Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ — 130 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ — ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Αφιέ­ρω­μα και μετά­φρα­ση ποι­η­μά­των του Γιώρ­γου Βαβί­τσα //

Στις 20-10-2021 συμπλη­ρώ­νο­νται 167 χρό­νια από τη γέν­νη­ση του Αρθούρ Ρεμπώ, μιας πραγ­μα­τι­κά εμβλη­μα­τι­κής μορ­φής της νεώ­τε­ρης ποί­η­σης. «Το παι­δί Σαίξ­πηρ» — έτσι τον απο­κά­λε­σε ο Βίκτορ Ουγκό όταν διά­βα­σε τα ποι­ή­μα­τά του το 1871. Ενώ ο Ζωρζ Ντυ­χα­μέλ βλέ­πει «την ξαφ­νι­κή συμπύ­κνω­ση της ιστο­ρί­ας της λογο­τε­χνί­ας» στους καρ­πούς της τρί­χρο­νης δημιουρ­γί­ας του Ρεμπώ. Δια­βά­ζο­ντάς τον φορές νιώ­θεις σαν να συνο­ψί­ζει τον Μπαλ­ζάκ στο πεδίο της ποί­η­σης. Η αντί­φα­ση μετα­ξύ της αστι­κής πεζό­τη­τας και μετριό­τη­τας και της ψυχι­κής αγνό­τη­τας και την προ­σή­λω­ση σε ένα ιδε­ώ­δες που κλη­ρο­δό­τη­σε όλη η προη­γού­με­νη εξέ­λι­ξη στη Γαλ­λία αρχί­ζο­ντας από το δια­φω­τι­σμό με κορύ­φω­ση την τρα­γω­δία της γαλ­λι­κής επα­νά­στα­σης και των μετέ­πει­τα ταξι­κών συγκρού­σε­ων, σαν να δια­περ­νά­ει κάθε του στί­χο. Είναι όμως πριν απ’ όλα ο άνθρω­πος που επη­ρέ­α­σε όσο ίσως κανέ­νας άλλος τις νεώ­τε­ρες τάσεις στην ποί­η­ση όπως ανα­δύ­θη­καν από τα τέλη του 19ου και ιδιαί­τε­ρα κατά τον 20ο αιώνα.

Τα παι­δι­κά του χρό­νια τα πέρα­σε σε μια επαρ­χια­κή πόλη της Βόρειας Γαλ­λί­ας κάνο­ντας αίσθη­ση με την ασυ­νή­θι­στη ωρι­μό­τη­τά του. Ήταν η αυστη­ρή δια­παι­δα­γώ­γη­ση από την πλευ­ρά της μητέ­ρας ή η απέ­χθεια που γεν­νά σε μια ανό­θευ­τη ακό­μα νεα­νι­κή ψυχή η μικρο­α­στι­κή χυδαιό­τη­τα και υπο­κρι­σία, ήταν η αντί­θε­ση μετα­ξύ του στε­νού ορί­ζο­ντα ενός φιλι­σται­κού περι­βάλ­λο­ντος και των μεγα­λό­ψυ­χων και αισιό­δο­ξων ιδε­ών που ανα­κα­λύ­πτει στα έργα των ουτο­πι­στών σοσια­λι­στών που δια­βά­ζει με πάθος, φαί­νε­ται σαν όλα να συνω­μο­τού­σαν να πλά­σουν ένα ατί­θα­σο πνεύ­μα που ποθεί με κάθε στα­γό­να του αίμα­τός του την εξέ­γερ­ση ενά­ντια στον σάπιο αστι­κό κόσμο. Έφη­βος ακό­μα, δρα­πε­τεύ­ει στο Παρί­σι όμως οι αρχές συλ­λαμ­βά­νουν το 16χρονο νεα­ρό που ταξι­δεύ­ει χωρίς εισι­τή­ριο και τον ξανα­στέλ­νουν στην γενέ­τει­ρά του. Με το ξέσπα­σμα της Κομ­μού­νας φεύ­γει ξανά για το Παρί­σι και κατα­τάσ­σε­ται εθε­λο­ντής στους πυρο­βο­λη­τές. Ο ηρω­ι­σμός της επα­να­στα­τη­μέ­νης πόλης των εργα­τών θα γίνει πηγή έμπνευ­σης για μερι­κά από τα πιο γνω­στά ποι­η­τι­κά δημιουρ­γή­μα­τα της Κομμούνας.

Ο Ρεμπώ κλο­νί­ζε­ται από την κτη­νώ­δη κατά­πνι­ξη της επα­νά­στα­σης γυρ­νώ­ντας στον τόπο του σε κατά­στα­ση από­γνω­σης. Η τρα­γι­κό­τη­τα των γεγο­νό­των θα επι­δρά­σει κατα­λυ­τι­κά πάνω του οδη­γώ­ντας στη μεγά­λη τομή που θα επέλ­θει στην αντί­λη­ψη και την ποί­η­σή του. Από ερμη­νευ­τή και εκφρα­στή των κοι­νω­νι­κών αδι­κιών και της εξέ­γερ­σης ενα­ντί­ον τους θα γίνει ο ποι­η­τής της κοσμι­κής ενό­ρα­σης. Είναι ίσως η προ­σπά­θεια φυγής και σωτη­ρί­ας από μια κατα­στρε­πτι­κή από­γνω­ση που τον αιχ­μα­λω­τί­ζει όλο και πιο απει­λη­τι­κά μέσω της ανα­ζή­τη­σης άγνω­στων τοπί­ων. «Ο ποι­η­τής — γρά­φει σε ένα γράμ­μα του – γίνε­ται προ­φή­της δια­τα­ράσ­σο­ντας και ανα­κα­τεύ­ο­ντας μέσα από μια μακρά και επί­πο­νη εργα­σία το σύνο­λο των αισθή­σε­ών του. Όλες τις μορ­φές της αγά­πης, του πόνου, της τρέ­λας. Ανα­ζη­τά­ει τον εαυ­τό του, βγά­ζει από μέσα του κάθε δηλη­τή­ριο κρα­τώ­ντας μόνο την συμπυ­κνω­μέ­νη ουσία τους. Ανεί­πω­τα βάσα­να, όπου χρειά­ζε­ται κάθε δυνα­τή πίστη, υπε­ράν­θρω­πες δυνά­μεις, όπου γίνε­ται ένας μεγά­λος ασθε­νής, μεγά­λος εγκλη­μα­τί­ας, κατα­ρα­μέ­νος – κι ο Γνώ­στης της ουσί­ας των πραγ­μά­των! – Διό­τι φτά­νει στο άγνω­στο! Όμως επει­δή καλ­λιέρ­γη­σε την ψυχή του, είναι πλού­σιος, πιο πλού­σιος από οποιον­δή­πο­τε! Φτά­νει στο άγνω­στο κι όταν τελι­κά, στα πρό­θυ­ρα της τρέ­λας, μοιά­ζει να χάνει το νόη­μα των ορα­μά­των του ξαφ­νι­κά τα αντι­κρί­ζει!» Ο ποι­η­τής προ­φή­της ωστό­σο συνει­δη­το­ποιεί πως ο εαυ­τός που ανα­ζη­τεί απε­γνω­σμέ­να «Το Εγώ – είναι πάντα κάποιος άλλος. Αν ο χαλ­κός ξαφ­νι­κά ξυπνή­σει βλέ­πο­ντας πως έγι­νε σάλ­πιγ­γα, γι’ αυτό δεν φταί­ει αυτός. Για μένα είναι ξεκά­θα­ρο: υπάρ­χω σαν ένα ξεχω­ρι­στό πρό­σω­πο κατά την εξέ­λι­ξη των σκέ­ψε­ών μου: τις βλέ­πω, τις ακούω: τρα­βάω μία με το δοξά­ρι μου: η συμ­φω­νία αρχί­ζει να κινεί­ται στο βάθος ή ανα­πη­δά­ει με μιας στην επι­φά­νεια.» Η ανα­κά­λυ­ψη της δυϊ­κό­τη­τας του συνει­δη­τού και του υπο­συ­νεί­δη­του καθώς και η δια­μόρ­φω­ση μιας ποι­η­τι­κής γλώσ­σας που να εκφρά­ζει και το υπο­συ­νεί­δη­το συνι­στούν τη μεγά­λη και­νο­το­μία του Ρεμπώ. «Ο ποι­η­τής πραγ­μα­τι­κά κλέ­βει την φωτιά. Τον γεμί­ζει ο άνθρω­πος, αλλά και το ζώο, οφεί­λει να κάνει τους άλλους να νιώ­σουν, να κατα­λά­βουν τις ανα­κα­λύ­ψεις του. Αν αυτό που φέρ­νει στην επι­φά­νεια από εκεί έχει μορ­φή, πρέ­πει να του δώσει μορ­φή, αν είναι άμορ­φο πρέ­πει να το απει­κο­νί­σει σαν άμορ­φο. Πρέ­πει να βρει την κατάλ­λη­λη γλώσ­σα. – Αυτή η γλώσ­σα θα πηγαί­νει από ψυχή σε ψυχή, θα συμπυ­κνώ­νει τα πάντα, αρώ­μα­τα, ήχους, χρώ­μα­τα, θα μετα­τρα­πεί σε σκέ­ψη που ενώ­νε­ται με σκέ­ψη και προ­έρ­χε­ται από αυτή.»

Η αντί­λη­ψη αυτή θα εκφρα­στεί στα ποι­ή­μα­τα σε πρό­ζα με τίτλο Φωτα­ψί­ες (Illuminations)  που απο­δί­δουν ίσως με την μεγα­λύ­τε­ρη πιστό­τη­τα το πνεύ­μα εξέ­γερ­σης του Ρεμπώ, την απέ­χθεια προς τον κόσμο, το κλί­μα συντέ­λειας. Η συντέ­λεια είναι ο πόλε­μος και η Κομ­μού­να, όταν έρεε από παντού αίμα και την οποία ανα­πο­λεί ο ποι­η­τής: «Ανά­βρυ­ζε, αφρέ της λίμνης, όρμα από τη γέφυ­ρα, κατά­κλυ­ζε το δάσος… νερά και θρή­νοι ρίξ­τε και φου­σκώ­στε τους χει­μάρ­ρους. – Από τότε που στε­ρέ­ψα­νε – αχ θαμ­μέ­να πετρά­δια, φανε­ρω­μέ­να, ανοι­χτά λου­λού­δια! – είναι όλα ανιαρά».

Το μυθι­στό­ρη­μά του με τίτλο «Στην Κόλα­ση» απο­τε­λεί ένα είδος απο­λο­γι­σμού με τον εαυ­τό του, τις προσ­δο­κί­ες, τα παρα­στρα­τή­μα­τά του ύστε­ρα κι από τη θυελ­λώ­δη φιλία του με τον ποι­η­τή Βερ­λέν. Ονο­μά­ζει εμμο­νές τις ποι­η­τι­κές προ­σπά­θειές του για να στρα­φεί προς το μέλ­λον λέγο­ντας: «Όλα είναι πια παρελ­θόν, μπο­ρώ να χαι­ρε­τή­σω πια την ομορφιά.»

Θέλει να υπο­δε­χτεί τη «γέν­νη­ση της νέας εργα­σί­ας» συλ­λαμ­βά­νο­ντας την «σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» της καθη­με­ρι­νής ζωής. «Ήθε­λα να ανα­κα­λύ­ψω νέα άνθη, νέα αστέ­ρια, νέα σάρ­κα, νέες γλώσ­σες! Νόμι­ζα ότι μπο­ρώ να απο­κτή­σω υπερ­φυ­σι­κές δυνά­μεις. Ε λοι­πόν! Πρέ­πει να θάψω τη φαντα­σία και τις ανα­μνή­σεις μου! Εγώ που θεω­ρού­σα τον εαυ­τό μου μάγο ή άγγε­λο, απε­λευ­θε­ρω­μέ­νο από κάθε ηθι­κή επέ­στρε­ψα στη γη για να ακο­λου­θή­σω το καθή­κον μου και να αγγί­ξω με τα δυο μου χέρια την σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα! Αγρό­της!» Αυτά τα γρά­φει 19 χρο­νών και βάζει τέλος στην ποι­η­τι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα. Το υπό­λοι­πο της ζωής του θα το ζήσει με έναν περι­πε­τειώ­δη τρό­πο πηγαί­νο­ντας από τόπο σε τόπο για να ασχο­λη­θεί με το εμπό­ριο σαν να ήθε­λε να δρα­πε­τέ­ψει από το παρελ­θόν του.

Ίσως κανέ­νας όσο αυτός δεν ένιω­σε τόσο βαθειά την τρα­γι­κή μονα­ξιά του πνεύ­μα­τος στην αστι­κή κοι­νω­νία και η ζωή του η ίδια απει­κο­νί­ζει με τον πιο μοι­ραίο τρό­πο το γεγο­νός αυτό. Πέθα­νε μόλις 37 ετών από καρκίνο.

***

ΟΦΗΛΙΑ — ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ[1]

Ι

Πάνω στα μαύ­ρα ήρε­μα κύμα­τα όπου κοι­μού­νται τ’ αστέρια
Η λευ­κή Οφη­λία επι­πλέ­ει σαν ένα μεγά­λο κρίνο
Επι­πλέ­ει πολύ αργά τυλιγ­μέ­νη στα μακριά της πέπλα
Τα δάση στε­νά­ζουν, αντι­λα­λούν το θρήνο.

Εδώ και χίλια χρό­νια η θλιμ­μέ­νη Οφηλία
Περ­νά­ει σαν φάντα­σμα λευ­κό πάνω στο μαύ­ρο ποτάμι
Εδώ και χίλια χρό­νια η γλυ­κιά της μανία
Ψιθυ­ρί­ζει τον έρω­τά της κάθε βράδυ.

Ο άνε­μος φιλά­ει το στή­θος της και ξεδι­πλώ­νει σαν πέταλα
Τα μακριά της πέπλα που λικνί­ζει το νερό γλυκά
Από τις ιτιές πέφτουν στους ώμους της τα δάκρυα
Τα καλά­μια λυγί­ζουν στο ονει­ρο­πό­λο μέτω­πο δειλά.

ΙΙ

Τα μαρα­μέ­να νού­φα­ρα στε­νά­ζουν γύρω της
Μερι­κές φορές ξυπνά­ει σε μια κοι­μι­σμέ­νη κλήθρα
Σε κάποια φωλιά με το φτε­ρού­γι­σμα της αυγής
Ένα μυστη­ριώ­δες τρα­γού­δι κατε­βαί­νει απ τ’ άστρα τη νύχτα.

Oχλω­μή Οφη­λία, όμορ­φη σαν το χιόνι
Πέθα­νες παι­δί, σε παρέ­συ­ρε ένα ταραγ­μέ­νο κύμα
Οι άνε­μοι που ορμούν από τα ψιλά βου­νά στην πόλη
Σου μίλη­σαν κρυ­φά για την άσπλα­χνη ελευθερία.

Η πνοή του ουρα­νού κυμα­τί­ζο­ντας σου τα μαλλιά
Έφερ­νε παρά­ξε­νους ήχους στο πνεύ­μα σου το μαρτυρικό
Η καρ­διά σου άκου­γε την καρ­διά της φύσης σιωπηλά
Το κλά­μα των δέντρων, της νύχτας το στεναγμό.

Η φωνή της θάλασ­σας σαν ένας ρόγ­χος ατε­λεί­ω­τος, σκληρός
Σπά­ρασ­σε το παι­δι­κό σου στή­θος το αθώο
Ένα ανοι­ξιά­τι­κο πρωί, ένας όμορ­φος ιππό­της, χλωμός
Γονά­τι­σε μπρο­στά σου λιώ­νο­ντας από πόθο.

Ουρα­νός! Αγά­πη! Ελευ­θε­ρία! Τι όνει­ρο καη­μέ­νο παιδί!
Έλιω­νες γι’ αυτόν όπως το χιό­νι στη φωτιά:
Τα όνει­ρά σου έπνι­γαν τις λέξεις και την ψυχή
Το άπλη­στο άπει­ρο σου θόλω­σε τη ματιά!

ΙΙΙ

Κι ο ποι­η­τής λέει πως στων αστε­ριών τη λάμψη
Έρχε­σαι να μαζέ­ψεις λου­λού­δια μες τη νύχτα
Κι είδε πάνω στο κύμα τυλιγ­μέ­νη στα πέπλα της πριν κάτσει
Να επι­πλέ­ει σαν κρί­νο τη λευ­κή Οφηλία.

[1] Η Οφη­λία είναι η αγα­πη­μέ­νη του Χάμ­λετ στο έργο του Σαίξ­πηρ. Όταν ο Χάμ­λετ άθε­λά του σκο­τώ­νει τον πατέ­ρα της κλο­νί­ζε­ται και μοιά­ζει να χάνει τα μυα­λά της. Μοι­ρά­ζει λου­λού­δια στις γυναί­κες, λέει τρα­γού­δια πάνω στον έρω­τα και το θάνα­το, φορές έως και ασυ­ναρ­τη­σί­ες. Βρί­σκει τρα­γι­κό θάνα­το όταν μια μέρα σκαρ­φα­λώ­νο­ντας σε μια ιτιά που γέρ­νει πάνω σε ένα ποτα­μά­κι για να κρε­μά­σει τις γιρ­λά­ντες από τα λου­λού­δια που μάζε­ψε, πέφτει στο νερό και πνί­γε­ται. Πριν βυθι­στεί τρα­γου­δά­ει σαν να μη συνέ­βαι­νε τίπο­τα ή σαν βρι­σκό­ταν στο φυσι­κό της περιβάλλον. 

ΤΟ ΟΡΓΙΟ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ Η ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΞΑΝΑΚΑΤΟΙΚΕΙΤΑΙ

ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ, Μάιος 1871 (Γραμ­μέ­νο με αφορ­μή την άγρια κατα­στο­λή της Κομμούνας)

Μπρος, ορμή­στε στους σταθ­μούς δειλοί
Με τα φλε­γό­με­να πνευ­μό­νια του εξι­λε­ώ­θη­κε ο ήλιος
Για τους δρό­μους που κατέ­κλυ­σε των βαρ­βά­ρων η ορδή
Ιδού η ωραία πόλη στης Δύσης το ψύχος

Θα προ­λά­βου­με την έφο­δο της φωτιάς
Ιδού οι όχθες, ιδού οι δρό­μοι, ιδού
Η γαλά­ζια ακτι­νο­βο­λία στα σπί­τια που κοιτάς
Που οι βόμ­βες στό­λι­σαν με τη λάμ­ψη του ουρανού

Κρύψ­τε τα νεκρά παλά­τια κάτω από τα σανίδια
Το μανια­σμέ­νο παρελ­θόν σας ανα­κου­φί­ζει τη ματιά
Έρχο­νται οι κοκ­κι­νο­μάλ­λες πόρ­νες με τα ζου­με­ρά στήθια
Μουρ­λα­θεί­τε, φαί­νε­στε γελοί­οι όταν ο τρό­μος σας διαπερνά

Λυσ­σα­σμέ­να σκυ­λιά που θρέ­φε­στε με καταπλάσματα
Οι κραυ­γές των χλι­δά­των οίκων σας δια­τά­ζουν. Κλέψτε!
Φάτε! Ήρθε η σπα­σμω­δι­κή νύχτα της ηδο­νής τα χαράματα
Λυπη­μέ­νοι πότες στα γόνα­τα πέστε

Και πιεί­τε! Όταν το φως της αυγής θα έρθει δυνατό
Σκά­βο­ντας δίπλα σας στα κύμα­τα που ξερ­νά­νε χλιδή
Μην αφή­σε­τε τα σάλια σας να τρέ­ξουν στο ποτό
Που κρα­τά­τε, με το βλέμ­μα χωμέ­νο στη γη

Κατα­πιεί­τε για τη βασί­λισ­σα με τα καταρ­ρα­κτώ­δη πισινά!
Ακού­στε τα ρεψί­μα­τα τα σπαραγμένα
Ακού­στε πώς στην πυρε­τώ­δη νύχτα χοροπηδά
Ο συρ­φε­τός από ηλί­θιους, μαριο­νέ­τες και λακέ­δες πιο πέρα!

Βρω­με­ρές καρ­διές, στό­μα­τα φρικιαστικά
Επι­δο­θεί­τε με ζήλο στο έργο, στό­μα­τα της δυσοσμίας!
Ανοίξ­τε για το ελε­ει­νό μού­δια­σμα κρασιά
Από ντρο­πή λιώ­νουν οι κοι­λιές σας

Νικη­τές! Ανοίξ­τε τα ρου­θού­νια σας στη ζάλη!
Μου­λιά­στε στο δηλη­τή­ριο τις χορ­δές σας στο λαιμό!
Στο παι­δι­κό σας σβέρ­κο ο ποι­η­τής βάζει
Σταυ­ρω­μέ­να χέρια και λέει: μπρος δηλοί στο χορό!

Σκά­βο­ντας της Γυναί­κας την κοιλιά
Φοβά­στε μήπως την πιά­σουν οι σπασμοί
Αυτή κραυ­γά­ζει πνί­γο­ντας την πρό­στυ­χή σας στρατιά
Στο στή­θος με μια απε­γνω­σμέ­νη λαβή

Συφι­λια­σμέ­νοι, βασι­λιά­δες, μαριο­νέ­τες, φακί­ρη­δες, τρελοί
Τι μπο­ρούν να κάνουν στο Παρί­σι την πουτάνα
Τα δηλη­τή­ρια, τα κου­ρέ­λια, το σώμα σας κι η ψυχή;
Θα ελευ­θε­ρω­θεί πετώ­ντας την σαπί­λα σας στη μπάντα!

Κι όταν βογκά­τε με τ’ άντε­ρα πεσμέ­νοι στο χώμα
Και τα νεκρω­μέ­να πλευ­ρά ζητούν πληρωμή
Η κόκ­κι­νη εταί­ρα με τα στή­θια του πολέ­μου σαν πρώτα
Με σηκω­μέ­νη γρο­θιά θα σας απειλεί!

Όταν τα πόδια σου χόρε­ψαν με τέτοιο μίσος
Παρί­σι, όταν δέχτη­κες τόσες μαχαιριές
Πεσμέ­νη, κρα­τώ­ντας στου φωτει­νού σου βλέμ­μα το ξίφος
Την αγνό­τη­τα της ανα­γέν­νη­σης που καί­ει στις καρδιές

Αχ πόλη πονε­μέ­νη, πόλη μισοπεθαμένη
Με το κεφά­λι και τα στή­θη στραμ­μέ­να στο μέλλον
Ανοί­γο­ντας στη χλο­μά­δα σου παρά­θυ­ρα στην οικουμένη
Πόλη που θα ευλο­γού­σε το σκό­τος των θαμμένων:

Σώμα ανα­στη­μέ­νο για τους αβά­στα­χτους πόνους
Ξανα­πί­νεις λοι­πόν τη φρι­κτή ζωή!
Νιώ­θεις τα χλο­μια­σμέ­να σκου­λή­κια στις φλέ­βες και τους πόρους
Στο διαυ­γή έρω­τά σου των μπα­στάρ­δων την ορμή!

Ας είναι, τα σκου­λή­κια σου τα χλομιασμένα
Δε θα σβή­σουν της προ­ό­δου την πνοή
Όπως οι Στρίγ­γλες δεν έσβη­σαν από των Καρυά­τι­δων το βλέμμα
Τα δάκρυα που έπε­φταν σαν λάμ­ψη αστρική.

Αν και είναι φρι­κτό το θέα­μά σου αυτό
Αν και δεν έκα­νε ποτέ ξανά η Φύση
Από μια πόλη ένα έλκος τόσο βρομερό
Ο ποι­η­τής λέει: Η ομορ­φιά σου τον κόσμο θα εξαγνίσει!

Η καται­γί­δα σε ευλό­γη­σε ποί­η­ση ιερή
Οι γιγά­ντιες δυνά­μεις σε βοηθούν
Το έργο σου βρά­ζει, ο θάνα­τος βογκά, Πόλη διαλεχτή!
Οι κραυ­γές στην καρ­διά της σάλ­πιγ­γας ηχούν.

Ο ποι­η­τής θα πάρει των προ­στύ­χων τους λυγμούς
Το μίσος των κατα­δί­κων, το σαμα­τά όσων έχουν καταραστεί
Θα μαστι­γώ­σει τις γυναί­κες με του έρω­τα τους στεναγμούς
Οι στρο­φές του θα χορο­πη­δούν: ιδού, ιδού δεί­τε τον ληστή!

- Κοι­νω­νία, απο­κα­τα­στά­θη­κε η τάξη:
Τα όργια θρη­νούν τα παλιά τους βογκη­τά στα μπουρ­δέ­λα τα παλιά
Τα μανια­σμέ­να αέρια στους τοί­χος με το αίμα να στάζει
Ορμούν μακά­βρια προς τον χλω­μό ουρα­νό θαμπά!

ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΣΑΡΚΑ – ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ

Ι
Ο ήλιος που γεν­νά­ει την τρυ­φε­ρά­δα και τη ζωή
Χύνει τον καυ­τό έρω­τα στη μαγε­μέ­νη γη
Κι όταν ξαπλώ­νεις ανέ­με­λος στο λιβάδι
Νιώ­θεις τη γη σαν παρ­θέ­να με το αίμα της να βράζει
Το τερά­στιο στή­θος της που το σηκώ­νει­μια ψυχή
Πλα­σμέ­νο από έρω­τα όπως ο θεός και σαν τη γυναί­κα από σάρ­κα φλογερή
Και φυλά­ει μέσα του, γεμά­το ζωντά­νια και παλμό
Όλων τωνεμ­βρύ­ων το σκίρ­τη­μα το μαγικό!
Κι όλα μεγα­λώ­νουν, κι όλα ανε­βαί­νουν – ο Αφρο­δί­τη, ο Θεά!
Αρχαία νιό­τη για­τί είσαι τόσο μακριά,
Σάτυ­ροι ασελ­γείς, πανί­δα γλυκιά
Θεοί που δαγκώ­να­τε ερω­τευ­μέ­νοι το φλοιό στα κλαδιά
Και στα νού­φα­ρα φιλού­σα­τε την ξαν­θιά νύμφη
Ανα­πο­λώ τον και­ρό που το νέκταρ της ζωής έτοι­μο να ξεχειλίσει
Στα ποτά­μια, το τρια­ντα­φυλ­λέ­νιο αίμα που έστα­ζε απ’ τα δέντρα
Στις φλέ­βες του Παν ξυπνού­σε του κόσμου τον αγέρα!
Όταν τα έδα­φος τρε­μού­λια­ζε, πρά­σι­νο στα τρα­γο­πό­δα­ρα βήματα
Και φιλώ­ντας μαλα­κά την ξάστε­ρη Σύριγγα
Τα χεί­λια του ψιθύ­ρι­ζαν τον ιερό ύμνο του έρω­τα­στον ουρανό
Κι όρθιος άκου­γε γύρω του το χορό
Της Φύσης να απα­ντά­ει στο κάλε­σμα του πιστά
Και τα σιω­πη­λά δέντρα που νανού­ρι­ζαν το που­λί που κελαηδά
Η γη νανού­ρι­ζε τον άνθρω­πο και τον γαλά­ζιο ωκεανό
Και όλα τα ζώα αγα­πού­σαν, αγα­πού­σαν το θεό!

Ανα­πο­λώ την επο­χή που η μεγά­λη Κυβέλη
Έλε­γαν πως σάρω­νε πανέ­μορ­φη, γεμά­τη θέρμη
Με το κάρο της τις πόλεις τις λαμπρές
Και τα στή­θια της αρά­δια­ζαν στις παρυφές
Την ανό­θευ­τη ροή της ζωής που μένει αιώ­νια ζωντανή
Κι ο άνθρω­πος ρου­φού­σε στα ευλο­γη­μέ­να στή­θια τη θεία πνοή
Παί­ζο­ντας στα γόνα­τα της σαν λατρε­μέ­νος γιος
Όντας δυνα­τός, ο άνθρω­πος ήταν γλυ­κός κι αγνός.
Αθλιό­τη­τα! Τώρα λέει: Τα πράγ­μα­τα τα γνωρίζω,
Και προ­χω­ρά­ει με τα αυτιά βου­λω­μέ­να χωρίς να κοι­τά­ει τριγύρω.
— Κι όμως, χάθη­καν οι θεοί! Χάθη­καν! Ο άνθρω­πος είναι βασιλιάς,
Ο άνθρω­πος έγι­νε θεός, αλλά ο Έρω­τας, να το αλη­θι­νό πιστεύω για μας!
Αχ! Αν ο άνθρω­πος θρε­φό­ταν από τα στή­θη σου ακόμα,
Για­γιά των θεών και των ανθρώ­πων, Κυβέ­λη με το αδά­μα­στο σώμα.
Αν δεν είχε αφή­σει την αθά­να­τη Αστάρτη
Που κάπο­τε ανα­δυό­με­νη σαν το φως μες’ το σκοτάδι
Των γαλά­ζιων χει­μάρ­ρων, ανθός της σάρ­κας που το κύμα αρωματίζει,
Φανέ­ρω­σε τον ροζ ομφα­λό της όπου πέφτουν οι αφροί όπως όταν χιονίζει,
Και έκα­νε να τρα­γου­δή­σει, Θεά με τα μεγά­λα μαύ­ρα μάτια της νίκης αστραπές,
Τον κορυ­δαλ­λό στο δάσος και τον έρω­τα στις καρδιές!

ΙΙ
Πιστεύω σε εσέ­να! Σε εσέ­να! Θεία μητέρα,
Αφρο­δί­τη της θαλάσ­σης! – Αχ! Ο δρό­μος πικρός δίχως παρέα
Από τότε που ο άλλος Θεός μας έδε­σε στο σταυρό.
Σάρ­κα, Μάρ­μα­ρα, Λου­λού­δια, Αφρο­δί­τη εσέ­να ακολουθώ!
— Ναι, ο Άνθρω­πος είναι θλιμ­μέ­νος και αισχρός, θλιμ­μέ­νος κάτω από τον απέ­ρα­ντο ουρανό.
Φορά­ει ρού­χα για­τί έχα­σε ότι είχε πάνω του αγνό.
Για­τί λέκια­σε το αγέ­ρω­χο στή­θος του που του έδω­σαν οι θεοί,
Και μαρά­ζω­σε σαν ένα ίνδαλ­μα που ρίχνε­ται στην πυρά για να θυσιαστεί,
Το ολύ­μπιο κορ­μί του στη βρω­μιά της σκλαβιάς!
Ναι, ακό­μα και μετά το θάνα­το, σαν σκε­λε­τω­μέ­νος βραχνάς
Θέλει να ζει, υβρί­ζο­ντας την αρχέ­γο­νη ομορφιά!
— Και το είδω­λο όπου έθε­σες τόση παρ­θε­νι­κό­τη­τα στη ματιά
Όπου εξύ­μνη­σες τον πυλό μας, τη Γυναίκα,
Για να μπο­ρέ­σει ο Άνθρω­πος να φωτί­σει την δυστυ­χή ψυχή του στη συνέχεια
Να ανέ­βει, σε μια απέ­ρα­ντη αγά­πη αργά
Από τη γήι­νη φυλα­κή στην από­λυ­τη διαύ­γεια, ψιλά
Η Γυναί­κα δεν ξέρει πια να είναι ούτε Εταίρα!
— Είναι όλα μια φάρ­σα! Κι ο κόσμος βου­τηγ­μέ­νος στο ψέμα
Χλευά­ζει στο γλυ­κό και ιερό όνο­μα της υπέ­ρο­χης Αφροδίτης!

ΙΙΙ
Αν οι και­ροί επέ­στρε­φαν, οι και­ροί που ήρθαν!
— Διό­τι ο άνθρω­πος τελεί­ω­σε! Έπαι­ξε όλους τους ρόλους φανερά
Και βαρέ­θη­κε να γκρε­μί­ζει είδω­λα ξανά και ξανά
Θα ανα­στη­θεί, ελεύ­θε­ρος απ’ όλους τους Θεούς
Κι επει­δή κατά­γε­ται από τον ουρα­νό, θα εξε­ρευ­νή­σει τους ουρανούς!
Η αιώ­νια, αδά­μα­στη σκέ­ψη, το ιδεώδες
Ο θεός ολό­κλη­ρος που ζει στον πυλό της σάρ­κας αιώνες
Θα ανε­βεί, θα ανε­βεί καί­γο­ντάς του το μέτωπο!
Κι όταν τον δεις να γυρ­νά προς τον ορί­ζο­ντα μες στο ξέφωτο
Ελεύ­θε­ρος από φοβί­ες και περι­φρο­νώ­ντας τα παλιά δεσμά
Θα έρθεις να του δώσεις την ανά­στα­ση που λαχταρά!
Λαμπε­ρή, φωτει­νή από την αγκα­λιά των θαλασσών
Θα ανα­δυ­θείς ρίχνο­ντας στο απέ­ρα­ντο γαλά­ζιο των ουρανών
Σε ένα χαμό­γε­λο ανε­ξά­ντλη­το τον άπει­ρο έρω­τα, την ελπίδα
Κι ο Κόσμος θα δονεί­ται σαν μια τερά­στια λύρα
Μέσα στο τρε­μού­λια­σμα ενός γιγα­ντιαί­ου φιλιού!
Ο κόσμος διψά­ει για έρω­τα: εσύ θα του αγαλ­λιά­σεις το νου.

 

vardianos sta sporka 5

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο