Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιατί αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης;

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα έδω­σε τέλος στη ζωή του ο Κώστας Καρυω­τά­κης. Η αυτο­κτο­νία του ερμη­νεύ­τη­κε ως έκφρα­ση δει­λί­ας. Σε αυτό συντέ­λε­σε η βιο­γρα­φία του Β. Σακελ­λα­ριά­δη, στον οποίο ανέ­θε­σε η οικο­γέ­νεια την επι­μέ­λεια των Απά­ντων, δια­στρε­βλώ­νει την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Καρυω­τά­κη. Τον παρου­σιά­ζει ως κλα­σι­κή περί­πτω­ση ψυχο­πα­θο­λο­γι­κής προ­σω­πι­κό­τη­τας: εγω­κε­ντρι­κό, μισάν­θρω­πο, αρρω­στη­μέ­να φιλό­δο­ξο, διπλή προ­σω­πι­κό­τη­τα, αντιε­ρω­τι­κό και χωρίς ίχνος αυτο­πε­ποί­θη­σης. Τρο­φο­δο­τεί την κρι­τι­κή με πλή­θος τέτοιων βιο­γρα­φι­κών πλη­ρο­φο­ριών επι­βάλ­λο­ντας στην ουσία και ένα συγκε­κρι­μέ­νο τρό­πο ανά­γνω­σης της ποί­η­σής του. Σημα­ντι­κά γεγο­νό­τα της ζωής και της δρά­σης του ποι­η­τή είτε απο­σιω­πού­νται είτε ελά­χι­στα γίνε­ται λόγος, π.χ. αρρώ­στια, συν­δι­κα­λι­στι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, συμ­με­το­χή στις απερ­γί­ες των δημο­σί­ων υπαλ­λή­λων. Μάλι­στα απο­φαί­νε­ται ότι «η θανα­το­φι­λία είναι το κύριο χαρα­κτη­ρι­στι­κό της απαι­σιο­δο­ξί­ας του και το σπου­δαιό­τε­ρο κίνη­τρο της έμπνευ­σή του». Αυτό ήταν το πρί­σμα απο­τί­μη­σης της ποί­η­σής του έκτοτε.

Ο Καρυω­τά­κης σίγου­ρα ήταν άνθρω­πος ιδιαί­τε­ρης ιδιο­συ­γκρα­σί­ας. Όχι όμως προ­βλη­μα­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα. Ήταν ένας άνθρω­πος που απο­λάμ­βα­νε τη ζωή, παρό­τι τη σκί­α­ζε η αρρώ­στια και η επί­γνω­ση των συνε­πειών της. Σ’ αυτό οφεί­λο­νταν οι μετα­πτώ­σεις της καθη­με­ρι­νής του διά­θε­σης και οι πρά­ξεις και συμπε­ρι­φο­ρές που ερμη­νεύ­ο­νταν ως ιδιορρυθμίες.

Δεν ήταν η μετά­θε­ση στην Πρέ­βε­ζα, άσχε­τα αν επι­βά­ρυ­νε την ψυχο­λο­γία του το γεγο­νός των συνε­χών μετα­θέ­σε­ων η αιτία. Η αυτο­κτο­νία δεν ήταν έκφρα­ση δει­λί­ας, απαι­σιο­δο­ξί­ας, κατά­θλι­ψης κλπ.. Ήταν η επι­δί­ω­ξη ενός αξιο­πρε­πούς τέλους από ένα υπε­ρή­φα­νο άνθρωπο.

Ο ποι­η­τής μαθαί­νει για την αρρώ­στια του το 1922 και ξέρει ακρι­βώς την εξέ­λι­ξή της. Πριν το μοι­ραίο τέλος, το ψυχια­τρείο (Είναι γνω­στό σε όλους τι σημαί­νει σύφι­λη. Η λογο­τε­χνι­κή κοι­νό­τη­τα έχει το παρά­δειγ­μα του Βιζυ­η­νού και άλλα αντί­στοι­χα παρα­δείγ­μα­τα Ευρω­παί­ων λογο­τε­χνών). Επι­δρά στον ψυχι­σμό του αλλά και στην ποι­η­τι­κή του παρα­γω­γή. Υπάρ­χει μια περί­ο­δος ποι­η­τι­κής σιω­πής. Το 1927 για τον ίδιο λόγο κατα­λή­γει στο ψυχια­τρείο ο Ρώμος Φιλύ­ρας, με τον οποίο ο Καρυω­τά­κης επι­κοι­νω­νεί ποι­η­τι­κά στο ποί­η­μα “Υπο­θή­και’:

Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάρα­θρο πέφτο­ντας αγριωπό,
κρά­τη­σε σκή­πτρο και λύρα.

Για την αρρώ­στια είχε μιλή­σει ήδη τρεις φορές ο ποι­η­τής (δύο με την ποί­η­σή του και μία στην επι­θα­νά­τια επι­στο­λή). Με πολύ δια­κρι­τι­κό τρό­πο, όπως αρμό­ζει σ’ ένα φίλο, και λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη ότι η σύφι­λη ήταν ένα κοι­νω­νι­κά στιγ­μα­τι­σμέ­νο νόση­μα, ανα­φέ­ρε­ται στο ρόλο της στην αυτο­κτο­νία του Κ. Καρυω­τά­κη ο φίλος του Ν. Λαΐδης:

«Είναι μια αλή­θεια τρα­γι­κή ότι ο κρό­τος της σφαί­ρας που έθε­σε τέρ­μα στην πονε­μέ­νη ζωή του ποι­η­τή Κώστα Καρυω­τά­κη, του καλύ­τε­ρου ποι­η­τή ανά­με­σα στους νέους, εξύ­πνη­σε στους Έλλη­νες δια­νο­ού­με­νους το όψι­μο ενδια­φέ­ρον για τον ποι­η­τήν αυτόν που ατύ­χη­σε στη ζωή του, όσο ευτύ­χη­σε στην τέχνη του και στη ‘’μετά θάνα­τον’’ ζωή της ποι­ή­σε­ώς του. Ο σεμνός αυτός νέος με την αθό­ρυ­βην, μπο­ρεί να πει κανέ­νας, εμφά­νι­ση και την αθό­ρυ­βη περ­πα­τη­σιά, που επή­γαι­νε τοί­χο — τοί­χο στο δρό­μο του και στη ζωή του, λες και φυλα­γό­ταν να μην αγγί­ξει κανέ­να και να μην τον αγγί­ξει κανέ­νας, σα να ήθε­λε να φυλά­ξει αυτή τη ζωή, για να την δια­θέ­σει ο ίδιος, μονα­χός του, όταν θα το έκρι­νε και θα το απο­φά­σι­ζε, στο θάνα­το, εφρό­ντι­σε να φύγει από τον κόσμο, ακρι­βώς τη στιγ­μή που φοβή­θη­κε ότι δεν θα μπο­ρού­σε, μοι­ραία πια, να περά­σει απα­ρα­τή­ρη­τος, τη στιγ­μή που η έξο­δός του από την αίθου­σα της ζωής δεν θα μπο­ρού­σε να γίνει χωρίς να προ­κα­λέ­σει την προ­σο­χή. Ο Καρυω­τά­κης έκα­νε την ηρω­ι­κή του έξο­δο προ­τού να κιν­δυ­νεύ­σει να μπει στον πει­ρα­σμό να χαρεί τη ζωή της φήμης του, που γεν­νιό­ταν. Εκοί­τα­ζε να φύγει μιαν ώρα αρχύ­τε­ρα, μόνο και μόνο για το ‘’ασκαν­δά­λι­στον’’. Για­τί φοβή­θη­κε ότι θα βρι­σκό­ταν μια στιγ­μή στη θέση του ανθρώ­που, που ενώ νομί­ζει ότι είναι μόνος του, σε μιαν ερη­μιά, το πολύ — πολύ μαζί με το Θεό και αφή­νε­ται στον πόνο του, στη χαρά ή στο σαρ­κα­σμό του, άξαφ­να, γυρί­ζο­ντας το κεφά­λι, βλέ­πει ότι χίλιοι περί­ερ­γοι, που είχαν στο μετα­ξύ μαζευ­τεί εν αγνοία του, έχουν κάνει κύκλο γύρω του και τον παρα­κο­λου­θούν με γού­στο ή με μια προ­σβλη­τι­κή, με μιαν αδιά­κρι­τη συμπά­θεια. Και κοί­τα­ξε να φύγει μακριά από την ενο­χλη­τι­κήν αυτή περιέρ­γεια. Α, πώς φθο­νού­σε τη στιγ­μή εκεί­νη την τύχη των ‘’άδο­ξων ποι­η­τών των αιώ­νων’’, που τους είχε αφιε­ρώ­σει την ωραία μπα­λά­ντα του, τη δημο­σιευ­μέ­νη στον βρα­βευ­μέ­νο από το Φιλα­δέλ­φειο τόμο των “Νηπεν­θών’. Μα ήταν πια αργά. Οι ‘’μελ­λού­με­νοι και­ροί’’ δε θα πού­νε ποιος ‘’άγνω­στος ποι­η­τής’’ έγρα­ψε τη μπα­λά­ντα στους άδο­ξους. Ο Καρυω­τά­κης θα είναι όχι απλώς γνω­στός, θα είναι δοξα­σμέ­νος» («Ο Καρυω­τά­κης φαρ­σέρ», “Βρα­δυ­νή’, 10/12/1931.)

(Δια­σκευή από παλαιό­τε­ρη σει­ρά άρθρων μου για τον Καρυω­τά­κη, με τίτλο «Αρι­στε­ρά και Καρυω­τά­κης», στο περιο­δι­κό Ποιείν).

Στο άγαλ­μα της ελευθερίας

Λευ­τε­ριά, Λευ­τε­ριά σχί­ζει, δαγκάνει
τους ουρα­νούς το στέμ­μα σου. Το φως σου,
χωρίς να καί­ει, τυφλώ­νει το λαό σου.
Πετα­λού­δες χρυ­σές οι Αμερικάνοι,
λογα­ριά­ζουν, πόσα δολά­ρια κάνει
σήμε­ρα το υπε­ρού­σιο μέταλ­λό σου.

Λευ­τε­ριά, Λευ­τε­ριά, θα σ’ αγοράσουν
έμπο­ροι και κον­σόρ­τια κι εβραίοι.
Είναι πολ­λά του αιώ­νος μας τα χρέη,
πολ­λές οι αμαρ­τί­ες, που θα διαβάσουν
οι γενε­ές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορ­τραί­το του Dorian Gray.

Λευ­τε­ριά, Λευ­τε­ριά, σε νοσταλγούνε,
μακρι­νά δάση, ρημαγ­μέ­νοι κήποι,
όσοι άνθρω­ποι προσ­δέ­χο­νται τη λύπη
σαν έπα­θλο του αγώ­νος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέ­ρω­σις του λείπει.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο