Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γαύδος, το νησί του διαβόλου και της …γυναικοκρατίας

Γαύ­δος, το νοτιό­τε­ρο άκρο της Ευρώ­πης, 32 ναυ­τι­κά μίλια μακριά από την Παλαιό­χω­ρα, 22 από τη Χώρα Σφα­κί­ων και 170 από το Τομπρούκ της Λιβύ­ης. Τις μέρες της ξαστε­ριάς μπο­ρεί κανείς να βλέ­πει την απε­ρα­ντο­σύ­νη του Λιβυ­κού Πελάγους

Είναι μικρό νησί, μόλις 30 τερα­γω­νι­κά χιλιό­με­τρα, με τρι­γω­νι­κό σχή­μα, με μέγι­στο μήκος 10 χιλιό­με­τρα και πλά­τος 5.  Οι αρχαί­οι Ελλη­νες πίστευαν ότι ήταν το νησί της Καλυ­ψώς που αιχ­μα­λώ­τι­σε τον Οδυσ­σέα και δεν τον άφη­νε να φύγει, ερω­τευ­μέ­νη μαζί του…

Ένα ταξί­δι στη Γαύ­δο είναι μια μονα­δι­κή εμπει­ρία,  θα σας σαγη­νεύ­σει με τις ακρο­για­λιές της και τα θαλασ­σό­κε­δρα που φτά­νουν μέχρι τη θάλασ­σα. Οι παρα­λί­ες Καρα­βέ, Κόρ­φος, Λακ­κού­δι, Τρυ­πη­τή, Σαρα­κί­νι­κο, Αγιάν­νης, Λαυ­ρα­κάς, Πύρ­γος και Ποτα­μός είναι μερι­κές από τις χάντρες των μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νιων ακτών του νησιού που συγκε­ντρώ­νουν την πλειο­νό­τη­τα των επισκεπτών.

gaudos33

Το Καστρί, το Ξενά­κι, τα Βατσια­νά, η Άμπε­λος, είναι οι λιγο­στοί γρα­φι­κοί οικι­σμοί του. Σκόρ­πια, πέτρι­να μετό­χια σ’ όλο το νήσι, αφη­μέ­να στη φθο­ρά του χρό­νου, υπεν­θυ­μί­ζουν στον επι­σκέ­πτη παλιές επο­χές ακμής και κατοίκησης.

Γαύδος Εξόριστοι κομμουνιστές Τουρισμός

Ο Φάρος στη θέση Τρυ­πη­τή ήταν ο δεύ­τε­ρος σε ορα­τό­τη­τα στον κόσμο, μετά απ’ αυτόν της μακρι­νής Γης του Πυρός. Κτί­στη­κε το 1880 από γαλ­λι­κή εται­ρία και κατα­στρά­φη­κε το 1942 από γερ­μα­νι­κό αερο­πο­ρι­κό βομβαρδισμό

Στο νησί κατοι­κούν λίγοι μόνι­μοι κάτοι­κοι όλο το χρό­νο και οι υπο­δο­μές για τους του­ρί­στες είναι βασι­κές και λιγο­στές. Σύμ­φω­να με την απο­γρα­φή του 2011, στη Γαύ­δο ζού­σαν μόνι­μα 152 κάτοι­κοι. Το καλο­καί­ρι, ο συνο­λι­κός πλη­θυ­σμός μπο­ρεί να φτά­σει τους 3500, οι περισ­σό­τε­ροι από τους οποί­ους είναι κατα­σκη­νω­τές. Το λιμά­νι της Γαύ­δου είναι η Καρα­βέ, η πρω­τεύ­ου­σα του νησιού είναι το Καστρί, ενώ το νοτιό­τε­ρο κατοι­κη­μέ­νο χωριό του είναι τα Βατσια­νά των 31 κατοί­κων. Η Γαύ­δος είναι ψαρό­το­πος, με λιγο­στούς αλλά καλό­καρ­δους κατοί­κους που με καρ­τε­ρία περι­μέ­νουν τις καλύ­τε­ρες μέρες του καλο­και­ριού, να δουν το νησί τους να κατα­κλύ­ζε­ται από επισκέπτες.

Η μαγεία του νησιού περ­νά­ει και μέσα από τη σχε­τι­κή δυσκο­λία που θα αντι­με­τω­πί­σουν οι επι­σκέ­πτες της. Το νερό για παρά­δειγ­μα είναι λιγο­στό. Τα κατα­λύ­μα­τα που δει­λά δει­λά αυξά­νο­νται τα τελευ­ταία χρό­νια προ­σφέ­ρουν επαρ­κείς υπη­ρε­σί­ες φιλο­ξε­νί­ας και δεδο­μέ­νης της μεγά­λης του­ρι­στι­κής ζήτη­σης ο επι­σκέ­πτης θα πρέ­πει να προ­νο­ή­σει από νωρίς για κράτηση.

Η Γαύ­δος, μαζί με τη γει­το­νι­κή Γαυ­δο­πού­λα, απο­τε­λεί σταθ­μό μετα­να­στευ­τι­κών που­λιών κατά το μακρι­νό ταξί­δι τους από την Αφρι­κή προς την Ευρώ­πη και αντί­στρο­φα, καθώς και ένα κατα­φύ­γιο για τα απει­λού­με­να είδη φώκιας και χελώ­νας Caretta caretta.

faros

Η ιστορία του νησιού

Ογυ­γίη, Ωγυ­γία, Γωυ­γία, Γαυ­γία, Γαυ­δία, Γαύ­δος, Κλαύ­δη, Γκό­ζο, Γκό­ντι, Κλα­ού­ντια, Κλά­ου­ντος είναι μια σει­ρά από τα ονό­μα­τα με τα οποία συνα­ντά­με τη Γαύ­δο σε διά­φο­ρες περιό­δους της ιστο­ρί­ας της. Ονό­μα­τα που κατα­μαρ­τυ­ρούν μια αδιά­κο­πη κατοί­κη­ση του νησιού από τους νεο­λι­θι­κούς χρό­νους μέχρι σήμε­ρα. Σημά­δια της αδιά­κο­πης αυτής κατοί­κη­σης μπο­ρεί να δει κανείς στις ανα­σκα­φές του Σαρα­κί­νι­κου, στον Κόρ­φο, στον Αγιάν­νη και στο Λαυρακά.

«…Βρή­κα στη Γαύ­δο ένα ωραία ντυ­μέ­νο ακέ­φα­λο άγαλ­μα γυναί­κας. Εκεί χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε μάρ­μα­ρο Πάρου. Πρό­κει­ται για ένα πολύ όμορ­φο έργο ελλη­νι­κής τέχνης, που είχα την ικα­νο­ποί­η­ση να μετα­φέ­ρω στο Βρε­τα­νι­κό Μου­σείο…» (1865, Τ. Σπρέιτ, Αγγλος πλοίαρχος)

Ορμη­τή­ριο πει­ρα­τών τα παλιά χρό­νια, το νησί, εξ ου και η πιο γνω­στή παρα­λία τους, το «Σαρα­κή­νι­κο». Το 1539 τη χρη­σι­μο­ποί­η­σε και ο περί­φη­μος πει­ρα­τής Μπαρ­μπα­ρό­σα. Πριν απ’ αυτόν έμει­νε, λένε, εδώ ο Από­στο­λος Παύ­λος αρκε­τό και­ρό, για­τί το πλοίο που τον μετέ­φε­ρε στη Ρώμη για να δικα­στεί κινδύνευσε.

spiti tou Ari Gaudos

Τόπος εξορίας

Ηδη από τη δικτα­το­ρία του Πάγκα­λου υπήρ­χαν στο νησί πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι. Το 1928 μαρ­τυ­ρεί­ται στο νησί η ύπαρ­ξη 35 εξό­ρι­στων και η κατά­στα­ση επι­δει­νώ­νε­ται την περί­ο­δο του Μεσο­πο­λέ­μου. Η κυβέρ­νη­ση Βενι­ζέ­λου με τον αντι­κομ­μου­νι­στι­κό νόμο «περί μέτρων ασφα­λεί­ας του κοι­νω­νι­κού καθε­στώ­τος», το γνω­στό «Ιδιώ­νυ­μο», που ουσια­στι­κά νομι­μο­ποιεί τις συλ­λή­ψεις, τις φυλα­κί­σεις, τους ξυλο­δαρ­μούς, τραυ­μα­τι­σμούς, ακό­μα και τις δολο­φο­νί­ες αγω­νι­στών, άνοι­ξε το δρό­μο προς την εξο­ρία. Εκεί­νη την περί­ο­δο, η Γαύ­δος γεμί­ζει με πολι­τι­κούς εξόριστους.

Πάνω από 250 άνθρω­ποι εξο­ρί­στη­καν συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων και μορ­φών του κομ­μου­νι­στι­κού και του λαϊ­κού κινή­μα­τος όπως ο Άρης Βελου­χιώ­της. Σε κανέ­να άλλο νησί, απ’ αυτά που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν για το σκο­πό αυτό απ’ το αντι­δρα­στι­κό κρά­τος, η απο­μό­νω­ση απ’ τον έξω κόσμο δεν ήταν τόσο ολοκληρωτική.

«Μετέ­φε­ραν εκεί τους εξό­ρι­στους, τους εγκα­τέ­λει­παν στο έρη­μο, άνυ­δρο και φαλα­κρό νησί, με σκο­πό το φυσι­κό τους θάνατο.

Τα χόρ­τα ήταν η κύρια τρο­φή των εξο­ρί­στων. Πέντε φορές τη βδο­μά­δα με τρία δρά­μια λάδι, δύο φορές 18 δρά­μια όσπρια και κρι­θα­ρό­ψω­μο, που συμπλη­ρω­νό­ταν με κεδρό­κου­κα, που ‘χουν μια ξυλώ­δη ουσία ξινή και μυρου­διά ρετσινιού.

Γαύδος Εξόριστοι κομμουνιστές

Εξό­ρι­στοι έξω από το σπί­τι τους στο Σαρα­κή­νι­κο (1936 — ’37). Από το αρχείο του Νίκου Γ. Παπα­δό­που­λου, εξό­ρι­στου συνδικαλιστή

Αργό­τε­ρα, η τρο­φή βελ­τιώ­θη­κε κάπως, όταν ο παπάς του νησιού — αλή­θεια, τι μπο­ρεί να σου παρου­σιά­σει η ζωή — συνταί­ρια­σε τα συμ­φέ­ρο­ντά του με τις βιο­τι­κές ανά­γκες των εξο­ρί­στων κομ­μου­νι­στών. Το χρή­μα δεν έχει ούτε πατρί­δα, ούτε θρη­σκεία, ούτε ήθος… Νοί­κια­σε, λοι­πόν, στους εξό­ρι­στους μια ιδιό­κτη­τη ρεμα­τιά, όλο γρα­νί­τη, με την υπο­χρέ­ω­ση να βγά­λουν οι εξό­ρι­στοι τα βρά­χια, να την καθα­ρί­σουν, να μετα­φέ­ρουν χώμα και να φυτέ­ψουν ντο­μά­τες, ανοί­γο­ντας και πηγά­δι για να τις ποτίζουν.

Ο παπάς που­λού­σε στην αγο­ρά στα Σφα­κιά την παρα­γω­γή κι έδι­νε και στους εξό­ρι­στους λίγες ντο­μά­τες για τις καθη­με­ρι­νές τους ανά­γκες. Ετσι, ο παπάς βρή­κε την ευκαι­ρία, με τον απλή­ρω­το ιδρώ­τα των εξο­ρί­στων, ν’ ανοί­ξει χωρά­φια και να καλο­προι­κί­σει τις πέντε θυγα­τέ­ρες του.

Επί­σης, οι εξό­ρι­στοι, εάν τους έδι­νε την άδεια η χωρο­φυ­λα­κή, δού­λευαν στα λιγο­στά κτή­μα­τα των ντό­πιων και η αμοι­βή τους ήταν λίγο κρι­θά­ρι, που άλε­θαν στο χει­ρό­μυ­λο που οι ίδιοι είχαν φτιάξει.

Η μάστιγα της ελονοσίας

Τη Γαύ­δο την είπαν «νησί του Θανά­του», αυτοί που ‘χαν δοκι­μά­σει στο πετσί τους τα «καλά» της. Τρο­πι­κό το κλί­μα, τρο­πι­κές και οι αρρώστιες.

Οσοι εξό­ρι­στοι πέρα­σαν απ’ το νησί, «πήραν» υπο­χρε­ω­τι­κά και κάτι. Κάποιο κου­σού­ρι, κύρια τη γαυ­διώ­τι­κη ελο­νο­σία, μια αρρώ­στια που βασά­νι­σε όσους «πέρα­σαν» από εκεί, αφού ο οργα­νι­σμός τους πάλευε νηστι­κός, χωρίς φάρ­μα­κα, χωρίς για­τρό. Ζού­σαν με 10 δραχ­μές το μήνα επί­δο­μα, αλλά στους δεσμώ­τες έφτα­ναν οι 8. Τις δύο τις κρά­τα­γε, για δήθεν χρέη της Ομά­δας Συμ­βί­ω­σης, ο ανθυ­πα­σπι­στής — στρα­το­πε­δάρ­χης που είχε έδρα τα Σφακιά.

Η επα­φή με τον έξω κόσμο γινό­ταν μία φορά το μήνα κι αν οι και­ροί επέ­τρε­παν στον «πολι­τι­σμό» να ταξι­δέ­ψει. Με το όνο­μα αυτό, οι εξό­ρι­στοι είχαν βαφτί­σει το καΐ­κι, που συνέ­δεε τη Γαύ­δο με τα Σφακιά.

Η απόδραση

Η αυστη­ρή επι­τή­ρη­ση δεν εμπό­δι­σε την ομα­δι­κή από­δρα­ση, στις 30 Μάη 1941, επτά στε­λε­χών του ΚΚΕ. Ηταν οι Λεων. Στρί­γκος, Μ. Βαφειά­δης, Μήτσος Βλα­ντάς, Πολύδ. Δανι­η­λί­δης, Β. Δού­κας, Μιχ. Λαθού­λης και Μιχ. Κλεάνης.

Στη Γαύ­δο , με την κήρυ­ξη του πολέ­μου το 1940, βρί­σκο­νταν 32 εξό­ρι­στοι, ενώ 13 αγω­νί­στριες μετα­φέρ­θη­καν στην Κίμω­λο. Να σημειώ­σου­με ότι το σύστη­μα της δικτα­το­ρί­ας ήταν να σκορ­πί­ζει στα διά­φο­ρα ξερο­νή­σια τους κομ­μου­νι­στές, για να δυσκο­λεύ­ει τη ζωή τους και για να μην μπο­ρούν να οργα­νώ­σουν τη συμ­βί­ω­σή τους.

Τους επτά εξό­ρι­στους, μετά από δρα­μα­τι­κή πάλη με τα κύμα­τα, ο και­ρός τούς έβγα­λε στη Γαυ­δο­πού­λα και μετά δύο μέρες απο­βι­βά­στη­καν στην Κρή­τη. Υστε­ρα από πολ­λές καθυ­στε­ρή­σεις, έφτα­σαν, το φθι­νό­πω­ρο, στην Αθή­να για να ανα­λά­βουν υπεύ­θυ­να καθή­κο­ντα στον εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να. Πιο γρή­γο­ρα έφτα­σαν στον προ­ο­ρι­σμό τους οι υπό­λοι­ποι εξό­ρι­στοι της Γαύ­δου , που δρα­πέ­τευ­σαν ύστε­ρα από μερι­κές μέρες. Ορι­σμέ­νοι πιά­στη­καν κι εκτε­λέ­στη­καν απ’ τους Γερ­μα­νούς, όπως ο Γρηγ. Γρη­γο­ριά­δης, στέ­λε­χος της ΟΚΝΕ» (Γαύ­δος, Το «νησί του δια­βό­λου» για τους εξό­ρι­στους κομ­μου­νι­στές!, Δ. Σέρ­βου, Ριζοσπάστης).

Εδώ έχουμε… γυναικοκρατία!

«Πόσοι γνω­ρί­ζουν π.χ. ότι η Γαύ­δος ήταν τόπος εξο­ρί­ας όχι μόνο ανδρών αλλά και πολ­λών νέων και μορ­φω­μέ­νων γυναι­κών; Ο παλαί­μα­χος δημο­σιο­γρά­φος και αγω­νι­στής Βάσος Γεωρ­γί­ου στο βιβλίο του «Η Ζωή μου» ανα­φέ­ρε­ται διε­ξο­δι­κά και με χιού­μορ στην παρου­σία των γυναι­κών στη Γαύ­δο , όπου είχε ζήσει και ο ίδιος κρα­τού­με­νος, λίγο πριν από τον πόλεμο.

…«Η πρώ­τη λέξη που άκου­σα, γρά­φει, μόλις βγή­κα­με στο νησί ήταν “Σαρα­κή­νι­κο”. «Βγή­κα­με στο Σαρα­κή­νι­κο», είπε ο συνο­δός χωρο­φύ­λα­κας. Ηταν τ’ όνο­μα που δόθη­κε στο φυσι­κό λιμα­νά­κι, για­τί εκεί ίσως βγαί­να­νε απ’ τα κουρ­σά­ρι­κα καΐ­κια τους οι Σαρα­κη­νοί πειρατές.

»… Θυμό­μουν ζωη­ρά τι βαθιά εντύ­πω­ση μου ‘χε κάνει στα πρώ­τα επα­να­στα­τι­κά βήμα­τα η δρα­μα­τι­κή έκκλη­ση που ‘χαν απευ­θύ­νει το 1933 στην εργα­τι­κή τάξη οι πει­να­σμέ­νοι και πολύ­τρο­πα βασα­νι­σμέ­νοι εξό­ρι­στοι της Γάβδος…

»… Από το Σαρα­κή­νι­κο φορ­τώ­σα­με τα πράγ­μα­τά μου σ’ έναν αχα­μνό γαϊ­δου­ρά­κο της ομά­δας κι ως το Καστρί δεν αντα­μώ­σα­με στον ανη­φο­ρι­κό δρό­μο — κάπου μιά­μι­ση ώρα πορεία — ούτε κι είδα­με κάποιο δέντρο! Κι άμα φτά­σα­με στον προ­ο­ρι­σμό μας και μπή­κα­με στην αυλή του δίπα­του σπι­τιού, μαζί με τον γραμ­μα­τέα της ομά­δας, ξαφ­νιά­στη­κα κοι­τά­ζο­ντας πως μαζεύ­τη­καν γύρω μας τόσες πολ­λές νέες και νεα­ρές συντρό­φισ­σες που μας καλω­σό­ρι­σαν πρόσχαρα.

“Εδώ έχου­με γυναι­κο­κρα­τία”, είπε ο γραμ­μα­τέ­ας της ομά­δας, γελώ­ντας. Ηταν ένα αστείο. Για­τί την ώρα εκεί­νη έλει­παν οι άντρες εξό­ρι­στοι, είχαν πάει να κόψουν και να φορ­τω­θούν ξύλα και γι’ άλλες δύσκο­λες υπη­ρε­σί­ες της ομά­δας. Κι αργό­τε­ρα όμως όταν γύρι­σαν οι άντρες εξό­ρι­στοι, πάλι εντυ­πω­σί­α­ζε ο αριθ­μός των κορι­τσιών. Βέβαια, σ’ όλα τα χρό­νια της 4ης Αυγού­στου ήταν παρού­σες οι αγω­νί­στριες στα ξερο­νή­σια όπως και στις φυλα­κές Αβέ­ρωφ, μα σε μικρό, ανα­λο­γι­κά ποσο­στό, 3 έως 5–7. Αλλά στο δια­βο­λο­νή­σι της Γάβδος φτά­σα­νε το 1/4. Συνο­λι­κά σε 50 εξό­ρι­στους, οι γυναί­κες ήταν 13 με 15.

Ο φασι­σμός από ένα ποτα­πό, πρό­στυ­χο συναί­σθη­μα εκδί­κη­σης, τιμω­ρού­σε παρα­δειγ­μα­τι­κά και γι’ αυτό σκλη­ρό­τε­ρα τις γυναί­κες. Τις νόμι­ζε και τις ήθε­λε κατώ­τε­ρα και υπά­κουα όντα κι εκεί­νες είχαν τολ­μή­σει να σηκω­θούν και να διεκ­δι­κή­σουν την ισό­τι­μη με τους άντρες συμ­με­το­χή τους στους αγώ­νες για τη λευ­τε­ριά, τη δημο­κρα­τία και την κοι­νω­νι­κή μεταβολή…

Για τον άνθρω­πο γενι­κά, είναι σκλη­ρή τιμω­ρία η εκτό­πι­ση κι απο­μό­νω­ση σ’ έναν άγριο κι ακα­τοί­κη­το τόπο. Μα κατα­ντά­ει αλη­θι­νό μαρ­τύ­ριο ο εξα­να­γκα­σμός γυναι­κών — με την ιδιαί­τε­ρη ευαι­σθη­σία και τις ξεχω­ρι­στές ανά­γκες και βιο­λο­γι­κές λει­τουρ­γί­ες τους — να ζουν εξό­ρι­στες σ’ ένα νησί, όπου λεί­πει ακό­μα και το πρω­ταρ­χι­κό δώρο της φύσης, το νερό.

Οι εξό­ρι­στες της Γάβδος μπό­ρε­σαν ν’ αντέ­ξουν όλα τα βάσα­να και τις δυσκο­λί­ες. Κι αυτό που τις κρά­τη­σε όρθιες δεν ήταν μονά­χα η νιό­τη κι ο νεα­νι­κός επα­να­στα­τι­κός ενθου­σια­σμός. Ηταν ακό­μα η δυνα­τή ψυχή τους κι η βαθιά πίστη τους. Καμιά εξό­ρι­στη αγω­νί­στρια δε λύγι­σε και δεν υπέ­γρα­ψε ατι­μω­τι­κή δήλω­ση μετα­νοί­ας στη Γάβδο.

Εφυ­γαν μονά­χα 2–3 συμπα­θού­σες νοι­κο­κυ­ρές, που ‘χαν αφή­σει πίσω τους μικρά παιδιά.

Από τις γυναί­κες εξό­ρι­στες, γνώ­ρι­ζα μόνο την Αύρα Βλά­ση — Παρ­τσα­λί­δη. Ηταν γνω­ρι­μία από την Αθήνα.

Ενα βρά­δυ, ήμουν ακό­μα φρέ­σκος στη Γάβδο, δεν είχε περά­σει μήτε βδο­μά­δα από τη μέρα του ερχο­μού μου, ενώ συζη­τού­σα­με ήσυ­χα με την Αύρα στην τρα­πε­ζα­ρία για τη ζωή των εξό­ρι­στων στη Φολέ­γαν­δρο και για κοι­νούς γνω­στούς, ακού­με μια βρο­ντε­ρή φωνή δίπλα μας και βλέ­που­με έξαλ­λο μπρο­στά μας τον ενωμοτάρχη.

- Σας έπια­σα στα πρά­σα! Κρυ­φά­κου­σα και πήρε καλά τ’ αυτί μου πως κάνα­τε σχέ­δια ανα­τρε­πτι­κά. Σηκω­θεί­τε απά­νω! Εδώ είναι Γάβδος, δεν είναι παί­ξε — γέλα­σε, όπως σ’ άλλες εξο­ρί­ες. Εδώ είναι Γάβδος!

- Δε σχε­διά­ζα­με τίπο­τα. Απλού­στα­τα μιλού­σα­με σαν παλιοί γνω­στοί για κοι­νούς φίλους μας, δια­μαρ­τυ­ρη­θή­κα­με κι οι δύο.

Βρω­μού­σε τσι­κου­διά κι έκα­νε παλα­βές χειρονομίες.

- Δε δέχο­μαι συζή­τη­ση. Μπρος, στο κρατητήριο!

Μας οδή­γη­σε στον αστυ­νο­μι­κό σταθ­μό και μας έκλει­σε σ’ ένα μπου­ντρού­μι που ‘ταν κι απο­θή­κη ασβέ­στη. Μας κρά­τη­σε όλη τη νύχτα ως την άλλη μέρα το μεση­μέ­ρι…» («Εδώ έζη­σε η Καλυψώ!
… αλλά και γυναί­κες εξό­ρι­στες», Ριζοσπάστης).

Τόπος εξορίας και μετά την Κατοχή

«Το νησί συνέ­χι­σε να είναι τόπος εξο­ρί­ας και τα χρό­νια του Εμφυ­λί­ου. Ηδη από τον Ιού­νη του ’46 υπάρ­χουν μαρ­τυ­ρί­ες για την ύπαρ­ξη πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στο νησί. Τα γεγο­νό­τα που δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στην Ελλά­δα τους επό­με­νους μήνες, η συνε­χής τρο­μο­κρα­τία και το κυνη­γη­τό κατά των αγω­νι­στών έχουν ως απο­τέ­λε­σμα το νησί της Γαύ­δου , όπως και τα υπό­λοι­πα νησιά, να γεμί­σει με ακό­μα περισ­σό­τε­ρους εξό­ρι­στους. Η κατά­στα­ση στη χώρα είναι αφό­ρη­τη για τους κομ­μου­νι­στές και αγω­νι­στές της επο­χής (βια­σμοί, εκτε­λέ­σεις, επι­θέ­σεις, κατα­στρο­φές) και οι διωγ­μοί τους ανελέητοι.

Τον Αύγου­στο του ’46, πάνω από 1.000 άτο­μα στέλ­νο­νται στην εξο­ρία, μετα­ξύ τους πολ­λές γυναί­κες, παι­διά και ηλι­κιω­μέ­νοι. Στις 27/8/46 γίνε­ται έκκλη­ση μέσω του «Ριζο­σπά­στη» για αλλη­λεγ­γύη στους εξό­ρι­στους. Σε απά­ντη­ση στην έκκλη­ση βοή­θειας προς τους πολι­τι­κούς κρα­τού­με­νους στη Γαύ­δο , η Εθνι­κή Αλλη­λεγ­γύη Χανί­ων το Νοέμ­βρη του 1946 στέλ­νει 100 χιλιά­δες δραχ­μές και υλι­κή βοή­θεια (τρό­φι­μα, φάρ­μα­κα, ρού­χα, ιατρι­κά εργα­λεία, οικια­κές συσκευ­ές κ.ά.) για την κάλυ­ψη των ανα­γκών των εξορίστων.

Σύμ­φω­να με δημο­σί­ευ­μα του «Ριζο­σπά­στη» στις 20 Νοέμ­βρη του 1946, στο νησί υπάρ­χουν 97 εξό­ρι­στοι, των οποί­ων οι συν­θή­κες δια­βί­ω­σης είναι άθλιες. Τότε, με άδεια της χωρο­φυ­λα­κής, απο­φα­σί­ζουν να στεί­λουν εκλεγ­μέ­νο εκπρό­σω­πό τους στην Κρή­τη, με αφορ­μή την καθυ­στέ­ρη­ση της άφι­ξης των προ­μη­θειών στο νησί, αλλά και για να διεκ­δι­κή­σει καλύ­τε­ρες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης για τους κρα­του­μέ­νους. Ο εκπρό­σω­πος όμως δεν γίνε­ται δεκτός από την αστυ­νο­μία της περιο­χής, η οποία αγνο­εί τα αιτή­μα­τα των εξορίστων.

Τον επό­με­νο χρό­νο η κατά­στα­ση στο νησί επι­δει­νώ­νε­ται για τους κρα­του­μέ­νους. Πολ­λοί από αυτούς πεθαί­νουν και νέοι κατα­φτά­νουν στο νησί. Ο αριθ­μός τους ανέρ­χε­ται στους 60 εκεί­νη την επο­χή. Το Σεπτέμ­βρη του 1947 οι κρα­τού­με­νοι δια­μαρ­τύ­ρο­νται μέσω αντα­πο­κρί­σε­ων στον «Ριζο­σπά­στη» για τη δημιουρ­γία 2 στρα­το­πέ­δων σε 2 απο­μο­νω­μέ­νους και απο­κλει­σμέ­νους μετα­ξύ τους χώρους. Στα στρα­τό­πε­δα αυτά δεν υπήρ­χε επι­κοι­νω­νία των κρα­του­μέ­νων, τόσο με το υπό­λοι­πο νησί, όσο και με τους κρα­του­μέ­νους του άλλου στρα­το­πέ­δου. Οι συν­θή­κες ζωής τους ήταν πολύ δύσκο­λες γι’ αυτό και ανα­γκά­ζο­νται να καλέ­σουν σε βοήθεια.

Παρ’ όλες τις εκκλή­σεις των κρα­του­μέ­νων και το κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας του λαού, εξό­ρι­στοι παρέ­μει­ναν στο νησί μέχρι και το τέλος του εμφυ­λί­ου πολέ­μου. Το 1951, σύμ­φω­να με στοι­χεία, παύ­ουν πλέ­ον να υπάρ­χουν κρα­τού­με­νοι στο νησί…» (Πηγή: Ριζοσπάστης)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο