Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανατόλι Β. Λουνατσάρσκι: Μαρξιστής επαναστάτης ‑ο πρώτος Μπολσεβίκος Υπουργός Παιδείας και θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος…

Καλή μελέτη μαθητή!

Ανα­τό­λι Β. Λου­να­τσάρ­σκι (1875, Poltava στον ποτα­μό Vorskla στην κεντρι­κή Ουκρα­νία – 1933, Mentone Alpes-Maritimes στην Προ­βη­γκία-Άλπεις της Γαλ­λι­κής Ριβιέ­ρας, κοντά στα ιτα­λι­κά σύνο­ρα) Μαρ­ξι­στής επα­να­στά­της και ο πρώ­τος Μπολ­σε­βί­κος Υπουρ­γός Παι­δεί­ας ως Σοβιε­τι­κός Κομι­σά­ριος καθώς επί­σης ενερ­γός θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κός, δοκι­μιο­γρά­φος και δημοσιογράφος.

Κατά την περί­ο­δο 1906–17 έζη­σε στο εξω­τε­ρι­κό (στο Παρί­σι και στην Ιτα­λία), οργα­νώ­νο­ντας τις ομά­δες Βπε­ριόντ (= Εμπρός) και Προ­λε­τα­ρια­κή Λογο­τε­χνία. Με την τελευ­ταία, θέλη­σε να συγκε­ρά­σει τις εμπει­ρί­ες του παρα­δο­σια­κού πνευ­μα­τι­κού πολι­τι­σμού με τα πρω­το­πο­ρια­κά κινήματα.

Εφάρ­μο­σε την ίδια στά­ση και κατά τη μακρό­χρο­νη περί­ο­δο στην οποία διε­τέ­λε­σε Επί­τρο­πος του Λαού για την Παι­δεία (1917–29, με εξαί­ρε­ση την περί­ο­δο 1927–28 που υπη­ρε­τού­σε ως πρέ­σβης στη Ρώμη), συμ­βάλ­λο­ντας απο­φα­σι­στι­κά στην άνθη­ση του σοβιε­τι­κού πνεύ­μα­τος. Το 1933 διο­ρί­στη­κε από τον Στά­λιν πλη­ρε­ξού­σιος υπουρ­γός της ΕΣΣΔ στην Ισπα­νία και έπει­τα στην Κοι­νω­νία των Εθνών. Έγρα­ψε σει­ρά φιλο­λο­γι­κών δοκι­μί­ων για το έργο Ρώσων συγ­γρα­φέ­ων, την Ιστο­ρία της δυτι­κής ευρω­παϊ­κής λογο­τε­χνί­ας στις πιο σημα­ντι­κές στιγ­μές της (1924) επί­σης θεα­τρι­κά έργα ιστο­ρι­κού περιε­χο­μέ­νου (Κρόμ­γου­ελ, Καμπα­νέ­λα κλπ).

Σπού­δα­σε στη Ζυρί­χη και κατά την επι­στρο­φή του στη Ρωσία συνε­λή­φθη δύο φορές και εξο­ρί­στη­κε στη Σιβη­ρία μέχρι το 1902. Το 1903 προ­σχώ­ρη­σε στην παρά­τα­ξη των μπολ­σε­βί­κων του τότε Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος με ηγέ­τη τον Λένιν.

Το 1899, επι­στρέ­φο­ντας στη Ρωσία, ανα­βί­ω­σε ‑παρά­νο­μα την Επι­τρο­πή Μόσχας του Ρωσι­κού Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος (RSDLP), τον κάρ­φω­σαν …συνε­λή­φθη, του επε­τρά­πη να εγκα­τα­στα­θεί στο Κίε­βο, αλλά συνε­λή­φθη ξανά και μετά από δέκα μήνες στη φυλα­κή στάλ­θη­κε στην Καλού­γκα, όπου εντά­χθη­κε σε έναν μαρ­ξι­στι­κό κύκλο (με Alexander Bogdanov, Vladimir Bazarov κά).

Το 1902, εξο­ρί­στη­κε στο χωριό Κου­σί­νοφ, όπου μοι­ρά­στη­κε ξανά την εξο­ρία του με τον Μπογκ­ντά­νοφ, την αδελ­φή του οποί­ου παντρεύτηκε.

Όταν το πρώ­το τεύ­χος της εφη­με­ρί­δας Iskra έφτα­σε εκεί οργά­νω­σε έναν μαρ­ξι­στι­κό κύκλο που διέ­νει­με παρά­νο­μη λογο­τε­χνία, ενώ έγρα­ψε και νόμι­μα κρι­τι­κή θεά­τρου για μια τοπι­κή εφημερίδα.

Το 1903, μετα­φέρ­θη­κε στο Totma, όπου ήταν οι μόνοι πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι και ήδη –μετά από μια πρώ­τη ταλά­ντευ­ση –μπρο­στά στη διά­σπα­ση Μπολ­σε­βί­κων-μεν­σε­βί­κων μετα­στρά­φη­κε στον Μπολσεβικισμό.

Το 1904 –ελεύ­θε­ρο πλέ­ον μετα­κό­μι­σε στη Γενεύη και έγι­νε ένας από τους πιο δρα­στή­ριους συνερ­γά­τες του Λένιν και εκδό­της της πρώ­της μπολ­σε­βί­κι­κης εφη­με­ρί­δας Vpered.

Σύμ­φω­να με την Krupskaya «ο Λου­να­τσάρ­σκι απο­δεί­χθη­κε λαμπρός ρήτο­ρας και έκα­νε πολ­λά για να βοη­θή­σει στην ενί­σχυ­ση των θέσε­ων των Μπολ­σε­βί­κων. Από τότε ο Λένιν είχε πολύ καλές σχέ­σεις μαζί του, χαι­ρό­ταν την παρου­σία του και ήταν μάλ­λον μερο­λη­πτι­κός υπέρ του»

Επέ­στρε­ψε στη Ρωσία μετά το ξέσπα­σμα της Επα­νά­στα­σης του 1905 και συν-επι­με­λή­θη­κε στη Μόσχα, το περιο­δι­κό Novaya zhizn και άλλες νόμι­μες εκδό­σεις των μπολ­σε­βί­κων δίνο­ντας συνε­χώς και δια­λέ­ξεις για την τέχνη και τη λογο­τε­χνία. Συνε­λή­φθη πάλι κατά τη διάρ­κεια σύσκε­ψης εργα­ζο­μέ­νων και πέρα­σε ένα μήνα στη φυλα­κή. Λίγο μετά την απε­λευ­θέ­ρω­σή του, αντι­με­τώ­πι­σε πάλι «εξαι­ρε­τι­κά σοβα­ρές» κατη­γο­ρί­ες και διέ­φυ­γε στο εξω­τε­ρι­κό, μέσω Φιν­λαν­δί­ας, το Μάρ­τη του 1906.

Το 1907, παρα­κο­λού­θη­σε το Διε­θνές Σοσια­λι­στι­κό Συνέ­δριο, που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στη Στουτγάρδη.

Το 1909, με τον Μπογκ­ντά­νοφ και τον Μαξίμ Γκόρ­κι στο Κάπρι, ξεκί­νη­σαν σχο­λείο για Ρώσους σοσια­λι­στές εργάτες.

Το 1910, το σχο­λείο μετα­φέρ­θη­κε στη Μπο­λό­νια, όπου συνέ­χι­σαν να διδά­σκουν μαθή­μα­τα μέχρι το 1911, όταν μετα­κό­μι­σε στο Παρί­σι, όπου ξεκί­νη­σε τον δικό του Κύκλο Προ­λε­τα­ρια­κού Πολιτισμού.

Μετά το ξέσπα­σμα του Α’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου το 1914, ο Λου­να­τσάρ­σκι υιο­θέ­τη­σε διε­θνι­στι­κή αντι­πο­λε­μι­κή θέση που τον έβα­λε σε μια πορεία σύγκλι­σης με τον Λένιν.
Μετά την επα­νά­στα­ση του Φλε­βά­ρη 1917, άφη­σε την οικο­γέ­νειά του στην Ελβε­τία και επέ­στρε­ψε στη Ρωσία με ένα σφρα­γι­σμέ­νο τρέ­νο (σαν αυτό που χρη­σι­μο­ποί­η­σε νωρί­τε­ρα ο Λένιν) και εντά­χτη­κε στους Μπολ­σε­βί­κους τον Ιού­λιο-Αύγου­στο του 1917.

Μετά την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση του 1917, ο Λου­να­τσάρ­σκι διο­ρί­στη­κε επι­κε­φα­λής του Λαϊ­κού Επι­με­λη­τη­ρί­ου για την Εκπαί­δευ­ση (Ναρ­κό­μπρος) στην πρώ­τη σοβιε­τι­κή κυβέρ­νη­ση. Μετά τη δημιουρ­γία της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης, ήταν Λαϊ­κός Επί­τρο­πος Δια­φω­τι­σμού για τη Ρωσι­κή Ομο­σπον­δία, η οποία ήταν μια λει­τουρ­γία που ανα­τέ­θη­κε στις δημο­κρα­τί­ες της Ένωσης.

Στις 10-Νοε-1917, υπέ­γρα­ψε διά­ταγ­μα που καθι­στού­σε τη κρα­τι­κή τη σχο­λι­κή εκπαί­δευ­ση σε επί­πε­δο τοπι­κής διοί­κη­σης και αργό­τε­ρα διέ­τα­ξε τα εκκλη­σια­στι­κά σχο­λεία να υπα­χθούν στη δικαιο­δο­σία των τοπι­κών σοβιέτ.

Πίστευε επί­σης στις πολυ­τε­χνι­κές σχο­λές στις οποί­ες τα παι­διά μπο­ρού­σαν να μάθουν μια σει­ρά από βασι­κές δεξιό­τη­τες, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των χει­ρω­να­κτι­κών, με την ειδι­κή εκπαί­δευ­ση να ξεκι­νά από τα τέλη της εφη­βεί­ας. Όλα τα παι­διά επρό­κει­το να έχουν την ίδια εκπαί­δευ­ση και αυτό­μα­τα να πλη­ρούν τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την τρι­το­βάθ­μια εκπαί­δευ­ση, συμ­φω­νώ­ντας αργό­τε­ρα ότι η ειδι­κή εκπαί­δευ­ση θα ξεκι­νού­σε από τη δευτεροβάθμια.

Τον Ιού­νιο του 1919, οι New York Times κατήγ­γει­λαν τις προ­σπά­θειες του στην εκπαί­δευ­ση σε ένα άρθρο με τίτλο “Reds Are Ruining Children of Russia” (οι κόκ­κι­νοι κατα­στρέ­φουν τα παι­διά), υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι ενστά­λα­ξε ένα «σύστη­μα υπο­λο­γι­σμέ­νης ηθι­κής εξα­χρεί­ω­σης […] σε ένα από τα πιο δια­βο­λι­κά μέτρα που είχαν συλ­λά­βει οι Μπολ­σε­βί­κοι ηγε­μό­νες της Ρωσίας».

Μια εβδο­μά­δα πριν από την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, ο Λου­να­τσάρ­σκι συγκά­λε­σε και προ­ή­δρευ­σε σε ένα συνέ­δριο προ­λε­τα­ρια­κών πολι­τι­στι­κών και εκπαι­δευ­τι­κών οργα­νώ­σε­ων, στο οποίο ξεκί­νη­σε το ανε­ξάρ­τη­το κίνη­μα τέχνης Proletkult και συγκρού­στη­κε με τον Λένιν, ο οποί­ος επέ­με­νε –και σωστά, να το θέσει υπό κρα­τι­κό έλεγχο.

Τέχνη: Σκη­νο­θέ­τη­σε μερι­κά από τα σπου­δαία πει­ρά­μα­τα στις δημό­σιες τέχνες μετά την Επα­νά­στα­ση, όπως τα τρέ­να agit και τα agit-boats που κυκλο­φο­ρού­σαν σε όλη τη Ρωσία δια­δί­δο­ντας την Επα­νά­στα­ση και τις επα­να­στα­τι­κές τέχνες. Υπο­στή­ρι­ξε επί­σης τα πει­ρά­μα­τα του κον­στρου­κτι­βι­σμού και τις πρω­το­βου­λί­ες όπως τα παρά­θυ­ρα ROSTA, επα­να­στα­τι­κές αφί­σες που σχε­δί­α­σαν και έγρα­ψαν οι Μαγια­κόφ­σκι, Ρόντ­τσεν­κο και άλλοι. Με την ενθάρ­ρυν­ση του άνοι­ξαν 36 νέες γκα­λε­ρί τέχνης το 1918–21.

Κινη­μα­το­γρά­φος: Ο Μαγια­κόφ­σκι κίνη­σε το ενδια­φέ­ρον του για τον κινη­μα­το­γρά­φο, τότε μια νέα μορ­φή τέχνης. Ο Λου­να­τσάρ­σκι έγρα­ψε μια «αγκίτ-κωμω­δία, η οποία γυρί­στη­κε στους δρό­μους της Πετρού­πο­λης για την πρώ­τη επέ­τειο της επα­νά­στα­σης των Μπολ­σε­βί­κων. Λίγο αργό­τε­ρα, εθνι­κο­ποί­η­σε την κινη­μα­το­γρα­φι­κή βιο­μη­χα­νία και ίδρυ­σε την Κρα­τι­κή Σχο­λή Κινη­μα­το­γρά­φου. Το 1920, είπε στον Τζορτζ Λάν­σμπε­ρι: «Μέχρι στιγ­μής, οι κινη­μα­το­γρά­φοι δεν χρη­σι­μο­ποιού­νται πολύ λόγω έλλει­ψης υλι­κών… Όταν αυτές οι δυσκο­λί­ες αρθούν… η ιστο­ρία της ανθρω­πό­τη­τας θα ειπω­θεί με εικόνες».

Θέα­τρο: Στις αρχές της 10ετίας του 1920, το θέα­τρο φαί­νε­ται να ήταν η μορ­φή τέχνης στην οποία ο Λου­να­τσάρ­σκι έδω­σε τη μεγα­λύ­τε­ρη σημα­σία. Ήδη το 1918, που πολ­λοί περι­φρο­νού­σαν την πει­ρα­μα­τι­κή τέχνη, επαί­νε­σε το έργο του Μαγια­κόφ­σκι Mystery-Bouffe (ένα μυστή­ριο που έχει πλά­κα), σε σκη­νο­θε­σία Meyerhold, το οποίο περιέ­γρα­ψε ως «πρω­τό­τυ­πο, δυνα­τό και όμορ­φο». Αλλά το κύριο ενδια­φέ­ρον του δεν ήταν το πει­ρα­μα­τι­κό θέα­τρο. Κατά τη διάρ­κεια του εμφυ­λί­ου, έγρα­ψε δύο συμ­βο­λι­κά δρά­μα­τα, οι Μάγοι και ο Ιβάν πηγαί­νει στον Παρά­δει­σο και ένα ιστο­ρι­κό δρά­μα Όλι­βερ Κρόμ­γου­ελ. Τον Ιού­λιο του 1919 ανέ­λα­βε προ­σω­πι­κά τη διοί­κη­ση του θεά­τρου από την Όλγα Καμέ­νε­βα, με σκο­πό να ανα­βιώ­σει τον ρεα­λι­σμό στη σκηνή.

Ο Λου­να­τσάρ­σκι συν­δέ­θη­κε με την ίδρυ­ση του Δρα­μα­τι­κού Θεά­τρου Μπολ­σόι το 1919, συνερ­γα­ζό­με­νος με τους Μαξίμ Γκόρ­κι, Αλε­ξά­ντερ Μπλοκ και Μαρία Αντρέ­γιε­βα. Έπαι­ξε επί­σης ρόλο στο να πει­στεί το Θέα­τρο Τέχνης της Μόσχας και τους διά­ση­μους σκη­νο­θέ­τες του Κον­στα­ντίν Στα­νι­σλάφ­σκι και Βλα­ντι­μίρ Νεμί­ρο­βιτς-Νταν­τσέν­κο να τερ­μα­τί­σουν την αντί­θε­σή τους στο καθε­στώς των μπολ­σε­βί­κων και συνέ­χι­σαν τις παραγωγές.

Ανα­τρε­πτι­κός και στην προ­σω­πι­κή του ζωή: το 1902 παντρεύ­τη­κε την Άννα Αλε­ξά­ντροβ­να Μαλι­νόφ­σκα­για, αδερ­φή του Μπογκ­ντά­νοφ (από­κτη­σαν μια κόρη την Irina). Το 1922, γνώ­ρι­σε την ηθο­ποιό Natalya Rozenel, ‑άφη­σε την οικο­γέ­νειά του και την παντρεύ­τη­κε «σαγη­νευ­μέ­νος από το αρπα­κτι­κό της προφίλ»

Η μεγά­λη Οκτω­βρια­νή Σοσια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση φωτί­ζει τις λεω­φό­ρους του μέλλοντος

Ανατόλι Β. Λουνατσάρσκι:
“Ο αληθινός δάσκαλος — πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι μαζί με τους ανθρώπους 
σε όλες τους τις εμπειρίες, ακόμη και στις πλάνες τους”

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο