Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Αναπαράσταση» — Το έγκλημα πίσω από την πολυβραβευμένη ταινία του Θ. Αγγελόπουλου

Της Τόνιας Α. Μανια­τέα  //

Χει­μώ­νας 1970. Νοέμ­βριος. Χού­ντα. Ένας νεα­ρός φέρελ­πις σκη­νο­θέ­της περι­μέ­νει με αγω­νία την προ­βο­λή της πρώ­της μεγά­λου μήκους ται­νί­ας του στο 11ο Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ο εθι­μι­κά αλλά ουσια­στι­κά απαι­τη­τι­κός εξώ­στης της αίθου­σας προ­βο­λών, στο μέγα­ρο της Εται­ρεί­ας Μακε­δο­νι­κών Σπου­δών, θα τον επι­βρα­βεύ­σει πρώ­τος με ασυ­γκρά­τη­το χει­ρο­κρό­τη­μα και κραυ­γές ενθου­σια­σμού, προ­α­ναγ­γέλ­λο­ντας τον θρί­αμ­βο. Η ται­νία θα σαρώ­σει τα βρα­βεία. Καλύ­τε­ρης ται­νί­ας, σκη­νο­θε­σί­ας, φωτο­γρα­φί­ας, α΄ γυναι­κεί­ου ρόλου και κρι­τι­κών. Η Θεσ­σα­λο­νί­κη θα είναι η αρχή μίας ένδο­ξης δια­δρο­μής. Όχι μόνον του κινη­μα­το­γρα­φι­κού δημιουρ­γού, που θα συστή­σει με τα καλύ­τε­ρα δια­πι­στευ­τή­ρια την Ελλά­δα στο εξω­τε­ρι­κό, αλλά και μίας ολό­κλη­ρης επο­χής ανα­βα­πτι­σμέ­νου σινε­μά, που θα κάνει πια το μεγά­λο άλμα έξω από τις συμ­βά­σεις και τα στε­ρε­ο­τυ­πι­κά πρό­τυ­πα. Της επο­χής του νέου ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου. Ο Θόδω­ρος Αγγε­λό­που­λος με αυτήν τη ληξιαρ­χι­κή πρά­ξη γέν­νη­σης της λαμπε­ρής καριέ­ρας του, την ται­νία με τον τίτλο «Ανα­πα­ρά­στα­ση», θα βρα­βευ­τεί και σε μεγά­λες διορ­γα­νώ­σεις της Γαλ­λί­ας και του Βερο­λί­νου. Τα σενά­ριά του θα καθιε­ρώ­σουν τη φλύ­α­ρη σιω­πή, οι εικό­νες του θα ανα­δεί­ξουν την πολι­τι­κή, ιστο­ρι­κή ακό­μη και φιλο­σο­φι­κή αλή­θεια. Ο Αγγε­λό­που­λος θα γίνει ο ποι­η­τής του σινε­μά, που με την εικα­στι­κή ματιά του θα δημιουρ­γή­σει ται­νί­ες με αρμο­νία και υπαρ­ξια­κό βάθος.

ΕΝΑ ΣΤΥΓΕΡΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Και να σκε­φτεί κανείς, ότι η «Ανα­πα­ρά­στα­ση» δεν ήταν παρά η «ποι­η­τι­κή» μετα­φο­ρά στο σινε­μά ενός πραγ­μα­τι­κού φονι­κού, που είχε γίνει μόλις πριν δύο χρό­νια σε κάποιον ημιο­ρει­νό οικι­σμό της Θεσπρω­τί­ας. «Πήγα στον τόπο που είχε γίνει το έγκλη­μα και κάθι­σα στο καφε­νείο» θα διη­γη­θεί σε κάποια συνέ­ντευ­ξή του ο σκη­νο­θέ­της. «Οι ντό­πιοι ντρέ­πο­νταν γι αυτό που είχε συμ­βεί. Μαζεύ­τη­καν σε μία γωνιά και με κοί­τα­ζαν ακί­νη­τοι. Κατά­λα­βα ότι έπρε­πε να φύγω και να ανα­ζη­τή­σω αλλού τον μίτο…». Κίνη­σε για τα Ζαγό­ρια και το ίδιο από­γευ­μα, με μου­ντά­δα και ψιλό­βρο­χο, έφτα­σε στη Βίτσα. «Στους δρό­μους κανείς. Μόνο κάτι μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νες γυναί­κες χάνο­νταν σαν οπτα­σί­ες πίσω από τους τοί­χους των σπι­τιών τους, που από την υγρα­σία είχαν γίνει κατά­μαυ­ροι. Το μαύ­ρο πάνω στο μαύ­ρο! Εκπλη­κτι­κό πράγ­μα! Στο καφε­νείο του χωριού ένας γέρος μονά­χος του. Τρα­γου­δού­σε “μωρή κοντού­λα λεμο­νιά με τα πολ­λά λεμό­νια…”».

Το έγκλη­μα στο ηπει­ρώ­τι­κο χωριό είχε όλα τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά ενός αρχε­τυ­πι­κού φονι­κού, σαν αυτά που έρχο­νται από το μέγα βάθος του χρό­νου. Ένα ανδρό­γυ­νο, ένας ερα­στής, ένα έγκλη­μα. Πάθος, πόθος, μίσος, οργή, δυνα­τά συναι­σθή­μα­τα από κατα­βο­λής κόσμου, αν σκε­φτεί κανείς ότι έναν δυνά­μει δολο­φό­νο κρύ­βου­με μέσα μας όλοι οι άνθρωποι…

Σαν άλλοι Κλυ­ται­μνή­στρα και Αίγι­σθος η Αγγε­λι­κή Πάντου και ο ερα­στής της Κώστας Τζώρ­τζης (οικο­γε­νειάρ­χης με τρία παι­διά), λοι­πόν, απο­φα­σί­ζουν να ξεφορ­τω­θούν το εμπό­διο στη σχέ­ση τους. Τον σύζυ­γο Χαρί­ση Πάντο. Τα σπί­τια του οικι­σμού είναι λιγο­στά και οι κάτοι­κοι ‑μόλις που ξεπερ­νούν τους εκα­τό- ηλι­κιω­μέ­νοι και γυναι­κό­παι­δα. Βλέ­πεις, οι άντρες στην παρα­γω­γι­κή ηλι­κία έχουν μετα­να­στεύ­σει στις μεγά­λες πόλεις ή στο εξω­τε­ρι­κό, που έχει δου­λειά. Ο Χαρί­σης, έτσι κι αλλιώς, ό,τι έχει επι­στρέ­ψει από τη Γερ­μα­νία. Φεύ­γει, δου­λεύ­ει μερι­κά χρό­νια, κάνει κομπό­δε­μα, επι­στρέ­φει κι ύστε­ρα ξανα­φεύ­γει και πάλι από την αρχή. Όλα για το σπι­τι­κό του. Για κεί­νη και τα τέσ­σε­ρα παι­διά τους, 8, 11, 13 και 14 χρό­νων. Πάντως, αυτά τα πήγαιν΄ έλα του μετα­νά­στη, έχουν βολέ­ψει πολύ τους δύο ερα­στές. Τον Απρί­λιο του ’68, λοι­πόν, δεί­χνει να είναι μία τέτοια επο­χή, που ο Πάντος έχει φύγει πάλι για τη Γερ­μα­νία. Το χωριό τον χάνει, όλοι υπο­θέ­τουν πως πήγε για νέο κομπό­δε­μα. Μόνο η χήρα του απο­θα­νό­ντος αδελ­φού του, η Λαμπρι­νή, δεν πιστεύ­ει ότι ο κου­νιά­δος της έφυ­γε. Εκεί­νη είναι πεπει­σμέ­νη ότι κάτι άσχη­μο του συνέ­βη. Κι έτσι, την Κυρια­κή των Βαΐ­ων του ’68, 15 Απρι­λί­ου, ξεκι­νά­ει με τα πόδια για το κοντι­νό­τε­ρο χωριό, στα οκτώ χιλιό­με­τρα, όπου υπάρ­χει σταθ­μός της χωρο­φυ­λα­κής, για να δηλώ­σει την εξα­φά­νι­ση του Χαρί­ση και τις υπο­ψί­ες της ότι τον σκό­τω­σαν η γυναί­κα του και ο ερα­στής της. Η καταγ­γε­λία είναι σοβα­ρή και οι έρευ­νες ξεκι­νούν. Οι χωρο­φύ­λα­κες βρί­σκουν ότι ο εξα­φα­νι­σθείς είχε αγο­ρά­σει εισι­τή­ριο λεω­φο­ρεί­ου για τα Γιάν­νε­να και εντο­πί­ζουν και το ξενο­δο­χείο, όπου κατέ­λυ­σε για λίγες μέρες. Μάλι­στα, η σύζυ­γός του, η Αγγε­λι­κή, παρου­σιά­ζει και ένα γράμ­μα του, που της είχε στεί­λει την επί­μα­χη περί­ο­δο από τα Γιάν­νε­να και στο οποίο της ανέ­φε­ρε ότι έφυ­γε από το χωριό με προ­ο­ρι­σμό τη Γερ­μα­νία. Οι έρευ­νες παγώ­νουν, αλλά η Λαμπρι­νή επι­μέ­νει. «Για όνο­μα του Θεού, ψάξ­τε! Ψάξ­τε παντού! Η ψυχή μου λέει ότι τον χαλά­σα­νε!». Ένας νέος κύκλος ερευ­νών ξεκι­νά και αυτήν τη φορά θα είναι παρα­γω­γι­κό­τε­ρος καθώς απο­δει­κνύ­ε­ται η παρά­νο­μη σχέ­ση της Αγγε­λι­κής με τον Τζώρ­τζη και επι­πλέ­ον ότι 1) από τον τρα­πε­ζι­κό λογα­ρια­σμό του, λίγο πριν εξα­φα­νι­σθεί, ο Πάντος είχε αφαι­ρέ­σει μόλις 2.000 δρχ. για ένα δαπα­νη­ρό ταξί­δι ίσα­με τη Γερ­μα­νία, μέσω Ιωαν­νί­νων 2) δεν είχε απο­σύ­ρει ποσό για τα έξο­δα της οικο­γέ­νειας του αδελ­φού του, όπως συνή­θι­ζε να κάνει πριν ταξι­δέ­ψει για το εξω­τε­ρι­κό 3) στο δελ­τίο δια­νυ­κτε­ρεύ­σε­ων του ξενο­δο­χεί­ου στα Γιάν­νε­να, πράγ­μα­τι, είχε εμφα­νι­στεί ένας άνδρας με αυτό το όνο­μα, αλλά μαζί του ήταν και μία γυναί­κα, την οποία είχε δηλώ­σει ως σύζυ­γό του με το όνο­μα Όλγα!

Οι χωρο­φύ­λα­κες καλούν τους ερα­στές στο τμή­μα. Κατά την ανά­κρι­ση «σπά­νε» και ομο­λο­γούν το έγκλη­μά τους, το οποίο ‑όπως λένε- ανα­γκά­στη­καν να κάνουν, όταν ο Πάντος τους έπια­σε στα πρά­σα και τους απεί­λη­σε με μαχαί­ρι. Στην ανα­πα­ρά­στα­ση θα απο­κα­λυ­φθεί ότι το έγκλη­μα ήταν καλά προ­με­λε­τη­μέ­νο. Το εισι­τή­ριο για τα Γιάν­νε­να είχε εκδώ­σει στο όνο­μα του δολο­φο­νη­θέ­ντος ο Τζώρ­τζης και στο ξενο­δο­χείο των Ιωαν­νί­νων πήγαν ο ίδιος με την Αγγε­λι­κή για να ταχυ­δρο­μή­σουν από εκεί το δήθεν γράμ­μα του Χαρί­ση. Αλλά όταν ρωτή­θη­κε για το όνο­μα της συζύ­γου του, ο Τζώρ­τζης εκ παρα­δρο­μής ανέ­φε­ρε το όνο­μα της δικής του, της Όλγας.

…ΣΠΑΣΤΕ ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΤΟΥΣ, ΝΤΡΟΠΙΑΣΑΝ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ…

Οι ερα­στές είχαν πνί­ξει τον Χαρί­ση με θηλιά βου­τηγ­μέ­νη σε λάδι και είχαν θάψει τη σορό του στην αυλή του σπι­τιού της οικο­γέ­νειας Πάντου, έξω από το παρά­θυ­ρο του δωμα­τί­ου των παι­διών, σε λάκ­κο που το ίδιο το θύμα είχε σκά­ψει την προη­γού­με­νη μέρα για να γεμί­σει με ασβέ­στη! Πάνω από το θαμ­μέ­νο σώμα φόνισ­σα και φονιάς φύτε­ψαν κρεμ­μυ­δά­κια και μία κυδωνιά!

Οι φιλή­συ­χοι κάτοι­κοι του ειδυλ­λια­κού οικι­σμού πήζουν τυρί από τα κοπά­δια τους, σπέρ­νουν λίγο στά­ρι σε καμία λου­ρί­δα γης που την έχουν ημε­ρέ­ψει με πολύ κόπο, ραβδί­ζουν τα αναι­μι­κά τους ελαιό­δε­ντρα και κατη­φο­ρί­ζουν για να κανέ­να μερο­κά­μα­το στον κάμπο. Οι άντρες ξενι­τεύ­ο­νται, στη Γερ­μα­νία οι πιο πολ­λοί και στην Αυστρα­λία όσοι μπο­ρέ­σουν. Οι γυναί­κες ανα­σταί­νουν ένα τσούρ­μο παι­διά και κοι­τά­ζουν συνε­χώς προς τον δρό­μο που ξεκι­νά­ει από τον κάμπο, μήπως φανεί ο ταχυ­δρό­μος. Στον ειδυλ­λια­κό οικι­σμό δεν έχει ξανα­γί­νει έγκλημα…

Αυτήν την επο­χή, η καθη­με­ρι­νό­τη­τα του χωριού, που τόσο γλα­φυ­ρά περι­γρά­φει το περιο­δι­κό «Εικό­νες», στο τεύ­χος του της 10ης Μαΐ­ου 1968, είναι συνή­θης στην ελλη­νι­κή περι­φέ­ρεια. Η ζωή είναι δύσκο­λη, το ψωμί πικρό, ο ξενι­τε­μός χωρί­ζει οικο­γέ­νειες, τα παι­διά μεγα­λώ­νουν με κόπο και θυσί­ες. Όμως το χωριό είναι μία γρο­θιά. Ο ένας πονά­ει τον άλλον και στα δύσκο­λα του στέ­κε­ται. Το ανά­θε­μα για την παρε­κτρο­πή δεν λογί­ζε­ται σαν αγα­νά­κτη­ση, αλλά περί­που σαν υπο­χρέ­ω­ση απέ­να­ντι στην ύβρι… Άλλω­στε, ο Χαρί­σης Πάντος ήταν ο αγα­πη­μέ­νος όλων. Άνθρω­πος ήρε­μος, συντρέ­χτης, βοη­θού­σε όποιον είχε ανά­γκη, πονού­σε τον συγ­χω­ρια­νό του, όπως κατέ­θε­σαν στους χωρο­φύ­λα­κες οι χωριανοί.

Στην ανα­πα­ρά­στα­ση του εγκλή­μα­τος στον τόπο που αυτό έγι­νε μαζεύ­τη­κε όλο το χωριό. «Σπά­στε τα κεφά­λια τους! Πάρ­τε πέτρες! Μεγά­λη ντρο­πή έγι­νε στον τόπο μας!» φώνα­ζαν, ορμώ­ντας να λιν­τσά­ρουν πρώ­τα την Αγγε­λι­κή κι έπει­τα τον ερα­στή και συνερ­γό της.

Εκεί­νη, πάντως, σε συνέ­ντευ­ξή της στην εφημ. «Απο­γευ­μα­τι­νή» είπε ότι το θύμα την παρα­με­λού­σε και την έδερ­νε. Ότι κάθε τόσο έφευ­γε στη Γερ­μα­νία και την άφη­νε μόνη με τα παι­διά. «Εγώ ήμου­να γυναί­κα θερ­μή. Φυσι­κή συνέ­πεια να βρω έναν άλλον. Το λοι­πόν, βρή­κα τον Τζώρ­τζη. Βέβαια, εγώ του πρό­τει­να να σκο­τώ­σου­με τον μακα­ρί­τη κι εκεί­νος δέχθη­κε. Πανά­θε­μά τον… Και άντε, εγώ τρε­λά­θη­κα και ήθε­λα να κάμω έγκλη­μα. Εκεί­νος δεν έπρε­πε να με συγκρα­τή­σει; Έπρε­πε. Άρα εγώ είμαι αθώα και φταί­ει εκείνος…».

Το φονι­κό στον ηπει­ρώ­τι­κο οικι­σμό συντά­ρα­ξε το πανελ­λή­νιο. Συγκέ­ντρω­νε όλα τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά ενός εγκλή­μα­τος ειδε­χθούς, που εκπο­ρεύ­τη­κε από ταπει­νό (και κυρί­ως, παρά­νο­μο) πάθος και φτη­νό υπο­λο­γι­σμό, συντε­λέ­στη­κε σε μία κλει­στή, συντη­ρη­τι­κή, φιλει­ρη­νι­κή κοι­νω­νία της… Ελλά­δας των Ελλή­νων Χρι­στια­νών, κι επι­χει­ρή­θη­κε να συγκα­λυ­φθεί με τρό­πο δόλιο και χυδαίο.

Παρό­τι ο Αγγε­λό­που­λος μετέ­φε­ρε με από­λυ­τη ακρί­βεια στη μεγά­λη οθό­νη τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του φονι­κού, δεν επέ­λε­ξε να το παρου­σιά­σει ως τυπι­κή αστυ­νο­μι­κή υπό­θε­ση. Δίνο­ντας το στίγ­μα μίας ματιάς, που θα του φέρει κατό­πιν τις δια­κρί­σεις στο παγκό­σμιο σινε­μά, ο σκη­νο­θέ­της, μέσα από το έγκλη­μα, ανέ­δει­ξε τα κοι­νω­νι­κά δεδο­μέ­να της επο­χής. Την εγκα­τά­λει­ψη, το μαρά­ζω­μα και την απο­μό­νω­ση της περι­φέ­ρειας, τον ξενι­τε­μό των ανδρών στην παρα­γω­γι­κή ηλι­κία τους, τη μονα­ξιά των γυναι­κών στον έναν και μόνο ρόλο τους ως μανά­δων, την τρα­χύ­τη­τα και τον κυνι­σμό της σκλη­ρής καθη­με­ρι­νό­τη­τας, τον συντη­ρη­τι­σμό της επαρ­χια­κής κοι­νω­νί­ας, την αδυ­να­μία της εξου­σί­ας να αντι­λη­φθεί τα βαθύ­τε­ρα αίτια των απο­τρό­παιων πράξεων…

Με τα αργά πλά­να και την και­νο­τό­μα ροή της κινη­μα­το­γρά­φη­σης, που εκεί­νη την επο­χή οι κρι­τι­κοί απο­κα­λού­σαν «ασυ­νή­θι­στη για τα ελλη­νι­κά δεδο­μέ­να χρή­ση των κινη­μα­το­γρα­φι­κών κωδί­κων», ο Αγγε­λό­που­λος περιο­ρί­στη­κε στο ελά­χι­στο ανα­γκαίο για τη δια­τή­ρη­ση της σενα­ρια­κής συνέ­χειας. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, «άφη­σε τον ρόλο του πρω­τα­γω­νι­στή στον χώρο, που με τη συμ­βο­λή του οπε­ρα­τέρ παρου­σιά­στη­κε σαν ένα εγκα­τα­λειμ­μέ­νο νεκρο­τα­φείο, γεμά­το χαλά­σμα­τα. Οι κάτοι­κοι αυτού του χώρου ήταν μερι­κά απο­μει­νά­ρια από γέρους και παι­διά τυλιγ­μέ­να στη μιζέ­ρια…» θα γρά­ψει ο συγ­γρα­φέ­ας, σκη­νο­θέ­της και εκδό­της Γιάν­νης Σολδάτος.

Τα γυρί­σμα­τα της Ανα­πα­ρά­στα­σης έγι­ναν στα ηπει­ρώ­τι­κα χωριά Βίτσα και Μονο­δέν­δρι. Η ται­νία ανοί­γει και κλεί­νει με την ανδρι­κή φωνή που τρα­γου­δού­σε την «κοντού­λα λεμο­νιά», όταν ο Αγγε­λό­που­λος βρέ­θη­κε στον έρη­μο καφε­νέ του ορει­νού χωριού. Ο τόπος ανα­φο­ράς της ιστο­ρί­ας ανα­βα­πτί­στη­κε σε Τυμ­φαία και οι πρω­τα­γω­νι­στές έδρα­σαν με άλλα ονό­μα­τα. Το όνο­μα του οικι­σμού, όπου έγι­νε το φονι­κό και έφε­ρε τέτοια και τόση ανα­στά­τω­ση στους λιγο­στούς κατοί­κους του, δεν ανα­φέρ­θη­κε ποτέ. Ούτε και τώρα, στην ανα­δρο­μή του ΑΠΕ, κρί­νου­με σκό­πι­μο να ανα­φέ­ρου­με. Δεν έχει νόη­μα. Ο στιγ­μα­τι­σμός ήταν ένα φρού­το που πάντα ενδη­μού­σε στην Ελλά­δα. Πόσο μάλ­λον τότε, στην Ελλά­δα της χού­ντας των συνταγματαρχών…

Οι δύο ερα­στές δικά­στη­καν και κατα­δι­κά­στη­καν σε ισό­βια κάθειρ­ξη. Είκο­σι χρό­νια μετά, απο­φυ­λα­κί­στη­καν. Τα ίχνη τους, αν ζουν, αγνο­ού­νται. Κατά την προ­φυ­λά­κι­σή της στη Χωρο­φυ­λα­κή της Ηγου­με­νί­τσας, η Πάντου ζήτη­σε από τους δημο­σιο­γρά­φους να δώσουν στα παι­διά της ένα σύντο­μο γράμ­μα, όπου ασφα­λώς δεν ανέ­φε­ρε λέξη για την… ταμπα­κιέ­ρα. «Σας γλυ­κο­φι­λώ όλα με πολύ πόνο και με την καρ­διά μου. Θα σας παρα­κα­λέ­σω, εγώ η μάνα σας, να μην στε­να­χω­ριέ­στε» έγραφε.

ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

- Ξεχα­σμέ­να πρω­το­σέ­λι­δα / Ρεπορ­τάζ από τη νεο­ελ­λη­νι­κή μικροϊ­στο­ρία, Γ. Ράγκος (Εκδ. POLARIS, Αθή­να 2016)

- Ιστο­ρία του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, Γ. Σολ­δά­τος (Εκδ. ΝΕΦΕΛΗ, Αθή­να 1979)

- Το χρο­νι­κό του 20ού αι. (Εκδ. ΔΟΜΙΚΗ, Αθή­να 1994)

- Διε­θνές Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσσαλονίκης

- Αρχείο εφη­με­ρί­δων Τ. Α. Μανιατέα

 

Να ακου­στεί μέχρι τη Γάζα: ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο