Στρατηγέ,
με το σεμνό παράστημα
με τα λαϊκά μάτια της φιλίας,
Στρατηγέ μας, ανθρώπινε κι απλέ,
όπως όλα τα μεγάλα,
ανοίγοντας με το μεγάλο γέλιο σου
την ελπίδα μας και τη βεβαιότητα,
Στρατηγέ του στρατού της Αντίστασης,
που μοιράστηκες το ψωμί και το κουράγιο σου
με την κυνηγημένη Δημοκρατία
πάνω ψηλά στα κατσάβραχα της δόξας,
Στρατηγέ μας, που σ’ εξόρισαν στα Μακρονήσια
χωρίς ποτέ να μπορέσουν να εξορίσουν
την τόλμη και την καλοσύνη απ’ την καρδιά σου,
Στρατηγέ μας,
που η απόφασή σου σπιθοβόλαγε
σα γαλάζιο αστέρι στα μάτια της Ελλάδας,
Στρατηγέ μας,
σήμερα σ’ είδαμε πνιγμένο
ανάμεσα στα γαρίφαλα που κουβάλησαν
φτωχές γειτόνισσες από τις συνοικίες μας,
γερόντοι από τα πέρατα της ελληνικής ιστορίας,
παιδιά απ’ τα ματωμένα χωράφια της αγάπης τους.
Ο λαός μας τώρα κρατάει
ανάμεσα στα δυο φύλλα της καρδιάς του
τις «Αναμνήσεις» σου και τον «Ελάς» σου
μαζί με το «Μακρυγιάννη»
όπως η μάνα κρατάει στα δυο της χέρια
τ’ άξιο παιδί της,
όπως κρατάει ο πεινασμένος
ένα καρβέλι,
όπως κρατάει πάντα ο κόσμος
την ελπίδα.
Στις τέσσερις γωνιές του φερέτρου σου,
τιμητική φρουρά,
όρθιοι κι ασάλευτοι,
ο Ελληνικός Λαός, το Θάρρος,
η Τιμή κ’ η Ελευθερία.
Και πάνω σου,
σκυμμένη η μάνα σου η Δημοκρατία,
σκουπίζει τα μάτια της
μ’ ένα φύλλο απ’ τη δάφνη σου.
Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή» στις 2/6/1957