο, ούτε παρα­με­λη­μέ­νο, όπως θα ήταν στην καπι­τα­λι­στι­κή κοινωνία.

Δια­τρο­φή και φρο­ντί­δα είναι εξα­σφα­λι­σμέ­να για την μητέ­ρα και το παι­δί, από την στιγ­μή που θα γεν­νη­θεί Το παι­δί θα το ταΐ­σει, θα το ανα­θρέ­ψει, θα το μορ­φώ­σει ή φρο­ντί­δα της κομ­μου­νι­στι­κής πατρί­δας. Αλλά η πατρί­δα αυτή δεν θ’ αρπά­ξει το παι­δί από τους γονείς που θέλουν να συμ­με­τά­σχουν στην μόρ­φω­σή του.

Η κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία θα ανα­λά­βει όλες τις υπο­χρε­ώ­σεις για την εκπαί­δευ­ση του παι­διού, αλλά οι πατρι­κές χαρές, ή μητρι­κή ικα­νο­ποί­η­ση, αυτά δεν θα αφαι­ρε­θούν από τους ανθρώ­πους που είναι ικα­νοί να νοιώ­σουν και να κατα­λά­βουν αυτές τις χαρές». Μπο­ρού­με να το που­με αυτό βίαιη κατα­στρο­φή της οικο­γέ­νειας ή χώρι­σμα με το ζόρι μητέ­ρας και παιδιού;

XV. Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΕΝΩΣΗ ΣΤΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑΣ

Δεν μπο­ρού­με ν’ αγνο­ή­σου­με το γεγο­νός. Ο παλιός τύπος οικο­γέ­νειας έχει φάει τα ψωμιά του. Δεν φταί­ει το Κομ­μου­νι­στι­κό Κρά­τος γι’ αυτό. Είναι απο­τέ­λε­σμα που προ­κύ­πτει από τις και­νούρ­γιες συν­θή­κες ζωής. Η οικο­γέ­νεια παύ­ει να είναι ανα­γκαία για το κρά­τος, όπως ήταν στο παρελ­θόν. Αντί­θε­τα είναι κάτι χει­ρό­τε­ρο από άχρη­στη, αφού εμπο­δί­ζει την εργα­ζό­με­νη γυναί­κα από το να προ­σφέ­ρει μια πιο παρα­γω­γι­κή και πολύ πιο σοβα­ρή εργα­σία. Αλλά και για τα ίδια τα μέλη της οικο­γέ­νειας έχει πάψει να είναι απα­ραί­τη­το το παλιό σχή­μα, μια και το καθή­κον για την ανα­τρο­φή των παι­διών, που ήταν παλιά καθή­κον της οικο­γέ­νειας, περ­νά­ει όλο και πιο πολύ στα χέρια του συνόλου.

Αλλά πάνω στα ερεί­πια της παλιάς οικο­γέ­νειας, γρή­γο­ρα θα δού­με να υψώ­νε­ται ένα νέο σχή­μα που θα συμπε­ρι­λαμ­βά­νει τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κές σχέ­σεις ανά­με­σα σέ άντρες και γυναί­κες και που θα είναι μια ένω­ση συμπά­θειας και συντρο­φι­κό­τη­τας, μια ένω­ση δύο ισο­δύ­να­μων ανθρώ­πων της κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας, που θα είναι και οι δυο λεύ­τε­ροι, ανε­ξάρ­τη­τοι και εργα­ζό­με­νοι. Όχι άλλο οικια­κή δου­λεία για τις γυναί­κες. Όχι άλλο ανι­σό­τη­τα μέσα στην οικο­γέ­νεια. Όχι άλλο να φοβά­ται η γυναί­κα ότι θα μεί­νει χωρίς υπο­στή­ρι­ξη ή βοή­θεια με μωρά στην αγκα­λιά, αν την εγκα­τα­λεί­ψει ο άντρας της. Η γυναί­κα στην κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία δεν εξαρ­τά­ται πιά από τον άντρα της αλλά από τη δου­λειά της. Δεν θα την συντη­ρεί ο άντρας της αλλά τα ρωμα­λέα μπρά­τσα της. Δεν θα αγω­νία άλλο για τα μέλ­λον των παι­διών της. Το κρά­τος των εργα­τών θα ανα­λά­βει την ευθύ­νη γι’ αυτά.

Ο γάμος θα εξα­γνι­στεί άπ’ όλα τα υλι­κά στοι­χεία, από χρη­μα­τι­κούς υπο­λο­γι­σμούς, που απο­τε­λούν κακό ψεγά­δι στην οικο­γε­νεια­κή ζωή της επο­χής μας. Ο γάμος από δω και πέρα θα μετα­μορ­φω­θεί σε μια υπέ­ρο­χη ένω­ση δύο πνευ­μα­τι­κών ανθρώ­πων, ερω­τευ­μέ­νων, που θα πιστεύ­ουν ο ένας στον άλλο.

Αυτού του είδους η ένω­ση υπό­σχε­ται σέ κάθε εργα­ζό­με­νο άντρα και γυναί­κα την πιο ολο­κλη­ρω­τι­κή ευτυ­χία, την μεγα­λύ­τε­ρη ικα­νο­ποί­η­ση που μπο­ρεί να νοιώ­σουν πλά­σμα­τα που έχουν συνεί­δη­ση του εαυ­τού τους και της ζωής που τα περι­βάλ­λει. Αυτή την ελεύ­θε­ρη ένω­ση, δυνα­μω­μέ­νη με την συντρο­φι­κό­τη­τα που την εμπνέ­ει, αντί για την συζυ­γι­κή δου­λεία του παρελ­θό­ντος, προ­σφέ­ρει σέ άντρες και γυναί­κες η αυρια­νή κομ­μου­νι­στι­κή κοινωνία.

Έτσι και μετα­μορ­φω­θούν οι συν­θή­κες εργα­σί­ας και αυξη­θεί η υλι­κή ασφά­λεια της εργα­ζό­με­νης γυναί­κας και αφού ό γάμος, έτσι όπως τον τελού­σε ή εκκλη­σία — αυτός ο λεγό­με­νος αδιά­λυ­τος γάμος που κατά βάθος ήταν απλώς απά­τη — αφού λοι­πόν αυτός ο γάμος θα δώσει την θέση του στην ελεύ­θε­ρη και τίμια ένω­ση του άντρα και της γυναί­κας, που είναι ερα­στές και σύντρο­φοι, μια άλλη επαί­σχυ­ντη μάστι­γα θα εξα­φα­νι­στεί επί­σης, ένα άλλο φοβε­ρό κακό που είναι κηλί­δα πάνω στην ανθρω­πό­τη­τα και που πέφτει με όλο του το βάρος πάνω στην πει­να­σμέ­νη εργα­ζό­με­νη γυναί­κα — η πορνεία.

XVI. ΤΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΝΕΙΑ

Αυτό το κακό το χρω­στά­με στο οικο­νο­μι­κό σύστη­μα που ισχύ­ει τώρα, στην ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία. Όταν αυτή καταρ­γη­θεί, το εμπό­ριο των γυναι­κών θα εξα­φα­νι­στεί αυτό­μα­τα. Ας μην ανη­συ­χεί λοι­πόν η γυναί­κα της εργα­τι­κής τάξης που η οικο­γέ­νεια όπως είναι σήμε­ρα είναι κατα­δι­κα­σμέ­νη να σβή­σει. Καλά θα κάνει να χαι­ρε­τί­ζει με χαρά το γλυ­κο­χά­ρα­μα μιας κοι­νω­νί­ας νέας που θα απε­λευ­θε­ρώ­νει την γυναί­κα από την οικια­κή δου­λεία της, θα ξαλα­φρώ­σει το βάρος της μητρό­τη­τας και τελι­κά θα εξα­φα­νί­σει την πιο φοβε­ρή κατά­ρα που βαραί­νει την γυναί­κα, την πορνεία.

Η γυναί­κα που καλεί­ται να παλέ­ψει για το μεγά­λο σκο­πό, την απε­λευ­θέ­ρω­ση των εργα­τών — αυτή η γυναί­κα θα πρέ­πει να ξέρει ότι στο και­νούρ­γιο κρά­τος δεν θα υπάρ­χουν περι­θώ­ρια για μικρό­ψυ­χους δια­χω­ρι­σμούς, όπως ήταν παλιά: «Αυτά είναι δικά μου παι­διά’ σ’ αυτά χρω­στάω όλη μου τη μητρι­κή φρο­ντί­δα, όλη μου την στορ­γή. Εκεί­να είναι δικά σου παι­διά, παι­διά του γεί­το­να, δεν με

Αρκε­τά με απα­σχο­λούν τα δικά μου». Από δω και πέρα η μητέ­ρα – εργά­τρια, που έχει συνεί­δη­ση της κοι­νω­νι­κής της λει­τουρ­γί­ας, θ’ ανέ­βει στο σημείο που δε θα ξεχω­ρί­ζει πλέ­ον μετα­ξύ δικό μου και δικό σου. Πρέ­πει να θυμά­ται ότι από δω και πέρα υπάρ­χουν μόνο τα παι­διά μας, τα παι­διά της κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας που ανή­κουν σέ όλους.

XVII. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΑΝΤΡΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Το κρά­τος των εργα­τών χρειά­ζε­ται μια νέα μορ­φή σχέ­σε­ων ανά­με­σα στα δύο φύλα. Η στε­νή και απο­κλει­στι­κή στορ­γή της μητέ­ρας για τα δικά της παι­διά πρέ­πει να επε­κτα­θεί μέχρι που ν’ αγκα­λιά­ζει όλα τα παι­διά της μεγά­λης προ­λε­τα­ρια­κής οικο­γέ­νειας. Στη θέση του αδιά­λυ­του γάμου που βασι­ζό­ταν στη δου­λεία της γυναί­κας, θα δού­με να ανα­τέλ­λει η ελεύ­θε­ρη ένω­ση δυνα­μω­μέ­νη με την αγά­πη και την αλλη­λο­ε­κτί­μη­ση που θα νοιώ­θουν δυο μέλη της κοι­νω­νί­ας των εργα­τών με ίσα δικαιώ­μα­τα και ίσες υποχρεώσεις.

Στην θέση της ατο­μι­κής εγω­ι­στι­κής οικο­γέ­νειας θα ανα­τεί­λει μια μεγά­λη παγκό­σμια οικο­γέ­νεια των εργα­τών όπου όλοι οι εργά­τες, άντρες και γυναί­κες, θα είναι πάνω απ’ όλα αδέρ­φια και σύντρο­φοι. Τέτοιες θα είναι οι σχέ­σεις ανά­με­σα στους άντρες και τις γυναί­κες στην αυρια­νή κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία. Αυτές οι νέες σχέ­σεις θα εξα­σφα­λί­σουν στην ανθρω­πό­τη­τα όλες τις χαρές της λεγά­με­νης ελεύ­θε­ρης αγά­πης που θα την εξευ­γε­νί­ζει μια αλη­θι­νά κοι­νω­νι­κή ισό­τη­τα των ενδια­φε­ρο­μέ­νων, χαρές που ήταν άγνω­στες στην εμπο­ρι­κή κοι­νω­νία του καπι­τα­λι­στι­κού καθεστώτος.

Κάντε τόπο για παι­διά που θ’ ανθί­ζουν γεμά­τα υγεία. Κάντε τόπο για μια σφρι­γη­λή νεο­λαία που θ’ αρπά­ζει την ζωή και τις χαρές της χωρίς κατα­πί­ε­ση, μ’ ελεύ­θε­ρα συναι­σθή­μα­τα. Αυτό είναι το σύν­θη­μα της κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας. Στο όνο­μα της ισό­τη­τας της ελευ­θε­ρί­ας και της αγά­πης, καλού­με τις εργα­ζό­με­νες γυναί­κες και τους εργα­ζό­με­νους άντρες, τις αγρό­τισ­σες και τους αγρό­τες, να ανα­λά­βουν με θάρ­ρος και πίστη την ανα­διορ­γά­νω­ση της ανθρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας με σκο­πό να την κάνουν πιο τέλεια, πιο δίκαιη και πιο ικα­νή να εξα­σφα­λί­σει για τον καθέ­να την ευτυ­χία που του αξίζει.

Η κόκ­κι­νη σημαία της κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης που θα σκε­πά­σει ύστερ’ από την Ρωσία και τις άλλες χώρες του κόσμου, ήδη μάς αναγ­γέλ­λει ότι πλη­σιά­ζει ο επί­γειος παρά­δει­σος τον όποιο φιλο­δο­ξού­σε να φτά­σει η ανθρω­πό­τη­τα εδώ και αιώνες.

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο