Κάθε άλλο παρά να διαφυλάξει και να αναδείξει την Πολιτιστική Κληρονομιά της Ελλάδας και τους δημιουργούς της θέλει η κυβέρνηση, τόνισε ο βουλευτής του ΚΚΕ, Γιάννης Δελής, στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων στη Βουλή, που συνεδρίασε για το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού σχετικά «με την προστασία του ελληνόφωνου τραγουδιού και των δημιουργών του».
Αντίθετα, σημείωσε ο Γ. Δελής, η κυβέρνηση στοχεύει να αποκτήσει η Ελλάδα «ένα ισχυρό brand name» και με αυτόν τον τρόπο να συμβάλλει στην αναβάθμιση της θέσης της ελληνικής αστικής τάξης μέσα, αλλά και έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση και για αυτόν τον λόγο προτείνει μέτρα που σε καμία περίπτωση δεν θίγουν τα μεγάλα συμφέροντα και που είναι ελλιπή, καθώς απουσιάζουν όλα εκείνα τα μέτρα (μορφωτικά, παιδαγωγικά, αισθητικά και οικονομικά) που θα συνέβαλλαν στην καλλιέργεια των απαιτούμενων κριτηρίων, προκειμένου να μπορεί ο καθένας «να ξεχωρίζει τα πολιτιστικά προϊόντα από τα υποπροϊόντα».
Επισήμανε, επίσης, ότι «ακόμα και αυτή η υποτιθέμενη “θετική” εξέλιξη», δηλαδή να ικανοποιηθεί το πάγιο αίτημα των καλλιτεχνών να προστατευθεί το ελληνόφωνο τραγούδι και οι δημιουργοί του μπροστά στην επέλαση του ξενόγλωσσου, βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τη συνολικότερη πολιτική που έχουν υπηρετήσει διαχρονικά και σταθερά και η σημερινή κυβέρνηση, αλλά και οι προηγούμενες, λαμβάνοντας υπόψη και ότι «στηρίζουν από θέση αρχής» την πολιτική της ΕΕ που αντιμετωπίζει κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας με κριτήριο την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων και την αντίστοιχη ιδεολογική χειραγώγηση.
Ως εκ τούτου πρόσθεσε ότι με την πολιτική της η κυβέρνηση υπονομεύει ουσιαστικά την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και δημιουργίας, βάζει στο περιθώριο τον διαπαιδαγωγητικό ρόλο του Πολιτισμού και της Τέχνης, δεν ικανοποιεί την ανάγκη και το δικαίωμα του λαού να γνωρίσει την ιστορία του και να έρθει σε επαφή με το ποιοτικό καλλιτεχνικό έργο και απαξιώνει τους δημιουργούς του.
Ο Γ. Δελής τόνισε ότι και τα δύο μέρη του νομοσχεδίου «υπηρετούν με συνέπεια» τη βασική κυβερνητική αντίληψη που «βλέπει» τον Πολιτισμό ως «εμπορικό» και «τουριστικό προϊόν», συμπληρώνοντας πως σε αυτήν την κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια έχουν ψηφιστεί μία σειρά από νόμοι, όπως για τη μετατροπή των μεγάλων μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ).
Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στις συνέπειες αυτής της αντίληψης, όπως εγκατάλειψη αρχαιολογικών χώρων που δεν έχουν ιδιαίτερο τουριστικό ενδιαφέρον, το καθεστώς των συμβασιούχων εργαζομένων σε όλα τα πόστα του ΥΠΠΟΑ, αποφάσεις (π.χ. για τα αρχαία στο σταθμό Βενιζέλου του Μετρό της Θεσσαλονίκης) ενάντια στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και η παραχώρηση-ενοικίαση αρχαιολογικών μνημείων (π.χ. Ακρόπολη, Ναός Ποσειδώνα στο Σούνιο, Παναθηναϊκό Στάδιο) για «σκηνικό σε πάσης φύσεως εμπορικές ή lifestyle εκδηλώσεις».
Ειδική αναφορά έκανε και στο Προεδρικό Διάταγμα 85 που εξισώνει τους απόφοιτους καλλιτεχνικών σχολών με απόφοιτους Λυκείου και το προηγούμενο διάστημα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, τονίζοντας ότι κινείται στο ίδιο μήκος κύματος και πως ο καλλιτεχνικός κόσμος δεν έχει ξεχάσει τίποτα.
Για την προσπάθεια της κυβέρνησης να «αναθερμάνει τις σχέσεις της» με τους καλλιτέχνες, επιδιώκοντας να τους δώσει τάχα μια «οικονομική ανάσα» μέσα από ένα «θολό πλαίσιο αμφίβολης αποτελεσματικότητας», επιστρέφοντας από την αξιοποίηση του ελληνόφωνου τραγουδιού στο πλαίσιο του «τουριστικού προϊόντος» ένα ποσό στους καλλιτέχνες, ο βουλευτής του ΚΚΕ εξέφρασε επιφυλάξεις, τονίζοντας πως θα φανεί ποιο θα είναι αυτό «και αν τελικά θα φτάσει στους ανθρώπους που έχουν ανάγκη και αξίζουν αυτήν τη στήριξη».
Υπογράμμισε ότι το ΚΚΕ γνωρίζει τα προβλήματα των καλλιτεχνών, στηρίζει τα αιτήματά τους για άμεσα μέτρα στήριξης και παρακολουθεί και συμμετέχει ενεργά στους αγώνες που έχουν αναπτύξει το τελευταίο διάστημα, επισημαίνοντας ότι το νομοσχέδιο δεν απαντά στα σοβαρά προβλήματα και δεν ανασκευάζει την αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική.
Πρόσθεσε πως για το ΚΚΕ είναι ζητούμενο η στήριξη και η ενίσχυση της ελληνικής μουσικής, η πλατιά καλλιέργεια της αισθητικής μέσω της Τέχνης, να ενισχύεται ο καλλιτέχνης που δημιουργεί στην Ελλάδα και να έχει τα κίνητρα και τη στήριξη που χρειάζεται.
Σχολιάζοντας τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι επενδύει στη γλώσσα με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, σημείωσε ότι είναι σημαντικό να ξεχωριστεί ο σύγχρονος πολιτισμός που συμβάλλει στην αισθητική καλλιέργεια του λαού, αξίζει και πρέπει να στηριχθεί από την υποκουλτούρα που προβάλλεται κυρίως στη νεολαία και «καλλιεργεί ανοιχτά τη βία, τον μισογυνισμός, το εύκολο και συχνά παράνομο χρήμα, τις ουσίες και όλα αυτά τα άνθη της καπιταλιστικής ζούγκλας».
Σχετικά με τον «εκσυγχρονισμό της εμπορικής πολιτικής του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων», επισήμανε ότι οι διατάξεις αποτελούν συνέχεια του νόμου που ψηφίστηκε το 2020, μετατρέποντας και μετονομάζοντας τον Οργανισμό από ΤΑΠΑ σε ΟΔΑΠ, και υπενθύμισε ότι το ΚΚΕ είχε επισημάνει τον στόχο της κυβέρνησης να αναβαθμίσει το οργανωτικό πλαίσιο, προκειμένου να υλοποιηθεί με καλύτερους όρους και πιο αποτελεσματικά η βασική αντίληψη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την κυβέρνηση «ως εξαγώγιμο προϊόν για τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας της χώρας, ώστε να εισπράξει υπεραξία στο διεθνές επίπεδο» και να επιτευχθεί «η σύνδεση του πολιτισμού με την οικονομική ανάπτυξη και την εξωστρέφεια».
Τέλος, υπογράμμισε ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις του ΚΚΕ για εμπορευματοποίηση του Πολιτισμού, λειτουργία όλων των οργανισμών με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και για παραπάνω εμπόδια στην πρόσβαση, την κατανόηση και την επαφή του λαού με τον πλούτο της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
(Πηγή: 902)