Απ’ την άκρη του κάμπου έρχεται ένα μπουλούκι αντάρτες. Στη μέση φαίνεται ο Βλαχάβας. Ανεβαίνουν στη δημοσιά. Προχωρούν σκυφτοί και θλιμμένοι πίσω απ’ τον Ανέστη. Ο Στέργιος κουβαλάει το οπλοπολυβόλο. Ο Ανέστης έχει στην αγκαλιά του ένα κορίτσι. Το κρατάει στα χέρια όπως στο γάμο το δίσκο με τα στέφανα. Βαδίζει με πολύ κόπο.
Ο Σταμάτης στέκεται στη δημοσιά και κοιτάζει με τα κιάλια τον κάμπο και τους αντάρτες που συμπτύσσονται. Ταράχτηκε.
– Η Μαρίτσα; Α! Η Μαρίτσα! Τραυματίστηκε;…
Τον κυριεύει η ανησυχία, χάνει το χρώμα του. Τον μαστιγώνει μια εφιαλτική αγωνία. Το βάζει στην τρεχάλα σαν παιδί.
Τα μάτια του Ανέστη είναι θολά. Η καρδιά του βαριά πληγωμένη. Πονάει πολύ μα δεν βγάζει δάκρυ. Κλαίει μέσα του. Κι οι εσωτερικοί πόνοι είναι πιο δυνατοί.
Η Μαρίτσα κοιτάζει αδιάφορα το γαλανό ουρανό που απλώνεται πέρα.
Φτάσανε κάτω απ’ την πολεμίστρα της. Κάνει ένα τίναγμα. Ανασήκωσε το κεφάλι. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της συσπάστηκαν. Κοίταξε για τελευταία φορά γύρω της κι ύστερα έχασε τις αισθήσεις της.
Τα πόδια τ’ Ανέστη λύγισαν. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Σωριάστηκε κάτω κι έσκυψε πάνω στο πρόσωπό της. Το στήθος του ταράζεται.
Η Μαρίτσα έσβησε σαν κερί. Η καρδιά της χτύπησε μερικές φορές δυνατά, γρήγορα τους παλμούς της και σταμάτησε. Ξεψύχησε στην αγκαλιά του αγαπημένου της, ανάμεσα στους συναγωνιστές της. Το ωχρό πρόσωπό της είναι ήρεμο, γαλήνιο, χαμογελαστό.
Κράτησε το λόγο της. Δεν ντρόπιασε το τάγμα.
***
Καταμεσήμερο. Ο λόχος ανεβαίνει στα υψώματα και φεύγει κατά τη Γούρα.
Η φάλαγγα προχωρεί βαριά, θλιμμένα. Κάνει τη νεκρική της πομπή.
Όλες οι καρδιές πονάνε. Τα μάτια είναι βουρκωμένα. Η Ντίνα, η Άννα, η Βαγγελή κλαίνε απαρηγόρητα. Ο Γαρέφης πάνω στο φορείο έχει ξεχάσει το δικό του πόνο.
Ο Βλαχάβας προχωρεί βουβός, αμίλητος ξεσκούφωτος πίσω απ’ τη νεκροφόρα. Κρατάει απ’ το μπράτσο τον Ανέστη.
-Μην κλαίς. Τι Κοζάκος είσαι!
Ο Δέλκος παραπατάει κουβαλώντας τη νεκρή. Πάνε να τη θάψουν ψηλά στο βουνό που τόσο αγάπησε. Στο λεύτερο τόπο. Να τη δροσίζει τ’ αγέρι τ’ απαλό.
Σταμάτησαν στη μέση σε μια λαγκαδιά. Κάτω απ’ τις ψηλές βαλανιδιές κελαρύζει το παγωμένο νερό. Κάθισαν εκεί πολύ ώρα. Κανένας δεν έχει διάθεση για τίποτα. Η Ντίνα έπλυνε με νερό το πρόσωπο της Μαρίτσας και χτένισε τα μαλλιά της. Η Άννα με τη Βαγγελή μαζεύουν αγριολούλουδα.
Κατά το λιόγερμα ο λόχος κάνει την πένθιμη συγκέντρωση. Μίλησε ο λοχαγός για τη δράση και την ιστορία της Μαρίτσας. Τα λόγια του έβγαιναν απ’ το στόμα του δύσκολα, αργά, βασανιστικά, πνιγμένα απ’ τη συγκίνηση, όπως την ώρα της ορκωμοσίας. Όλα τα μάτια δάκρυσαν… Μόνο η Μαρίτσα μένει ατάραχη.
Στο τέλος ο Σταμάτης διαβάζει την ημερήσια διαταγή του συντάγματος. Κι ύστερα ένα γράμμα τσαλακωμένο, μισοσβησμένο, φθαρμένο απ’ το πέρασμα του χρόνου και τα δάκρυα και ποτισμένο με νωπό κόκκινο αίμα. Βρέθηκε στο τσεπάκι απ’ το χιτώνιο της νεκρής μαζί με μια φωτογραφία.
Αγαπημένη μου Μαρίτσα,
… Κάθε τόσο παίρνουν απ’ το στρατόπεδό μας και εκτελούν. Τώρα που σου γράφω μας διάβασαν έναν κατάλογο. Έχει και το δικό μου όνομα… Έξω περιμένουν αυτοκίνητα να μας φορτώσουν. Ίσως σου γράφω για τελευταία φορά…
Ακριβό μου παιδί Μαρίτσα… Ό,τι κι αν συμβεί δεν θέλω να πονέσεις, ούτε να κλάψεις. Παρηγόρησε τη μητέρα σου. Πεθαίνω ευτυχισμένος. Πιστός στο λαό και στην πατρίδα… Για τέτοιο μεγάλο και ιερό σκοπό. Για τέτοια ιδανικά. Παιδί μου. Καμιά θυσία δεν είναι μεγάλη…
Μόνο ένα ζητώ από σένα σαν χάρη στερνή. Να συνεχίσεις το έργο που αφήνουμε εμείς στη μέση. Σε σας, στη νέα γενιά, ο λαός μας στηρίζει μεγάλες ελπίδες.
Με άπειρα φιλιά.
Ο πατέρας σου.
Είναι το τελευταίο γράμμα του Κώστα Στάγκου που εκτελέστηκε στο Κούρνοβο, είπε με σβησμένη φωνή ο Σταμάτης.
…Πιο πέρα απ’ τη βρυσούλα έθαψαν τη Μαρίτσα και σκέπασαν τον τάφο της με πρασινάδα και λίγα αγριολούλουδα.
Δώδεκα τουφεκιές αντήχησαν στον αέρα. Ο τρίτος λόχος αποχαιρέτισε το νεκρό παιδί του και συνέχισε την πορεία του.
«Τσε Γκεβάρα, πρεσβευτής της Επανάστασης», του Νίκου Μόττα