Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από τη νουβέλα του Γιώργη Μωραΐτη «Με κομμένη ανάσα», εμπνευσμένη από την εκτέλεση των 106 στο Κούρνοβο

Απ’ την άκρη του κάμπου έρχε­ται ένα μπου­λού­κι αντάρ­τες. Στη μέση φαί­νε­ται ο Βλα­χά­βας. Ανε­βαί­νουν στη δημο­σιά. Προ­χω­ρούν σκυ­φτοί και θλιμ­μέ­νοι πίσω απ’ τον Ανέ­στη. Ο Στέρ­γιος κου­βα­λά­ει το οπλο­πο­λυ­βό­λο. Ο Ανέ­στης έχει στην αγκα­λιά του ένα κορί­τσι. Το κρα­τά­ει στα χέρια όπως στο γάμο το δίσκο με τα στέ­φα­να. Βαδί­ζει με πολύ κόπο.

Ο Στα­μά­της στέ­κε­ται στη δημο­σιά και κοι­τά­ζει με τα κιά­λια τον κάμπο και τους αντάρ­τες που συμ­πτύσ­σο­νται. Ταράχτηκε.

– Η Μαρί­τσα; Α! Η Μαρί­τσα! Τραυματίστηκε;…

Τον κυριεύ­ει η ανη­συ­χία, χάνει το χρώ­μα του. Τον μαστι­γώ­νει μια εφιαλ­τι­κή αγω­νία. Το βάζει στην τρε­χά­λα σαν παιδί.

Τα μάτια του Ανέ­στη είναι θολά. Η καρ­διά του βαριά πλη­γω­μέ­νη. Πονά­ει πολύ μα δεν βγά­ζει δάκρυ. Κλαί­ει μέσα του. Κι οι εσω­τε­ρι­κοί πόνοι είναι πιο δυνατοί.

Η Μαρί­τσα κοι­τά­ζει αδιά­φο­ρα το γαλα­νό ουρα­νό που απλώ­νε­ται πέρα.

Φτά­σα­νε κάτω απ’ την πολε­μί­στρα της. Κάνει ένα τίναγ­μα. Ανα­σή­κω­σε το κεφά­λι. Τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του προ­σώ­που της συσπά­στη­καν. Κοί­τα­ξε για τελευ­ταία φορά γύρω της κι ύστε­ρα έχα­σε τις αισθή­σεις της.

Τα πόδια τ’ Ανέ­στη λύγι­σαν. Δεν μπό­ρε­σε να κρα­τη­θεί. Σωριά­στη­κε κάτω κι έσκυ­ψε πάνω στο πρό­σω­πό της. Το στή­θος του ταράζεται.

Η Μαρί­τσα έσβη­σε σαν κερί. Η καρ­διά της χτύ­πη­σε μερι­κές φορές δυνα­τά, γρή­γο­ρα τους παλ­μούς της και στα­μά­τη­σε. Ξεψύ­χη­σε στην αγκα­λιά του αγα­πη­μέ­νου της, ανά­με­σα στους συνα­γω­νι­στές της. Το ωχρό πρό­σω­πό της είναι ήρε­μο, γαλή­νιο, χαμογελαστό.

Κρά­τη­σε το λόγο της. Δεν ντρό­πια­σε το τάγμα.

***

Κατα­με­σή­με­ρο. Ο λόχος ανε­βαί­νει στα υψώ­μα­τα και φεύ­γει κατά τη Γούρα.

Η φάλαγ­γα προ­χω­ρεί βαριά, θλιμ­μέ­να. Κάνει τη νεκρι­κή της πομπή.

Όλες οι καρ­διές πονά­νε. Τα μάτια είναι βουρ­κω­μέ­να. Η Ντί­να, η Άννα, η Βαγ­γε­λή κλαί­νε απα­ρη­γό­ρη­τα. Ο Γαρέ­φης πάνω στο φορείο έχει ξεχά­σει το δικό του πόνο.

Ο Βλα­χά­βας προ­χω­ρεί βου­βός, αμί­λη­τος ξεσκού­φω­τος πίσω απ’ τη νεκρο­φό­ρα. Κρα­τά­ει απ’ το μπρά­τσο τον Ανέστη.

-Μην κλαίς. Τι Κοζά­κος είσαι!

Ο Δέλ­κος παρα­πα­τά­ει κου­βα­λώ­ντας τη νεκρή. Πάνε να τη θάψουν ψηλά στο βου­νό που τόσο αγά­πη­σε. Στο λεύ­τε­ρο τόπο. Να τη δρο­σί­ζει τ’ αγέ­ρι τ’ απαλό.

Στα­μά­τη­σαν στη μέση σε μια λαγκα­διά. Κάτω απ’ τις ψηλές βαλα­νι­διές κελα­ρύ­ζει το παγω­μέ­νο νερό. Κάθι­σαν εκεί πολύ ώρα. Κανέ­νας δεν έχει διά­θε­ση για τίπο­τα. Η Ντί­να έπλυ­νε με νερό το πρό­σω­πο της Μαρί­τσας και χτέ­νι­σε τα μαλ­λιά της. Η Άννα με τη Βαγ­γε­λή μαζεύ­ουν αγριολούλουδα.

Κατά το λιό­γερ­μα ο λόχος κάνει την πέν­θι­μη συγκέ­ντρω­ση. Μίλη­σε ο λοχα­γός για τη δρά­ση και την ιστο­ρία της Μαρί­τσας. Τα λόγια του έβγαι­ναν απ’ το στό­μα του δύσκο­λα, αργά, βασα­νι­στι­κά, πνιγ­μέ­να απ’ τη συγκί­νη­ση, όπως την ώρα της ορκω­μο­σί­ας. Όλα τα μάτια δάκρυ­σαν… Μόνο η Μαρί­τσα μένει ατάραχη.

Στο τέλος ο Στα­μά­της δια­βά­ζει την ημε­ρή­σια δια­τα­γή του συντάγ­μα­τος. Κι ύστε­ρα ένα γράμ­μα τσα­λα­κω­μέ­νο, μισο­σβη­σμέ­νο, φθαρ­μέ­νο απ’ το πέρα­σμα του χρό­νου και τα δάκρυα και ποτι­σμέ­νο με νωπό κόκ­κι­νο αίμα. Βρέ­θη­κε στο τσε­πά­κι απ’ το χιτώ­νιο της νεκρής μαζί με μια φωτογραφία.

Αγα­πη­μέ­νη μου Μαρίτσα,

… Κάθε τόσο παίρ­νουν απ’ το στρα­τό­πε­δό μας και εκτε­λούν. Τώρα που σου γρά­φω μας διά­βα­σαν έναν κατά­λο­γο. Έχει και το δικό μου όνο­μα… Έξω περι­μέ­νουν αυτο­κί­νη­τα να μας φορ­τώ­σουν. Ίσως σου γρά­φω για τελευ­ταία φορά…

Ακρι­βό μου παι­δί Μαρί­τσα… Ό,τι κι αν συμ­βεί δεν θέλω να πονέ­σεις, ούτε να κλά­ψεις. Παρη­γό­ρη­σε τη μητέ­ρα σου. Πεθαί­νω ευτυ­χι­σμέ­νος. Πιστός στο λαό και στην πατρί­δα… Για τέτοιο μεγά­λο και ιερό σκο­πό. Για τέτοια ιδα­νι­κά. Παι­δί μου. Καμιά θυσία δεν είναι μεγάλη…

Μόνο ένα ζητώ από σένα σαν χάρη στερ­νή. Να συνε­χί­σεις το έργο που αφή­νου­με εμείς στη μέση. Σε σας, στη νέα γενιά, ο λαός μας στη­ρί­ζει μεγά­λες ελπίδες.

Με άπει­ρα φιλιά.

Ο πατέ­ρας σου.

Είναι το τελευ­ταίο γράμ­μα του Κώστα Στά­γκου που εκτε­λέ­στη­κε στο Κούρ­νο­βο, είπε με σβη­σμέ­νη φωνή ο Σταμάτης.

…Πιο πέρα απ’ τη βρυ­σού­λα έθα­ψαν τη Μαρί­τσα και σκέ­πα­σαν τον τάφο της με πρα­σι­νά­δα και λίγα αγριολούλουδα.

Δώδε­κα του­φε­κιές αντή­χη­σαν στον αέρα. Ο τρί­τος λόχος απο­χαι­ρέ­τι­σε το νεκρό παι­δί του και συνέ­χι­σε την πορεία του.

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο