…Μήπως θα «βόλευε» να σας στείλουμε αεροπλανοφόρο;
Γράφει ο Σπύρος Ιωαννάτος //
-Εδώ και μέρες «τριβέλιζε» στο μυαλό μου η είδηση του χαμού της νέας κοπέλας στο νησί της Γαύδου…
Η μορφής της, αόριστα, χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ερχόταν και έφευγε από τη σκέψη μου. Θαρρείς και βρισκόμουν δίπλα της, βιώνοντας την αγωνία της προσμονής, της βοήθειας, που καρτερικά περίμενε και περίμενα να έρθει…
Ήξερα ότι ήμουν μακριά από το πολιτισμό, επιλέγοντας να γίνω και ΄γώ μία «φωτεινή» κουκίδα σε ένα από τα πανέμορφα, μικρά νησάκια που στολίζουν το χάρτη της πατρίδας μας… Αλίμονο… πόσο «μεγάλη» είναι αυτή η μικρή γεωγραφικά χώρα μου…
Τόσο μεγάλη ώστε να με « ψάχνει» για ώρες, πολλές ώρες … και τόσο «μικρή» που να είναι αδύναμη να με βοηθήσει τώρα που τη χρειάζομαι…
Πάλευα μ ’όλες μου τις δυνάμεις να κρατηθώ στη ζωή… Τα μάτια μου έψαχναν τη πρώτη ηλιαχτίδα, εκεί στην απόκρημνη πλαγιά που με κρατούσε μακριά από το «αύριο», να φωτίσει τη ψυχή μου…
«Ειδοποιήσαμε»! μου φώναξαν, «αλλά δεν υπάρχει άμεσα διαθέσιμο μέσο»!
Είναι δυνατόν κοτζάμ Κρήτη, μια μικρή χώρα με τα όλα της, να μην της περισσεύει «κάτι», να στείλει να με σώσει;
Είναι δυνατόν να «θρέφει» τη μισή Ελλάδα και να μη μπορεί, να μην έχει «κάτι»…
Οι αχτίδες του ήλιου «φώτισαν» περισσότερο την ανημποριά μου… Το «σκληρό» λευκό φώς της ημέρας αποκάλυψε τον πόνο μου…
Δε μπορεί… δε μπορεί απέναντι να βρίσκεται η ισχυρότερη στρατιωτική βάση της Μεσογείου με τα ελικόπτερα της , τα αεροπλάνα της, το αεροπλανοφόρο της και εγώ να κείτομαι αβοήθητος‑η μπροστά από τη «πόρτα» της…
Νιώθω σαν να βυθίζομαι, να «φεύγουν» οι λιγοστές δυνάμεις που είχα…
Μια φωνή δίπλα μου ψιθυρίζει, «Κρατήσου»! Δυο ζεστά χέρια κρατούν το χέρι μου, σαν το φιλί της ζωής, προσπαθούν να με κρατήσουν στον κόσμο των «επάνω»…
Ανοίγω τα μάτια κοιτάζοντας το γαλάζιο του ουρανού, σαν το βουτηχτή, που με τελειωμένη ανάσα, κολυμπά προς την επιφάνεια, αναζητώντας την ελπίδα…
Δυο γκρίζα «πουλιά» πετούν βιαστικά και πίσω τους τα «ουρλιαχτά» του αέρα, σκεπάζουν τα δικά μου βογγητά… «Γιατί δεν έρχεται το ελικόπτερο, γιατί δεν έρχεται το σκάφος του Λιμενικού»;
-Θυμάμαι, πριν λίγα χρόνια που οι επιβάτες ενός πλοίου, ανοιχτά της Κέρκυρας, βουτούσαν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα για να γλυτώσουν από τις πύρινες «γλώσσες» που καταβρόχθιζαν τις λαμαρίνες του… Και τότε γκρίζα πολεμικά πλοία και μαύρα σαν το κοράκι υποβρύχια, βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής διεξάγοντας στρατιωτικές ασκήσεις…
-Θυμάμαι τον τρόμο και την αγωνία, σαν τη δική μου, ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των ανθρώπων στο Μάτι να τρέχουν να γλυτώσουν από τη πύρινη λαίλαπα…
Και τότε οι άνθρωποι «χάνονταν» αβοήθητοι αφού τα λιγοστά μέσα είχαν «άλλες» προτεραιότητες…
-Θυμάμαι πόσες και πόσες φορές, δεν «άκουσα», δεν «είδα» ανθρώπους να χάνονται, να σβήνουν επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμο ασθενοφόρο, κρεβάτι εντατικής, γιατρός στα νοσοκομεία…
- Θυμάμαι τη μεγαλειώδη παρέλαση, με τις… σβουνιές των αλόγων να πέφτουν σε κοινή θέα μπροστά στους «επισήμους», θυμίζοντας τα «απρόβλεπτα» της ζωής!
Και γω, εδώ στο μεταίχμιο, μεταξύ ζωής και θανάτου να αναρωτιέμαι μήπως είχαν δίκιο οι «ειδικοί» όταν κουνώντας το δάχτυλο μου έλεγαν ότι όλα είναι θέμα:
ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ