Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από το «λουτρικόν ένδυμα» στο «μπανιερό» κι από το «μπανιερό» στο «μαγιό»

Της Τόνιας Α. Μανια­τέα //

Καυ­τός Ιού­λιος του 1837. Η γυναί­κα ιππεύ­ει από το αρχο­ντι­κό Βού­ρου (στη σημε­ρι­νή πλα­τεία Κλαυθ­μώ­νος), ίσα­με τις Τζι­τζι­φιές συνο­δευό­με­νη από έφιπ­πους άνδρες. Στην καρ­διά του καλο­και­ριού, τα φου­ντω­μέ­να δέν­δρα, φορ­τω­μέ­να γλυ­κό καρ­πό, πρω­το­στα­τούν στην άγρια φύση που έχει στή­σει το βασί­λειό της στην περιο­χή. Γενι­κά, ετού­τη η δίο­δος από την καρ­διά της πόλης ως τη θάλασ­σα είναι πνιγ­μέ­νη στα ψηλά απει­λη­τι­κά αγριό­χορ­τα και οι λιγο­στοί Αθη­ναί­οι δεν τολ­μούν να πλη­σιά­σουν φοβού­με­νοι τα πάσης φύσε­ως ερπε­τά. Άσε που αυτή την επο­χή την εξο­χή της πόλης λυμαί­νο­νται ληστές. Για κεί­νη, όμως, τη γυναί­κα του βασι­λιά Όθω­να, την Αμα­λία, ο τόπος είναι οικεί­ος. Από τότε που παντρεύ­τη­κε και ήρθε στην Ελλά­δα, έχει εξε­ρευ­νή­σει με το άλο­γό της κάθε εξο­χή της Αθή­νας και μάλι­στα τις περισ­σό­τε­ρες φορές χωρίς συνο­δεία. Αλλά αυτό το μεση­μέ­ρι που βρά­ζει ο τόπος, δεν ακο­λου­θεί­ται μόνον από έφιπ­πους φρου­ρούς. Ένα άλο­γο σέρ­νει μια ξύλι­νη άμα­ξα, όπου η βασί­λισ­σα σκο­πεύ­ει να ντυ­θεί ‑ή μάλ­λον να γδυ­θεί- για να βου­τή­ξει στη θάλασσα!

Αυτές οι ιππή­λα­τες ξύλι­νες καμπί­νες είναι η πολυ­τέ­λεια των αρι­στο­κρα­τών της Ευρώ­πης, που έχουν ανα­κα­λύ­ψει από και­ρό τη θαλασ­σι­νή δρο­σιά και έχουν ανά­γκη από έναν κλει­στό χώρο για να βάζουν το μπα­νιε­ρό τους. Η δια­δι­κα­σία, που αφο­ρά μόνο τη γυναί­κα λουό­με­νη και δεκα­ε­τί­ες μετά, θα μοιά­ζει του… παρα­λό­γου, είναι αυτο­νό­η­τη. Πριν ακό­μα φτά­σει στην παρα­λία, θα μπει στην καμπί­να, θα βάλει το ειδι­κό ρού­χο και θα περι­μέ­νει έως ότου το άλο­γο οδη­γή­σει την άμα­ξα στη θάλασ­σα και την … ξεφορ­τώ­σει εκεί, μακριά από τα όποια αδιά­κρι­τα βλέμ­μα­τα. Μόλις εκεί­νη τελειώ­σει και είναι η στιγ­μή να βγει από τη θάλασ­σα, θα κάνει σινιά­λο με το σημαιά­κι που έχει δεμέ­νο στον καρ­πό της, θα το δει ο αμα­ξάς, θα φέρει το άλο­γο κοντά, και με την ίδια δια­δι­κα­σία θα τη φορ­τώ­σει στην καμπί­να! Το ζητού­με­νο είναι να μην την πάρει κανέ­να αδιά­κρι­το μάτι…

Οι παρα­θα­λάσ­σιες Τζι­τζι­φιές είναι η περιο­χή, όπου πρω­το­εμ­φα­νί­ζο­νται λουό­με­νοι στην Αθή­να. Κι αν οι δυτι­κο­ευ­ρω­παί­οι έχουν από και­ρό εξοι­κειω­θεί με το θαλασ­σι­νό νερό, οι τιτλού­χοι μεγα­λο­α­στοί της Ελλά­δας εξα­κο­λου­θούν να μη καλο­βλέ­πουν αυτή τη συνή­θεια, που αφή­νει ακά­λυ­πτα τα άκρα του σώμα­τος και θέτει σε κίν­δυ­νο τη λευ­κή επι­δερ­μί­δα, κατα­φα­νές δείγ­μα της αρι­στο­κρα­τι­κής κατα­γω­γής τους… Έτσι λοι­πόν, εκεί­νοι που αψη­φούν κιν­δύ­νους και αγκυ­λώ­σεις είναι λίγοι. Ώσπου η Αμα­λία εμφα­νί­ζε­ται λουό­με­νη στα κρυ­στάλ­λι­να νερά της περιο­χής, ενθαρ­ρύ­νο­ντας ακό­μη και τους πλέ­ον επιφυλακτικούς.

Τα θαλάσ­σια λου­τρά κερ­δί­ζουν σιγά σιγά τις καρ­διές των Αθη­ναί­ων, που έως πρό­τι­νος τα καλο­καί­ρια ανα­ζη­τού­σαν δρο­σιά στις ορει­νές εξο­χές. Τώρα πια βρί­σκουν δρο­σε­ρές γωνιές πλάι στη θάλασ­σα και μάλι­στα μακρύ­τε­ρα από τις Τζι­τζι­φιές, όπου στο μετα­ξύ, ένα παλιό κτή­ριο έχει δια­μορ­φω­θεί στοι­χειω­δώς σε καμπί­νες για τους Αθη­ναί­ους που θέλουν να βάλουν το μπα­νιε­ρό τους. Για την ώρα, η από­λαυ­ση περιο­ρί­ζε­ται στους κύκλους των… εχό­ντων, οι οποί­οι άλλω­στε δια­θέ­τουν άμα­ξες και άρα τρό­πο πρό­σβα­σης στις ακρο­θα­λασ­σιές τις Αττι­κής. Ώσπου να βγει ο 19ος αι. οι εκδρο­μείς όχι μόνον έχουν ανα­κα­λύ­ψει το Καβού­ρι και τη Λού­τσα, αλλά ακο­λου­θώ­ντας τον συρ­μό του εξω­τε­ρι­κού, έχουν απο­κτή­σει και παρα­θε­ρι­στι­κές κατοι­κί­ες. Οι πρώ­τες βίλες στο… εξω­τι­κό Φάλη­ρο, σε από­στα­ση ανα­πνο­ής από τη θάλασ­σα, κάνουν την εμφά­νι­σή τους το 1878! Το 1885, χτί­ζε­ται στην περιο­χή το μεγα­λο­πρε­πές ξενο­δο­χείο «Grand Hotel» και το 1903 το πολυ­τε­λές «Ακταί­ον».

ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ Η ΠΡΩΤΗ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΠΛΑΖ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Από τη μεριά του Πει­ραιά, ο δρό­μος λουο­μέ­νων προς τη θάλασ­σα έχει ανοί­ξει ευκο­λό­τε­ρα και πολύ πριν την ίδρυ­ση της Σχο­λής Ναυ­τι­κών Δοκί­μων το 1845, στην παρα­λία του Χατζη­κυ­ριά­κειου, όπου έτσι κι αλλιώς βου­τούν στη θάλασ­σα και εκπαι­δεύ­ο­νται οι σπου­δα­στές. Την περί­ο­δο των Οθω­μα­νών ο Πει­ραιάς είναι ακα­τοί­κη­τος. Για την ακρί­βεια «φιλο­ξε­νεί» τέσ­σε­ρις όλες κι όλες οικο­γέ­νειες. Είναι, όμως, προι­κι­σμέ­νος με τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά μιας πολ­λά υπο­σχό­με­νης εμπο­ρι­κής πύλης και πρέ­πει γρή­γο­ρα να ανα­πτυ­χθεί. Με την απε­λευ­θέ­ρω­ση, η Ελλά­δα χρειά­ζε­ται ένα λιμά­νι. Ο ρυθ­μός ανά­πτυ­ξης της πόλης είναι εντυ­πω­σια­κός. Σε μία πεντα­ε­τία ανε­γεί­ρο­νται περί τα 1.000 κτή­ρια! Η δρα­στη­ριό­τη­τα του αστι­κού ιστού επι­κε­ντρώ­νε­ται πέριξ της Μου­νυ­χί­ας (του κατο­πι­νού Πασά Λιμα­νιού). Εκεί θα δημιουρ­γη­θεί και η πρώ­τη οργα­νω­μέ­νη ελλη­νι­κή πλαζ, παρό­τι ο λασπώ­δης πυθ­μέ­νας δεν είναι κι ό,τι καλύ­τε­ρο. Ωστό­σο, το σημείο είναι κεντρι­κό και προ­σβά­σι­μο από τις περισ­σό­τε­ρες περιο­χές της πόλης.

Στις 19 Μαρ­τί­ου του 1838 το Δημο­τι­κό Συμ­βού­λιο Πει­ραιά υπό τον Υδραίο δήμαρ­χο Κυριά­κο Σερ­φιώ­τη, με την υπ΄ αριθμ 34 πρά­ξη του, απο­φα­σί­ζει την ανέ­γερ­ση λου­τρι­κών παρα­πηγ­μά­των στη θέση Μου­νυ­χία, στις 10 Απρι­λί­ου του 1840 με την υπ΄ αριθμ. 69 πρά­ξη τη σύστα­ση ενός δημο­τι­κού καφε­νεί­ου στην περιο­χή και στις 18 Μαΐ­ου του ίδιου έτους την κατασκευή/επισκευή δρό­μων που οδη­γούν στον χώρο των λουο­μέ­νων. Τη φρο­ντί­δα της πλαζ και την εκμε­τάλ­λευ­ση ανα­λαμ­βά­νουν ιδιώ­τες, οι οποί­οι πρέ­πει να καθα­ρί­σουν τον πυθ­μέ­να της θάλασ­σας, να δια­νοί­ξουν τους δρό­μους πρό­σβα­σης και να κτί­σουν τα παρα­πήγ­μα­τα, που απο­φά­σι­σε το Συμ­βού­λιο του δήμου. Από την άνοι­ξη του 1839 και για τη δια­σφά­λι­ση της τάξης, ο επι­κε­φα­λής αστυ­νό­μος της πόλης, Ι. Πάγκα­λος, εκδί­δει εγκύ­κλιο με την οποία ορί­ζε­ται η «μετο­χή των λου­τρών εις τον ωραί­ον λιμέ­να της Μου­νυ­χί­ας χωρι­στά και εις τα δύο φύλα των ανθρώ­πων…» διευ­κρι­νί­ζο­ντας πως «η Αστυ­νο­μία βλέ­που­σα την συρ­ρο­ήν των οικο­γε­νειών της πόλε­ως Πει­ραιώς και πολ­λών εκ των Αθη­νών δια να λάβω­σι τα λου­τρά εις τον ωραί­ον λιμέ­να της Μου­νυ­χί­ας και θέλου­σα να φυλάτ­τη­ται η απαι­του­μέ­νη ευσχη­μο­σύ­νη μετα­ξύ ανδρών τε και γυναι­κών, προσ­διώ­ρι­σε ώστε το μεν αρι­στε­ρόν μέρος κατα­βαί­νο­ντες να ήναι δια τας Κυρί­ας, το δε δεξιόν δια τους Κυρίους».

Αρι­στε­ρά, λοι­πόν, οι γυναί­κες και δεξιά οι άνδρες. Αλλά μία εντο­λή ανω­τέ­ρας Αρχής δεν είναι αρκετή…

Παρά τις φιλό­τι­μες προ­σπά­θειες του αστυ­νό­μου να δια­φυ­λά­ξει την τάξη, οι κυρί­ες μονί­μως δια­μαρ­τύ­ρο­νται ότι παρε­νο­χλού­νται από αρσε­νι­κά που παρει­σφρέ­ουν στη μεριά τους!

Το αλη­θές της υπό­θε­σης έρχε­ται να επι­κυ­ρώ­σει, το μεσο­κα­λό­και­ρο του 1841, μία από­φα­ση του δημάρ­χου, σύμ­φω­να με την οποία απαγο­ρεύ­ε­ται η διέ­λευ­ση εις οιον­δή­πο­τε άνδρα, λουό­με­νο και μη, μέσω της αμμώ­δους παρα­λί­ας και της οριο­θε­τη­μέ­νης περιο­χής των γυναι­κών, διό­τι ‑όπως σημειώ­νει ο Σερ­φιώ­της- υπάρ­χουν καταγ­γε­λί­ες στον δήμο ότι κάποιοι μετα­βαί­νουν, δήθεν για τη θάλασ­σα, στην παρα­λία και δη στην περιο­χή των λουό­με­νων γυναι­κών, προ­ξε­νώ­ντας δυσα­ρέ­σκεια. Ο δήμαρ­χος απο­φα­σί­ζει να τοπο­θε­τή­σει φρά­χτη με ξύλι­νες τάβλες ανά­με­σα στις περιο­χές των δύο φύλων, αλλά οι γυναί­κες έχουν ήδη απο­θαρ­ρυν­θεί και δεν πατούν στην πλαζ. Από­δει­ξη ότι τα μισά από συνο­λι­κά 16 παρα­πήγ­μα­τα που έχουν στη­θεί γι’ αυτές παρα­μέ­νουν αχρη­σι­μο­ποί­η­τα, σε αντί­θε­ση με κεί­να των ανδρών που συντη­ρού­νται τακτικά.

Το πρό­βλη­μα στην παρα­λία, λοι­πόν, θα περιο­ρι­στεί μόνο με την καθιέ­ρω­ση ωρών προ­σέ­λευ­σης δια­φο­ρε­τι­κών για τους άνδρες και τις γυναί­κες. Στο μετα­ξύ, ένα δρα­στή­ριο εμπο­ρι­κό σκη­νι­κό στή­νε­ται πέριξ της Μου­νυ­χί­ας. Μικρο­μά­γα­ζα που πωλούν καφέ προς 10 λεπτά της δραχ­μής και καπνό χύμα, μικρο­ε­πι­χει­ρη­μα­τί­ες, που ‑όπως περι­γρά­φει στον Τρε­λα­ντώ­νη της η Πηνε­λό­πη Δέλ­τα- νοι­κιά­ζουν στα παι­διά κολο­κύ­θες για να ξανοί­γο­νται στα βαθιά, άμα­ξες, που πηγαί­νουν και φέρ­νουν τους λουό­με­νους από την πλαζ. Ειδι­κά δε για τους αμα­ξά­δες και προ­κει­μέ­νου να απο­φευ­χθεί η κερ­δο­σκο­πία, εκδί­δε­ται αστυ­νο­μι­κή διά­τα­ξη, που ορί­ζει κόμι­στρο για κάθε δια­φο­ρε­τι­κή περί­πτω­ση: Από 50 λεπτά έως μία δραχ­μή κατα­βάλ­λει ο μετα­κι­νού­με­νος για μία θέση ανά­με­σα σε άλλους. Αν επι­θυ­μεί να έχει την άμα­ξα στην απο­κλει­στι­κή διά­θε­σή του, πρέ­πει να κατα­βά­λει 4,5 δραχ­μές κι αν θέλει την άμα­ξα όλη την ημέ­ρα μετ΄ επι­στρο­φής, θα πρέ­πει να δια­θέ­σει 9 δραχ­μές. Ως εκ τού­του, για ένα λου­τρό στη θάλασ­σα απαι­τεί­ται ένα αξιο­σέ­βα­στο ποσό, που μπο­ρούν να δια­θέ­σουν μόνον οι έχο­ντες, πολ­λοί από τους οποί­ους ‑άλλω­στε- δια­θέ­τουν τις δικές τους άμα­ξες. Οι μη έχο­ντες προ­γραμ­μα­τί­ζουν τη δρο­σι­στι­κή βου­τιά τους κατά το βαλά­ντιό τους.

Τα λου­τρά του Πει­ραιά είναι πια μόδα. Οι κοσμι­κοί τα εντάσ­σουν στον θερι­νό προ­γραμ­μα­τι­σμό, ενώ αρκε­τοί από αυτούς φτά­νουν στο σημείο ακό­μα και να δημο­σιεύ­ουν τη… λου­τρι­κή δρα­στη­ριό­τη­τά τους! «Μετά 20μερον ενταύ­θα δια­μο­νήν χάριν λου­τρών ανε­χώ­ρη­σαν εις Πει­ραιά η αξιό­τι­μος κ. .….. μετά της δεσποι­νί­δος θυγα­τρός της» δημο­σιεύ­ει αυτή την επο­χή στη στή­λη των κοι­νω­νι­κών η εφη­με­ρί­δα «ΧΡΟΝΟΣ», ενώ σε φύλο της εφη­με­ρί­δας «ΕΛΠΙΣ» κοι­νο­ποιεί­ται: «ανε­χώ­ρη­σε προ­χθές εις Πει­ραιά απο­πε­ρα­τώ­σας τα λου­τρά του ο φίλ­τα­τός μας κ. Ιωάννης…»!

Αλλά εκτός από την οργα­νω­μέ­νη πλαζ της Μου­νυ­χί­ας, οι λουό­με­νοι ανα­κα­λύ­πτουν ότι για δρο­σιά στη θάλασ­σα προ­σφέ­ρο­νται τόσο τα παρα­κεί­με­να βρα­χά­κια της Πει­ραϊ­κής όσο και τα Βοτσα­λά­κια έξω από το μεγά­λο λιμά­νι. Αφορ­μή στέ­κε­ται η ολο­κλη­ρω­τι­κή κατα­στρο­φή της εγκα­τά­στα­σης από μία σφο­δρή κακο­και­ρία τον χει­μώ­να του 1842, γεγο­νός που ανα­γκά­ζει τη δημο­τι­κή Αρχή να ανα­θέ­σει σε μηχα­νι­κό του δήμου νέα μελέ­τη και κατα­σκευή της υπο­δο­μής. Για και­ρό, η πλαζ δεν λειτουργεί.

Στο μετα­ξύ, καθώς τα χρό­νια περ­νούν μεσαία και χαμη­λά κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα ανα­κα­λύ­πτουν την ευκο­λία του ατμο­κί­νη­του σιδη­ρό­δρο­μου, που εγκαι­νιά­ζε­ται το 1869 και εκτε­λεί δρο­μο­λό­γιο Θησείο-Πει­ραιάς. Τον πρώ­το και­ρό το τρε­νά­κι εξυ­πη­ρε­τεί τη μετα­φο­ρά εμπο­ρευ­μά­των. Πριν εκπνεύ­σει ο 19ος αι. μετα­τρέ­πε­ται στο επί­ση­μο μετα­φο­ρι­κό μέσο των εκδρο­μέ­ων της θάλασ­σας. Το συγκε­κρι­μέ­νο μέσο μάλι­στα γίνε­ται η αφορ­μή να χάσει ο Πει­ραιάς την πρω­το­κα­θε­δρία στα λου­τρά. Όλα ξεκι­νούν όταν ύστε­ρα από πολ­λές απο­τυ­χη­μέ­νες προ­σπά­θειες να απο­κτή­σει η χώρα το πρώ­το της ατμο­κί­νη­το τρε­νά­κι, η ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση κατα­φέρ­νει επι­τέ­λους να συνά­ψει συμ­φω­νία εγκα­τά­στα­σης της γραμ­μής με τον Άγγλο επι­χει­ρη­μα­τία Έντουαρντ Πίκε­ρινγκ, αντί εκμε­ταλ­λεύ­σε­ως του έργου για συγκε­κρι­μέ­νο χρο­νι­κό διά­στη­μα. Μέσα στη σύμ­βα­ση, ωστό­σο, συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και όρος του επι­χει­ρη­μα­τία ότι του παρέ­χε­ται και το δικαί­ω­μα κατα­σκευ­ής λου­τρι­κών και εγκα­τα­στά­σε­ων εστί­α­σης και φιλο­ξε­νί­ας στην παρα­λία του Νέου Φαλή­ρου. Ο δήμαρ­χος Πει­ραιά, που δια­βλέ­πει ανα­κο­πή της κίνη­σης στα λου­τρά της Μου­νυ­χί­ας, αντι­δρά, αλλά χωρίς απο­τέ­λε­σμα. Ο συρ­μός των θαλάσ­σιων λου­τρών επεκτείνεται…

ΑΠΟ ΤΗΝ PAX ROMANA ΣΤΟΝ ΓΥΜΝΙΣΜΟ…

Η αλή­θεια είναι πως οι αιώ­νες κύλη­σαν νερό ώσπου οι άνθρω­ποι να ανα­κα­λύ­ψουν τις ευερ­γε­τι­κές ιδιό­τη­τες του θαλασ­σι­νού νερού στο σώμα τους. Από την αρχαιό­τη­τα η θάλασ­σα δεν ήταν τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από υδά­τι­νος δρό­μος εμπο­ρι­κών συναλ­λα­γών, πεδίο μάχης και τρο­φο­δό­της. Οι άνθρω­ποι δεν την επέ­λε­γαν καν για δια­δρο­μές ανα­ψυ­χής, πόσο μάλ­λον να ρίχνο­νται κατ΄ επι­λο­γήν στην αγκα­λιά της…

Φαί­νε­ται πως τις ιδιό­τη­τές της ανα­κα­λύ­πτουν πρώ­τοι οι Ρωμαί­οι, που στη διάρ­κεια της Pax Romana, (ειρη­νι­κή περί­ο­δος της Ρωμαϊ­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας 1ος — 2ος αι. μ.Χ), βρί­σκουν οι ίδιοι και δίνουν και σε άλλους την ευκαι­ρία για επι­σκέ­ψεις σε αξιο­θέ­α­τα της επο­χής και ιαμα­τι­κές πηγές. Είναι, άλλω­στε, αυτοί που απο­κτούν και τις πρώ­τες παρα­θε­ρι­στι­κές κατοι­κί­ες. Αλλά στην πορεία των χρό­νων και καθώς οι άνθρω­ποι, με αφορ­μή τις περι­η­γή­σεις τους, έρχο­νται όλο και πιο κοντά στη θάλασ­σα, δια­πι­στώ­νουν ότι ευερ­γε­τι­κά στο σώμα τους δεν λει­τουρ­γεί μόνο το θερ­μό νερό που ανα­βλύ­ζει από τη γη, αλλά και το ψυχρό της υδά­τι­νης επι­φά­νειας. Και πάλι, ωστό­σο, οι επι­σκέ­ψεις στη θάλασ­σα γίνο­νται με φειδώ.

Τον 18ο αι., στη Μεγά­λη Βρε­τα­νία της Ελι­σά­βετ της Α΄, το «Grand tour», η λεπτο­με­ρεια­κή περι­ή­γη­ση σε ιστο­ρι­κούς τόπους, που επι­βάλ­λε­ται να κάνουν οι νεα­ροί γόνοι των αρι­στο­κρα­τι­κών οικο­γε­νεια­κών, ρίχνει τον… σπό­ρο για τον «tour-ισμό» και τους «tour-ίστες» των αιώ­νων που θα ακο­λου­θή­σουν. Οι νεα­ροί Βρε­τα­νοί θα πρέ­πει να στα­θούν στο ύψος του τίτλου και της περιου­σί­ας τους. Ως εκ τού­του άγνοια περί την ιστο­ρία του τόπου τους ‑και όχι μόνον- δεν νοεί­ται! Έτσι, μαζί με την έννοια του του­ρι­σμού, κονταί­νει και η από­στα­ση με τη θάλασσα.

Στην αρχή και καθώς η επι­στή­μη έχει πια απο­φαν­θεί ότι η θάλασ­σα δια­θέ­τει ευερ­γε­τι­κές ιδιό­τη­τες, η επα­φή με το θαλασ­σι­νό νερό μετα­φρά­ζε­ται ως θερα­πεία. Το 1800 δημιουρ­γεί­ται στη Βου­λώ­νη το πρώ­το κέντρο θαλάσ­σιας θερα­πεί­ας από ρευ­μα­τι­σμούς και κατά­θλι­ψη και το 1824 στη βόρεια ακτο­γραμ­μή της Γαλ­λί­ας, στη νορ­μαν­δι­κή Διέπ­πη, εγκαι­νιά­ζε­ται η πρώ­τη εξο­πλι­σμέ­νη παρα­λία για όλους εκεί­νους που επι­θυ­μούν να απο­λαύ­σουν τη θάλασ­σα. Εδώ υπάρ­χουν κάποια απο­δυ­τή­ρια και μία στοι­χειώ­δης περί­φρα­ξη που χωρί­ζει τους άνδρες από τις γυναίκες.

Το θέμα είναι ότι στη θάλασ­σα συγ­χρω­τί­ζε­σαι με ξένο κόσμο και δεν μπο­ρείς ‑κυρί­ως δεν επι­τρέ­πε­ται- να εμφα­νί­ζε­σαι όπως όπως. Γι’ αυτό φρο­ντί­ζει, του­λά­χι­στον στην Ελλά­δα, ο Όθω­νας, εκδί­δο­ντας το 1854 το διά­ταγ­μα 26 περί «λου­τρι­κού ενδύ­μα­τος» (φυσι­κά, οι λέξεις μαγιό και μπα­νιε­ρό είναι άγνω­στες), το οποίο πρέ­πει να περι­βάλ­λε­ται με… σεμνό­τη­τα και ταπει­νό­τη­τα… Με το ίδιο διά­ταγ­μα τοπο­θε­τεί επι­κε­φα­λής θεμα­το­φύ­λα­κα της… λου­τρι­κής ηθι­κής τον Λιμε­νάρ­χη Φαλή­ρου Στρά­τη Πετρο­κόκ­κι­νο και τους άνδρες του. Αυτοί περι­φέ­ρο­νται στην παρα­λία και επι­πλήτ­τουν τους λουό­με­νους που περ­νούν τα … εσκαμ­μέ­να. Σε κραυ­γα­λέ­ες περι­πτώ­σεις, νομι­μο­ποιού­νται και να τιμω­ρούν είτε δια της απο­βο­λής από την παρα­λία είτε δια της επι­βο­λής χρη­μα­τι­κού προ­στί­μου! Κάπο­τε μάλι­στα οι παρα­βά­τες οδη­γού­νται και ενώ­πιον της Δικαιο­σύ­νης! Το πται­σμα­το­δι­κείο Πει­ραιά πιά­νει δουλειά…

Πάντως, η αμφί­ε­ση που ορί­ζε­ται ως μόνη επι­τρε­πτέα για τη θάλασ­σα είναι μία τρα­γω­δία. Το λου­τρι­κό ένδυ­μα για τις γυναί­κες είναι ριγέ, πορ­το­κα­λί, κόκ­κι­νο ή μπλε, πρέ­πει να καλύ­πτει ώμους και λαι­μό και να συνο­δεύ­ε­ται από μαύ­ρη κάλ­τσα, στο­λι­σμέ­νη με λευ­κές κορ­δέ­λες, που περ­νούν από πάνω χια­στί ώστε να την κρα­τούν καλά στη­ριγ­μέ­νη στο πόδι μήπως και φανεί το σκαν­δα­λι­στι­κό λευ­κό της σάρ­κας! Ως εκ τού­του, οι γυναί­κες αρκού­νται σε ένα πλα­τσού­ρι­σμα στα ρηχά, καθώς το βάρος της βρεγ­μέ­νης λου­τρι­κής τουα­λέ­τας τους δεν επι­τρέ­πει όχι να κολυ­μπή­σουν, αλλά ούτε και να επι­πλεύ­σουν στην επι­φά­νεια της θάλασσας.

Και για τους άνδρες, η λου­τρι­κή αμφί­ε­ση δεν είναι περισ­σό­τε­ρο… άνε­τη και ανά­λα­φρη. Εκεί­νοι φορούν μαύ­ρο φανε­λέ­νιο μπα­νιε­ρό με πορ­το­κα­λί ρίγες (!), που από πάνω πρέ­πει να καλύ­πτει το στέρ­νο και τον ώμο και από κάτω να φτά­νει ίσα­με τη γάμπα. Αν το μπα­νιε­ρό είναι κοντό, δεν εισπράτ­τεις μόνο το στίγ­μα του «ανα­ξιο­πρε­πούς, ανέ­ντι­μου κυρί­ου», αλλά κι ένα γεν­ναίο πρό­στι­μο από τον «χωρο­φύ­λα­κα της ηθικής»…

Και πάντα εννο­εί­ται ότι οι λουό­με­νοι απο­λαμ­βά­νουν τη θάλασ­σα με ωρά­ριο. Άλλες ώρες οι άνδρες, άλλες οι γυναί­κες. Οι παρα­λί­ες είναι κοι­νός τόπος των δύο φύλων, αλλά ως τις πρώ­τες δεκα­ε­τί­ες του 20ου αι. τις απο­λαμ­βά­νουν χωριστά.

Αλλά η Ελλά­δα δεν είναι μόνο Αττι­κή. Η γοη­τεία της θάλασ­σας αγγί­ζει και τις παρα­λί­ες της περι­φέ­ρειας. Πάτρα, Βόλος, Ναύ­πλιο, Θεσ­σα­λο­νί­κη και ασφα­λώς, νησιά, τη μετα­τρέ­πουν σε βασι­κό κεφά­λαιο της ζωής τους τα καυ­τά μεσο­γεια­κά καλο­καί­ρια. Επί­ση­μα του­λά­χι­στον. Διό­τι παρα­λί­ες της ελλη­νι­κής επι­κρά­τειας, όπως το Αχίλ­λειο του Βόλου και η Αρβα­νι­τιά του Ναυ­πλί­ου, σέρ­νουν τη δημο­φι­λία τους από την επο­χή της οθω­μα­νι­κής κυριαρχίας.

Ο δια­χω­ρι­σμός των φύλων στη θάλασ­σα και ο βρα­χνάς της μόνι­μης παρου­σί­ας των … χωρο­φυ­λά­κων ηθι­κής, που επι­μέ­νουν να μετρούν με το υπο­δε­κά­με­τρο τα μπα­νιε­ρά των κυριών, προ­κα­λούν απρό­βλε­πτες αντι­δρά­σεις. Μία κίνη­ση υπέρ του μικτού μπά­νιου στη θάλασ­σα πυρο­δο­τεί­ται υπο­γεί­ως και μία αγγε­λία στις εφη­με­ρί­δες, το μεσο­κα­λό­και­ρο του 1917, που υπο­γρά­φε­ται από τα αρχι­κά Σ.Α.Μ. ανά­βει φωτιές… Η αγγε­λία καλεί εκεί­νους που επι­θυ­μούν να συμ­με­τά­σχουν στο κίνη­μα των οπα­δών του μικτού μπά­νιου, να στεί­λουν σε post restant το ενδια­φέ­ρον τους! Η αγγε­λία σηκώ­νει θύελ­λα. «Η κρυ­πτο­μέ­νη υπό τα τρία στοι­χεία του αλφα­βή­του δεσποι­νίς εννο­εί να εφαρ­μό­σει και εφέ­τος την αμαρ­τία αυτήν την οποία τόσο κατε­δί­ω­ξαν οι Αρχές πέρυ­σι. Πολύ καλά… Να δού­με όμως τι λέει η Αστυ­νο­μία, η οποία, ως γνω­στόν, θέλει τα ερί­φια με τα ερί­φια και τα πρό­βα­τα με τα πρό­βα­τα» ακο­λου­θεί ανώ­νυ­μο σχό­λιο σε εφη­με­ρί­δα, εγεί­ρο­ντας αρχι­κά το ερώ­τη­μα «πόθεν προ­κύ­πτει ότι ο υπο­γρά­φων με τα αρχι­κά Σ.Α.Μ. είναι γένους θηλυ­κού και δη δεσποινίς…»;

Πάντως, το ξημέ­ρω­μα του 1928 βρί­σκει άνδρες και γυναί­κες μαζί στη θάλασ­σα. Επί­ση­μα. Διό­τι ανε­πί­ση­μα το θέμα μαγει­ρεύ­ε­ται από το ΄17 και σιγο­ψή­νε­ται από το ΄25. Οι λουό­με­νοι έχουν κάνει ήδη τα πρώ­τα βήμα­τα προς την ελευ­θε­ρία τους και δεν προ­τί­θε­νται να οπι­σθο­χω­ρή­σουν. Παρά τις τιμω­ρί­ες και τις συλ­λή­ψεις στις παρα­λί­ες, κάποιες τολ­μη­ρές γυναί­κες απο­λαμ­βά­νουν ήδη τη θάλασ­σα με την παρέα αρσε­νι­κών. Ο Τύπος της επο­χής δημο­σιο­ποιεί το θηλυ­κό που βρί­σκε­ται στην Ελλά­δα να κολυ­μπά­ει πρώ­το αυτό ανά­με­σα σε άνδρες. Είναι η Γαλ­λί­δα Ζορ­ζέτ Μερ­σιέ, γυναί­κα που έτσι κι αλλιώς σκαν­δα­λί­ζει την Αθή­να με τις εκκε­ντρι­κό­τη­τές της και δεν κατα­λα­βαί­νει και πολ­λά από απα­γο­ρεύ­σεις… Ετού­τη η υπέρ­βα­σή της μάλι­στα στην παρα­λία, γίνε­ται και νού­με­ρο σε επι­θε­ώ­ρη­ση την οποία η ίδια παρα­κο­λου­θεί με ενθουσιασμό.

Με τού­τα και με κεί­να και καθώς όσο περισ­σό­τε­ρο κυνη­γιέ­ται τόσο πιο συχνό γίνε­ται το φαι­νό­με­νο λουό­με­νοι των δύο φύλων να… συνευ­ρί­σκο­νται για μία κοι­νή δρο­σι­στι­κή βου­τιά στη θάλασ­σα, οι έλεγ­χοι της αστυ­νο­μί­ας στις παρα­λί­ες δεν έχουν πια νόη­μα. Ειδι­κά όταν η γκά­μα των προ­σφε­ρό­με­νων παρα­λιών διευ­ρύ­νε­ται προς Βου­λιαγ­μέ­νη και Σκα­ρα­μα­γκά. Πού να βρε­θεί τέτοιο πλή­θος χωρο­φυ­λά­κων για επι­τή­ρη­ση; Άσε που ανά­με­σα στους ανα­κα­τε­μέ­νους λουό­με­νους «μπο­ρεί κανείς να συνα­ντή­σει και τον πται­σμα­το­δί­κη που τους δίκα­σε» (!), γρά­φουν σκω­πτι­κά οι εφη­με­ρί­δες… Το 1927 μπαί­νει η ταφό­πλα­κα στο βασι­λι­κό διά­ταγ­μα του προη­γού­με­νου αιώ­να, που όρι­ζε ξεχω­ρι­στά ωρά­ρια για άνδρες και γυναί­κες. Οι μικτές ακτές, τα περί­φη­μα «bains mixtes» (μπαιν μιξτ) είναι πια γεγο­νός. Αυτή την επο­χή καθιε­ρώ­νο­νται το ουσια­στι­κό «μπά­νιο» για το θαλάσ­σιο λου­τρό και το ρήμα «μπαν-ίζω» (=παρα­τη­ρώ λεπτο­με­ρώς), που απη­χεί την προ­σφι­λή ενα­σχό­λη­ση των αρσε­νι­κών στις παρα­λί­ες. Απο­λαμ­βά­νουν πια ανε­μπό­δι­στα τα γυναι­κεία κάλ­λη. «Εις την θάλασ­σαν όπου λού­ο­νται αντι­πρό­σω­ποι των δύο φύλων πνί­γε­ται η σεμνο­τυ­φία» χρο­νο­γρα­φεί αυτή τη χρο­νιά στο «Έθνος», στη μόνι­μη στή­λη του υπό τον τίτλο «Αττι­κές Ημέ­ρες», ο σπου­δαί­ος Τίμος Μωραϊ­τί­νης, διευ­κρι­νί­ζο­ντας ότι τα μπαιν μιξτ είναι πολι­τι­σμός και σημα­το­δο­τούν αλλα­γή επο­χής. Δεν παρα­λεί­πει, ωστό­σο, να προ­σθέ­σει δηκτι­κά: «…τα μπαιν μιξτ δεν είνε από­λαυ­σις δρο­σιάς, καθα­ριό­τη­τος και υγεί­ας. Είνε είδος κοσμι­κής κινή­σε­ως και ελευ­θέ­ρας συνα­ντή­σε­ως των δύο φύλων που εξη­με­ρώ­νει τα ήθη…».

Στο μετα­ξύ, τα μπα­νιε­ρά, που «κλει­δώ­νουν» με τη λέξη «μαγιό», έχουν συρ­ρι­κνω­θεί προ­σφέ­ρο­ντας από­λαυ­ση, ελευ­θε­ρία και … θέα­μα στους λουό­με­νους. Επι­πλέ­ον, η ηλιο­θε­ρα­πεία, που έως πρό­τι­νος ουδέ­να απα­σχο­λού­σε στη θάλασ­σα ‑καθώς το λευ­κό δέρ­μα της αρι­στο­κρα­τί­ας ήταν πάντα το ζητού­με­νο- έχει έρθει από τη Γαλ­λία ως συρ­μός που κινεί­ται με ιλιγ­γιώ­δη ταχύ­τη­τα. Η θεά της μόδας Κοκό Σανέλ δεν είναι κυρία μόνο της ένδυ­σης των γυναι­κών, αλλά και του δέρ­μα­τός τους, το οποίο επι­βάλ­λε­ται πια να είναι ηλιο­κα­μέ­νο για να κάνει αντί­θε­ση με τα ανοι­χτό­χρω­μα μοντε­λά­κια της διά­ση­μης ράφτρας! Η σχέ­ση μαγιό και ηλιο­θε­ρα­πεί­ας είναι σαν εκεί­νη της κότας με το αβγό. Το μαγιό έχει μικρύ­νει και ευνο­εί την έκθε­ση στον ήλιο ή η επι­βε­βλη­μέ­νη από τη μόδα έκθε­ση απαι­τεί μικρό­τε­ρο μαγιό; Όπως και να είναι, το «λου­τρι­κόν ένδυ­μα» από εδώ και μπρος βαί­νει συρ­ρι­κνού­με­νον για να φτά­σει κάπο­τε να εκλεί­ψει και παντελώς…

ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

Ελλη­νι­κό Λογο­τε­χνι­κό και Ιστο­ρι­κό Αρχείο (ΕΛΙΑ)

Οπτι­κός πολι­τι­σμός και του­ρι­σμός / Ανα­πα­ρα­στά­σεις της Ελλά­δας στις του­ρι­στι­κές καρτ ποστάλ — Χρ. Μπο­νά­ρου (Εκδ. Παπαζήση)

Ιστο­ρία Σχο­λής Ναυ­τι­κών Δοκί­μων (1845–1973) — Ιω. Φακί­δης (Εκδ. Ναυ­τι­κού Μου­σεί­ου της Ελλάδος)

Η Ιστο­ρία των Αθη­ναί­ων — Δ. Καμπού­ρο­γλου (Εκδ. Παλ­μός — Αντωνόπουλος)

«Ο Τρε­λα­ντώ­νης» — Π. Δέλ­τα (Εκδ. Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστίας)

Αρχαιο­λο­γία και Τέχνες (archaiologia.gr)

Τα Αθη­ναϊ­κά (taathinaika.gr)

Ναζίμ Χικ­μέτ Ποι­ή­μα­τα εκλο­γή από το έργο του

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο